Μυστικό εκπλήξεων η ποιότητα

Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά, στην
Καθημερινή της Κυριακής, 17 Σεπτεμβρίου 2006


Η χρονική απόσταση εγγυάται μάλλον ψύχραιμες αποτιμήσεις: Την κάθαρση από στοιχεία πρωτογονισμού, δηλαδή «φιλαθλητικού» πατριωτισμού. Μόνο με τέτοια κάθαρση οι εκπληκτικές επιτυχίες της «εθνικής» ομάδας στην καλαθόσφαιρα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και σαν μέτρο που αξιολογεί την ελληνική κοινωνία στην ποιοτική της στάθμη σήμερα.

Υποκείμενη σε έλεγχο προσωπική διαπίστωση: Ότι σε κάθε τομέα του ελληνικού κοινωνικού βίου υπάρχει ακόμα κάποιος Παναγιώτης Γιαννάκης. Με έκτακτες ικανότητες, ρεαλιστική σεμνότητα, συναρπαστικό τάλαντο να αρχηγεύσει. Αλλά δεν είναι αυτός η επιτελική κεφαλή του τομέα, ο «προπονητής», διαχειριστής κεντρικής ευθύνης. Στην ελληνική κοινωνία (με κυρίαρχη τη διαπλοκή νεοπλουτισμού και εξουσιολαγνείας) ο κάθε Παναγιώτης Γιαννάκης, δηλαδή η ανθρώπινη ποιότητα, είναι σε διωγμό ή πάντως στο περιθώριο.

Η καλαθόσφαιρα ευτύχησε να αποτελέσει εξαίρεση. Μόνο τυχαία, συμπτωματικά και ως εκπλήσσουσα εξαίρεση βρέθηκε εκεί η ποιότητα στην ηγεσία. Οι ειδικοί στο άθλημα θαύμασαν την έκτακτη ευφυΐα του Έλληνα προπονητή, την ευθυκρισία στον εντοπισμό της ιδιαιτερότητας κάθε αντιπάλου, την ικανότητά του να επιλέγει την πιο τελεσφόρο (και απρόβλεπτη) σε κάθε περίπτωση αγωνιστική τακτική. Οι μη ειδικοί μείναμε κυριολεκτικά έκθαμβοι με το ταλέντο του να μεταμορφώσει ένα σύνολο από πριμαντόνες σε λειτουργική ομάδα, να υποτάξει την επίδειξη και τον βεντετισμό στην προτεραιότητα της κοινωνούμενης επιτυχίας.

Έτσι αξιωθήκαμε να δούμε στις μέρες μας το απίστευτο: Την παρακμιακή Ελλάδα, από κάθε άποψη ασήμαντη πια και ευτελισμένη («μπαίγνιο των εθνών») να νικάει την Υπερδύναμη σε άθλημα που η Υπερδύναμη και εφεύρε και προήγαγε. Αναπόφευκτα ο νους μας έτρεξε στα (δύο δυόμισι;) εκατομμύρια των Ελλήνων απόδημων στις ΗΠΑ και κυρίως στις παλαιότερες γενεές των αποδήμων, στις ταπεινώσεις, στους εξευτελισμούς που υπέστησαν στην αμείλικτη αυτή χώρα της ιστορικοϋλιστικής αλαζονείας. Πώς θα «αγαλλίασαν τα οστά», όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης, αυτών των καταφρονεμένων από το γεγονός ότι η «Ψωροκώσταινα» γενέτειρά τους κατατρόπωνε θριαμβικά, έστω και μόνο σε παιγνιώδες άθλημα, την αγέρωχη, παντοδύναμη σε όλα, Αφέντρα.

Να μπορούσαμε, με πάνδημο ψήφισμα των Πανελλήνων, να στέλναμε τον Παναγιώτη Γιαννάκη στο υπουργικό συμβούλιο. Όχι, προς Θεού, σαν υπουργό ή πρωθυπουργό (άπαγε της βλασφημίας), αλλά μόνο σαν ανθρώπινη παρουσία. Να τον βλέπουν οι πολιτικοί και να συστέλλονται. Να συγκρίνουν την αηδιαστική τους ιδιοτέλεια, τα ευτελή τους κριτήρια, τη θλιβερή ηγετική τους ανικανότητα με το δικό του ανάστημα. Και ίσως από ντροπή αρχίσουν κάποτε να τον ρωτάνε για την πιο τελεσφόρο (και απρόβλεπτη) σε κάθε περίπτωση αγωνιστική τακτική. Ή για το πώς οι πριμαντόνες του υπουργικού τάχα και συμβουλίου ή του Κοινοβουλίου μπορούν να συγκροτήσουν λειτουργική ομάδα υποτάσσοντας τον βεντετισμό στην προτεραιότητα της κοινωνούμενης επιτυχίας.

