Ἐπιφυλλίδα τοῦ Xρήστου Γιανναρᾶ στὴν
Καθημερινὴ τῆς Κυριακής, 6 Νοεμβρίου 2005
Ἔτυχε νὰ περπατῶ, πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες, στοὺς δρόμους μικρῆς εὐρωπαϊκῆς πόλης, ἐπαρχιακῆς. Ἔτυχε νὰ εἶναι στὸ Βέλγιο, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁπουδήποτε ἀλλοῦ στὴν εὐρωπαϊκὴ Δύση. Κάθε λίγα μέτρα εἶχα τὴν αἴσθηση –μοῦ τὴν ἔδινε τὸ οἰκιστικὸ περιβάλλον– ὅτι βρισκόμουν σὲ πλήρη 18ο ἢ καὶ 17ο αἰώνα. Σκεφτόμουν –καὶ ζήλεψα– τοὺς κατοίκους αὐτῆς τῆς πόλης ποὺ μεγαλώνουν καὶ ζοῦν μὲ αἴσθηση (συνειδητὴ ἢ ἀνεπίγνωστη: ἀδιάφορο) καταγωγῆς καὶ συνέχειας.
Καταλάβαινα, γιὰ μία ἀκόμη φορά, τὴν τραγωδία τοῦ οἰκιστικοῦ ἰσοπεδωτισμοῦ στὴ δική μου πατρίδα. Οἱ πόλεις στὴν Ἑλλάδα σήμερα –ὅλες, μὲ μοναδικὴ (ἴσως) ἐξαίρεση τὸ Ναύπλιο– μεταγγίζουν τὴν αἴσθηση ἀναπηρίας ἀνήκεστης: Οἱ Νεοέλληνες εἴμαστε λαὸς δίχως καταγωγὴ καὶ δίχως παρελθόν, λαὸς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ πουθενά. Τὸ περιβάλλον ποὺ μᾶς καθορίζει εἶναι ἡ συγκαιρινὴ πολυκατοικία, τὸ σταθμευμένο ἰδιωτικὸ αὐτοκίνητο (πνιγμός), ὁ σκουπιδοτενεκὲς ξεχειλισμένος.
Καὶ μὴ μοῦ ἀντιτάξετε τὸ γλειφιτζούρι γιὰ ἀρχαιοελληνικὰ μνημεῖα καὶ ἐρείπια. Μὲ ἀερογέφυρες πάνω ἀπὸ εἴκοσι πέντε αἰῶνες δὲν λειτουργεῖ αἴσθηση καταγωγῆς καὶ συνέχειας, μόνο ψυχαναγκαστικὰ ἰδεολογήματα φαμπρικάρονται. Η Ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ τὰ ἐρείπια τῶν μνημείων της μέσα στὶς πόλεις μας εἶναι τόσο «δικά μας» τῶν Νεοελλήνων ὅσο καὶ τοῦ ὁποιουδήποτε ἀπαίδευτου τουρίστα ποὺ τὰ φωτογραφίζει σήμερα σὰν «ἐνθύμιο». Δὲν ἔχουν τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας καὶ μὲ τὸ «νόημα» ποὺ τῆς δίνουμε, ἑπομένως καμία σχέση μὲ καταγωγὴ καὶ συνέχεια δική μας τῶν σημερινῶν ἑλληνεπώνυμων.
Ἡ καταγωγή, τὸ παρελθόν, ἡ συνέχεια μόνο ἔνσαρκο βιωματικὸ δεδομένο μποροῦν νὰ εἶναι, ὄχι συναισθηματικὲς παρόλες καὶ ψυχολογικὴ αὐθυποβολή. Καθημερινὸ οἰκιστικὸ περιβάλλον, ποὺ νὰ παραπέμπει στὸ σπίτι τοῦ παπποῦ, τοῦ προπάππου, τῶν προγόνων μέχρι καὶ δυὸ αἰῶνες πρὶν – σὲ αἰσθητὲς παραστάσεις καὶ προσλαμβάνουσες σταθερὲς μέσα στὴν ἴδια πόλη. Ἀλλὰ στὴ νεότερη Ἑλλάδα ὅ,τι ἦταν παρελθὸν θεωρήθηκε ντροπή, καθυστέρηση, συντήρηση, ἔπρεπε νὰ ἐξαλειφθεῖ ὁπωσδήποτε, νὰ στηθεῖ στὴ θέση του τὸ «μοδέρνο»: μπετὸν καὶ φέρ-φορζέ. Οἱ πόλεις τοῦ ἑλλαδικοῦ κράτους σήμερα ἔχουν καταγωγὴ καὶ ἱστορία τόση ὅση καὶ οἱ πόλεις τῆς εὐρωπαϊκῆς μετανάστευσης σὲ ἄλλες ἠπείρους ἢ οἱ τριτοκοσμικὲς πόλεις ποὺ ἀπομιμήθηκαν τὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκιστικὴ νεωτερικότητα.
