Ἀνάγκη γιὰ ρήξη, ὄχι γιὰ συνέχεια

Ἐπιφυλλίδα τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
στὴν Καθημερινή, Κυριακή, 17-02-2008


Μὲ δεδομένη καὶ ἀκατάσχετη τὴν παρακμιακὴ κατρακύλα τῆς ἑλλαδικῆς κοινωνίας, εἶναι ὀδυνηρὰ τεκμηριωμένη καὶ ἡ βεβαιότητα: Ὅτι, σὲ θέσεις κορυφαίας εὐθύνης, ὁ κάθε ἑπόμενος θὰ ἀποδείχνεται χειρότερος ἀπὸ τὸν κάθε προηγούμενο. Ἔκπληξη ἐξαίρεσης ἀποτέλεσε ὁ σημερινὸς Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας. Δεύτερη ἔκπληξη μοιάζει νὰ εἶναι ἡ ἐκλογὴ τοῦ καινούργιου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.

Ἡ ἀλλαγὴ στὸ μετερίζι τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἔχει τὰ στοιχεῖα ριζοσπαστικῆς (ποιοτικῆς) καινοτομίας. Πρόκειται γιὰ «μετάβαση σὲ ἄλλο εἶδος»: Ἀπὸ τὸν θρησκευτικὸ ἡγέτη (τὸ εἶδος Ἁγιατολλάχ), φαίνεται νὰ περνᾶμε στὸν ἐκκλησιαστικὸ διάκονο τοῦ λαϊκοῦ σώματος. Ἀπὸ τὴ φρενιασμένη ἐκζήτηση δημοσιότητας, στὸν δυναμισμὸ τῆς συνετῆς ταπεινότητας. Ἀπὸ τὴ φλύαρη ἰδεολογικοποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας (καὶ τὶς συνακόλουθες ἀντιμαχίες μὲ τοὺς ἀντιφρονοῦντες), στὴν ἤρεμη βεβαιότητα ἐμπειρικῶν ψηλαφήσεων χωρὶς ἀνάγκη ἀπολογητικῆς.

Κάποιοι εὐχήθηκαν νὰ συνεχιστεῖ τὸ ἔργο τοῦ προκατόχου: τὰ «ἐπικοινωνιακὰ ἀνοίγματα» ποὺ «ἔβγαλαν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ περιθώριο», τὴν «ἐκσυγχρόνισαν», «ἔφεραν τὴ νεολαία στὴν Ἐκκλησία». Ἂν αὐτὰ λέγονται μὲ ἀγαθότητα προθέσεων, εἶναι φανερὸ ὅτι λογαριάζουν τὴν Ἐκκλησία σὰν κάτι ἀνάλογο μὲ τὸ ΙΚΑ: ὀργανισμὸ κοινῆς ὠφέλειας ἢ προσκοπισμὸ καὶ γιὰ ἐνηλίκους. Ζωτικὴ ἀνάγκη εἶναι ἡ ρήξη μὲ αὐτὸ τὸ παρελθόν, ὄχι ἡ συνέχεια.

Ἡ ρήξη προϋποθέτει ἐπίγνωση ὅτι τὰ «ἐπικοινωνιακὰ ἀνοίγματα» εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας, τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ (ἐρωτικοῦ) ἀθλήματος. Ὅταν ἡ μαρτυρία γίνει ρητόρευμα ἐξουσιαστικοῦ ἐντυπωσιασμοῦ, τέχνασμα ψυχολογικῆς ἐπιβολῆς, προπαγάνδα γιὰ τὴν ἄγρα ὀπαδῶν, τότε τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ἔχει καταλυθεῖ, ἔχει ἀλλοτριωθεῖ σὲ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία».

Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει αὐθεντικὰ μόνο ὅταν εἶναι περιθώριο· ἀκριβῶς ὅπως καὶ ὁ ἔρωτας. Ὅταν ὁ ἔρωτας γίνεται δημόσιος, διαστρέφεται σὲ φτηνὴ πορνικὴ πραμάτεια. Δὲν μπορεῖ νὰ μαρτυρηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία μὲ συλλαλητήρια, μὲ «λαοθάλασσες» σύναξης ἐπιταφίων στὸ Σύνταγμα, μὲ χειροκροτήματα καὶ δημαγωγικοὺς φιλιππικοὺς μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ Εὐχαριστία, οὔτε μὲ ροδοπέταλα ποὺ ραίνουν χρυσοστόλιστες μαζορέτες. Εἶναι ἄλλης τάξεως τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός, πανηγύρι γιορτῆς γιὰ τὸν θάνατο ποὺ «πατεῖται θανάτῳ», ὄχι ἰδεολογικὴ στράτευση, ὄχι ψυχολογικὸ ντοπάρισμα, ὄχι ἐγωτικὴ αὐτασφάλιση μὲ «πεποιθήσεις» καὶ συναισθηματικὰ παραισθησιογόνα.

