Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα

Βιβλίον Δ´, Κεφάλαιον τέταρτον

Δημοτικὴ ἐκλογὴ ἐν Ἀθήναις. - Σύστασις σώματος ἐθνοφυλάκων ὑπὸ τὸν Μακρυγιάννην. - Εἰσβολὴ τῶν ἐν Τουρκίᾳ προσφύγων ἀνταρτῶν εἰς Φθιώτιδα. - Καταδίωξις αὐτῶν. - Διάλυσις τοῦ σώματος τῶν ἐθνοφυλάκων. - Κακὴ κατάστασις τοῦ Κράτους. - Ἐξακολούθησις τῶν πατριωτικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μακρυγιάννη. - Μυστικὴ πρὸς τοῦτο ἕνωσις αὐτοῦ μετὰ τοῦ Ἀλ. Μαυροκορδάτου καὶ Ἀ. Μεταξᾶ. - Διαίρεσις αὐτῶν. - Ματαίωσις τοῦ κινήματος. - Τὰ κατὰ Πατσίφικον. - Ὑπουργικὴ μεταβολή. - Ἀναχώρησις τοῦ Βασιλέως εἰς Βαυαρίαν. - Δημοτικαὶ καὶ βουλευτικαὶ ἐκλογαί. - Πολιτικὴ ἕνωσης Μαυροκορδάτου καὶ Μεταξᾶ διὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Διορισμὸς αὐτῶν ὡς πρεσβευτῶν. - Νόμος ἐν τῇ Βουλῇ περὶ ἀπονομῆς συντάξεως εἰς τὴν χήραν Κορφιωτάκη. - Ἀπόρριψις αὐτοῦ ὑπὸ τῆς Γερουσίας.


Τὸ νέον ὑπουργεῖον ἔστειλε νὰ πάμεν νὰ παρουσιαστοῦμεν ἐγώ, ὁ Ζαχαρίτζας κι᾿ ὁ Βλάχος. Πήγαμεν. Μᾶς εἶπαν ὅτι τὸ κόμμα τῆς πεσμένης κυβερνήσεως εἰς τὴν πρωτεύουσα εἶναι ἀσυνείθητοι ἄνθρωποι καὶ νὰ δώσουμεν τὸν λόγον τῆς τιμῆς μας, ἂν θέλωμεν, νὰ ρωτήσουμεν καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους μας, ἂν εἶναι σύνφωνοι, νὰ κάμωμεν νέαν ἐκλογὴ πρώτου παρέδρου, νὰ χρησιμέψη διὰ δήμαρχος. Ὅτι αὐτὸς ὁ δήμαρχος μὲ τοὺς συντρόφους τοῦ ἀφάνισαν τὸν τόπον. Καὶ νὰ συνάξωμεν κ᾿ ἑκατὸ πολίτες ὡς ἐθνοφύλακας. Κι᾿ ἀρχηγὸς ῾σ αὐτοὺς νὰ εἶμαι ἐγώ. Ἦρθαν εἰς τὸ σπίτι μου ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ εἶπαν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅτ᾿ εἶναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε ἡ Κυβέρνηση νὰ γένῃ ἡ ἐκλογή. Τὴν κερδέσαμεν ἐμεῖς. Ἔκαμα καὶ τοὺς ἑκατὸ ἐθνοφύλακας. Μὲ τὴν μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εἰς τὰ χρέη τους. Κόπηκαν οἱ κλεψὲς εἰς τὴν πρωτεύουσα κι᾿ ὅλες οἱ ἀταξίες. Φκαριστημένη ἡ Κυβέρνηση, τὸ Φρουραρχεῖο κι᾿ ὅλες οἱ ἀρχὲς κι᾿ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας ἀπὸ τὴν ῾πηρεσία μας.

