Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 29


Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου

Ἡ γιορτὴ τῆς μνήμης του εἶναι ὀτις 20 Δεκεμβρίου. Ἐδῶ γιορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων του, ἀπὸ τὴν Ῥώμη, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ τὰ περισυνέλεξαν ἀπὸ τὸν Ἱππόδρομο καὶ τὰ μετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια (Α´ ἀνακομιδὴ μᾶλλον τὸ ἴδιο ἔτος τοῦ μαρτυρίου του δηλ. τὸ 107 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅμως, εἰδικὰ γιὰ τὴν σημερινὴ γιορτὴ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἀπὸ τὴν Ῥώμη στὴν Ἀντιόχεια, ἔκανε λόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο παραθέτουμε ὁρισμένα ἀποσπάσματα σὲ μετάφραση. «Ὁ Ἰγνάτιος ἔτρεξε πρὸς τὸν θάνατο μὲ τόση μεγάλη προθυμία, μὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νὰ τρέχει ἐκεῖνος ποὺ καλεῖται στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Καὶ ἔτσι, ὁ λαὸς μάθαινε ἀπὸ τὴν προθυμία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ ἐκείνου, ὅτι δὲν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδημία καὶ μετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Δίδασκε ἔτσι, σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν παρακολουθοῦσαν νὰ περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ μελλοντικὰ καὶ ν᾿ ἀποβλέπουν στὸν οὐρανό, καὶ νὰ μὴ δίνουν σημασία στὰ κακά της παροῦσας ζωῆς. Τέτοιοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐρωτευμένοι· ὅ,τι κι ἂν πάσχουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν, τὸ δέχονται μὲ εὐχαρίστηση. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μ᾿ αὐτόν. Ἔσπευδε νὰ μιμηθεῖ τοὺς Ἀποστόλους ὄχι μόνο στὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ στὴν προθυμία, γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε: «Θὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὰ θηρία». Καὶ θεωροῦσε τὰ στόματα αὐτῶν πολὺ πιὸ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γλῶσσα τοῦ τυράννου. Καὶ πολὺ σωστά. Διότι ἐκείνη τὸν καλοῦσε στὴ γέεννα, ἐνῷ τὰ στόματα τῶν θηρίων τὸν ἔστελναν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» 1. 1.37ος τόμος Ε.Π.Ε.


Οἱ Ἅγιοι Φιλόθεος, Ὑπερέχιος, Ἄβιβος, Ἰουλιανός, Ῥωμανός, Ἰάκωβος καὶ Παρηγόριος οἱ ἐν Σαμοσάτοις τελειωθέντες

Ἦταν καὶ οἱ ἑπτά τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἐκείνους ἥρωες, ποὺ μποροῦσαν νὰ διατηρήσουν τὴν σταθερότητά τους, ἀπέναντι ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ κόσμου. Ὅταν τοὺς συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες, στὴν ἀρχὴ μὲ βαριὰ ῥόπαλα ἔσπασαν τοὺς μηροὺς καὶ τοὺς βραχίονές τους. Καὶ τέλος τοὺς σκότωσαν μὲ θηριώδη τρόπο, ἀφοῦ διαπέρασαν τὰ κεφάλια τους μὲ καρφιά. Τὴ φρίκη αὐτοῦ τοῦ θανάτου, εἶναι ἀδύνατο νὰ φαντασθεῖ ἢ νὰ περιγράψει κανείς. Καὶ ὅμως, ἐκεῖνοι γενναιόψυχοι καὶ ὁμόψυχοι, τὸν ὑπέστησαν μὲ ὅλο τὸν ἡρωϊσμὸ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους φωνάζοντας ὁ καθένας τους μέχρι τελευταίας στιγμῆς σὲ κάθε νέο κτύπημα καρφιοῦ «ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ».


Οἱ Ἅγιοι Σιλουανὸς ἐπίσκοπος, Λουκᾶς διάκονος καὶ Μώκιος ἀναγνώστης

Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς στὴν πόλη τῶν Ἐμεσηνῶν της Κοίλης Συρίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Νουμεριανοῦ (284).Ὅταν λοιπὸν τοὺς εἶπαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, αὐτοὶ μεγαλόφωνα ἐπανέλαβαν τὴν ὁμολογία τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς μαστιγώσουν σκληρὰ καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν. Ὅταν μετὰ ἀπὸ μέρες, ἐξαντλημένους, τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐξέτασαν γιὰ νὰ δοῦν ἂν ἔχει καμφθεῖ τὸ φρόνημά τους, ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ τρεῖς Ἅγιοι παρέμειναν ἀκλόνητοι καὶ ἀλύγιστοι. Τότε τὰ ἴδια μαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν, ἀλλὰ καὶ πάλι χωρὶς ἀποτέλεσμα. Τότε τοὺς ἔφεραν στὸ ἀμφιθέατρο, ὅπου γίνονταν θηριομαχίες, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ τρομερὸ θάνατο ἀπὸ τὰ πεινασμένα θηρία. Τὰ λείψανά τους τὰ παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη. (Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου καθὼς καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 6η Φεβρουαρίου μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρες Φαῦστο καὶ Βασίλειο).


