Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 18


Ὁ Ἅγιος Λέων Πάπας Ῥώμης

Ὁ Λέων ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας (450). Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους προμάχους καὶ ὑποστηρικτὲς τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴ Χαλκηδόνα, ἡ ἔμμεση συμμετοχή του ὑπῆρξε ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἔστειλε σ᾿ αὐτὴν τέσσερις ἀντιπροσώπους του καὶ μία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν στὴ Σύνοδο (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Λέοντος εἶχε σταλεῖ τρία (3) χρόνια πρὶν στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἀνεγνώσθη στὴ Σύνοδο. Εἶναι δὲ γνωστὴ ὡς «Τόμος τοῦ Λέοντος»). μ᾿ αὐτὴ καθόριζε μὲ πλήρη ἀκρίβεια καὶ ἀλήθεια τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Ἡ ἐπιστολὴ ἀκούστηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἄρεσε πάρα πολὺ στὰ μέλη τῆς Συνόδου καὶ στὸ βασιλιὰ Μαρκιανό. Ἡ χρησιμότητά της ἦταν μεγάλη στὴ διεξαγωγὴ τῶν συζητήσεων καὶ στὴ διατύπωση τῶν ὅρων, γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἔτσι ὁ Λέων, μὲ «τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὃ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ», δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαῖρι τοῦ Πνεύματος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἔγγραφος στὴν περίπτωση αὐτή, ἔγινε ἀπὸ τὰ λαμπρότερα ὅπλα, γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Λέων, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ θεολογική του ἱκανότητα, ἄφησε ἀρκετὲς ὁμιλίες, ποὺ εἶναι γραμμένες μὲ πολλὴ γλαφυρότητα καὶ δύναμη. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς βιογραφίας του, αὐτὴ τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ποὺ παραθέτουμε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένη:

«Ἐγενήθη ἐν Ῥώμῃ περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος, ἐπὶ δυὸ παπῶν διατελέσας διάκονος τοῦ Καλλίστου καὶ Σήξτου, ὃν καὶ διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον τὴν 29η Σεπτεμβρίου τοῦ 440. Ὑπῆρξεν εἷς τῶν ἀπολυταρχικωτέρων παπῶν, ὑποστηρίξας μετὰ πείσματος τὸ παπικὸν πρωτεῖον καὶ ἀντιταχθεὶς κατὰ τῆς ἀποφάσεως τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης διὰ τοῦ κη᾿ Κανόνος αὐτῆς τὰ ἴσα πρεσβεῖα τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὸν ἐπίσκοπον Ῥώμης. Ἔκτοτε μέχρι τοῦ νῦν δὲν ἔπαυσαν οἱ πάπαι τὰ πρωτεῖα ἐπὶ τῆς καθόλου ἐκκλησίας διεκδικοῦντες, πολλῶν κακῶν γενόμενοι τῇ ἐκκλησίᾳ πρόξενοι. Τὴν κατάταξιν αὐτοῦ μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς ἡμετέρας ἐκκλησίας ὀφείλει ὁ Λέων εἰς τὴν δογματικὴν ἐκείνην ἐπιστολὴν (ιδ. Migne PG. 54, 755-781), τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ´ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἐναντίον τῶν Μονοθελητῶν καὶ Μονοφυσιτῶν, ἧς τὸ περιεχόμενον ἐγένετο μετ᾿ ἐνθουσιασμοῦ δεκτὸν ἀπὸ μέρους τῶν παρευρεθέντων πατέρων. Ἀπέθανε τῇ 10ῃ Νοεμβρίου 460).