Μαθαίνομεν μπῆκαν εἰς τὸ Κράτος ὁ Παπακώστας, ὁ Βελέτζας, ὁ Μπαλατζός, οἱ Κοντογιανναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ὅλοι ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν Τουρκιά. Μπῆκαν μὲ μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δὲν κάναν. Πῆγαν ἀναντίον τους μὲ μεγάλη δύναμη τῆς Κυβέρνησης ὁ Γαρδικιώτης κι᾿ ὁ Μαμούρης κι᾿ ἄλλοι ταχτικοὶ κι᾿ ἄταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ἡμέρες. Ἔπεσε ἡ διχόνοια ἀναμεταξὺ τοὺς τῶν ἀντάρτων καὶ πῆγαν πίσου εἰς τὴν Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιὰ τρακοσιαριὰ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο καὶ πληγώθηκαν. Κ᾿ ἔπαθαν οἱ ἐπαρχίες ἀπὸ τὰ βασιλικὰ στρατέματα, ὁποῦ ἀφανίστηκαν οἱ δυστυχισμένοι κάτοικοι. Καὶ οἱ χάψες τοῦ Κράτους ξαναγιόμωσαν ὀπίσου καὶ εἶναι γιομάτες ὡς τὴν σήμερον. Καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν βασιλικῶν στρατεμάτων θησαύρισαν. Οἱ ῾φημερίδες ξιστορίζουν ὅλα αὐτὰ ἀρχὴ καὶ τέλος.

Ἀφοῦ διαλύθηκαν αὐτεῖνοι καὶ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους, τότε διαλεῖ ἡ Κυβέρνηση καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐθνοφυλακῆς, τοὺς ἑκατὸ ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο νοικοκυραῖοι καὶ τίμιοι ἄνθρωποι. Διαλώντας αὐτεῖνοι, τὴν ἄλλη βραδειὰ κλέψαν ἕνα σπίτι καὶ πῆραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι᾿ ἄνοιξε πίσου τὸ συνειθισμένο ἐμπόριον τῆς κλεψᾶς. Ξέκλησαν καὶ τὴν ἐκλογή. Καὶ ἡ δημοτικὴ ἀρχὴ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τῆς ὡς ἀγαναχτισμένοι ἀπὸ αὐτὸ – ἄξηναν οἱ κατάχρησές τους. Ἡ Κυβέρνηση προσωρινῶς μετακόμισε τὰ πατριωτικὰ τῆς αἰστήματα εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους – ὁποῦ μας γύρεψε καὶ πήγαμεν ὁ Βλάχος, ὁ Ζαχαρίτζας κ᾿ ἐγὼ καὶ μᾶς εἶπεν ὅτι ἐπιθυμάγει νὰ γυρίση μὲ τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Στάθη ῾σ αὐτὸν τὸ νοῦ λίγον καιρὸν καὶ πάλε γύρισε εἰς τὸ στοιχεῖον της. Παίρνει τὸν Καλλεφουρνὰ ὑπουργὸν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καὶ τῆς Παιδείας, ὅτι καὶ παιδεία μεγάλη ἔχει κ᾿ ἐκκλησιαστικὸς ἄνθρωπος εἶναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μὴ λυπεῖσαι ὅτι δὲν εἶχες ὡς τώρα σύντροφο εἰς τὴν παιδεία καὶ θὰ κιντύνευε ἡ Ἑλλὰς χωρὶς φῶτα – γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ᾿ ἔγινε τῆς Παιδείας ὑπουργός! Κ᾿ ἐσὺ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θὰ ἰδῆς δοξολογίαν ἀπὸ τὸν πατέρα τῆς ἐκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνὰ Ἀθηναῖον!1 Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁποῦ θὰ γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσῃ εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη. Αὐτὰ λείπουν ἀπ᾿ ὅλους ἐμᾶς, στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικούς. Τῆς πρόσοδες τῆς πατρίδας τῆς κλέβομεν, ἀπὸ ὑποστατικὰ δὲν τῆς ἀφήσαμεν τίποτας, σὲ ῾πηρεσίαν νὰ μποῦμεν, ἕνα βάνομεν εἰς τὸ ταμεῖον, δέκα κλέβομεν. Ἀγοράζομεν πρόσοδες, τῆς τρῶμεν ὅλες. Χρωστοῦν εἰς τὸ Ταμεῖον δεκοχτῶ ῾κατομμύρια ὁ ἕνας κι᾿ ὁ ἄλλος· ὁ Μιχαλάκης Γιατρὸς πεντακόσες χιλιάδες, ὁ Τζοῦχλος τρακόσες, ὁ Γιωργάκης Νοταρᾶς τρακόσες πενήντα – ὅλο τέτοιγοι χρωστοῦνε αὐτά. Ὁ κεντρικὸς ταμίας ὁ Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν ἀπὸ τὸ ταμείον· κι᾿ ἀκόμα δὲν κυτάχτηκαν πόσα θὰ λείψουν ἀκόμα. Τὸ ἴδιο ντογάνες κι᾿ ἄλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εἰς τὰ πράματα καὶ τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο εἶναι ὁ τίμιος ἄνθρωπος νὰ κάνη τὰ χρέη τοῦ πατριωτικῶς. Οἱ ἀγωνισταὶ οἱ περισσότεροι καὶ οἱ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ δυστυχοῦν. Πολυτέλεια καὶ φαντασία – γεμίσαμεν πλῆθος πιανοφόρτια καὶ κιθάρες. Οἱ δανεισταί μας ζητοῦν τὰ χρήματά τους, λεπτὸ δὲν τοὺς δίνομεν ἀπὸ – κάνουν ἐπέβασιν εἰς τὰ πράματά μας. Καὶ ποτὲς δὲν βρίσκομεν ἴσιον δρόμον. Πῶς θὰ σωθοῦμεν ἐμεῖς μ᾿ αὐτὰ καὶ νὰ σκηματιστοῦμεν εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου ὡς ἄνθρωποι; Ὁ Θεὸς ἂς κάμη τὸ ἔλεός του νὰ μᾶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν μεγάλον γκρεμνὸν ὁποῦ τρέχομεν νὰ τζακιστοῦμεν.

Ἀφοῦ ἔγινε ὁ ἀνακατωμὸς τῆς Εὐρώπης, ἔπρεπε νὰ εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς σὲ μίαν κατάστασιν νὰ βασταχτοῦμεν, νὰ μή μας πλακώση κάνας κίντυνος, ἢ καὶ ἂν εἶναι ἁρμόδιος καιρὸς καὶ κινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι δυνατοί, καὶ κινηθοῦμεν κ᾿ ἐμεῖς – κι᾿ αὐτὰ χρειάζονται νά ῾χωμεν κι᾿ ὀλίγα μέσα, νὰ βασταχτῆ ἡ πειθαρχία, νὰ μὴν κινηθοῦμεν καὶ γυμνώσουμεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς ἀτιμήσουμεν, καὶ τότε εἶναι χερότερα· ἀντὶς νὰ φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν καὶ τὰ μάτια. Εἶχα τὴν ἐταιρίαν, τὴν ἐνέργαγα μυστικῶς κ᾿ ἔστελνα παντοῦ χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν οἱ μεγάλοι· ὅτι μὲ κιντύνεψαν ὅλοι ποιὸς ὀλίγο, ποιὸς πολύ. Εἶδα ὅτι εἰς αὐτείνη τὴν περίστασιν δὲν μπορῶ μόνος μου νὰ κάμω τίποτας· συλλογίστηκα νὰ βάλω καὶ τὸν Μεταξᾶ καὶ τὸν Μαυροκορδᾶτο. Πῆγα τοὺς ἀντάμωσα, τοὺς εἶπα· «Νὰ μοῦ δώσετε τὸν λόγον τῆς τιμῆς σας – κάτι θὰ σᾶς