Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 19


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος

Ἦταν ἀναχωρητὴς Αἰγύπτιος ἀσκητικότατος. Πέρασε τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του μέσα στὴν ἔρημο, σ᾿ ἕνα στενότατο κελλί, μὲ πολλὴ ἐγκράτεια καὶ προσευχή. Γιὰ τὰ ἀσκητικά του παλαίσματα, ὁ Μακάριος, ὀνομάστηκε μέγας καὶ ἡ φήμη του ἦταν διαδεδομένη σχεδὸν σ᾿ ὅλα τὰ ἀσκητήρια της Αἰγύπτου. Ὅταν μαζευόταν πολὺ πλῆθος κοντά του, γιὰ νὰ πάρει τὴν συμβουλή του καὶ ν᾿ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόμα του ῥήματα ζωῆς αἰωνίου, αὐτὸς ἐξαφανιζόταν μέσῳ ὑπόγειας σύραγγας ποὺ ἕνα μέρος αὐτῆς ἔσκαψε ὁ ἴδιος με τὰ χέρια του σὲ μία σπηλιά. Ὁ δὲ Παλλάδιος, διηγεῖται γιὰ τὸν ὅσιο Μακάριο, πολλὰ φοβερὰ καὶ ἐξαίσια κατορθώματα, νῖκες κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν. Ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (373) καὶ πέθανε εἰρηνικὰ 90 χρονῶν.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς

Ἀσκητὴς καὶ αὐτὸς καὶ πρεσβύτερος τῶν λεγομένων Κελλιῶν. Πέρασε τὴν ζωή του στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρημο μὲ ἄκρα ἡσυχία, στερήσεις πολλὲς καὶ κακουχίες. Ἔζησε πολεμῶντας κατὰ τῶν δαιμόνων (σχετικῶς γράφει ὁ Παλλάδιος στὸ Λαυσαϊκό) καὶ πέθανε εἰρηνικά. (Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν πιὸ πάνω Μακάριο, διότι οἱ βιογραφίες τους εἶναι σχεδὸν ταυτόσημες).


Ἡ Ἁγία Εὐφρασία

Πατρίδα της ἦταν ἡ Νικομήδεια καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ (290). Ἡ οἰκογένειά της διακρινόταν γιὰ τὸ ἐπίσημο τοῦ γένους της, ἡ ἴδια δὲ ἡ Εὐφρασία, ἔλαμπε ἀπὸ μεγάλη σωφροσύνη καὶ εὐσέβεια. Καταγγέλθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἔπαρχος τὴν συνέλαβε καὶ τὴν παρέδωσε σ᾿ ἕνα ἀγροῖκο βάρβαρο, γιὰ νὰ τὴν ἀτιμάσει. Ἡ Εὐφρασία ὅμως, ἄλλαξε τὴν σὲ βάρος της κατάσταση, ὑπέρ της. Εἶπε δηλαδὴ σ᾿ ἐκεῖνον τὸν βάρβαρο, ὅτι ἂν τὴν ἄφηνε ἀπείρακτη, θὰ τοῦ γνώριζε κάποιο φάρμακο, ποὺ θὰ τὸν προφύλαγε στὶς μάχες ἀπὸ κάθε πληγὴ καὶ αὐτοῦ ἀκόμα τοῦ ξίφους. Καὶ πρόσθεσε: «ἂν θέλεις νὰ πεισθεὶς γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων μου, κτύπα δυνατὰ μὲ τὸ ξίφος σου τὸν λαιμό μου καὶ θὰ δεῖς ὅτι δὲν θὰ μὲ βλάψει». Ὁ βάρβαρος δοκίμασε. Τὸ κεφάλι τῆς Ἁγίας κόπηκε καὶ ἔπεσε κάτω αἱμόφυρτο, Ἀλλ᾿ ἡ τιμή της σώθηκε καὶ ἡ ἁγνὴ παρθένος πῆρε τὸ βασιλικὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ἡ Ἀνακομιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ τιμίου αὐτοῦ λειψάνου ἔγινε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Πορφυρογέννητο, ποὺ τὸ κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τὴν ἱερὴ κάρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου θησαυρίζει ἡ Ἱερὴ Μονὴ τοῦ Βατοπεδίου στὸ ἍγιονὌρος.