Σε κάθε τομέα του ελληνικού κοινωνικού βίου υπάρχει παροπλισμένη η ποιότητα. Από τότε που η πολιτική έγινε επάγγελμα και οι πολιτικοί κερδοσκόποι (όχι οπωσδήποτε κέρδους οικονομικού) κάθε μορφή ηγεσίας προσαρμόστηκε, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, στους όρους της αποτελεσματικής ιδιοτέλειας, δηλαδή στην παντεξουσιαστική κομματοκρατία. Δεν υπάρχει άλλο όραμα, στόχος, επιδίωξη ποιότητας, φιλοδοξία αξιοκρατικής πρωτιάς. Την πιο δραματική εικόνα της επιδημικής μεταμόρφωσης και των ευγενέστερων (ίσως) προθέσεων σε ευτελισμένο κομματικό ρινοκερισμό, τη σαρκώνουν όσοι εξαργυρώνουν τις άλλοτε αθλητικές τους επιτυχίες για μια θεσούλα τώρα στο παλκοσένικο της πολιτικής. Θλιβερές φιγούρες – τα σχόλια περιττά.

Ρωτούσαν τον Παναγιώτη Γιαννάκη για την ομάδα που έφτιαξε και αυτός απαντούσε για τον «καλό χαρακτήρα» των παικτών του. Όχι για τις ικανότητές τους, τον χαρακτήρα τους εκθείαζε. Ποιος φαντάζεται ελλαδίτη πολιτικό ηγέτη να λειτουργεί με πρώτο του μέλημα την ποιότητα των χαρακτήρων της επιτελικής του ομάδας; Ποιος φαντάζεται ελλαδίτη πολιτικό ηγέτη με νοοτροπία επιτελάρχη και όχι φεουδάρχη, με συνείδηση σχεδιαστή και συντονιστή κοινού αθλήματος για κοινωνούμενη επιτυχία;

Ένας τέτοιος πολιτικός θα άλλαζε την πορεία του τόπου αλλάζοντας τους όρους λειτουργίας της πολιτικής. Και θα υπεραρκούσε για την αλλαγή μια και μόνο τετραετία με την ποιότητα στην πρωθυπουργική εξουσία. Θα αρκούσε για να απελευθερωθεί θεσμικά και ανεπίστρεπτα (πρώτο μέλημα) ο συνδικαλισμός από τη δουλεία του στα κομματικά συμφέροντα. Να αυτονομηθεί η λειτουργία του κράτους από τις κομματικές (επαγγελματικής ιδιοτέλειας) προτεραιότητες κάθε κυβέρνησης. Να αποκτήσει η χώρα πραγματικά ανεξάρτητη δικαιοσύνη, απροσκύνητη ηγεσία Εθνικής Άμυνας, αδέσμευτο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο κοινωνικού ελέγχου της εμπορικής χυδαιότητας των media. Να ξαναστηθούν από την αρχή (όχι με «μεταρρυθμιστικές» απάτες ή μωρίες) σχολεία και πανεπιστήμια.

Μια τετραετία αρκεί, αν έφταναν ποτέ οι αρετές ενός Παναγιώτη Γιαννάκη στην πρωθυπουργική κορυφή. Δεν χρειάζονται περισσότερο χρόνο οι ζωτικές τομές. Δεύτερη τετραετία εκλιπαρούν συνήθως οι επαγγελματίες της διαχειριστικής κουφόνοιας, οι δήθεν πολιτικοί που λογαριάζουν για «όραμα» τις «βελτιώσεις», και στη δεύτερη τετραετία πάντα ξεγυμνώνεται τελεσίδικα και ντροπιαστικά η ανικανότητά τους. Κάθε κυβέρνηση δείχνει την ποιότητα και τις δυνατότητές της στις πρώτες εκατό ημέρες. Εκεί φαίνονται όλα και προδιαγράφονται όλα, η «πίστωση χρόνου» και οι υποσχετικές επαγγελίες για θριάμβους στη δεύτερη τετραετία οδηγούν πάντοτε νομοτελειακά στην ντροπή. Η «εθνική» ομάδα της καλαθόσφαιρας και ο ηγέτης-προπονητής της δεν περίμεναν ένα επόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα για να φανερώσουν την ποιότητά τους, τούς χαρακτήρες τους, το όραμά τους.

Η ολοφάνερη κατάρρευση του πολιτικού συστήματος δεν σημαίνει ότι χάθηκε η ανθρώπινη ποιότητα και το ηγετικό χάρισμα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή τη διαβεβαίωση σαρκώνει η περίπτωση του Παναγιώτη Γιαννάκη.