εἰπῶ». Ὑποσκέθηκαν. Τότε τοὺς ξηγήθηκα ὅλα. Τοὺς εἶπα καὶ τὰ ἔνγραφα ὁποῦ ἔχω· τοὺς τὰ ῾δειξα, ὅμως νὰ μὴν τὰ διαβάσουν καὶ ἰδοῦνε τὰ ἄτομα· καὶ εἶμαι ὁρκισμένος εἰς αὐτὸ νὰ τά ῾χω μυστικά. Κι᾿ ὅταν εἶναι καιρός, στέλνουν ἀπὸ ῾ναν ἄνθρωπον κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ συσταίνομεν μίαν ῾πιτροπή. Ἔκαμα κ᾿ ἕναν ὅρκον νὰ καταγράφωνται οἱ ἄνθρωποι ὅ,τι μπορῆ ὁ καθένας. Τοὺς εἶπα, ἐκεῖνοι ν᾿ ἀγροικιῶνται ἔξω μὲ τοὺς ὁμογενεῖς μας κ᾿ ἐγὼ νά ῾χω τὸν ὀργανισμὸν τοῦ Κράτους. Ἔγραψα ἕξι χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα ἐγὼ διὰ νὰ ἑλκύζωνται οἱ ἄνθρωποι. Τοὺς εἶπα χρειάζονται ἔξοδα, ὁποῦ θ᾿ ἀγροικιώμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἔξω καὶ μέσα εἰς τὸ Κράτος. Μὲ χωρὶς ἔξοδα δουλειὰ δὲν γένεται. Μοῦ λένε· «Δὲν ἔχομεν ἐμεῖς. – Πουλῶ, τοὺς λέγω, ἕνα σπίτι ὁποῦ ῾χω εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κάμωμεν τὴν δουλειά μας, μὲ τὴν συνφωνίαν ὅσοι γράφουν χρήματα – λεπτὸ δὲν ἔχει νὰ πιάση κανένας μας εἰς τὸ χέρι· ὅταν εἶναι καιρός, νὰ γένῃ μία ῾πιτροπή νὰ ξοδιάζη. Καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ὅ,τι θὰ κάνω, θὰ σᾶς ρωτῶ κ᾿ ἐσεῖς θὰ μὲ ρωτᾶτε». Μείναμεν σύνφωνοι εἰς αὐτό. Καὶ σὲ ἄλλην ἐταιρίαν νὰ μὴν ἔμπωμεν, ἀλλὰ νά ῾χωμεν τὴν δική μας. Μοναχὰ νὰ ξέρωμεν τί κάνουν οἱ ἄλλοι, νὰ μὴν κάμουν κανένα ἄγουρο κίνημα – νὰ τοὺς ἀποκόβωμεν, νὰ μὴν πάθη ἡ πατρίδα ἀπὸ τῆς ἀνοησίες μας.2

Μείναμεν σύνφωνοι σὲ ὅλα αὐτά. Τὸ σπίτι μου, ὁποῦ εἶχα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ἄξιζε τριάντα χιλιάδες δραχμές· τὸ πουλῶ πέντε κι᾿ ὀχτακόσες. Ἔστειλα ἀνθρώπους ἐκ νέου παντοῦ κι᾿ ὀργάνισα ὅλο τὸ Κράτος. Ὅ,τι ἔκανα τοὺς τὸ ῾λεγα, ὅμως τὸν ὅρκον μὲ τῆς ὑπογραφὲς τὸν βάσταγα καὶ τὸν βαστῶ ἐγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Τοῦ Γαρδικιώτη κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς ἔλεγα ἄλλα, ὄχι ὅμως ν᾿ ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους, μόνον νὰ μὴν προδινώμαστε· κι᾿ ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κάνα καλό, ὅλοι σὲ μίαν στράτα ἀνταμωνόμαστε. Κ᾿ ἔλεγα ὁλουνῶν νὰ ῾νεργούμεν τὴν ἕνωσιν καὶ νά ῾χωμεν ὁμόνοια πατριωτική. Ἕλκυσα καὶ τὸν Βασιλέα ῾σ αὐτά, ὄχι ὅμως νὰ ξέρη καὶ τὸν ὀργανισμόν μας. Ἤφερα τὸν Χατζηχρῆστο καὶ Γαρδικιώτη σὲ συμπάθεια διὰ αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς ῾γκολπωθή ὁ Βασιλέας εἰς αὐτὲς τῆς περίστασες. Θέλησε ὕστερα ὁ Βασιλέας νὰ κάμη αὐτοὺς τοὺς δυὸ ἀντιστράτηγους κ᾿ ἐμένα ῾πασπιστή του. Στέλνει τὸν Χατζηχρῆστο ὁ Γαρδικιώτης νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω. Μοῦ εἶπε αὐτὸ ὁ Χατζηχρῆστος, ὅτι τοῦ τὸ εἶχε εἰπῆ ὁ Βασιλέας δυὸ τρεῖς μῆνες πρωτύτερα. Πῆγα εἰς τὸν Γαρδικιώτη μαζὶ μὲ τὸν Χατζηχρῆστο. Μοῦ λέγει αὐτό. Τοῦ λέγω· «Εὐκαριστῶ τὸν Βασιλέα εἰς τὴν τιμὴ ὁποῦ μου κάνει· εἶμαι ἀστενῆς, δὲν μπορῶ νὰ ῾περετήσω». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ, δὲν δέχτηκα. Μοῦ λέγει· «Θὰ τὸ δεχτῆς νὰ σηκώσης κάθε ὑποψίαν ἀπὸ πάνου σου, ὅτι εἶπαν τοῦ Βασιλέως ὅτι κάτι νεργᾶνε ὁ Μαυροκορδάτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κ᾿ ἔχουν ἐσέναν ὡς ἀρχηγόν. – Τοῦ λέγω, δὲν ἔχομεν κάναν κακὸν σκοπὸν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι. Καὶ ἴσα ἴσα δι᾿ αὐτὸν τὸν λόγον ὁποῦ μου εἶπες δὲν δέχομαι τίποτας ὡς ὕποπτος· καὶ νὰ μάθῃ ὁ Βασιλέας νὰ μὴ σκιάζεται ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του γιὰ νὰ τοὺς βαίνη σὲ θέσες. Ἔτζι ἔκανε ὁ Καλλεφουρνᾶς, τὸν ἔσκιαζε, καὶ τὸ᾿ ‘δῶσε δυὸ ὑπουργεῖα. Καὶ δὲν δέχομαι». Δέχτη ὁ Μεταξᾶς τὴν ἀντιστρατηγία· ὁ Μαυροκορδάτος δὲν δέχτη, ὅτι δὲν ἦταν τοῦ ἐπαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ὅτι δὲν δέχτηκα. Καὶ πάλε εἶμαι, καθὼς ἤμουν, χωρὶς τὴν βασιλικὴ εὔνοια.

Τὸ μυστήριον ὁποῦ ῾χαμεν ἀναμεταξύ μας θέλησαν ὕστερα νὰ τὸ κάμουν κοινὸ μὲ τὰ σκέδια ἀλλουνῶν. Πᾶνε καὶ μπαίνουν εἰς τὴν ἐταιρία τοῦ Τζαβέλα καὶ ῾σ ἄλλες τοιοῦτες. Μιλοῦσαν μ᾿ ἀνάξιους ἀνθρώπους – πήγαιναν καὶ τὰ πρόδιναν εἰς τοὺς ξένους καὶ εἰς τὸν πρέσβυ τῆς Τουρκιᾶς. Παίρνει τὸν Τζαβέλα ὁ Βασιλέας τὸν κάνει ὑπουργὸν πίσου, ἀφοῦ τοῦ μαρτύρησε αὐτά. Κάνουν μία ῾πιτροπή ἀπὸ δεκάξι ἄτομα καὶ βάνουν τέσσερους γραμματείαν ῾σ τὰ ἐσωτερκά, τέσσερους ῾σ τὰ οἰκονομικά, ταμίες, κι᾿ ἄλλα τέτοια χωρὶς νὰ ξέρω ἐγὼ τίποτας ἀπὸ αὐτά. Σὰν τὸ ῾μαθα, πῆγα καὶ τοὺς μίλησα καμόσα. Τοὺς εἶπα εἰς τὸ στερνό· «Νὰ διαλύσετε αὐτείνη τὴν ‘πιτροπή, ὅτι τὸ ῾μαθαν» ὅλοι κ᾿ ἐγὼ δὲν εἶμαι σύνφωνος. Ὅταν ἔρθη ὁ καιρός, θὰ μποῦνε ‘πιτροπὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ δώσουν τὰ χρήματά τους, νὰ βλέπουν ποὺ ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι τὴν διάλυσαν. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν ἤξεραν τὸν κατάλογον τῶν ἀνθρώπων ὁποῦ ἦταν εἰς τὴν ἐταιρίαν καὶ τί ποσότη χρήματα ἔγραφε ὁ καθείς. Ὁ εὐλογημένος λαὸς ἔγραψε ὡς διακόσες χιλιάδες δραχμές. Πῆγαν καὶ μπῆκαν εἰς τῆς λάσπες τῶν ἐταιριῶν, ὁποῦ ῾κάνε ὁ Τζαβέλας κι᾿ ἄλλοι, καὶ χτύπησαν ὅλοι οἱ τύποι αὐτά· κ᾿ ἔπαθαν καὶ οἱ ὁμογενεῖς μας ἔξω εἰς τὴν Τουρκιά, χωρὶς νὰ τοὺς κάμωμεν μικρὴ ὠφέλεια. Πάντοτες τοὺς βαίνομεν εἰς κιντύνους καὶ χάνονται ἀδίκως καὶ παραλόγως ἄνθρωποι.

