Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην
Καθημερινή, Κυριακή, 25 Δεκεμβρίου 2004
Χριστούγεννα: Αν η γέννηση είναι του ιδρυτή μιας ακόμα θρησκείας, το γεγονός ελάχιστα ενδιαφέρει. Ορμέμφυτη, ενστικτώδης ανάγκη η θρησκεία, ψυχολογική παρηγοριά προσφέρει, τυφλής αυθυποβολής. Μια επιπλέον παραλλαγή της δεν αλλάζει σε τίποτα τον παραλογισμό τού θανάτου.
Αν είναι γέννηση χαρισματικού ηθικολόγου και κοινωνικού αναμορφωτή, πάλι επιδερμικά μάς αγγίζει τους μελλοθανάτους. Το «αγαπάτε αλλήλους» ή το «ειρήνη υμίν», μπορεί να ημερεύει περιστασιακά τα ήθη των ανθρώπων. Αλλά δεν εμποδίζει «αναγεννημένους» στον ηθικό βίο πουριτανούς να μακελεύουν, για λόγους πάντοτε «ανθρωπιστικούς», λαούς ολόκληρους ή να τους καταδικάζουν σε φριχτό από πείνα θάνατο.
Αν είναι γέννηση μεγάλου φιλοσόφου που σημάδεψε την απεγνωσμένη αναζήτησή μας για «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, δεν προσπερνάμε αδιάφοροι το χνάρι του στην Ιστορία. κάθε σοβαρού μόχθου και ευφυΐας πρόταση για την ερμηνεία των μετά - τη - φύση πλουτίζει τη ζωή μας. Όμως, σίγουρα την εγκαταλείπει περατή και ταπεινωτικά φθαρτή.
Τώρα, αν στον στάβλο της Βηθλεέμ το βρέφος είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος: Ή χαμογελάμε συγκαταβατικά για το ρομαντικό παραμύθι (σίγουροι ότι η θρησκεία νομοτελειακά ξεμύτισε και πάλι) ή μας προκαλεί η τόλμη της «μωρίας». Λαβή της πρόκλησης η ευαισθησία μας στην ελευθερία. Πριν από όλα.
Αν η ύπαρξη, ο κόσμος, η Ιστορία είναι παράγωγα τυφλής τυχαιότητας, αν είναι άσκοπη τελικά η ιλιγγιώδης σοφία του συμπαντικού γίγνεσθαι που επιστημονικά μάς συναρπάζει, τότε αρχή και θεμέλιο του υπαρκτού είναι μόνο η αλογία: μια ανερμήνευτη μηχανιστική αναγκαιότητα. Αποδεικνύεται η ελευθερία ψευδαισθητικό ζητούμενο.
Ο ίδιος αποκλεισμός τής ελευθερίας (και υποταγμένη στον θάνατο η προσωπική ετερότητα) αν το σύμπαν των υπαρκτών έχει την αιτία του σε ένα «Ανώτατο Ον», θείας φύσης ή ουσίας. Αν ο Θεός είναι υποχρεωμένος από τη φύση η ουσία του να είναι αυτό που είναι, δημιουργός και αιτία των πάντων, αν δεν μπορεί να μην είναι αυτό που ο λόγος της ύπαρξής του προκαθορίζει, τότε αιτιώδης αρχή του υπαρκτικού γεγονότος είναι και πάλι η τυφλή αναγκαιότητα, όχι η ελευθερία.
Μοναδικό ενδεχόμενο να θεμελιώνεται το υπαρκτικό γεγονός στην ελευθερία και όχι στην αναγκαιότητα είναι η «μωρία» της εξαγγελίας για το βρέφος της Βηθλεέμ: Αν το βρέφος στον στάβλο είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τότε η Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού βεβαιώνεται ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό αναγκαιότητας – μπορεί να υπάρχει τόσο με τον «τρόπο» του Θεού όσο και με τον τρόπο του ανθρώπου.
Την υπαρκτική πραγμάτωση αυτής της ελευθερίας τη σημαίνουμε, στον συμβατικό γλωσσικό μας κώδικα, με τη λέξη «πρόσωπο»: Είναι η ύπαρξη που ενεργείται με αυτοσυνειδησία και λογικότητα, δηλαδή με δυναμική «ετερότητα» ως προς τις προδιαγραφές της φύσης ή ουσίας. Μορφική ετερότητα έχει κάθε άτομο οποιασδήποτε φύσης. Ενεργητική - δημιουργική ετερότητα έχει ο άνθρωπος προικισμένος με αυτοσυνειδησία, λόγο, ποιητική φαντασία. Στο βρέφος της Βηθλεέμ εντοπίζει η εκκλησιαστική εμπειρία το πλήρωμα της «προσωπικής» ετερότητας: την ετερότητα ως προς κάθε φυσικό προκαθορισμό. Να μην υποτάσσεται ο Θεός σε αναγκαία ιδιώματα θεότητας ούτε ο άνθρωπος σε προδιαγραφές φθοράς και θνητότητας.
Πρόσωπο η Αιτιώδης Αρχή του υπαρκτού και μπορεί να υπάρχει όχι μόνο με τους όρους της θεότητας (αθανασία, παντοδυναμία, αοριστία, απειρία, αυτάρκεια), αλλά και ως βρέφος στον στάβλο της Βηθλεέμ, ανθρώπινο άτομο που πεινάει, διψάει, ιδρώνει, κουράζεται, θλίβεται, φοβάται, πεθαίνει πάνω στον σταυρό. Πραγματικός άνθρωπος, και ωστόσο ελεύθερος από τους όρους της φύσης με πολλά «σημεία» (σημάδια) αυτής της ελευθερίας και κορυφαίο «σημείο» την ανάστασή του εκ νεκρών.
Αν κομίζει μιαν «αποκάλυψη» μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία το εκκλησιαστικό γεγονός, αυτή δεν είναι κάποιες «υπερφυσικές» πληροφορίες για το μέγα αίνιγμα της αυτοσυνείδητης λογικής ετερότητας ή για την ιλιγγιώδη σοφία του συμπαντικού γίγνεσθαι. Η αποκάλυψη είναι τρεις λέξεις με τις οποίες η γλώσσα μας κατορθώνει να «πει» την υπαρκτική ελευθερία (προσωπική ετερότητα) της Αιτιώδους Αρχής του υπαρκτού. Τρεις λέξεις: «Πατήρ», «Υιός», «Πνεύμα».
Κάθε μια από τις τρεις λέξεις σημαίνει προσωπική μοναδικότητα που δεν ταυτίζεται με ατομικότητα αυτοτελή, με μονάδα υπαρκτικής αυτονομίας. Κάθε λέξη σημαίνει τρόπο (και γεγονός) σχέσης - αυθυπέρβασης - αγάπης. Δηλώνει το όνομα «Πατήρ» ότι η συγκεκριμένη ύπαρξη ούτε γνωρίζεται ούτε υπάρχει καθ’ εαυτήν και δι’ εαυτήν, αλλά μόνο ως ο «γεννήτωρ» του Υιού και ο «εκπορεύων» το Πνεύμα. Αυτό που είναι ο Πατήρ δηλώνεται όχι με τη θεότητά του, αλλά με την πατρότητα: Την απεριόριστη και απροκαθόριστη ελευθερία του να υπάρχει επειδή αγαπάει, ελευθερία που βεβαιώνεται με τη «γέννηση» του Υιού και την «εκπόρευση» του Πνεύματος.
Την ίδια απόλυτη υπαρκτική ελευθερία δηλώνει και το όνομα «Υιός»: Υπάρχει ο Υιός χωρίς η ύπαρξή του να «προηγείται» της υιότητας, να δεσμεύεται υπαρκτικά σε προκαθορισμούς ατομικής (φυσικής) αυτοτέλειας. Αυτό που είναι, σημαίνεται με την εκούσια υιότητα, όχι με την ουσιαστική (ουσίας, δηλαδή αναγκαστική) θεότητα. Είναι Θεός, επειδή υπάρχει ως Υιός του Πατρός, επειδή η ύπαρξή του ανταποκρίνεται και παραπέμπει στην ελευθερία της αγάπης του Πατρός.
Το ίδιο και με τη λέξη «Πνεύμα»: Σημαίνεται η ενεργός υπαρκτική ετερότητα που παραπέμπει «έργω» στο είναι της αγάπης του Πατρός, στην ελευθερία της αγάπης ως οντοποιό και ζωοποιό αλήθεια. Το Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα (την αιτιώδη αρχή της υπαρκτικής ελευθερίας), δηλώνοντας με την ύπαρξή του το «ίδιον» του Θεού, το γεγονός ότι «ο Θεός αγάπη εστί»: είναι (όχι απλώς έχει) αγάπη, δηλαδή υπάρχει ως ελευθερία.
Αν στον σταύλο της Βηθλεέμ το βρέφος είναι ο Θεός που έγινε άνθρωπος, τότε το αίνιγμα της ύπαρξης και ο παραλογισμός του θανάτου ίσως έχουν απάντηση. Από την οδό της αγαπητικής σχέσης, όχι από την οδό ατομοκεντρικής αυτάρκειας της σκέψης. Αυτά τα πενιχρά λόγια, ως λόγος ελπίδας, αρθρώνονται φέτος τα Χριστούγεννα στη μνήμη του Κοσμά Ψυχοπαίδη, με ανεξίτηλη την εικόνα του (και τη φρικώδη έκπληξη) να φεύγει ξαφνικά από ανάμεσά μας, αφήνοντας μετέωρο τον ανθηρό λόγο των κριτικών φιλοσοφικών του αναζητήσεων.