Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 17


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων

Τήρων σημαίνει νεοσύλλεκτος. σ᾿ αὐτὸ τὸ στράτευμα κατετάγη καὶ ὁ Θεόδωρος. Ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀμάσειας στὴ Μαύρη Θάλασσα, Χουμιαλῶν λεγόμενο. Κατὰ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στράτευμα, διότι ἦταν χριστιανός. Πηγαίνει στὴν πόλη Εὐχάϊτα. Ἐκεῖ στὸ πυκνὸ δάσος, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, εἶχε τὴν φωλιά του πελώριος καὶ φοβερὸς δράκος, ποὺ ἔκανε ἀπλησίαστο τὸ δάσος καὶ ἦταν πραγματικὴ μάστιγα γιὰ τὴν περιοχή. Τότε ὁ Θεόδωρος, μὲ τὴν τόλμη καὶ τὴν σωματικὴ δύναμη ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστὸ ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει, εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ δάσους. Συναντάει τὸ δράκοντα, τὸν σκοτώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὴν πόλη ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φόβητρο. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Θεόδωρος μαθαίνει ὅτι συστρατιῶτες του χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χάνουν τὸ θάῤῥος τους καί, προκειμένου νὰ πεθάνουν, πολλοὶ θυσίαζαν στὰ εἴδωλα. Ἀποφασίζει, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέφει στὸ τάγμα του. Ἀγανακτεῖ ὅταν βλέπει τὰ βασανιστήρια τῶν χριστιανῶν καὶ μία νύκτα καίει ἕνα ξύλινο εἴδωλο τῆς θεᾶς Ῥέας. Ἔπειτα, φανερὰ πλέον, ἐνθαῤῥύνει τοὺς συστρατιῶτες του μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, μένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνιστεῖτε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναμη καὶ θάῤῥος, ποὺ προσφέρει ὁ μεγαλοδύναμος Θεός μας. Βέβαια, παράδειγμα ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος, ὅταν μὲ καρτερία καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη ἀντιμετώπισε τὸ μαρτυρικό του θάνατο, μέσα σὲ πυρακτωμένο καμίνι.


Ἡ Ἁγία Μαριάμνη, ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου

Χριστιανὴ καὶ αὐτή, εἶχε τὸν ἴδιο θεῖο ζῆλο μὲ τὸν ἀδελφό της. Φλεγόμενη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς εὐρύτερης διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σωτηρίας περισσότερων ψυχῶν, ἀκολούθησε ἐκεῖνον σὲ πολλὲς περιοδεῖες του βοηθῶντας τον στὸ φωτιστικὸ ἔργο του καὶ συμμεριζόμενη τοὺς κινδύνους του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀπτόητη ἡ Μαριάμνη ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική της ὑπηρεσία. Πρὸ πάντων ἔδρασε στὴν Λυκαονία, ὅπου τὰ κηρύγματά της καὶ οἱ ἰδιαίτερες προσπάθειές της, ἔφεραν πολλὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὸ τέλος τῆς ὑπῆρξε ἥσυχο, ἡσυχότερη δὲ ἡ εὐσεβὴς συνείδησή της.


Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος

Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν ποὺ γιορτάζουμε στὶς 10 Νεομβρίου. Ἀπὸ ἕνα Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 976, μαθαίνουμε ὅτι ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομάχων καὶ ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, σημειώνεται ὅτι πέθανε εἰρηνικά.


Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου

Ὁ ἅγιος μάρτυρας Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος μαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιμίνου (307-311). Στὰ χρόνια δὲ τοῦ φιλοχρίστου βασιλιᾶ Βασιλείου, φάνηκε τὴν νύκτα σὲ κάποιον ἄνθρωπο ὀνομαζόμενο Φιλομμάτη, ποὺ ἦταν στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων (Τὰ Ἰκανάτα ἦταν ἐκλεκτὸ σῶμα τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς τοῦ Βυζαντίου, διοικούμενο ἀπὸ ἄνδρες τῆς ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα). Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος καὶ κρύβεται κάτω στὴ γῆ στὸ μέρος τοῦ γιαλοῦ, ὅπου εἶναι ἡ ἀκρόπολη. Ἔδειχνε μάλιστα μὲ τὸ δάκτυλό του καὶ τὸν τόπο. Ὁ Φιλομμάτης τότε σηκώθηκε πολὺ πρωὶ καὶ εἶπε τὴν ὀπτασία του μὲ λεπτομέρεια στὸν φίλο του Μαρκιανὸ τὸν νουμέριο. Ἐκεῖνος μὲ τὴν σειρά του τὸ εἶπε στὸν βασιλιὰ καὶ ἀμέσως ἐστάλησαν στρατιῶτες στὸν τόπο αὐτό, ὅπου ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν σιδερένια θήκη, ποὺ μέσα ἦταν τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ἦταν χαραγμένα γράμματα, ποὺ φανέρωναν τὴν χρονολογία ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο. Τετρακόσια χρόνια, ὑπολόγισαν, ὅτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε. Ὁπότε ὅλο τὸ πλῆθος εὐχαρίστησε καὶ δόξασε τὸν Θεό.


Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς

Ἡ Πουλχερία γεννήθηκε 19 Ἰανουαρίου καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρκαδίου καὶ ἐγγονὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Μαρκιανὸς παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο τὸν Β´, τὴν 25η Αὐγούστου τοῦ 450. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβέστατος - καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη - καὶ ἔγινε μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα του Πουλχερία, θερμὸς προστάτης τῆς Ἐκκλησίας. Συνεκάλεσε μάλιστα, τὴν Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, στὴν ὁποία καὶ προήδρευσε μαζὶ μὲ τὴν Πουλχερία. Ἔτσι συνετέλεσε στὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, καταδικάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς Εὐτυχὴ καὶ Διόσκορο, τῶν ὁποίων τὶς πλάνες ἀναφέραμε στὴ βιογραφία του Ἁγίου Φλαβιανοῦ (16 Φεβρουαρίου). Ἡ Πουλχερία πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν τὴν 10η Σεπτεμβρίου τοῦ 453, ὁ δὲ Μαρκιανὸς τὸ 457. Ἔφυγαν δὲ καὶ οἱ δυό, μὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυμένη, ὅτι ξεπλήρωσαν μὲ τὸν ἱερώτερο τρόπο τὰ βασιλικά τους καθήκοντα, τόσο πρὸς τὸ κράτος, ὅσο καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ θάνατός τους προκάλεσε μεγάλο πένθος, καὶ εἰλικρινῆ δάκρυα ἔτρεξαν στὶς κηδεῖες τους.


Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου

Ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Γιὸς πλούσιας εἰδωλολατρικῆς οἰκογένειας τῆς Ῥώμης, εἶχε γνωρισθεῖ μὲ χριστιανοὺς τῆς Ῥώμης, ποὺ τὸν κατηχοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ εἰδωλολάτρισσα, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ ὁ νεαρὸς τότε Μᾶρκος, ὁ μετέπειτα Εὐαγγελιστής, ποὺ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Αὐξίβιος παρακολούθησε τὰ κηρύγματά του καὶ βαπτίστηκε. Ἔγινε μάλιστα Ἱερέας τοῦ Σόλους τῆς Κύπρου (πόλη ἀρχαία της Κύπρου, ὁμώνυμη ὑπῆρχε στὴν Κιλικία), ὅπου ἐργάστηκε μὲ πολὺ ἀποστολικὸ ζῆλο. Σὲ κάποια μάλιστα δημόσια διδασκαλία του, συναντήθηκε μὲ τὸν ἀδελφό του Θεμισταγόρα καὶ τὴν γυναῖκα του, ποὺ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ῥώμη τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἦλθαν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἡ χαρὰ ἦταν μεγάλη. Ἀφοῦ τοὺς κατήχησε μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, τοὺς ἔκανε ἀχώριστους συνεργάτες του στὴν εὐαγγελική του ἀποστολή. Καρπὸς τῆς συνεργασίας αὐτῆς ἦταν ἡ θαυμάσια διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα τῶν Σόλων.