Τὴν ἐπιτροπὴ τὰ δεκαέξι ἄτομα κι᾿ ὅ,τι κάναν τὰ ῾μαθε ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση καὶ οἱ Πρέσβες· καὶ δικαίως κατηγοροῦσαν αὐτοὺς καὶ τοὺς ἐπισώρεψαν ὅλα ὅσα κακὰ ἔκαμαν οἱ ἐταιρίες. Κι᾿ ὡς συνένοχοι αὐτεῖνοι οἱ δυό τους βάζαν εἰς τῆς ῾φημερίδες καὶ τοὺς ἔλεγαν τουρκολάτρες. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ὅλα δὲν πάθαινε ἄλλος, μόνον οἱ ἀθῶοι ἄνθρωποι εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ ἡ δυστυχισμένη πατρίδα. Ὅτι ἔχουν ἕνα σύστημα· τὰ σκέδια τους καὶ τὰ μυστήρια τους βαίνουν τοὺς νέους νὰ τὰ ἐκτελοῦν.3 Ὁ Μαυροκορδᾶτος κι᾿ ὁ Μεταξᾶς ὁποῦ ἦταν προσωρινῶς φίλοι, πάλε μετανοήσανε καὶ εἶναι πολὺ ὀχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθὼς κ᾿ ἐγώ, δὲν μπορέσαμεν νὰ τοὺς φιλιώσουμεν. Φαίνεται ἀπὸ αὐτὸ ὅτι τὰ σαμάρια ὁποῦ ῾χουν φκειασμένα φοβᾶται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ μὴ σαμαρώση τὰ γουμάρια ὁ ἕνας καὶ χάση ὁ ἄλλος· αὐτὸ εἶναι κι᾿ ὄχι ἄλλο. Τὸ κακὸν εἶναι ὅτι πλήγωσε ἡ ράχη ὅλων τῶν γουμαριῶν σαμαρώνοντας αὐτεῖνοι καὶ φορτώνοντας ὅλο λιθάρια...4 Ἐμεῖς ὡς ἀδύνατοι οὔτε καλὸ μποροῦμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, οὔτε κακό. Ἀναμεταξύ σας πάθετε ὅλα αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι πάθαμεν ἐμεῖς καὶ παθαίνομεν εἶναι ἔργα δικά σας καὶ τῶν ὀπαδῶ σας. Ὅμως καὶ σᾶς ὁ Θεὸς δέ σας ἀφίνει. Ξέχωσαν τὸν Κωλέτη ἄλυωτον διὰ νὰ ἰδῇ τῆς πράξες του τῆς καλὲς ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν πατρίδα του, ὅταν κυβερνοῦσε μὲ τόση ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἔφερε ῾σ αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν. Πέθανε αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα του κιντυνεύει ἀπὸ τῆς καλές του πράξες. Εἶχε συνάξη ὅλους τοὺς κακούργους τῆς κοινωνίας ἀπ᾿ οὖλες της τάξες καὶ τοὺς βόηθαγε μὲ τὰ πλούτη τῆς πατρίδος καὶ μὲ τῆς θέσες· καὶ ξεμάκρυνε καὶ κατάτρεξε ὅλους τοὺς τίμιους ἀνθρώπους. Κ᾿ ἔλαβαν αὐτεῖνοι τὴν κυβέρνησιν τοῦ Κράτους· καὶ ἡ ἴδια ἡ συντροφιὰ τοὺς εἶναι κι᾿ ὡς σήμερον, ὅτι ἄφησε ἐκεῖνος διαθήκη εἰς τὸν Βασιλέα νὰ μὴν ἀλλάξη σύστημα· καὶ ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἀκούγοντας ἕναν τέτοιον σημαντικὸν κυβερνήτη –τὸν βάφτισε καὶ μεγαλόγνωσον – δὲν ἔφυγε οὔτε τρίχα ἀπὸ τὰ πατριωτικὰ αἰστήματα τοῦ μεγαλόγνωσου καὶ τῆς συντροφιᾶς του.

