Ἡ πολιτικὴ ὡς μικρομπακαλικὴ ἰδιοτέλεια

Ἐπιφυλλίδα τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
Καθημερινή, Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου 2006


Τὸ λάθος στὴν πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ μοιάζει νὰ εἶναι ἡ ἀνορθόλογη πίστη στὸν ὀρθολογισμό. Οἱ νοητικὲς καὶ κριτικὲς ἱκανότητες τοῦ φυσικοῦ ἀτόμου θεωρήθηκαν ὄχι μόνο ἀναγκαία, ἀλλὰ καὶ ἱκανὴ συνθήκη γιὰ τὴ συμμόρφωση ὅλων με ὀρθολογικὲς ἀρχὲς συμβίωσης. Οἱ ἀρχὲς συνοψίζονται σὲ μία κοινὴ σύμβαση (Κοινωνικὸ Συμβόλαιο - Σύνταγμα) ποὺ ἐξισορροπεῖ τὰ ἀτομικὰ συμφέροντα στὸ πλαίσιο τῆς ὀργανωμένης συλλογικότητας.

Ὅταν ὑπάρχει Σύνταγμα ποὺ κατοχυρώνει ἴσα πολιτικὰ δικαιώματα ὅλων καὶ ἰσότητα ἀπέναντι στὸν νόμο, ὅταν ὑπάρχουν θεσμοὶ ποὺ ὁριοθετοῦν τὴν ὀρθολογικὴ ἄσκηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τότε θριαμβεύει ἡ λογική, δηλαδὴ λειτουργεῖ ἡ δημοκρατία. Κόμματα, κοινοβούλιο, ἐκτελεστικὴ ἐξουσία, ἀνεξάρτητη δικαιοσύνη, συνδικαλισμός, πληροφόρηση, σαρκώνουν τὶς ὀρθολογικὲς ἀρχὲς λειτουργίας τῆς δημοκρατίας, ἡ δημοκρατία θεμελιώνεται στὴ φυσικὴ λογικότητα τοῦ ἀτόμου, τῶν συμβάσεων ποὺ συνάπτει, τῶν θεσμῶν ποὺ ἱδρύει καὶ συντηρεῖ.

Ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ μοιάζει νὰ παρέβλεψε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη συλλογικότητα δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ ἀριθμητικὸ ἄθροισμα λογικῶν ἀτόμων. Εἶναι ἕνα γίγνεσθαι σχέσεων ἀπροκαθόριστης δυναμικῆς, δυναμικῆς ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν ἄκρα ἀνιδιοτέλεια ὡς τὸν πιὸ κτηνώδη ἐγωκεντρισμό, ἀπὸ τὴ θυσιαστικὴ ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα ὡς τὸν σαδισμό, τὴ βία, τὴν τυφλὴ δίψα γιὰ ἐξουσία. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο ὁ ὀρθολογισμὸς τῆς ἐξισορρόπησης συμφερόντων δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ λειτουργήσουν σχέσεις κοινωνίας. Χρειάζονται καὶ κάποιες ἄλλες προϋποθέσεις γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθοῦν οἱ συμβάσεις καὶ οἱ θεσμοὶ σὲ προσχήματα καὶ ἐπιφάσεις ἐλευθερίας, δημοκρατίας, ἰσονομίας.

Ὕστερα ἀπὸ δυὸ περίπου αἰῶνες πίστης στὴν ὀρθολογικὴ «δημοκρατία» τοῦ Διαφωτισμοῦ, ποῦ βρισκόμαστε σήμερα; Ὁ George Steiner (πάντα στὸ βιβλίο του «ΕRRATA») διαπιστώνει: «Γιὰ τὴ μέγιστη πλειονότητα τῆς ἀνθρωπότητας οἱ τρόποι τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς κοινοβουλευτικῆς διακυβέρνησης, τὸ κράτος δικαίου, ἡ ἰσότητα νομικῶν καὶ πολιτικῶν δικαιωμάτων λειτουργοῦν ὡς ἐπιφάσεις χωρὶς ἀντίκρισμα πραγματικότητας... Ὁ πλανήτης στὸ σύνολό του οὔτε ἔδειξε ἐμπιστοσύνη οὔτε ἔδωσε ὑπόσταση στὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὴν ἐξουσία... Ἡ κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία ἐπιτρέπει νὰ ἐκλέγεται ὁ πρόεδρος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν μὲ ψήφους λιγότερες καὶ τοῦ ἑνὸς τρίτου τῶν ψηφοφόρων. Καὶ στὴ Γερμανία τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 ἔδωσε τὸ δικαίωμα στὸ 44% τῶν ψηφοφόρων νὰ παραδώσουν τὴν ἐξουσία στοὺς Ἐθνικοσοσιαλιστές».