Οἱ Ἅγιοι Σορβῆλος καὶ Βεβαία οἱ αὐτάδελφοι

Ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. (110). Ὁ Σόρβηλος, Ἱερέας τῶν εἰδώλων προηγούμενα, εἶχε προσέλθει στὸν Χριστιανισμό, ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἔδεσσας Βαρσιμαῖο. Μαζὶ μ᾿ αὐτὸν δέχτηκε τὴν θρησκεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βεβαία. Ὁ ἔπαρχος Λυσίας ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ ὠμοτάτων μαρτυρίων. Ἀλλὰ τὰ μαστίγια, οἱ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τὸ γδάρσιμο τοῦ δέρματος δὲν μπόρεσαν νὰ ἰσχύσουν ἀπέναντι στὴν ἀκλόνητη πίστη τους. Τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ αἷμα τους, τοὺς κάλυψε λαμπρότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὴ πορφύρα.


Ὁ Ἅγιος Βαρσιμαῖος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Ἐδέσσης

Ὁ Βαρσιμαῖος, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης,ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, ἔφερε στὴ θρησκεία τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, δηλαδὴ τὸν Χριστιανισμό, τοὺς ἁγίους μάρτυρες Σόρβηλο καὶ τὴν ἀδελφή του Βεβαία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λοιπόν, καταγγέλθηκε στὸν ἡγεμόνα Ἐδέσσης Λυσία καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, μαστιγώθηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ στὸ διάστημα αὐτό, ἔπαψε μὲ βασιλικὸ διάταγμα ὁ διωγμὸς τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι ὁ Βαρσιμαῖος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γύρισε στὴν Μητρόπολή του καὶ ἀφοῦ ἔζησε κατὰ πάντα θεάρεστα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης

Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης ἦταν Πέρσης στὴν καταγωγὴ καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Οὐάλη (370 μ.Χ.), καὶ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρης. Ἔγινε χριστιανὸς στὴν Ἔδεσσα καὶ κατόπιν πῆγε καὶ μόνασε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρημητήρια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ὁ ἀρειανὸς Οὐάλης ἐξόρισε τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο τῆς Ἀντιόχειας καὶ πολλὲς πιέσεις ἀνάγκαζαν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀσπάζονται τὸν ἀρειανισμό, ὁ Ἀφραάτης ἄφησε τὸ ἐρημητήριό του, ἦλθε στὴν πόλη, ὅπου ἄφοβα καὶ μὲ ζῆλο ἐνθάῤῥυνε καὶ παρηγοροῦσε τὰ πλήθη καὶ τὰ στήριζε στὴν Ὀρθοδοξία. Τέτοιες ὑπηρεσίες, πολλὲς πρόσφερε ὁ Ἄφραατης στὴν πίστη. Τελείωσε τὴν ζωή του, ὑπηρετῶντας μὲ ἀφοσίωση τὸ Εὐαγγέλιο.


Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς

Ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Χιοπολίτης

Γεννήθηκε στὸ Παλιόκαστρο τῆς Χίου τὸ 1780, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀποστόλη καὶ τὴν Μαρουλού. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν κοντὰ στὸν ἐκεῖ ἐγκατεστημένο ἀδελφό του Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔμπορος. Ἀργότερα, ἀῤῥαβωνιάστηκε κάποια νέα, καὶ ἐπειδὴ δὲν πῆρε τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ κατάστημά του. Ἔπεσε σὲ μεγάλη φτώχεια καὶ θυμήθηκε ὅτι ὁ Σεΐχ- ουλ- ισλάμης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του κάποιο ποσὸν ἀπὸ ἀγορά, ἐπὶ πιστώσει, ὑφασμάτων. Ἔτσι πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Τούρκου γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ποσὸ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ὁ ἴδιος. Ἐκεῖ ὅμως τὸν περιποιήθηκε κάποια νεαρὴ μωαμεθανίδα, ποὺ τὸν ἐρωτεύθηκε καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ ἔπρεπε νὰ γίνει Μωαμεθανὸς ἢ νὰ πεθάνει. Ὁ Δημήτριος αἰφνιδιάστηκε, δέχτηκε τὶς προτάσεις τῆς μουσουλμανίδας καὶ παρέμεινε στὸ σπίτι αὐτὸ δυὸ μῆνες σὰν ἐξωμότης. Ὅταν ὅμως συνῆλθε, δραπέτευσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδρομίου, ὅπου κρύφτηκε σὲ μία χριστιανικὴ οἰκογένεια. Συγχρόνως εἰδοποιήθηκε ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Δημήτριος ἐξομολογήθηκε στὸν πνευματικὸ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του στὴ Χῖο, ὅπου ἐξιστοροῦσε ὅλα τὰ γεγονότα καὶ τὸν πόθο του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, παρουσιάστηκε στὸν Τοῦρκο Διοικητὴ καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Χιῶτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μάζεψαν χρήματα γιὰ νὰ τὸν ἀπελευθερώσουν, ἀλλ᾿ ὁ Δημήτριος τοὺς ἐπετίμησε καὶ τοὺς συνέστησε νὰ προσεύχονται γιὰ νὰ τελειώσει τὴν ζωή του μαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ τὶς παρακλήσεις ἐκείνης τῆς μουσουλμανίδας, ὁ Δημήτριος παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 29 Ἰανουαρίου 1802. Τὸ λείψανό του παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ εὐλάβεια σ᾿ ἕνα μοναστήρι στὸ νησὶ Πρώτη.


Ὁ Ἅγιος Gildas the wise

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.