Μίαν Λαμπρὴ καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι τοῦ Κωλέτη καὶ τοῦ Τζαβέλα, κι᾿ ἄλλοι ἀπὸ τὸ μπαγιράκι τοῦ Κυργιακοῦ πῆγαν κι᾿ ἀλιμούργιαξαν τὸ σπίτι ἑνοῦ Ὁβραίου ξένου, ὀνομαζόμενου Πατζίφικου, καὶ τὸ καταχάλασαν· καὶ κιντύνεψαν καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ καὶ τρόμαξαν νὰ σωθοῦνε. Ἡ Κυβέρνηση δὲν ἔλαβε καμμίαν πρόνοια. Ἀναφέρθη πολλάκις ὁ Ὁβραῖος καὶ μποροῦσαν τὸ πολὺ μὲ δεκαπέντε ὡς εἴκοσι χιλιάδες δραχμὲς νὰ σβέσουνε αὐτὸ τὸ κακό. Ὅσες φορὲς ἀναφέρθη, τίποτας δὲν ἔκαμαν. Ἦταν καὶ σούντιτος Ἄγγλος. Ἀναφέρθη ὁ πρέσβυς του, κι᾿ αὐτὸς δὲν εἰσακούστη. Ἦταν κι᾿ ἄλλα παράπονα τῆς Ἀγγλίας, κανένας δὲν τοὺς ἔδινε ἀκρόασιν. Ὁ Κωλέτης εἶχε τὸν Φίλιππα καὶ τὸν Γκιζότη βοηθούς· κι᾿ ὁ Πισκατόρης τὸν δυνάμωνε εἰς τῆς ὄρεξές του. Γίνεται ἡ μεταβολὴ ῾στὴ Γαλλία – πέθανε κι᾿ ὁ Κωλέτης πρωτύτερα – τότε ὁ Πάλμεστρον ἑτοιμάζει ἕναν σημαντικὸν στόλο μὲ βατζέλα, μὲ φεργάδες, μὲ μπρίκια καὶ μὲ στρατέματα κι᾿ ὁ Πάρκερ ναύαρχος κ᾿ ἔρχονται εἰς τὸν Περαία κι᾿ Ἀμπελάκι καὶ μᾶς κάνουν στενὸν μπλόκο μὲ τὸν λόγον ὅτι ζημιώσαμεν τὸν Ὁβραῖον καὶ τὸν Φίνλεϋ – Ἄγγλος κάτοικος εἰς τὴν Ἀθήνα, ῾διοχτήτης καὶ σύβουλος ἐπαρχιακός· τοῦ πῆραν ἕναν τόπον πλησίον εἰς τὸ Παλάτι καὶ δὲν τὸν εἶχε ἀποζημιώση τὸ δημόσιον. Καὶ παίρνουν ὅλα τὰ ἐθνικὰ πλοῖα καὶ τὰ ἐμπορικά· κι᾿ ἀφανίζουν τὸ ἐμπόριον γενικῶς καὶ τοὺς δυστυχισμένους τοὺς νησιῶτες. Βάσταξε ὁ μπλόκος μπαίνοντας ὁ Γενάρης τὰ 1850 ὡς τὸν Μάρτιον5. Καὶ μᾶς ἔφκειασαν ὅλους νοικοκυραίους. Καὶ φοβέριζαν σήμερα θὰ κινηθοῦν διὰ τὴν πρωτεύουσα κι᾿ αὔριο θὰ κινηθοῦν. Τὸ κόμμα τὸ Ἀγγλικὸν ἀδύνατο· νέκρωσε ἀπὸ τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων. Κ᾿ ἑνώθη ὅλο τὸ ἔθνος ἀναντίον τους. Διόρισε κ᾿ ἐμένα ἡ Κυβέρνηση ἀρχηγὸν τῶν Ἀθηναίων. Ἐγὼ εἶπα νά ῾χωμεν φρόνησιν καὶ γνώση, ὅτ᾿ εἶναι μία δύναμη μεγάλη κ᾿ ἐμεῖς μικροί· καὶ νὰ μὴ χαθοῦμεν. Κι᾿ ὁ Θεός, ὁποῦ μας γλύτωσε τόσες φορές, μᾶς ἔσωσε καὶ τότε.6

