Μονοτονικό: «ὅσια» καὶ ἀνόσια ἐκμετάλλευση

Ἐπιφυλλίδα τοῦ Xρήστου Γιανναρᾶ στὴν
Καθημερινὴ τῆς Κυριακής, 11 Δεκεμβρίου 2005


Διαπίστωση προτεινόμενη γιὰ ἐμπειρικὸ ἔλεγχο: Ὁποιοδήποτε πρόβλημα τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας σήμερα, ὁσοδήποτε σοβαρό, ὀδυνηρὸ ἢ ἐπικίνδυνο, μπορεῖ εὐκολότατα νὰ γελοιοποιηθεῖ, νὰ χάσει τὴ σοβαρότητά του, νὰ ἀπωθηθεῖ στὸ περιθώριο τοῦ κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, ἀρκεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ προβάλει ἡ λεγόμενη «ἁγία καὶ ἱερά» σύνοδος τῶν ἐπισκόπων τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν σημερινό της πρόεδρο.

Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἐρευνητικὴ μελέτη κλινικῶν ψυχολόγων γιὰ τὶς ἀρνητικὲς ἐπιπτώσεις (μαθησιακὲς δυσκολίες, δυσλεξίες κ.λπ.) ποὺ προκαλεῖ στὰ παιδιὰ ἡ ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος γραφῆς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Τὰ πρῶτα συμπεράσματα αὐτῆς τῆς ἔρευνας ἀνακοινώθηκαν ἀρχικὰ στὸ 18ο Πανελλήνιο Ψυχιατρικὸ Συνέδριο, τὸν Μάιο τοῦ 2004, στὴν Κῶ. Προκλήθηκαν τότε ἀρκετὰ δημοσιεύματα στὸν Τύπο, σχόλια στὸ ραδιόφωνο καὶ στὴν τηλεόραση. Πρόσφατα (Σεπτέμβριος 2005) δημοσιεύτηκαν τὰ στοιχεῖα τῆς ἔρευνας καὶ σὲ βιβλίο μὲ τὸν χαρακτηριστικὸ τίτλο: «Ἡ ἐκδίκηση τῶν τόνων» καὶ συγγραφεῖς τους: Ἰωάννη Τσέγκο, ψυχίατρο, Θαλῆ Παπαδάκη, κλινικὸ ψυχολόγο, Δήμητρα Βεκιάρη, σχολικὴ ψυχολόγο (στὶς «Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις» – σειρὰ «Σύγχρονη Ψυχοθεραπεία»).

Ἡ γόνιμη πρόκληση προβληματισμοῦ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἔρευνα μοιάζει νὰ ἀνακόπηκε μόλις «ἐπελήφθη τοῦ θέματος» καὶ ἔσπευσε σὲ ἀνακοινώσεις ἡ ὑπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀμέσως τὰ δημοσιεύματα καὶ τὰ σχόλια πολλαπλασιάστηκαν καταιγιστικά, κυρίως στὸν «προοδευτικό» Τύπο. Ὅμως τώρα γιὰ νὰ μεταποιηθεῖ τὸ θέμα σὲ ἀφορμὴ γιὰ χλεύη, λοιδορίες καὶ ἐπιθετικοὺς σαρκασμούς, ποὺ ἀφοροῦσαν ὄχι πιὰ στὴ μελέτη τῶν ψυχολόγων, στὸ μονοτονικὸ ὡς ρεαλιστικὴ ἀπειλὴ γιὰ τὴν ψυχοεκπαιδευτικὴ ἐξέλιξη τῶν παιδιῶν. Στόχος ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ ἡ ξέφραγη ἀνάγκη του νὰ ὑποδύεται ρόλο κοινωνικοῦ καθοδηγητῆ εὐκαιρίας τυχούσης.