Οἱ Ἅγιοι Λέων καὶ Παρηγόριος ποὺ μαρτύρησαν στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας

Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀχώριστοι φίλοι, μία ψυχὴ σὲ δυὸ σώματα ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παρηγόριος πέθανε μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὁ Λέων, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν στέρηση τοῦ φίλου του καὶ ποθῶντας τὸ ἔνδοξο τέλος του, ἤθελε καὶ αὐτὸς τὸ γρηγορότερο τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Καὶ ἡ εὐκαιρία βρέθηκε. Κάποτε γινόταν πανηγύρι τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ ὅλους τοὺς συνηθισμένους θορύβους καὶ ἀπρεπεῖς διασκεδάσεις. Ὁ Λέων πλησίασε ἐκεῖ, μπῆκε στὸ ναό, πῆρε στὰ χέρια του τὰ ἀναμμένα ἐκεῖ πήλινα λυχνάρια καὶ τὰ συνέτριψε κάτω στὴ γῆ. Συγχρόνως δὲ ἔψαλλε ὕμνους πρὸς τὸν Θεό. Ἀμέσως τότε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα οἱ βασανιστές του τὸν ἔσυραν σὲ κρημνώδη τόπο, ποὺ κάτω ὑπῆρχε φαράγγι καὶ στὸ βάθος διακρινόταν ξηροπόταμος. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ, ὁ Λέων μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις κατόρθωσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀμέσως τότε παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ λύσσα τῶν δημίων του δὲν ἱκανοποιήθηκε μὲ τὸν θάνατό του. Ἀφοῦ ἔσυραν τὸ λείψανό του στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ, ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ἔριξαν μὲ δύναμη στὸ χάος τοῦ φαραγγιοῦ. Ἔτσι τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου μπορεῖ νὰ ἔπεφτε μέσα στὸ φαράγγι, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή του πετοῦσε στὸν οὐρανό, ὅπου θὰ συναντοῦσε τὸν ἐγκάρδιο φίλο του στὴν αἰώνια δόξα τοῦ Χριστοῦ.


Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁμολογητὴς καὶ θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Συναοῦ

Ἦταν χριστιανικὸ γέννημα τῆς Καππαδοκίας καὶ εἶχε εἰσέλθει κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκεῖ Μοναστήρια. Ἐκεῖ ζοῦσε μὲ πνεῦμα διακονίας, προθυμότατος στὶς ὑπηρεσίες καὶ σὰν ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐπὶ βασιλέως Λικινίου στρατεύθηκε, καὶ ὅταν καταδιώχθηκαν οἱ χριστιανοί, ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως διὰ τῆς προσευχῆς, θεράπευσε κάποιο δαιμονισμένο μέλος οἰκογενείας ποὺ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸ Μεγάλο Κων/νο, ὁ Ἀγαπητὸς πέτυχε ἄδεια ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ στρατό. Ἐπιδόθηκε τότε, στὶς ἱερὲς μελέτες καὶ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἐπίσκοπος ὅμως τῆς πόλης Σιναοῦ πληροφορήθηκε τὰ χαρίσματά του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἱερέα. Μετὰ δὲ τὸ θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, λαὸς καὶ κλῆρος ἐξέλεξαν διάδοχό του τὸν Ἀγαπητό. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση ὁ Ἀγαπητὸς ἦταν ὁ τύπος τῶν πιστῶν, ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ πατέρας τους. Φώτιζε μὲ τὸ λόγο του, οἰκοδομοῦσε μὲ τὸ παράδειγμά του, παρηγοροῦσε καὶ στήριζε, περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε, ὄχι μόνο κατὰ δύναμιν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ δύναμιν. σ᾿ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἀσχολίες τὸν βρῆκε ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἅπλωσε τὴν γέφυρα, διὰ τῆς ὁποίας μεταβιβάστηκε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ στὴν αἰώνια.


Οἱ Ἅγιοι Ἀγρίππας, Βικτωρῖνος, Δωρόθεος καὶ Θεόδουλος

Εἶναι γνωστοὶ μὲ τὴν ἀναφορά τους στὸ ὑπόμνημα τοῦ πιὸ πάνω ὁσίου Ἀγαπητοῦ. Ὅτι δηλαδὴ εἶδε τὸ μαρτύριό τους καὶ ἤθελε νὰ γίνει κοινωνὸς αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο δὲν γνωρίζουμε γιὰ τὴν ζωή τους.


Ὁ Ἅγιος Πιούλιος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.