Επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά στην
Καθημερινή της Κυριακής, 5-2-2006
Θορυβούν για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους τον απαιτούν ή τον αρνούνται όσοι αντιλαμβάνονται τους δύο θεσμούς αυτονομημένους από το κοινωνικό γεγονός, φορείς ή διαχειριστές αυθυπόστατης εξουσίας. Όσοι ταυτίζουν τους θεσμούς με την εκάστοτε (πρόσκαιρη) στελέχωση και εκπροσώπησή τους. Όσοι φοβούνται ότι ο χωρισμός θα περιορίσει τα προνόμια και την εξουσιαστική ισχύ των εφήμερων στελεχών και εκπροσώπων κάποιου από τους δύο θεσμούς.
Δεν θορυβούν για χωρισμό όσοι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία και το Κράτος ως θεσμικά μορφώματα προορισμένα να υπηρετούν το κοινωνικό γεγονός όχι να το εξουσιάζουν. Όσοι καταλαβαίνουν ότι ο λαός είναι το αφεντικό του κράτους και η ευχαριστιακή λαϊκή κοινότητα είναι που συνιστά την Εκκλησία. Ότι οι πολιτικοί άρχοντες υπάρχουν μόνο ως εντολοδόχοι της λαϊκής βούλησης, υπηρέτες του λαϊκού συμφέροντος, και οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί μόνο ως διάκονοι του ευχαριστιακού σώματος.
Αυτές οι δύο αλήθειες, ο ορισμός - ουσία του Κράτους και ο ορισμός - ουσία της Εκκλησίας, δεν είναι συμφωνημένα αυτονόητα, δεδομένα της κοινής συλλογιστικής. Είναι κατακτήσεις που σημάδεψαν ως έκπληξη την ανθρώπινη Ιστορία. Οι σημερινοί θλιβεροί Ελλαδίτες συνέπεσε, αινιγματικά και ανερμήνευτα, να γεννηθούμε στη γλώσσα και στα χώματα των ανθρώπων που κατόρθωσαν κάποτε αυτές τις κατακτήσεις. Δεν έχουμε πια την παραμικρή σχέση με τον πολιτισμό τους και την αρχοντιά τους ατιμάζουμε τη γη τους με τον οικιστικό πρωτογονισμό μας, εξευτελίζουμε τη γλώσσα τους με την αδιάντροπη απαιδευσιά μας. Τουλάχιστον να διασώζαμε, από δέος ευθύνης απέναντι στην ανθρώπινη Ιστορία, τη σημασία των λέξεων που μας κληροδότησαν: Τον ορισμό - ουσία της πόλης - πολιτείας - κράτους ως κοινού (όλων) αθλήματος. Και του εκκλησιαστικού γεγονότος ως κοινωνίας καινού τρόπου της υπάρξεως.
Ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους είναι εξ ορισμού δεδομένος: τα όρια αρμοδιοτήτων του Κράτους είναι εντελώς άλλα από τα όρια λειτουργίας του εκκλησιαστικού γεγονότος, οι σκοποθεσίες τους διαφορετικές. Ο θόρυβος σήμερα για τον χωρισμό δεν αφορά στην Εκκλησία ούτε στο Κράτος. Έχει να κάνει με εξουσιαστικές (δηλαδή αντικοινωνικές) φιλοδοξίες ιδεολόγων ή πολιτευομένων, όπως και αλλοτριωμένων εκκλησιαστικών λειτουργών.
Οι μεν θέλουν, με νόμους και θεσμούς, να επιβάλουν στο κοινωνικό σώμα τον ιδεολογικό («προοδευτικό» όπως πιστεύουν) αντικληρικαλισμό τους, αποκύημα μεταπρατικού «μοδέρνου» μηδενισμού. Θέλουν ο πολιτισμός να είναι μόνο ψυχαγωγία χωρίς σχέση με «νόημα» βίου. Θέλουν τους νόμους και τους θεσμούς να υπηρετούν στυγνά ατομοκεντρικές (ατομικών δικαιωμάτων), όχι κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες.
Οι άλλοι, του εκκλησιαστικού γεγονότος οι αλλοτριωμένοι διάκονοι, θέλουν να κατοχυρώσουν, επίσης με νόμους και θεσμούς, εξουσιαστικές προνομίες αρχιερέων και ιερέων «επικρατούσης θρησκείας». Να επιβάλλεται η «επικρατούσα θρησκεία» σαν κυρίαρχη κρατική ιδεολογία, ώστε να απολαμβάνουν κύρος κρατικών αξιωματούχων οι κληρικοί της και μονοπωλιακά δικαιώματα οι «αρχές» της. Να μισθοδοτείται από το κράτος το ιερατείο για τη χρηστική ωφελιμότητα του έργου του, να διαχειρίζεται επιχορηγήσεις και «κοινοτικά προγράμματα» για πρωτοβουλίες κοινωνικής πρόνοιας.