Ἔτσι καὶ τὸ θέμα τοῦ μονοτονικοῦ (ὅπως τὸ μακεδονικὸ παλαιότερα) ἀποδυναμώθηκε, γυμνώθηκε ἀπὸ κάθε οὐσιαστικὸ κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον, ἔχασε τὴ σοβαρότητά του. Δυστυχῶς, δὲν μοιάζει νὰ ὑπάρχουν στὰ μέλη ἢ στὸ περιβάλλον τῆς συνόδου ἄνθρωποι ἱκανοὶ νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ προφανέστατο: Ὅτι ὁποιοδήποτε θέμα, ὁσοδήποτε καίριο, συνδεθεῖ μὲ τὸ ὄνομα ἢ μὲ ἐνεργήματα τοῦ σημερινοῦ ἀρχιεπισκόπου, εἶναι καταδικασμένο νὰ ὑποβαθμιστεῖ, νὰ διακωμωδηθεῖ, νὰ εὐτελιστεῖ. Ἀποτελεῖ κοινὴ διαπίστωση (εἴτε γίνεται μὲ ὀδύνη εἴτε μὲ κακεντρέχεια) πὼς ὁ σημερινὸς ἀρχιεπίσκοπος ἔχει ἀδιέξοδα παγιδευτεῖ σὲ ἐπιδιώξεις κάθε ἄλλο παρὰ ἐκκλησιαστικές. Καὶ ἡ ἔκδηλη ἀμετρία τῶν κοσμικῶν φιλοδοξιῶν του ἀκυρώνει τὴ σοβαρότητα κάθε παρέμβασής του στὴ δημοσιότητα γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα.

Πάντοτε ἡ ἐκζήτηση ἀτομικῆς προβολῆς καὶ ἐξουσιαστικῆς ἰσχύος μέσῳ θεσμικῶν ἐκφάνσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος ἀντιστρέφει τοὺς ὅρους τῆς ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας, γι᾿ αὐτὸ καὶ προκαλεῖ ἀποστροφὴ στὸν ὁποιονδήποτε. Ὑποτάσσει ἡ καπηλεία τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς στὶς ὁρμέμφυτες ἀπαιτήσεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ θρησκεία – ἡ θρησκεία εἶναι εὐπώλητο ἐμπόρευμα, καὶ ὅποιος πουλάει θρησκεία κερδίζει σὲ δημοσιότητα καὶ σὲ ὀπαδούς.

Δὲν εἶναι δουλειὰ τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀποφαίνονται γιὰ τὰ προτερήματα ἢ τὰ μειονεκτήματα τοῦ μονοτονικοῦ. Ἂν τοὺς πονάει εἰλικρινὰ τὸ γλωσσικὸ κατάντημα τοῦ λαοῦ ποὺ διακονοῦν, δὲν ἔχουν παρὰ (σιωπηλὰ καὶ ἀθόρυβα) νὰ ὀργανώσουν μέσα στὶς ἐκκλησιὲς σχολειὰ πραγματικῆς κατήχησης: Νὰ διδάξουν τὴ γλώσσα στὴν ὁποία σαρκώθηκε τὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο, γλώσσα τῆς συναρπαστικῆς ποίησης ποὺ μελῳδεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐλπίδα, τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου ποὺ οἰκοδομεῖ ἀπαράμιλλη πρόταση κριτικῆς ὀντολογίας.

Ἂς πάψουν νὰ ἀνακατεύονται σὲ πολιτικὲς καὶ κρατικὲς ἁρμοδιότητες, δραπετεύοντας ἀπὸ τὸ ζωτικό τους λειτούργημα καὶ χρέος.

Ἀλλά, ἂν αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὴν «ἁγία καὶ ἱερά» σύνοδο, πῶς νὰ ἀντιδράσει κανεὶς στὸ ἄλλο παρακμιακὸ σύμπτωμα: στὴν ἀλογία καὶ στὸν ἀμοραλισμὸ τῆς «παραταξιακά» ὀργανωμένης συμφεροντοθηρίας τῶν δῆθεν «ἀριστερῶν» καὶ δῆθεν «προοδευτικῶν» τάχα καὶ «δυνάμεων».

Αὐτοὺς δὲν τοὺς κόφτει οὔτε κατ᾿ ἐλάχιστον ἂν τὸ μονοτονικὸ προκαλεῖ μαθησιακὲς δυσκολίες καὶ δυσλεξίες σὲ παιδιά, δὲν τοὺς ἀγγίζουν μελέτες καὶ κλινικὲς τεκμηριώσεις ψυχιάτρων. Φτιάξανε τὸ ἰδεολόγημα ὅτι τὸ μονοτονικὸ εἶναι δῆθεν συνεπὴς πιστότητα στὸν δημοτικισμὸ ἐπειδὴ ἄκουσαν ὅτι ὁ δημοτικισμὸς ἦταν κάποτε ρεῦμα προοδευτικὸ στὴν Ἑλλάδα. Ἄρα, καὶ οἱ ἴδιοι, ἀφοῦ διάλεξαν νὰ ὀργανωθοῦν στὴν «προοδευτική» παράταξη γιὰ νὰ κάνουν καριέρα, πρέπει νὰ ὑπερθεματίζουν γιὰ τὸ μονοτονικὸ πολεμώντας τὴν πολυτονικὴ «συντήρηση».

