Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ κεφάλαιο στ´, στ. 22-35. Συνέβη σαράντα μέρες μετὰ τὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ Ἰησοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ἡ Παρθένος Μαρία, ἀφοῦ συμπλήρωσε τὸ χρόνο καθαρισμοῦ ἀπὸ τὸν τοκετό, πῆγε στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἐκτελεσθεῖ ἡ τυπικὴ ἀφιέρωση τοῦ βρέφους στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν (δηλαδὴ πρωτότοκο) ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται» καὶ γιὰ νὰ προσφέρουν θυσία, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ μικρὰ περιστέρια. Κατὰ τὴν μετάβαση αὐτή, δέχθηκε τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του ὁ ὑπερήλικας Συμεών, ὅπως θὰ ἐξιστορίσουμε αὔριο στὴ μνήμη του. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἄλλη μία ἀπόδειξη ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι καὶ Γραμματεῖς, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσει, νὰ τὸν τελειοποιήσει. Κατὰ τὴν ὁλονυκτία τῆς Ὑπαπαντῆς στὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ βασιλεῖς συνήθιζαν νὰ παρευρίσκονται στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Ἡ συνήθεια αὐτὴ ἐξακολούθησε μέχρι τέλους τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Μαρτύρησε στὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ξεῤῥίζωσαν τὰ δόντια, ἔπειτα τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, καὶ κατόπιν τοῦ ἀφαίρεσαν μὲ ξυράφι τὸ δέρμα. Ἀλλὰ ἡ πίστη του πρὸς τὸν Χριστό, ἔμεινε ἀκέραια καὶ ἀκλόνητη, καταντροπιάζοντας τοὺς ἄγριους βασανιστές. Τέλος πέθανε, ἀφοῦ του διαπέρασαν τὰ μυαλὰ μὲ πυρωμένα σουβλιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως φλογερώτερος ἀπέμεινε ὁ ζῆλος τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἰορδάνης ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ὅταν παντρεύτηκε ἐγκαταστάθηκε στὸν Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ἦταν 40 χρονῶν. Κάποτε λοιπόν, διασκέδαζε μὲ κάποιους Ὀθωμανοὺς συμπατριῶτες του, παίζοντας μαζί τους ἕνα παιγνίδι. Σὲ κάποια στιγμή, ἕνας συμπαίκτης του, εἶπε κοροίδευτικα στὰ ἑλληνικά: «Ἅγιε Νικόλα ψωριάρη, βοήθησέ με νὰ νικήσω». Ὁ Ἰορδάνης τότε ἀπάντησε παρόμοια, εἰς βάρος ὅμως τοῦ Μωάμεθ. Τὴν ἑπόμενη μέρα, ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα του τὸν κατηγόρησε σὰν ὑβριστὴ τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Ὁδηγήθηκε λοιπὸν στὸν Βεζίρη καὶ πιέστηκε νὰ δεχθεῖ τὸν μουσουλμανισμὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν τιμωρία τοῦ θανάτου. Ὁ Ἰορδάνης, ὅμως, παρέμεινε σταθερὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν «γλυκύτατο Ἰησοῦ» καὶ ἔτσι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στὸ Κουτζοὺκ Καραμάνι, τὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἐνῷ ἦταν ἕτοιμος ὁ δήμιος νὰ ἀποκεφαλίσει τὸν μάρτυρα, ἔφθασε ἀγγελιοφόρος τοῦ Βεζίρη καὶ εἶπε μυστικὰ στὸν Ἰορδάνη: «Ὁ Βεζίρης σὲ συμβουλεύει νὰ λυπηθεῖς τὴν ζωή σου καὶ πὲς φανερὰ ὅτι τουρκεύεις καὶ ἔπειτα πήγαινε ὅπου θέλεις νὰ ζήσεις χριστιανικά». Ὁ Ἰορδάνης ἀπάντησε: «Εὐχαριστῶ τὸν Βεζίρη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ κάνω ποτέ». Ἔτσι ὁ δήμιος ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἐνδόξου αὐτοῦ μάρτυρα, στὴν Κωνσταντινούπολη 2 Φεβρουαρίου 1650 (κατ᾿ ἄλλους 1651). Τὴ νύκτα πῆγαν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι του στὸν ἔπαρχο, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετὰ χρήματα, πῆραν τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ στὴν τοποθεσία Μπέγιογλου. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συνέγραψαν ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης, Μέγας Λογοθέτης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου.
Ὁ Νέος Ὁσιομάρτυς Γαβριήλ ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλλωνή της Προκοννήσου. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν κήρυκας τῆς ἐνορίας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Κατηγορήθηκε σὰν ὑβριστὴς τῆς μουσουλμανικῆς θρησκείας, φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Παρέμεινε ὅμως σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε νὰ γίνει μουσουλμάνος, ἀποκεφαλίστηκε στὴ πόλη αὐτὴ 2 Φεβρουαρίου 1676. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ῥίχτηκε στὴ θάλασσα ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.