Ο θόρυβος για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους είναι μάλλον από τους τελευταίους απόηχους της αμηχανίας του Νέου Ελληνισμού στην προσπάθειά του να προσαρμοστεί στους όρους του πολιτισμού της νεωτερικότητας. Αυτή η προσαρμογή είναι σήμερα και «άνωθεν» επιβεβλημένη: όρος μετοχής στο ΝΑΤΟ και στα διεθνικά μορφώματα απαιτήσεων της «Νέας Τάξης» όπως ανενδοίαστα ομολόγησε ο Huntington.
Η πολιτική παράδοση του Ελληνισμού και οι μακραίωνες ιστορικοί εθισμοί που δημιούργησε, προϋποθέτουν την «πολιτικήν τέχνην και επιστήμην» να στοχεύει πρωταρχικά στην αλήθεια (στον «κατ αλήθειαν βίον»), όχι πρωταρχικά στη χρησιμότητα. Γι αυτό και δίχως μεταφυσικό άξονα («κριτήριον αληθείας») είναι αδύνατο να συγκροτηθεί «πόλις», «πολιτεία», «κράτος» αδιανόητο για τον Έλληνα το πολιτικό γεγονός δίχως Δελφούς, Παρθενώνα ή Αγιά-Σοφιά.
Η πολιτική στη Νεωτερικότητα ορίζεται με αντεστραμμένους τους ελληνικούς όρους: εξ ορισμού η πολιτική υπηρετεί τη χρησιμότητα, θεμελιώνεται σε φυσιοκρατικές προϋποθέσεις (στο Φυσικό Δίκαιο που το καθιστά έγκυρο η αυθεντία της «μεθόδου» στη βάση της κοινής λογικής) οποιαδήποτε ανάμιξη της μεταφυσικής στην πολιτική αποτελεί κίνδυνο θεοκρατικής αυθαιρεσίας, δηλαδή απειλή τυραννίας. Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την εκδοχή της πολιτικής και στη γένεση του πολιτισμού της Νεωτερικότητας, είναι θέμα που υπερβαίνει τα όρια επιφυλλίδας.
Όμως το κράτος που συγκρότησαν οι Νεοέλληνες μετά την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους, δεν είχε τις προϋποθέσεις να επανεισαγάγει στην Ευρωπαϊκή Ιστορία την ελληνική ταυτότητα της πολιτικής. Το κράτος αυτό ιδρύθηκε με την πρόθεση και την ενεργό επιδίωξη να μην είναι ελληνικό: να αντιγράψει (να μιμηθεί παθητικά) τα «πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας κράτη». Λειτούργησε λοιπόν μεταπρατικά και στην περίπτωση των σχέσεων πολιτικής και μεταφυσικής, Κράτους και Εκκλησίας.
Στον 19ο αιώνα το νεωτερικό μοντέλο της πολιτικής δεν προϋπέθετε οπωσδήποτε τον με συνέπεια «άθρησκο» (laque) χαρακτήρα του Κράτους. Απέβλεπε μάλλον στην υποταγή της θρησκείας σε κρατικές σκοπιμότητες (εθνικιστικές, ηθικιστικές). Αυτή η υποταγή μεταφράστηκε στην Ελλάδα σε βίαιο ξεθεμελίωμα των θεσμικών συντεταγμένων του εκκλησιαστικού γεγονότος: Οι επισκοπές της ελλαδικής επικράτειας υποχρεώθηκαν να αποκοπούν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να συγκροτήσουν «αυτοκέφαλη» κρατική εκκλησία, σχισματική. Δημεύτηκαν επανειλημμένα από το κράτος τα κτήματα των μοναστηριών. Συλήθηκαν και κατεδαφίστηκαν 72 βυζαντινές εκκλησιές μέσα στην Αθήνα και 412 μοναστήρια στο υπόλοιπο, ελάχιστο τότε, κρατίδιο. Οι αποφάσεις της Συνόδου των επισκόπων ήταν άκυρες και ανεφάρμοστες αν δεν τις προσυπέγραφε ο βασιλικός αρχικά, ο κυβερνητικός αργότερα επίτροπος. Η Εκκλησία στο νεοελληνικό κράτος ήταν ένα ευτελισμένο υποχείριο της εξουσίας με φτηνά ανταλλάγματα μόνο για να κολακεύεται η ματαιοδοξία των επισκόπων.
Τώρα, η καινούργια φάση της Νεωτερικότητας ή «Νέα Τάξη» απαιτεί «χωρισμό», δηλαδή επαναδιαπραγμάτευση των φτηνών ανταλλαγμάτων για τον δεδομένο ευτελισμό, τη συντελεσμένη αλλοτρίωση. Ίσως είναι πολύτιμη ευκαιρία. Να αποδεσμευτεί η Εκκλησία από τον κρατικό εναγκαλισμό, από το ψεύτισμά της, την έκπτωσή της σε «επικρατούσα θρησκεία».
Αξίζει και μια δεύτερη επιφυλλίδα το θέμα.