Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην
Καθημερινή,
Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου 2006
Στη δημοκρατία το ταλέντο ή το κατόρθωμα του νομοθέτη είναι να απεκδυθεί τις ατομικές του προτιμήσεις - πεποιθήσεις - αρέσκειες, προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του δήμου. Να υπηρετήσει την «κοινωνίαν της χρείας» – ανάγκες πραγματικές, όχι ιδεολογήματα, «αξίες» ή τον ξιπασμένο πιθηκισμό νομοθετικών υποδειγμάτων από αλλότριες κοινωνίες. Να μην παρασυρθεί ο νομοθέτης από εφήμερες μόδες που γυαλίζουν στους συμπλεγματικούς.
Είναι στην κρίση του πολίτη να εκτιμήσει, αν οι προτάσεις που τελευταία εμφανίστηκαν στην Ελλάδα για αναθεώρηση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους ανταποκρίνονται στις δημοκρατικές προϋποθέσεις του νομοθετείν. Ίσως το κριτήριο της κρίσης (κριτήριο ανάγκης του δήμου) να φωτιζόταν και από το ερώτημα: Άραγε, στα εκατόν ογδόντα περίπου χρόνια ελεύθερου βίου (ή και στην πρακτική του βίου προγενέστερων αιώνων) οι δεδομένες εκφάνσεις αλληλεξάρτησης, αλληλεπίδρασης, αλληλοπεριχώρησης πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου του ενός και ίδιου λαού πρέπει να θεωρηθούν οπωσδήποτε συμπτώματα «υπανάπτυξης», «καθυστέρησης» και «σκοταδισμού»;
Το βέβαιο είναι ότι οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα έχουν σημαντικά μεταβληθεί και ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια – με την αμβλύνοια και αποχαύνωση που συστηματικά καλλιεργεί η εμπορευματοποιημένη τηλεόραση, αλλά και με την ιδεολογική τρομοκρατία που ασκεί η «προοδευτική» δήθεν Αριστερά με τον διεθνιστικό μηδενισμό της. Δευτερεύον στοιχείο αλλαγής των συνθηκών είναι και η ένταξη εντυπωσιακού αριθμού ξένων μεταναστών στην ελλαδική κοινωνία.
Τέτοιες δεδομένες μεταβολές μάλλον πείθουν τον σκεπτόμενο πολίτη ότι η αλληλεξάρτηση, αλληλεπίδραση, αλληλοπεριχώρηση πολιτικού και εκκλησιαστικού βίου δεν μπορεί να είναι στην Ελλάδα σήμερα αυτή που ήταν σε χρόνια άλλης κοινωνικής συνοχής και ομοιογένειας.
Σήμερα, ο Έλληνας πολίτης κάποιας θρησκευτικής μειονότητας (ρωμαιοκαθολικός, προτεστάντης, εβραίος, μουσουλμάνος), αλλά και ο μεταπράτης μηδενιστικών «μετανεωτερικών» ιδεολογημάτων σέβεται μεν τις ιστορικές ευαισθησίες και τους μακραίωνες εθισμούς της πλειοψηφίας, όμως απαιτεί το κράτος, στις χρηστικές του λειτουργίες, να μην επηρεάζεται από θρησκευτικές μεροληψίες.
Είναι αυτονόητο μια τέτοια απαίτηση των μειονοτήτων να γίνεται απολύτως σεβαστή. Αυτονόητο να διατίθεται, π.χ., η τεχνική υποδομή για την καύση των νεκρών, εφόσον υπάρχουν πολίτες με προθανάτια ψυχολογική ανάγκη μεταθανάτιας αποτέφρωσης του κορμιού τους. Αυτονόητη και η λεγόμενη «πολιτική κηδεία» ώστε να μην καταλογίζεται ασυνέπεια σε νεκρούς εκ πεποιθήσεως άθρησκους. Αυτονόητο να δηλώνεται κάθε γάμος στην πολιτική αρχή και με αυτή τη δήλωση να αποκτά ο γάμος τη νομική του υπόσταση – ώστε να ξαναβρεί και το εκκλησιαστικό «μυστήριο» το πραγματικό του περιεχόμενο.
Η Εκκλησία θα συνεχίσει να τελεί εόρτιες λειτουργικές συνάξεις («δοξολογίες») σε επετείους του συλλογικού βίου ζωντανές στη μνήμη του λαϊκού της σώματος. Αν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες και οι κρατικοί αξιωματούχοι έχουν προσωπική ανάγκη να μετέχουν στο σώμα και άθλημα της εκκλησιαστικής κοινωνίας, θα παρευρίσκονται και στις «δοξολογίες». Όχι επειδή το επιτάσσει κάποιο πρωτόκολλο, αλλά επειδή οι ίδιοι το επιλέγουν. Σε ενδεχόμενη αναθεώρηση της νομοθεσίας οι πολίτες με εκκλησιαστική συνείδηση είναι αυτονόητο να απαιτήσουν μια τέτοια ρύθμιση.