Ἴσως μιὰ μερίδα τῆς νεολαίας, ἡ πιὸ ἐπιπόλαιη, νὰ ἐντυπωσιάζεται ἀκούγοντας ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος «τὴν πάει», ὅτι τὴν καλεῖ νὰ ἔρθει στὴν Ἐκκλησία «ὅπως εἶναι: μὲ τὸ σκουλαρίκι της καὶ τὴ μίνι φούστα της». Ἀλλὰ ποτὲ σοβαρὸς ἄνθρωπος, παιδὶ ἢ ἐνήλικας, δὲν θὰ ἀνοιχτεῖ στὴν περιπέτεια τῆς μεταφυσικῆς ἀναζήτησης ἐπειδὴ τὸν κάλεσαν ἐκεῖ μὲ τὴν ἀργκὸ τῆς καθημερινῆς πλάκας ἢ μὲ ἀνέκδοτα. Ἡ ἑλλαδικὴ κοινωνία σήμερα κατακλύζεται ἀπὸ καταιγιστικὸ πληθωρισμὸ θρησκευτικοῦ κηρύγματος: προφορικοῦ, ἔντυπου, ραδιοφωνικοῦ. Ἔχει ὑποχρεωτικὴ τὴ διδασκαλία θρησκευτικῶν στὰ σχολειά, κατηχητικὰ μαθήματα στοὺς ναούς, κατηχητικὲς κατασκηνώσεις σὲ κάθε μητρόπολη, χώρια ἡ «ἱεραποστολικὴ» δραστηριότητα εὐσεβιστικῶν ἐξωεκκλησιαστικῶν σωματείων. Δὲν μᾶς λείπουν οἱ «ἐκσυγχρονισμένες» μέθοδοι θρησκευτικῆς προπαγάνδας. Μᾶς λείπει τραγικὰ λόγος ἐκκλησιαστικός, μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ κοινωνία μας ἀποδείχνεται ἐντελῶς ἀκατήχητη, ντροπιαστικὰ ἀπληροφόρητη καὶ γιὰ τὰ στοιχειώδη της μεταφυσικῆς παράδοσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο, πολιτικοὶ καὶ δημοσιογράφοι ἀραδιάζουν παιδαριωδίες γιὰ νὰ παραπέμψουν δῆθεν στὸ «νόημα» τῆς γιορτινῆς μέρας. Ἄλλοι, πιὸ «διανοούμενοι» χλευάζουν τὴ «χριστιανικὴ» διδασκαλία τὴν ὁποία ἐξόφθαλμα ἀγνοοῦν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴ συγχέουν μὲ τὰ ἀφελῆ στερεότυπα τοῦ προπαγανδιστικοῦ ἱεραποστολισμοῦ. Πρόβλημα σήμερα δὲν εἶναι νὰ φτάσει κάποιος στὸν ναό, ἀλλὰ τὸ τί τὸν περιμένει ἐκεῖ ποὺ θὰ φτάσει: ποιὲς θρησκευτικὲς μωρολογίες θὰ τὸν βομβαρδίσουν, ποιὲς ἀχυρένιες ἠθικολογίες, ποιὸς νομικισμὸς θὰ τὸν γεμίσει ἐνοχές.

Εὐχὴ λοιπὸν καὶ προσδοκία εἶναι, ὄχι νὰ συνεχίσει ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ ἔργο τῶν προκατόχων του, ἀλλὰ νὰ τολμήσει τὴ ρήξη μὲ τὴν «ἐπικρατοῦσα ἐν Ἑλλάδι θρησκεία». Οἱ στόχοι του θὰ τοῦ δώσουν καὶ τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῶν ἐπιτελῶν του, ποὺ εἶναι καὶ ἡ κρισιμότερη γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ προϋπόθεση. Ξέρει, ἀπὸ τὴν πείρα τῶν ἀμέσως προηγούμενων δέκα ἐτῶν, ὅτι οἱ «ἐπικοινωνιακές» προτεραιότητες, ὁ «ἱεραποστολικὸς» ἐξωραϊσμὸς τῆς δίψας γιὰ δημοσιότητα, γιὰ ἐθναρχικὸ ρόλο στὸ πολιτικὸ παλκοσένικο, θὰ φέρουν ἀναπότρεπτα κοντά του «ἐπιτελεῖς» τύπου Γιοσάκη, Βαβύλη, Κουλουσούσα, τοῦ ὁπλοφόρου ἀδελφοῦ τῆς «Χρυσοπηγῆς» Φαρμάκη καὶ ὅποιων ἄλλων ἐφιαλτικῶν φαντασμάτων τοῦ χειμώνα 2005.

