Xρήστος Γιανναράς, Επισφυλλίδα στὴη
Καθημερινή της Κυριακής, 4 Δεκεμβρίου 2005
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_21/10/2007_246047
Στο θεωρητικό πεδίο (πιο ρεαλιστικό καμιά φορά από την α-νόητη πρακτική) ένα κυρίως θέμα απαιτεί δημόσιο διάλογο. Και η απαίτηση καμουφλάρεται με μάταιες αντιμαχίες, θορυβώδικες έριδες, ενώ το ξαστοχημένο ερώτημα παραμένει απλό:
Για να ανταποκριθούμε σε σημερινές και πραγματικές, δικές μας ανάγκες οι Νεοέλληνες, ποια συγκεκριμένα στοιχεία μας χρειάζονται από το ιστορικό μας παρελθόν και ποιες προσλήψεις από επιτεύγματα σύγχρονων προηγμένων κοινωνιών; Κριτήριό μας οι ανάγκες μας. Όχι το παρελθόν μας σαν αυταξία, όσο ένδοξο κι αν ήταν. Ούτε η ξιπασιά του επαρχιώτη που του γυαλίζει οτιδήποτε ξένο, «μοδέρνο» – χάντρες και καθρεφτάκια. Μας ενδιαφέρουν τα όσα άλλες κοινωνίες για τις δικές τους ανάγκες, με τις δικές τους προϋποθέσεις κατόρθωσαν, είμαστε ανοιχτοί σε πρότυπα αλλότριων κοινωνικών κατακτήσεων, αλλά με κριτήριο τις ανάγκες μας, όχι ιδεοληψίες.
Διάλογος για τα στοιχεία από το παρελθόν, λ.χ. για τη γλώσσα. Ποια επιλογή θα υπηρετήσει πληρέστερα τις ανάγκες μας για παραγωγικότητα, ευζωία, ποιότητα ζωής: Η σωστή διδασκαλία της (ενιαίας διαχρονικά) ελληνικής γλώσσας στη σχολική μας εκπαίδευση; Ή η διεθνής σήμερα, εργαλειακά χρηστική και ολιγόλεκτη αγγλική γλώσσα; Μπορούμε να συζητήσουμε το δίλημμα με κριτήριο ρεαλιστικές ανάγκες και όχι συναισθηματικά ψυχολογήματα ή «εκσυγχρονιστικές» υστερίες;
Στοιχεία από το παρελθόν, λ.χ. η συνείδηση καταγωγής και συνέχειας, η καλλιέργεια ιστορικής ταυτότητας. Μήπως η εμμονή στην αξιοποίηση θησαυρισμάτων παραδεδομένης πείρας, κατακτημένης σοφίας, αισθητικής και αρχοντιάς, μειώνει την ικανότητα προσαρμογής στις απαιτήσεις του παρόντος; Το δίλημμα στο κάτω της γραφής είναι: θέλουμε να είμαστε Βρετανία ή Σιγκαπούρη, Γαλλία ή Χονγκ - Κονγκ; Ποια η ανάγκη μας;
Τρίτο παράδειγμα: Επιβίωσε ο Ελληνισμός τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια κομίζοντας πρόταση πολιτισμού που ενδιαφέρει πανανθρώπινα. Δεν κόμιζε τεχνολογικές διευκολύνσεις ή μεθοδική οργάνωση της οικονομίας, αλλά βάση «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, προτεραιότητα της μεταφυσικής αναζήτησης, ενδείξεις για την «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας». Η καλλιέργεια παρόμοιων προτεραιοτήτων σήμερα θα είχε θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις για τον συρρικνωμένο και ανυπόληπτο από κάθε άποψη Ελληνισμό; Είναι προσόν ή μειονέκτημα ή επιδίωξη της μέγιστης δυνατής κατά κεφαλήν καλλιέργειας, η επικέντρωση της πολιτικής στη διαχείριση πολιτισμού, απωθημένου σήμερα, αλλά πάντοτε πανανθρώπινα επίκαιρου για τη διάκριση ποιοτήτων;
Διάλογος για τέτοια θέματα, πραγματικός και όχι προσχηματικός, έχει δυσκατόρθωτες προϋποθέσεις:
Αποκλείει την αντιπαράθεση ιδεολογημάτων, δηλαδή ψυχολογικών εγκυστώσεων σε «πεποιθήσεις». Αποκλείει και την αντιμαχία καμουφλαρισμένων συμφερόντων, ιδιοτέλειας που θωρακίζεται με στράτευση σε «παρατάξεις». Ο διάλογος γίνεται ανέφικτος όταν οι διαλεγόμενοι δεν είναι (ειλικρινά και με συνέπεια) απροκατάληπτοι, αδέσμευτοι σε βεβαιότητες και μεροληψίες, όταν αρνούνται να διερευνήσουν τα υπέρ και τα κατά κάθε άποψης, κάθε προοπτικής, κάθε νοοτροπίας.