Καὶ ὁ μὲν δημοτικισμὸς ἦταν, πραγματικά, ρεῦμα προοδευτικὸ στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ὅπως ἀληθινὰ προοδευτικὴ ἦταν καὶ ἡ ἀνυπότακτη σὲ ὁλοκληρωτικοὺς κομματικοὺς μηχανισμοὺς Ἀριστερά. Ἀλλά, ὅπως ἐκείνη ἡ ἀνυπότακτη Ἀριστερὰ δὲν συμβιβάστηκε ποτὲ μὲ τὸν καριερισμὸ τῆς συμφεροντοθηρίας οὔτε μὲ τὸν φασισμὸ τῆς μετριότητας, ἔτσι καὶ ὁ ἀληθινὰ προοδευτικὸς δημοτικισμὸς δὲν εἶναι νοητὸ νὰ συμβιβαστεῖ μὲ τὸ μονοτονικό, ποὺ στὴν Ἑλλάδα τὸ ἐπέβαλαν στανικὰ οἱ πολυεθνικὲς τῶν κάθε λογῆς H/Y.

Ὅτι πολύτιμο καὶ ἀληθινὸ στὴ ζωή μας τὸ ὑπονομεύει ἀδίστακτα ἡ καπηλεία. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς τὸ ὑπονομεύει ἡ θρησκειοποίηση, ἡ ἀκαταμάχητη ὁρμέμφυτη δυναμικὴ τῆς φυσικῆς θρησκείας. Ἡ θρησκειοποίηση τῶν θεσμῶν εὐνοεῖ τὴν ἐξουσιολαγνεία ἡγητόρων, τὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἐρωτικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀθλήματος σὲ «ἐπικρατοῦσα θρησκεία»: παλκοσένικο εὐτελοῦς δημοσιότητας. Τὸν δημοτικισμὸ τὸν ὑπονόμευσε ἡ ζαχαριαδικὴ ἀρχικὰ καὶ μετὰ ἡ παπανδρεϊκὴ «καθαρεύουσα», δηλαδὴ μία τεχνητὴ γλώσσα, δῆθεν δημοτική, φτιαγμένη γιὰ νὰ δηλώνει κομματικὴ ταυτότητα, ὄχι πιστότητα στὴ λαϊκὴ λαλιά. Καὶ ἐξευτέλισε τὸν δημοτικισμὸ ἡ «ἐκσυγχρονιστική» ἀγραμματοσύνη συνεπικουρούμενη ἀπὸ τὸ μονοτονικὸ ἔνταλμα τῶν πολυεθνικῶν συμφερόντων.

Ἄν, ἐνάντια στὸν ρεαλισμὸ τῶν λογικῶν προβλέψεων ὑπάρξει ποτὲ ἀνάκαμψη στὴν ἀδυσώπητη παρακμὴ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, θὰ φωτιστοῦν καὶ τὰ ὅρια διάκρισης τῶν ζωτικῶν λειτουργιῶν τοῦ κοινωνικοῦ σώματος: Ἡ γλώσσα θὰ εἶναι γλώσσα, ὑπηρετικὴ τῶν σχέσεων κοινωνίας, ὄχι ἀντικείμενο ἐμπορικῆς χρησιμοθηρίας ἢ κομματικῆς σκοπιμότητας καὶ «παραταξιακῆς» καπηλείας. Καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς θὰ σαρκώνει τὸ ἄθλημα γιὰ τὴν ψηλάφηση «νοήματος» τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, ὄχι τὴν ἱκανοποίηση θρησκευτικῶν ὁρμεμφύτων ἢ ἀρρωστημένων φιλοδοξιῶν δημοσιότητας.

Ὄνειρα. Ἴσως καὶ μέτρα ρεαλισμοῦ τῶν στοχεύσεων.