Σίγουρα ὑπάρχει καὶ στὴ μητροπολιτικὴ Εὐρώπη ἡ νεωτερικὴ πολυκατοικία, ἀπρόσωπη συχνὰ ἢ καὶ αἰσθητικὰ ἀπεχθής, ἀλλὰ δὲν κατάργησε τὴ συνέχεια τῆς πολεοδομικῆς ἰδιαιτερότητας, δὲν ἐξαφάνισε τὴν ἀρχιτεκτονικὴ παράδοση. Στὴν Ἑλλάδα ἡ πολυκατοικία ταυτίστηκε μὲ τὸ ἐφεύρημα τῆς «ἀντιπαροχῆς»: τὴ λιμασμένη ὑστερία γιὰ εὔκολο πλουτισμὸ ἀπὸ τὴν ἐμπορία τῆς γῆς. Καὶ ἡ ἀντιπαροχὴ ἀφάνισε κάθε αἴσθηση καταγωγῆς καὶ συνέχειας, ἐξομοίωσε ἰσοπεδωτικὰ τὸ οἰκιστικὸ περιβάλλον, κατάργησε κάθε διαφορὰ καὶ ἰδιοπροσωπία τῶν πόλεων. Ἀδύνατον σήμερα πιὰ νὰ ξεχωρίσει κανεὶς ἂν βρίσκεται στὶς Σέρρες ἢ στὴ Σπάρτη, στὴν Κόρινθο ἢ στὴν Κοζάνη, στὸ Ἡράκλειο ἢ στὴ Λάρισα. Παντοῦ τὸ οἰκιστικὸ περιβάλλον ἀδυσώπητα καθορισμένο οὔτε κἂν ἀπὸ τὸ μεταπρατικὸ μοντέλο τῆς πρωτεύουσας, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα τῆς πλουτοφόρας ἄναρχης δόμησης τῶν παρυφῶν της.
Χιλιοειπωμένες πιστοποιήσεις. Καὶ μὴ γελιόμαστε, ἡ καταστροφὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς αἰσθητική, δραματικότερη συνέπεια εἶναι ἡ ἀνεστιότητα τοῦ Νεοέλληνα, ἡ μετέωρη στὸ κενό της ἐθνικιστικῆς φλυαρίας ἱστορική του ὕπαρξη καὶ εὐαισθησία. Ἔρχεται ἀπὸ τὸ πουθενά, συνεχίζει τὸ τίποτα, ὅλα στὴ ζωὴ τοῦ εἶναι εὐκαιριακά: τύχη, λοβιτούρα, ἁρπαχτῆ. Γι’ αὐτὸ καὶ πρώτιστο (πάντοτε ἄλυτο) πολιτικό μας πρόβλημα εἶναι ἡ «διαπλοκή». Ἀκοῦν οἱ ἑταῖροι τῆς E.E. τὶς ἀπαιτήσεις μας γιὰ νόμο «περὶ βασικοῦ μετόχου» καὶ δὲν καταλαβαίνουν τί ζητᾶμε. Ἐμφανιζόμαστε ὀργανωμένη τάχατες πολιτεία, καὶ στὴν πραγματικότητα παραμένουμε ὀρδὲς ἢ ἀγέλες, ὅπως ἔλεγε ὁ Ροΐδης, ποὺ ἐναλλάσσονται στὴν καταλήστευση τοῦ δημόσιου χρήματος.
Θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ δεσμεύεται ὁ Νεοέλληνας ἢ νὰ ἀναστέλλεται στὸν ἀδίστακτο ἀμοραλισμό του, ἂν ἔσωζε ἐπίγνωση κάποιας καταγωγῆς καὶ συνέχειας, ἂν ἔβλεπε γύρω του τὰ αἰσθητὰ δεδομένα τῆς ζωῆς του νὰ ἔχουν καταγωγὴ καὶ συνέχεια. Θὰ μποροῦσε νὰ κομίζει συνείδηση κοινωνικῆς ὑποχρέωσης ἢ καὶ ἀρχοντιᾶς, ἂν σωζόταν τὸ σπίτι τοῦ παπποῦ ἢ προπάππου του καὶ εἶχε μάθει νὰ ἐκτιμάει τὴν ἀνυπέρβλητη αἰσθητικὴ καὶ σοφία τοῦ λαϊκοῦ χτίσματος – νὰ καυχᾶται γιὰ τοὺς πραγματικοὺς (ὄχι τοὺς ἰδεολογικὰ κατασκευασμένους) προγόνους του.
Μόνο στὸ Ἁγιονόρος καὶ σὲ κάποιες μεριὲς τῆς Ἰσταμπούλ, ἐπισκέπτης περαστικὸς ὁ Νεοέλληνας, μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα κάποιο ρίγος ἐπίγνωσης ἀπὸ ποὺ ἔρχεται καὶ τί τοῦ δίνει πραγματικὴ (ὄχι ἰδεολογικὰ κατασκευασμένη) ταυτότητα. Τὴν ἴδια βιωματικὴ ἐμπειρία μπορεῖ ἴσως νὰ ἔχει μπαίνοντας καὶ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἀναρίθμητα μεταβυζαντινὰ ἐκκλησάκια ποὺ παραμένουν διάσπαρτα στὶς δῆθεν «πόλεις» μας. Ἐπισκέπτης περαστικὸς καὶ ἐκεῖ, γιατί οἱ ἐν χρήσει ἐνοριακοὶ ναοὶ εἶναι συνήθως προκλήσεις ἀρχιτεκτονικοῦ κιτσαριοῦ ἀνατριχιαστικότερου καὶ ἀπὸ τὴ μοδέρνα πολυκατοικία: Θρησκευτικὰ τεμένη «κατείδωλα» μὲ φραγκομαντόνες, ἠλεκτρικὰ καντήλια καὶ πλαστικὰ μανουάλια, ποὺ ὑπηρετοῦν ἐφήμερα ψυχολογικὰ ὁρμέμφυτα σκοτεινοῦ πρωτογονισμοῦ. Καμία σχέση μὲ τὴ συνέχεια καὶ παράδοση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος στὴν κάποτε Ἑλλάδα.
Ὀνειρεύομαι (πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐπιζήσω;) ἕναν χαρισματοῦχο πολιτικὸ ποὺ νὰ παλέψει πεισμωμένα γιὰ νὰ ξαναδώσει στοὺς Νεοέλληνες αἴσθηση ἁπτὴ καταγωγῆς καὶ συνέχειας. Δύσκολο πολύ, ἀλλὰ ὄχι ἀκατόρθωτο. Ὅποιος κατανοήσει τὴν ἱστορικὴ δυναμικὴ τοῦ ἐγχειρήματος θὰ ἔχει καὶ τὴ δημιουργικὴ φαντασία νὰ γεννήσει τοὺς τρόπους σχεδιασμοῦ καὶ τὴ μεθοδικὴ πρακτικὴ γιὰ τὸ ξεκίνημα.
Μέσα στὴ σκλαβιά, στὴν ἔσχατη φτώχεια, στὴν ἀγραμματοσύνη οἱ Ἕλληνες συνέχιζαν νὰ γεννᾶνε πολιτισμό, ἦθος ἀρχοντιᾶς. Σήμερα, γεννᾶμε καραγκιοζιλίκι στὰ τηλεοπτικὰ παράθυρα καὶ σπιθαμιαῖα ἀναστήματα εὐτελισμένων ἐπαγγελματιῶν τῆς ἐξουσίας. Η ἀνάκαμψη εἶναι θέμα πολιτικὸ καὶ μόνο, θέμα θεσμῶν καὶ λειτουργίας τῶν θεσμῶν. Μὴν βαυκαλιζόμαστε μὲ ἠθικολογίες.