Αυτονόητο να απαιτήσουν και την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου στα δικαστήρια – αυτή τη θλιβερή διαπόμπευση γλώσσας και ήθους της Εκκλησίας, την πιο προκλητική ίσως επιβεβαίωση της θρησκειοποίησης (ριζικής αλλοτρίωσης) του εκκλησιαστικού γεγονότος. Να απαιτήσουν επίσης την απαγόρευση ανάρτησης εκκλησιαστικών εικόνων στις αίθουσες των δικαστηρίων: το επιτάσσει ο στοιχειώδης σεβασμός της εκκλησιαστικής μαρτυρίας και παράδοσης.
Ο «όρκος υποσχέσεως» (στο όνομα της αιτιώδους αρχής των σχέσεων προσωπικής ελευθερίας και αγάπης: «της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος») να είναι επιλογή και όχι συνταγματική υποχρέωση του Προέδρου της Δημοκρατίας και κάθε κρατικού λειτουργού. Να μην υποχρεώνονται σε σκανδαλώδη υποκρισία υψηλοί αξιωματούχοι έστω και σπιθαμιαίων αναστημάτων.
Αυτονόητο και το να έχει η πολιτεία τον έλεγχο της ανέγερσης ευκτήριων οίκων. Επειδή είναι πολιτική η ευθύνη για την προάσπιση της κοινωνικής συνοχής και της συλλογικής πολιτιστικής συνείδησης απέναντι σε θρησκευτικές αιρέσεις και σέκτες αντικοινωνικής ψυχοπαθολογίας.
Το οξέως αμφιλεγόμενο μάθημα των «θρησκευτικών» στα σχολεία μοιάζει πρόβλημα που μπορεί επίσης να λυθεί αν υπάρξουν κριτήρια διαυγούς νηφαλιότητας: Είναι εκκλησιαστικά αδιανόητο να έχει χαρακτήρα «κατήχησης» ένα μάθημα υποχρεωτικά διδασκόμενο και με βαθμολογούμενες τις επιδόσεις των μαθητών στη σπουδή του. Η εκκλησιαστική κατήχηση είναι έργο, αποκλειστικά, της ευχαριστιακής κοινότητας, λειτουργεί μόνο μέσα στον λατρευτικό χώρο και ποτέ υποχρεωτικά. Βέβαια είναι περιττό και να σχολιάσει κανείς την αντιπρόταση ανθρώπων παχυλής απαιδευσίας και ολιγόνοιας: να αντικατασταθεί το μάθημα των θρησκευτικών με τη διδασκαλία «θρησκειολογίας»(!) ώστε να έχουν τα παιδιά «πληροφόρηση» για όλα τα θρησκεύματα!!
Αν πραγματικά μας ενδιαφέρει το επίπεδο της κατά κεφαλήν στην Ελλάδα καλλιέργειας, θα χρειαστεί να βγάλουμε τις συνέπειες μιας καταρχήν παραδοχής: Όπως είναι αδιανόητο να τελειώνει ένα παιδί (οποιουδήποτε θρησκεύματος ή άθρησκο) την εγκύκλια στην Ελλάδα εκπαίδευση αγνοώντας ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα και την τραγωδία, έτσι αδιανόητο είναι και να αγνοεί ποια μεταφυσική γέννησε την Αγια-Σοφιά και τη «βυζαντινή» Εικόνα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν ζητάμε από το παιδί να οικειωθεί θρησκευτικές δοξασίες, του απαιτούμε όμως να έχει σπουδάσει την ελληνική «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας».
Απομένει καίριο στις σχέσεις Εκκλησίας και κράτους το θέμα της μισθοδοσίας του κλήρου – αν οφείλει ο αλλόδοξος, αλλόθρησκος ή άθρησκος πολίτης να συνεισφέρει με τους φόρους του στις απολαβές των ορθόδοξων και μόνο κληρικών. Το θέμα θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε εκείνο τον μέλλοντα χρόνο που θα πάψουν στην Ελλάδα να πληρώνουν συνδρομή στην ΕΡΤ ακόμα και τα κλιμακοστάσια των πολυκατοικιών ή τα ηλεκτρικά καντήλια στα νεκροταφεία. Πάντως το σύστημα που εφαρμόζεται στη Γερμανία (να εισπράττει το κράτος, μαζί με τους φόρους, και την εθελοντική εισφορά των πιστών πολιτών προς τον θεσμό της επιλογής τους – Kirchensteuer) μοιάζει να ανταποκρίνεται πληρέστερος στο εκκλησιαστικό ήθος.
Ο όρος «εκκλησιαστική περιουσία» συνιστά contradictio in terminis. Είναι κατανοητό να έχουν περιουσία τα μοναστήρια ανάλογη με τον αριθμό των μοναζόντων. Αλλά ποτέ οι ενορίες και οι επισκοπές.