Αποκλείεται να διαλεχθούν άνθρωποι που θέλουν μόνο να δικαιώσουν τις επιλογές τους, να ναρκισσευτούν για το αλάθητο εγώ τους, να αναπληρώσουν τη μειονεξία τους πίσω από προσωπείο ή ετικέτα. Αποκλείεται να διαλεχθούν οι προαποφασισμένα «πατριώτες» ή «διεθνιστές» ή «δεξιοί» ή «αριστεροί», οι «συντηρητικοί» και οι «προοδευτικοί», οι «θρησκευόμενοι» και οι «άθεοι». Αποκλείονται όσοι προσπαθούν να αντλήσουν αυτοεκτίμηση και ταυτότητα από τη στράτευση σε κόμματα και ιδεοληψίες, όσοι έχουν εξασφαλίσει καριέρα, οικονομικές προνομίες και δημοσιότητα δουλεύοντας για εγχώριους πάτρωνες ή ξένες πρεσβείες.
Επειδή λοιπόν είναι άκρως δυσεύρετη η ανθρώπινη ποιότητα που απαιτείται για να στηθεί διάλογος, συντηρούμε άγονες αντιμαχίες και παράλληλους μονολόγους, αφήνοντας κακοφορμισμένα και ανίατα τα κεντρικά κοινωνικά μας προβλήματα: παραγωγικότητα, ποιότητα ζωής, συλλογική αξιοπρέπεια. Ποτέ άλλοτε οι δημόσιοι «διάλογοι» δεν ήταν καθημερινά τόσοι πολλοί, και η απουσία διαλόγου τόσο απογοητευτικά εξόφθαλμη. Στα δημόσια βήματα (εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοπτικά κανάλια) καλούνται να συν-ζητήσουν λύσεις σε προβλήματα, απαντήσεις σε ζωτικά ερωτήματα, απαρεγκλίτως και μόνο πρόσωπα δίχως ίχνος ετοιμότητας για αναζήτηση, άνθρωποι που κατ’ επάγγελμα προπαγανδίζουν έτοιμες λύσεις ή είναι παιδαριωδώς εξαρτημένοι από παραισθησιογόνες ιδεοληψίες.
Αυτόν τον καταιγισμό από παράλληλες και ασύμπτωτες απόψεις, γνώμες, ρητορείες, μικρονοϊκές αφέλειες, δογματικές ανοησίες, ψυχοπαθολογικές εμμονές, τον εξωραΐζουμε σαν «πλουραλισμό», σαν τάχα επίτευγμα διαλόγου. Στην Ελλάδα σήμερα δεν μοιάζει να υπάρχει μία έστω εφημερίδα, μία τηλεοπτική εκπομπή, ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα, που να θέλει να στήσει πραγματικό και όχι κατ’ επίφασιν διάλογο με αδέσμευτους και απροκατάληπτους συμμετέχοντες, ανθρώπους με την ετοιμότητα να αμφισβητήσουν τις ίδιες τους τις απόψεις, τις γνώμες, τις κρίσεις τους.
Στην Ελλάδα μοιάζει αδύνατο να συζητηθούν πρωτεύοντα προβλήματα, οι αντιμαχίες είναι μόνο για συμπτώματα, για συνέπειες προβλημάτων. Αλλά και τα συμπτώματα μας απασχολούν μόνο και εφόσον αφορούν σε συμφέροντα κομμάτων και συνδικαλιστών, των τυράννων του κοινωνικού σώματος. Πώς να λειτουργήσει ζωτική κριτική από τα δημόσια βήματα, όταν η κριτική δεν λειτουργεί πουθενά αλλού: ούτε στη σχολική μάθηση ούτε στα πανεπιστήμια ούτε η αξιοκρατία πουθενά. Πώς να παραχθεί κριτική σκέψη, όταν ακόμα και οι βιβλιοκρισίες ή οι αξιολογήσεις στην τέχνη γίνονται με κομματικά κριτήρια;
Μην ξεχνάμε τις στατιστικές: Δύο στους τρεις Έλληνες δεν διαβάζουν ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο και ποτέ εφημερίδα, βλέπουν όμως, έξι ώρες αποχαυνωτική τηλεόραση ημερησίως. Ίσως και το 90% των πολιτικών αγορητών, των τηλεπαρουσιαστών, σχολιαστών, «ειδικών επιστημόνων» και τυχάρπαστων «προσκεκλημένων» στα ΜΜΕ θα απορρίπτονταν από κάθε σωστό δάσκαλο της γραμματικής και του συντακτικού στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Και επειδή ανάπηρη γλώσσα σημαίνει και ανάπηρη σκέψη, εύκολα εξηγείται γιατί στη χώρα μας φτάσαμε να ανεβάζουμε σε θώκους υπουργικούς, σε βουλευτικά έδρανα, στην προεδρία κομμάτων, αλλά και σε επισκοπικούς θρόνους, σε πανεπιστημιακές έδρες, στην αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων σπιθαμιαία αναστήματα φανερά μειωμένης νοητικής καλλιέργειας.
Δεν απαιτεί η ελλαδική κοινωνία από τους διαχειριστές του βίου της ούτε επαρκή νοημοσύνη ούτε γλωσσικές προϋποθέσεις σκέψης και κρίσης.