Ἡ τόλμη τῆς ρήξης μὲ τὴν κυρίαρχη ἀλλοτρίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ἀπαιτεῖ θεσμικὲς καινοτομίες, ὄχι πρωτοβουλίες ποὺ θὰ ἐπιβιώσουν σὲ μία καὶ μόνη ἀρχιεπισκοπικὴ θητεία. Ἤδη ἡ τυρεύουσα «Χρυσοπηγή», μόλις δυὸ μέρες μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου, ἔσπευσε ἀδιάντροπα νὰ προτείνει ὅριο ἡλικίας τῶν ἐπισκόπων, ὥστε σὲ πέντε χρόνια νὰ ξαναπροσπαθήσει τὴν ἀναρρίχηση στὴν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν. Σίγουρα ἡ προκλητικὰ ὀργανωμένη, δεκαετίες τώρα, τυρεία δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ περιπτωσιακά, ἀπαιτεῖται προσφυγὴ σὲ μείζονα σύνοδο, νὰ κριθεῖ μὲ κριτήρια ἀμιγῶς ἐκκλησιολογικά. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ καθολικὸς πιὰ καρκίνος τοῦ ἀτομοκεντρικοῦ εὐσεβισμοῦ, ποὺ ἔχει κάνει μεταστάσεις ἀπὸ τὰ ἐξωεκκλησιαστικὰ σωματεῖα στὸ σῶμα κάθε σχεδὸν ἐπισκοπῆς καὶ ἐνορίας ἐπιβάλλοντας τὸν προπαγανδιστικὸ ζηλωτισμὸ σὰν τὴ μοναδικὴ ἔκφανση «ἐκκλησιαστικῆς» δραστηριότητας καὶ εὐσέβειας.

Ἀπὸ τὰ πιὸ ἐπείγοντα προβλήματα εἶναι ἡ ἀλλαγὴ τοῦ τρόπου ἐκλογῆς τῶν ἐπισκόπων: νὰ περιοριστεῖ θεσμικὰ ἡ αὐθαιρεσία καὶ ἀσυδοσία τοῦ ἑκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου νὰ ἐπιβάλλει τὴ στελέχωση τῆς Ἱεραρχίας μὲ ἄβουλα, δουλόφρονα ἀνθρωπάκια ὑποταγμένα στὰ θελήματά του. Ἄλλο κατεπεῖγον πρόβλημα, ἡ ἀποκατάσταση τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς ἀρχοντιᾶς, δηλαδὴ τῆς γνησιότητας τοῦ ὀρθόδοξου λειτουργικοῦ χώρου: νὰ καθαρθοῦν προγραμματικὰ οἱ ἐκκλησίες ἀπὸ τὸ ἀνυπόφορο κιτσαριὸ τῶν πλαστικῶν πολυελαίων, τῶν ἠλεκτρικῶν καντηλιῶν, τῆς τερατωδίας τῶν μεγαφώνων, νὰ ἐξοβελιστεῖ ἡ χωριατιὰ ἀπομιμήσεων τῆς φραγκολαϊκῆς θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς καὶ νὰ ἀναστηλωθοῦν ἐκκλησιαστικὲς Εἰκόνες.

Ἐλπίζουμε καὶ στὴν τόλμη μιᾶς σοβαρῆς, τίμιας καὶ μὲ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια προετοιμασίας γιὰ ὑγιῆ, γόνιμο χωρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κράτος. Ὄχι γιὰ νὰ κολακευτεῖ ὁ συμπλεγματικὸς ἐπαρχιωτισμὸς τῶν ξιπασμένων «προοδευτικῶν», ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ἀπὸ τὴ δουλεία σὲ κρατικὲς καὶ ἐθνικιστικὲς σκοπιμότητες.