Ἀπὸ τὴν ἑλλαδικὴ ἐμπειρία μας: Ποιὸν ἀντιπροσωπεύουν οἱ «ἀντιπρόσωποι τοῦ λαοῦ» βουλευτὲς στὸ Κοινοβούλιο; Ἂν κάποιος τοὺς τολμήσει γνώμη προσωπική, ἔκφραση ἀπαίτησης τῶν ψηφοφόρων του, θὰ ἀπολυθεῖ αὐθωρεὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγό, ἀπόλυτο δεσπότη καὶ αὐθέντη. Θεσμὸς δημοκρατίας τὰ κόμματα καὶ λειτουργοῦν μὲ ἀναποδογυρισμένους τοὺς ὅρους τῆς δημοκρατίας: ὡς ποιμνιοστάσια ἐξευτελιστικῆς ὑποταγῆς καὶ ἐπιδεικτῆς γλοιώδους ἀφοσίωσης στὸν ἀνεξέλεγκτο μονάρχη-ἀρχηγό. Ὁ ἀρχηγὸς ἐκλέγεται ἀπὸ κομματικὸ συνέδριο ποὺ ἡ σύνθεσή του εἶναι πάντοτε ἐλεγχόμενη καὶ ἡ ἐκλογὴ κατὰ κανόνα φαλκιδευμένη. Ἂν ἔχει προεπιλεγεῖ ὁ ἀρχηγὸς ἀπὸ τὸν «ξένο παράγοντα» ἐφευρίσκονται τερτίπια προσφυγῆς σὲ εὐρύτερη ποιμνιώδη μᾶζα ὀπαδῶν ἕτοιμων νὰ ὑπερψηφίσουν ἀκόμα καὶ μονοπρόσωπα ψηφοδέλτια. Ἂν ὁ ἀρχηγὸς ἀποδειχθεῖ δραματικὰ ἀνίκανος καὶ κωμικὰ ἀνεπαρκής, δὲν ὑπάρχει τρόπος ἀποπομπῆς του, ἀφοῦ τὴ σύνθεση τοῦ κομματικοῦ συνεδρίου ποὺ θὰ τὸν κρίνει τὴν ἐλέγχει ὁ ἴδιος.

Σὲ χῶρες ὅπως ἡ Ἑλλάδα, ἡ νεωτερικὴ «δημοκρατία» λειτουργεῖ ὡς ἀπολυταρχικὴ κομματοκρατία: Ὁ συνδικαλισμός, ἡ κρατικὴ μηχανή, οἱ ἐπιστημονικοὶ σύλλογοι, οἱ δημόσιοι ὀργανισμοί, τὰ τηλεοπτικὰ κανάλια καὶ ραδιόφωνα, κάθε ἔκφανση τοῦ κοινωνικοῦ βίου εἶναι στίβος ἀναμέτρησης κομματικῶν σκοπιμοτήτων. Κάθε κυβέρνηση ὑπηρετεῖ, κατὰ ἀποκλειστικὴ προτεραιότητα, τὸ κομματικό της μαγαζί, ὄχι τὴ χώρα καὶ τὸν λαό. Ξέρουν τί χρειάζεται ἡ χώρα καὶ ὁ λαός, τὸ ξέρουν καὶ τὸ διακηρύσσουν.

Μιλᾶνε καίρια γιὰ «ἐπανίδρυση τοῦ κράτους» ἢ γιὰ «κοινωνικὸ μετασχηματισμό», ὄχι γιὰ βελτιώσεις καὶ ἡμίμετρα. Ὅμως λένε τὸ σωστὸ μόνο γιὰ νὰ κερδίσουν τὶς ἐντυπώσεις. Στὴν πράξη δὲν νοιάζονται παρὰ γιὰ τὸ κομματικό τους μαγαζὶ – δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει οὔτε ὁ λαὸς οὔτε ἡ Ἱστορία ἢ ὁ πολιτισμός, δὲν ἔχουν κἂν φιλοδοξίες τῆς προκοπῆς. Δὲν πιστεύουν σὲ τίποτα.