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἡ Βυζάντιος

Γεννήθηκε στὸ Νεοχώρι τοῦ Βυζαντίου τὸ 1774 ἐπὶ Βασιλείας τοῦ σουλτάνου Μαχμούτ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τὸν Χατζῆ Ἀναστάσιο καὶ τὴν Σμαραγδή. Ἀπὸ παιδὶ ἀφοσιώθηκε στὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἔμαθε τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς. Ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ᾿ ἕναν ζωγράφο στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ ὅπως ἦταν νεαρὸς μέσα στὶς ἡδονές, παρασύρθηκε καὶ ἀλλαξοπίστησε μὲ ἀντάλλαγμα τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Μετὰ τρία χρόνια, ἔπεσε πανώλη στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ ὁ Θεόδωρος συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του. Καταφρόνησε τότε τιμὲς καὶ ἀξιώματα καὶ μεταμφιεσμένος δραπέτευσε στὴ Χίο. Ἐκεῖ χειραγωγήθηκε ἀπὸ κάποιον πνευματικὸ καὶ πῆρε τὴν μεγάλη ἀπόφαση τοῦ μαρτυρίου. Ἀφοῦ προετοιμάσθηκε καλά, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ μαζὶ μὲ ἕναν πνευματικό του ἀδελφὸ πῆγε στὴ Μυτιλήνη. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁμολόγησε μὲ θάῤῥος καὶ χαρὰ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀφοῦ πέταξε κάτω τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ ἐπίτηδες εἶχε φορέσει. Ξαφνιασμένος ὁ κριτής, διέταξε τὴν ἄμεση φυλάκισή του καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν ἀνελέητα. Δεκαπέντε Τοῦρκοι τὸν μαστίγωναν συγχρόνως. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἐπέμενε νὰ ὁμολογεῖ τὸν Χριστό. Τότε μία σειρὰ φρικιαστικῶν βασανιστηρίων ἀκολούθησαν, ποὺ καὶ μόνη ἡ ἀναφορά τους ἀηδιάζει τὸν ἀναγνώστη. Στὸ τέλος τὸν κρέμασαν τὴν 17η Φεβρουαρίου 1795 στὴ Μυτιλήνη. Μετὰ τρεῖς ἡμέρες, οἱ Χριστιανοὶ πῆραν ἄδεια καὶ κήδευσαν τὸ μαρτυρικό του λείψανο μὲ τιμὲς στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Χρυσομαλλούσης. Ἡ δὲ Μυτιλήνη τὸν ἔκανε πολιοῦχο της.


Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη

Δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὸν νεομάρτυρα Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα Ἀγράφων (10 Μαρτίου). Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιους τῆς Ἀδριανουπόλεως της Θρᾴκης καὶ συκοφαντήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς πόλης ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ τους. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν ἐντιμότητα τοῦ Μιχαήλ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἀλλ᾿ οἱ συκοφαντοῦντες ἀπείλησαν τὸν δικαστή, ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Σουλτάνο, ἐπειδὴ δὲν ὑπερασπίζεται τὴν πίστη τους. Ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ φυλάκισε τὸν Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸν Σουλτάνο καὶ περίμενε ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπόφαση. Ἡ διαταγὴ ἦλθε καὶ ἔλεγε: ἢ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἢ νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε τότε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημα τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ μάταια. Ὁ Μιχαὴλ παρέμενε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη. Τότε σύμφωνα μὲ τὴν διαταγή, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ τίμιο σῶμα του τὸ ἔκαψαν στὶς 17 Φεβρουαρίου, τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα.


Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης, Πατριάρχης Μόσχας (†1612)