Ἀνάμνηση θαύματος Μεγάλου Βασιλείου

Αὐτὴ τὴν μέρα γίνεται ἡ ἀνάμνηση τοῦ μεγάλου θαύματος στὴ Νίκαια, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος μὲ τὴν προσευχή του ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔδωσε στοὺς Ὀρθοδόξους.


Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867-886), στὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ πατέρας του ἦταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ δὲ μητέρα του ἀπὸ τὴν Βηθανία. Σὲ μικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σ᾿ ἕνα τῶν ἐκεῖ μοναστηριῶν, ὅπου διδασκόταν τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ 12 χρονῶν ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πῆγε στὴ Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴν Σελεύκεια ἐπανῆλθε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπὶ Πατριάρχου Τρύφωνος (928-931) πῆρε Ἱερατικὴ θέση. Ἐπὶ δὲ τοῦ διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933-956) ἐκλέχτηκε ἐπίσκοπος Κερκύρας γιὰ τὴν πολὺ ἐνάρετη ζωή του. Σὰν ποιμενάρχης διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐαγγελική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του. Κάποτε ὅμως, ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος (911 -959), ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, ζήτησε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ βασιλεύουσα οἱ Κερκυραῖοι πρόκριτοι. Ὁ γέροντας, πλέον Ἀρσένιος, ἀνέλαβε νὰ διευθετήσει τὰ πράγματα καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν ἐπιστροφὴ ὅμως, πέθανε στὸ δρόμο κοντὰ στὴν Κόρινθο. Ἀπὸ ἐκεῖ μετακομίστηκε στὴν Κέρκυρα καὶ τὸ Ἱερό του λείψανο ἔκανε, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πολλὰ θαύματα.


Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλασιώτης ὁ Ὁμολογητής

Μαρία ὀνομαζόταν ἡ μητέρα του καὶ Γεώργιος ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀξιωματικός. Καταγόταν ἀπὸ μία κωμόπολη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Τὸ ἀρχικό του ὄνομα ἦταν Μιχαὴλ καὶ ὁ εὐσεβὴς πόθος του τὸν ἔφερε στοὺς ἁγίους Τόπους, ἀπ᾿ ὅπου βάδισε πεζὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ, καὶ κατατάχθηκε στὸ ἐκεῖ μοναχικὸ τάγμα. Ἀργότερα πῆγε στὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ κεῖ στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ καταλήξει στὴ Μονὴ Ὁσίου Λαζάρου, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος Γαλάσιο, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ πῆρε τὸ ἐπώνυμο Γαλασιώτης. Τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δίδασκε μαζὶ μὲ τὸν συμμοναστή του Γαλακτίωνα στοὺς χριστιανούς, νὰ εἶναι ἀκλόνητοι στὴν Ὀρθοδοξία καὶ πὼς νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ψυχική τους σωτηρία. Ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος τοὺς ἐξόρισε στὴ Σκῦρο τὸ 1275, ἀλλὰ μετὰ μερικὰ χρόνια ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε λατινόφρων πατριάρχης Ἰωσὴφ Βέκκης, εἶπε στὸν Μελέτιο νὰ γίνει ἱερέας, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν δέχτηκε ἀπὸ ἕναν πολέμιο τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνει ἱερέας. Τελικὰ πέθανε τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου.


Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός

«Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν». Ὁ Μᾶρκος δὲν ὑπέγραψε, λοιπὸν δὲν κάναμε τίποτα. Μία παροιμιώδης φράση τοῦ Πάπα Ῥώμης, ὅταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του στὸ πρωτόκολλο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ εἶχαν ὑπογράψει ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι. Ὁ ὑπέρμαχος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1392. Γονεῖς εἶχε τὸν διάκονο Γεώργιο καὶ τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν κόρη κάποιου γιατροῦ Λουκᾶ ὀνομαζομένου. Ὁ Μᾶρκος εἶχε πολλὰ χαρίσματα καὶ ἀναδείχθηκε ἔξοχος στὶς θεολογικὲς καὶ ἄλλες σπουδές. Δίδασκε στὸ φροντιστήριο τοῦ πατέρα του, καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, τὸν διαδέχθηκε στὸ διδασκαλικὸ ἐπάγγελμα. Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ῥητορικῆς καί, στὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε σὲ μία Μονὴ στοὺς Πριγκηπόνησους. Ἐκεῖ ἐτάχθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπιστασία ἐναρέτου μοναχοῦ, τοῦ Συμεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν μετονόμασε ἀπὸ Μανουήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνομα, σὲ Μᾶρκο. Κατόπιν ἀπὸ τὰ νησιὰ αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν Μαγκάνων, ὅπου χειροτονήθηκε Ἱερέας. Ἀφοῦ ἔγινε κληρικός, τὸ 1436 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου. Τότε, ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, μπροστὰ στὸν τουρκικὸ κίνδυνο καὶ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Πάπας, πηγαίνει στὴ Φεῤῥάρα τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ συζητήσει τὴν ἕνωση τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν. Στὴν τελικὴ Σύνοδο, ποὺ γίνεται στὴ Φλωρεντία τὸ 1439, βλέπουμε, δυστυχῶς, τοὺς ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, ἰδιαίτερα γιὰ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ Πάπα, νὰ ὑπογράφουν ὅλοι. Ἐδῶ, ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἱστορίας, σηκώνει τὸ πνευματικό του ἀνάστημα ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ λέει «Ὄχι. Καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στοὺς Τούρκους, παρὰ σκλαβωμένο πνεῦμα στὸν αἱρετικὸ Πάπα». Κατόρθωσε, ἔτσι, νὰ κρατήσει ψηλὰ τὴν σημαία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ διδάξει σ᾿ ὅλους μας πὼς τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας δὲν πρέπει νὰ συμβιβάζουμε καὶ νὰ προδίδουμε, χάριν ἐφήμερων καὶ ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὑπέστη ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ κυβερνοῦσαν πολλὲς ἐξορίες, καταδιώξεις καὶ ταπεινώσεις, ἀλλ᾿ ἔμεινε ἀδιάσειστος. Ἀῤῥώστησε, γιὰ περίπου 14 μέρες καὶ πέθανε στὶς 23 Ἰουνίου (ὅπου κανονικὰ πρέπει νὰ γιορτάζεται καὶ ἡ κυρίως μνήμη του, σύμφωνα μὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη) τοῦ ἔτους 1444, σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν. Τάφηκε στὴ Μονὴ Ἁγ. Γεωργίου τῶν Μαγκάνων.


Ὁ Ὅσιος Κοσμᾶς ὁ Χρυσοστόματος

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Τυπικό της Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ σῴζεται στὴν ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων ὑπ᾿ ἀριθμ. 402 Coislin φ. 101. Στὸ Τυπικὸ λοιπὸν αὐτό, σημειώνεται ἡ μνήμη τοῦ ὡς ἑξῆς: «Ἰστέον ὅτι κατὰ ταύτην τὴν ἡμέραν ἐπιτελοῦμεν μνημόσυνα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ Χρυσοστόματος, ὡσαύτως καὶ τὰ μνημόσυνα τοῦ πρεσβυτέρου καὶ καθηγουμένου κὺρ Νικηφόρου». Σύμφωνα λοιπόν, μ᾿ αὐτά, ὁ ὅσιος Κοσμᾶς ἦταν μοναχὸς τῆς Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀπ᾿ ὅπου πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Χρυσοστόματος, καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία καὶ ἀσκητικὴ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ γιορτάζεται στὴ Μονή του.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος (Ῥῶσος)

Ὁ Νηστευτὴς (12ος αἰ.).


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλός.