Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά
Καθημερινή της Κυριακής, 2001
Περίεργες αναλογίες και αμοιβαίες εξομοιώσεις: Ο μηδενιστικός «εκσυγχρονισμός» μάχεται φανατισμένα να αποδεσμεύσει την «πόλιν» από τα «ιερά» της, την πολιτική από κάθε «νόημα» ή στόχο πέρα από την στυγνή χρησιμότητα. Και η θεσμοποιημένη μεταφυσική πασχίζει πεισματικά να αποδείξει ότι το απολακτιζόμενο από τους «εκσυγχρονιστές» νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης δεν είναι παρά απλό συναίσθημα, «θρησκευτικό συναίσθημα» ιδεολογικοποιημένο ψυχολόγημα.
Η κάθε πλευρά μάχεται να ευτελίσει αυτό που έχει και να προσλάβει αυτό που την ακυρώνει. Η πολιτική αγωνίζεται να απεκδυθεί τον κοινωνικό της χαρακτήρα, τη σκοποθεσία σχέσεων κοινωνίας, «κατ’ αλήθεια» βίου, αποτροπής της αλλοτρίωσης του ανθρώπου. Θεωρείται «προοδευτική» η πολιτική που ταυτίζεται με μια «πρακτική της συλλογικότητας», λογιστικές διευθετήσεις της οικονομίας, τεχνοκρατικές ρυθμίσεις για τη γενικευμένη ακώλυτη καταναλωτική αποχαύνωση.
Από τη δική της πλευρά η θεσμοποιημένη, μεταφυσική προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποποιηθεί τον προβληματισμό και τη γλώσσα φωτισμού του αινίγματος της ζωής και του θανάτου. Προτιμά συναισθηματικές παρηγοριές, πληθωρικές ηθικολογίες, άσχετες με την εμπειρία ψυχολογικές «πεποιθήσεις» που λανσάρονται ως «πίστη». Παραινείται από την ίδια την υποστατική πραγματικότητα της αλήθειας της (από το κοινωνικό σώμα της ενορίας και επισκοπής), επιχειρεί να διασωθεί ως καταγραφή ιδεολογήματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Ούτε καν αντιλαμβάνεται τον ιλιγγιώδη πολιτισμό στον οποίο κάποτε σαρκώθηκε το «ευαγγέλιό» της: τον βεβηλώνει αδίστακτα με το πιο ευτελισμένο διακοσμητικό «κιτς» στη λατρεία, αφήνεται να τη διαπομπεύουν οι ανεκδιήγητοι «παπα-ροκάδες».
Περίεργες αναλογίες αμοιβαίων εξομοιώσεων: Οι διαχειριστές του μηδενιστικού «εκσυγχρονισμού» παλεύουν με νύχια και με δόντια να υποκαταστήσουν την πολιτική δημιουργική «πράξη» με σκηνοθεσίες εντυπώσεων, το άθλημα της ποιότητας με την εξωραϊσμένη ευτέλεια. Ο πήχης των επιδιώξεών τους δεν μπορεί να ανέβει ψηλότερα από την ψηφοθηρία, την επανεκλογή τους, την ηδονή της εξουσίας. Είναι το μέγιστο που μπορούν να φιλοδοξήσουν, το βλέπει κανείς στην ιταμότητα των φυσιογνωμιών και του λόγου τους. Αφρίζουν στα τηλεοπτικά «παράθυρα» μαίνονται υστερικά και εξευτελίζονται, προκειμένου να εξαλείψουν κάθε μνεία «ιερότητας» από την «πόλιν», να ισοπεδώσουν τη ζωή στο επίπεδο των «δικαιωμάτων». Γιατί; Ίσως επειδή το «ιερό» παραπέμπει σε ποιότητες που συντρίβουν τα δικά τους σπιθαμιαία αναστήματα, καταδείχνουν μικρονοϊκή τη λογική του μηδενισμού, τρομακτικό τον επικείμενο θάνατο του θωρακισμένου με «δικαιώματα» ατόμου.
Το ανάλογο της άλλης πλευράς είναι η εκπληκτική απιστία για τη ζωτική δυναμική των όσων επαγγέλλεται. «Οι δοκούντες άρχειν» των θρησκευτικών θεσμών μας αφήνουν ενεούς με την ανάγκη που έχουν να μεταφράζουν την οντολογία σε φτηνό ψυχολόγημα, το νόημα της ύπαρξης σε γλώσσα πολιτικής εξουσίας: Σε αυτοκρατορικές χρυσοστόλιστες στολές, μακρυμάνικους τσουμπέδες αγάδων, καλυμμαύχια αναγεννησιακών «νοταρίων», εκζήτηση φαινόμενης «ιερότητας» σε γένια, μαλλιά, λιμουζίνες με εμβλήματα και σημαιούλες. Δίχως όλην αυτήν την εξωτερικότητα δεν μπορούν να πουν τι επαγγέλλονται, χρειάζονται την εξουσιαστική σκηνοθεσία για να εκπροσωπήσουν την ελπίδα νίκης της ζωής καταπάνω στον θάνατο.
Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια πολιτισμού των Ελλήνων συνιστούν απτό θησαύρισμα στη ζωντανή ακόμα ορθόδοξη εκκλησιαστική λατρεία: Εκεί η συνέχει της αρχαιοελληνικής πολιτικής, η «εκκλησία του δήμου» ως εκκλησία των πιστών. Εκεί η συνέχει της τραγωδίας, η δραματουργία που λειτουργεί ως αποκάλυψη. Εκεί η διαχρονική συνέχει της γλώσσας, από τον Όμηρο ως τον Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, σε κάθε εσπερινό και όρθρο. Εκεί η συνέχεια της ποίησης αδιάπτωτη, η συνέχεια της μουσικής, της ζωγραφικής από Φαγιούμ ως τον Θεόφιλο.
Αλλά «οι δοκούντες άρχειν» των θρησκευτικών δεσμών αντιπαρέρχονται πανάσχετοι το ιλιγγιώδες έργο που κλήθηκαν να διακονήσουν και μάχονται για την αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες! Ανέχονται να ευτελίζεται τραγικά η πολιτιστική σάρκα του νοήματος ζωής που ευαγγελίζονται, ανέχονται συναισθηματικές φραγκοπαναγιές αντί για Εικόνες, κανταδόρικες τετραφωνίες, ηλεκτρικά καντήλια και κεριά, μεγαφωνισμό ντισκοτέκ, άθλια πλαστικά μανουάλια και πολυελαίους. Και το μόνο που τους μάρανε είναι η απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες. Έχουν στα χέρια τους διαμάντια και αυτοί μάχονται να ξανακερδίσουν χρωματιστά γυαλιά.
Η κάθε πλευρά παλεύει να απωθήσουν αυτό που έχει και να προσβάλει αυτόν που την ακυρώνει. Οι πολιτικοί αγνοούν ή προσπερνάνε αδιάφοροι κάθε ενδεχόμενο να νοηματοδοτήσουν το έργο τους με τη γόνιμη ιδιαιτερότητα της παράδοσης (δηλαδή του πολιτισμού) των Ελλήνων. Μάχονται τον πολιτισμό (δηλαδή τη θρησκεία) πιθηκίζοντας «ετεροχρονισμένα» τον αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα. Και από την άλλη μεριά οι «θρησκευτικοί άρχοντες» ούτε που υποψιάζονται τον πανικό που τους κυρίευε τους «εκσυγχρονιστές», αν νηφάλια και σεμνά εξαγγέλονταν δύο μόνο εκκλησιαστικές πρωτοβουλίες: Η αναδιοργάνωση επισκοπών και ενοριών ως λαϊκών κοινοτήτων (και όχι ως γεωγραφικών διαμερισμάτων), μαζί με πανελλήνια εκστρατεία αποκατάστασης του ορθόδοξου λατρευτικού χώρου.
Οι αναλογίες και εξομοιώσεις συμπεριφοράς των δύο πλευρών έχουν κοινή μήτρα προέλευσης: Την ακάθεκτη παρακμή της κοινωνίας των άλλοτε Ελλήνων.