Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν μετὰ τῆς συμβίας του Μαρίας καὶ τῶν τέκνων τους Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννη
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ γιὰ τοὺς πλουσίους παραγγέλλει: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰώνι παράγγελλε μὴ ὑψηλοφρονεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι, τῷ παρέχοντι ἡμῖν πάντα πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν». Πές, δηλαδή, στοὺς πλουσίους, σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦν, οὔτε νὰ ἔχουν στηριγμένες τὶς ἐλπίδες τους στὸν ἀβέβαιο ὑλικὸ πλοῦτο, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν στὸ ζωντανὸ Θεό, ποὺ ὅλα μᾶς τὰ δίνει πλούσια γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνουμε. Αὐτὴ τὴν παραγγελία, ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν μὲ τὴν γυναῖκα του Μαρία καὶ τὰ παιδιά τους Ἀρκάδιο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν πολὺ πλούσια οἰκογένεια στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (518-527-565 μ.Χ.), θὰ δοῦμε ὅτι τὴν διαφυλάττουν μέχρι τέλους. Τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ πάλι παραγγέλλει γιὰ τοὺς πλουσίους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνικούς». Δηλαδή, νὰ ἀγαθοεργοῦν, νὰ γίνονται πλούσιοι σὲ καλὰ ἔργα, νὰ εἶναι πρόθυμοι νὰ δίνουν καὶ σὲ ἄλλους ἀπὸ τὰ ἀγαθά τους, νὰ εἶναι ἁπλοὶ καὶ καταδεκτικοί. Πράγματι, ἡ πόρτα τοῦ Ξενοφῶντος ἦταν πάντα ἀνοικτὴ στοὺς φτωχοὺς καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια ἐργαζόταν μὲ γνήσιο πνεῦμα χριστιανικῆς φιλανθρωπίας. Οἱ ἴδιοι ἀναζητοῦσαν τοὺς πάσχοντες καὶ ἔτρεχαν νὰ περιθάλψουν καὶ νὰ παρηγορήσουν ὀρφανά. Μεγάλα δὲ ποσὰ ἀφιέρωναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αἰχμαλώτων. Προκειμένου ὅμως νὰ μορφώσουν περισσότερο τὰ παιδιά τους, τὰ ἔστειλαν στὴ Βηρυττὸ γιὰ νὰ διδαχθοῦν νομικά. Ἀλλὰ καθ᾿ ὁδὸν ναυάγησαν καὶ ἀφοῦ διασώθηκαν πῆγαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔγιναν μοναχοί. Ὅταν οἱ γονεῖς τους ἔμαθαν γιὰ τὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν στὰ παιδιά τους, δόξασαν τὸν Θεὸ καί, ἀφοῦ διαμοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχούς, ἔφυγαν καὶ αὐτοί. Ὁ μὲν Ξενοφῶν στὴν ἔρημο σὰν μοναχὸς ἀσκητής, ἡ δὲ γυναῖκα του Μαρία, σὰν μοναχὴ σὲ γυναικεία μονή. Ἔζησαν ὁσιακὰ καὶ ἀφοῦ ἔκαναν θαύματα, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ πρὸς Κύριον.
Εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους τῆς βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακὴ ὥρα δευτέρα, ἔγινε σεισμὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τόσον μέγας, ὥστε ἐκρημνίσθησαν τὰ τείχη αὐτῆς καὶ πολλὰ μέρη καὶ πολλοὶ οἰκίαι τῆς πόλεως, ἐξαιρέτως ὅμως ἀπὸ τὸ ἔμβασμα, τὸ καλούμενον Τρωαδίσιον, ἕως τὸ χάλκινον Τετράπυλον. Ἐσυνέχισε δὲ ὁ τοιοῦτος σεισμὸς μῆνας τρεῖς. Τότε ὁ βασιλεὺς ποιῶν λιτανείαν, μεθ᾿ ὅλου του λαοῦ, ἔλεγε ταῦτα δακρύων πρὸς τὸν Θεόν: «Ῥῦσαι ἡμᾶς, Κύριε, τῆς δίκαιας σοῦ ὀργῆς καὶ δὸς συγχώρησιν τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Ἐπειδὴ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐσάλευσας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν, ἵνα σὲ δοξάζωμεν τὸν μόνον ἀγαθὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ φιλάνθρωπον».
Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος (βλ. Φιλόθεος Ἱστορία ἀριθμ. 6). Ὁ Ὅσιος Συμεὼν λοιπόν, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία εἶχε ἔφεση πρὸς τὴν ἄσκηση καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Ἄμανον καὶ ζοῦσε μέσα σὲ μία σπηλιά. Ἡ ζωή του ἐκεῖ ἦταν πολὺ ἀσκητικὴ καὶ δὲν ἔτρωγε οὔτε κὰν λίγο ψωμί. Τρεφόταν μὲ χορτάρια τῆς ἐρήμου. Ἀπὸ τὴν ἔρημο πῆγε στὸ ὄρος Σινᾶ, γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ὅπου κατέβηκε ὁ Θεός. Ἐκεῖ κλείστηκε σὲ μία σπηλιά, ὅπου κρύφτηκε ὁ Μωϋσῆς, καὶ ἔμεινε μπρούμυτα ἑπτὰ μέρες, νηστικὸς καὶ προσευχόμενος. Σηκώθηκε μόνο ὅταν ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φάει τρία μῆλα, ποὺ ἦλθαν μπροστά του μὲ θαυματουργικὸ τρόπο. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Σινᾶ, ἔκτισε δυὸ μοναστήρια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας ὁ Πρεσβύτερος, Πέτρος ὁ δεσμοφύλακας καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς Ἑπτὰ Στρατιῶται
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξίμου ἡγεμόνα τῆς Φοινίκης (295 μ.Χ.). Ὅταν λοιπὸν συνελήφθη ὁ Ἱερέας Ἀνανίας, καὶ ἐπειδὴ ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ γκρέμισε διὰ τῆς προσευχῆς τὰ εἴδωλα, ὁ Μάξιμος διέταξε καὶ τὸν μαστίγωσαν ἀνελέητα καὶ ἔκαψαν τὶς πλευρές του μὲ πυρωμένα σουβλιά. Ἔπειτα ἐπάνω στὰ κομμένα μέλη του, ἔριξαν ξύδι καὶ ἁλάτι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακή, ὅπου, διὰ θαύματος, μέρες ὁλόκληρες, τρεφόταν ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ θαῦμα αὐτὸ εἵλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸν δεσμοφύλακα Πέτρο καὶ ἄλλους ἑπτὰ στρατιῶτες, τοὺς ὁποίους, μαζὶ μὲ τὸν Ἀνανία, ὁ ἡγεμόνας ἔπνιξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν ἀπὸ τὸν στεφανοδότη Κύριο, τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως.
Ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος ἔτρεφε μεγάλη ὑπόληψη πρὸς αὐτόν. Σπάνια ἄνθρωπος ἔγινε τόσο κύριος τοῦ ἑαυτοῦ, ὥστε νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὶς βρισιές, εὐλογῶντας μάλιστα καὶ εὐεργετῶντας τοὺς ὑβριστές του. Ἰδιαίτερη ἐπίσης προσπάθεια κατέβαλε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρετή, δυστυχισμένων γυναικῶν, ποὺ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς τιμῆς. Ἐνῷ ὁ κόσμος τὸν κακολογοῦσε, αὐτὸς συμβούλευε καὶ παρακαλοῦσε. Καὶ πετύχαινε. Πολλὲς παράτησαν τὴν ἁμαρτία καὶ ἦλθαν μέσῳ αὐτοῦ στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης ἐδῶ ἀναφέρεται στὸ Λαυσαϊκὸ καὶ ἕνας ἄλλος Ὅσιος Ἀμμωνᾶς, ποὺ ἦταν ἱερέας.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Κτίτωρ ὁμώνυμης Μονῆς Ἁγίου Ὄρους.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Φρυγίᾳ
«Βάκλοις τυπτόμενοι ἐτελειώθησαν».
Ὁ Ὅσιος Κλήμης, ὁ ἐν τῷ Ὄρει Σαγματίῳ ἀσκήσας
Ἄσκησε στὸ ὄρος Σαγματᾶ τῆς Βοιωτίας. Τὸν ἀσκητὴ αὐτὸν ἀγνοοῦν οἱ Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ μνήμη του, μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία του, βρίσκεται στοὺς Λαυριωτικοὺς Κώδικες Ε 152 φ. 334α καὶ Π 2 φ82β. Στὴν ἀκολουθία του ὑμνολογεῖται ὡς πνευματοφόρος ἐπὶ στύλου ὑψηλοῦ ἀναβὰς καὶ ἀσκητικώτατος φανείς, ὡς στῦλος τῶν μοναζόντων ἀκλινής, ὡς μοναστῶν τὸ στήριγμα, ἔργα φωτὸς διαπραξάμενος. (Νομίζω ὅμως, ὅτι ἐδῶ περιττῶς ἀναφέρεται ἡ μνήμη του ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, διότι οἱ περισσότερες ἁγιολογικὲς πηγές, ἀναφέρουν τὴ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ τὴν 27η Ἰανουαρίου).
Ἀνακομιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Ἡ ἀνακομιδὴ αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν Πρίγκηπο στὴν Ἱ. Μονὴ Στουδίου, ἐπὶ Πατριάρχου Μεθοδίου τὸ 844 μ.Χ.