Ἂν σκοπὸς τῆς πολιτικῆς εἶναι «νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ζῴου» (Steiner), τότε μᾶλλον πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε (μαζὶ μὲ τὸν Steiner) ὅτι ἡ πολιτικὴ πρόταση τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔχει παταγωδῶς ἀποτύχει. «Στὴν ἐποχὴ τοῦ ὄψιμου καπιταλισμοῦ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ἐξαλειφθεῖ ὁ ἐφιάλτης τῆς ἀνεργίας… Ὁ κλασικὸς φιλελευθερισμὸς ποὺ ἐξισώνει τοὺς δημοκρατικοὺς θεσμοὺς μὲ τὴν οἰκονομικὴ πρόοδο ἔχει ἀποδειχθεῖ ἀναξιόπιστος… Ἡ κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία εἶναι ἀδύνατο νὰ συγκρατήσει τὴν ἀλόγιστη βία… Ἂν ζητούσαμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ ψηφίσουν τί προτιμᾶνε: τὸν κοινοβουλευτισμὸ καὶ τὴν ἔννομη τάξη ἢ τὴν οἰκονομικὴ ἐξασφάλιση· τὴν ἐλευθερία ἔκφρασης ἢ τὴν προστασία ἀπὸ τὴν ἐξαθλίωση στὴν τρίτη ἡλικία· τὸ πολυκομματικὸ σύστημα ἢ τὴν ἀσφάλεια στοὺς δρόμους καὶ ὑγιεινὲς συνθῆκες – ἑκατομμύρια ἀνθρώπων θὰ προτιμοῦσαν τὸ δεύτερο σκέλος τῶν διλημμάτων».

Καὶ συνεχίζει ὁ Steiner: «Ἡ λογοκρισία ποὺ ἀσκεῖ ἡ ἀγορὰ εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὴ ἀπὸ τὴν ἄσκηση πολιτικῆς λογοκρισίας καὶ ἀπαγόρευσης. Ἡ ἀγορὰ ἀπορρίπτει ὁτιδήποτε εἶναι διανοητικὰ καὶ αἰσθητικὰ ἀπαιτητικό… Στὶς δημοκρατίες τῆς μαζικῆς κατανάλωσης καὶ τῆς ἰσότητας ὅλων ἡ ἐλευθερία διεκδίκησε τὸ δικαίωμά της νὰ τρώει σκουπίδια… Τὸ 95% ἢ καὶ περισσότερο τῶν ἀνθρώπων, ἂν μποροῦσαν νὰ ψηφίσουν, θὰ προτιμοῦσαν μία τηλεοπτικὴ σαπουνόπερα ἢ ἕνα τηλεπαιχνίδι καὶ ὄχι τὸν Αἰσχύλο, τὸ μπίνγκο καὶ ὄχι τὸ σκάκι… μιὰ σονάτα τοῦ Μπετόβεν θὰ σήμαινε πλήξη. Γιὰ τὸ σύνολο σχεδὸν τοῦ homo sapiens sapiens ἢ σημερινὴ παγκόσμια θρησκεία εἶναι τὸ ποδόσφαιρο».

Πίσω ἀπὸ τὴν πολιτικὴ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ μορφάζει τρομακτικὰ μιὰ ἀπάνθρωπη ἱστορικοϋλιστικὴ ἀνθρωπολογία. Αὐτὴ βυθίζει τὸν ἄνθρωπο, παρὰ τὰ ἐξωτερικὰ γυαλιστερὰ ἐπιτεύγματα, ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν κατάσταση τοῦ ζῴου. «Ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ δημοκρατικά, στὰ πιὸ προνομιοῦχα ἀπὸ ὑλικὴ ἄποψη κοινωνικὰ συστήματα, ἡ πλαστὴ βία διατίθεται πλουσιοπάροχα. Ἀπὸ τὰ πρῶτα παιδικά τους χρόνια οἱ ἐθισμένοι στὴν τηλεόραση θὰ παρακολουθήσουν ἑκατοντάδες ὦρες γεμάτες ἀνθρωποκτονίες, βιαιοπραγίες, βιασμούς, ἐξευτελισμούς. Οἱ πηγὲς αὐτῆς τῆς λαιμαργίας γιὰ βία, γιὰ προσομοίωση ἐπιβολῆς πόνου, μένουν ἄδηλες».

Οἱ λεγόμενοι «πολιτικοὶ» στὴν Ἑλλάδα δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τέτοια (τὰ κυρίως πολιτικά) προβλήματα. Εἶναι πιὰ ψυχοπαθολογικὰ ἐγκλωβισμένοι στὴ μικρομπακαλικὴ τῆς κομματικῆς συμφεροντολογίας. Ἔχουν καὶ τοὺς κλακαδόρους μιᾶς μισθοφορικῆς «διανόησης» νὰ κολλᾶνε τὴν ἐτικέτα τῆς «ἀπαισιοδοξίας» σὲ κάθε ἔκφανση πολιτικοῦ ρεαλισμοῦ.