Ὁ Βασιλέας μπαίνοντας ὁ Ἄγουστος τὰ 1850 πῆγε διὰ τὴν ὑγείαν του εἰς τὴν Μπαυαρία. Ἄφησε ὑπουργεῖον τὸν Κριεζῆ πρῶτον ὑπουργὸν καὶ τοῦ Ναυτικοῦ, τὸν Νοταρᾶ Γιωργαντᾶ τοῦ Ἐσωτερκοῦ, Χρηστίδη τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ντεληγιάννη τοῦ Ἐξωτερκοῦ, Μήλιο τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ ὁ Πάικος τῆς Δικαιοσύνης καὶ ὁ Κορφιωτάκης τῆς Παιδείας καὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ – ὕστερα τὸν σκότωσαν ἀντίπαλοί του Σπαρτιάτες.7 Ὁ Γαρδικιώτης αὐλάρχης, σταυλάρχης, ῾πασπιστής, ἀρχηγὸς κι᾿ ἄλλα. Ἡ Βασίλισσά μας τὴν ἄφησε ὁ Βασιλέας εἰς τὸ ποδάρι του νὰ κυβερνάγη ὦσο νὰ γυρίση ἡ Μεγαλειότητά του.

Ἄρχισαν οἱ δημοτικὲς ἐκλογές. Ἡ Κυβέρνηση ἔφκειασε ἕναν κατάλογον κ᾿ ἔβαλε δημοτικοὺς συβούλους, παρέδρους καὶ δήμαρχον ἐκείνους ὁποῦ ῾θελε – τῆς μπιστοσύνης της. Κ᾿ ἔγινε ὅλο τὸ σῶμα ἀπὸ αὐτοὺς ὁποῦ διορίσαν. Ἔφκειασαν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ τοὺς βουλευτᾶς ἀπὸ ῾δω, τὴν πρωτεύουσα, κι᾿ ἀπ᾿ οὖλο τὸ Κράτος – ὅποιους ἤθελε ἡ Κυβέρνηση ἐκεῖνοι βήκαν. Ἔστειλε ἡ Κυβέρνηση τὸν Μεταξᾶ πρέσβυ εἰς τὴν Κωσταντινόπολη καὶ τὸν Μαυροκορδάτο εἰς τὴν Γαλλία. Πρὶν τοὺς διορίσουνε ἦταν σὲ μεγάλη διχόνοιαν ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος ἐξ αἰτίας τῶν Ἀγγλικῶν πραμάτων καὶ τὰ κόμματά τους σὲ σύνχυσιν· τὸ ἕνα μέρος βάργε τ᾿ ἄλλο εἰς τοὺς τύπους καὶ εἰς τῆς συναστροφές.

Ἔβλεπε κάθε τίμιος ἄνθρωπος τὴν ἄχλια κατάστασιν τῆς πατρίδας του, ἔβλεπα κ᾿ ἐγὼ ὁ μικρότερος ὅλα μας τὰ πράματα παραλυμένα ἀπὸ τὴν Κυβέρνησιν κι᾿ ἀπ᾿ οὖλες της ἀρχές· ὄξω εἰς τὸ Κράτος κλεψὲς κι᾿ ἄλλες ἀκαταστασίες. Εἶπα πὼς ἂν πήξουν αὐτὰ τὰ δυὸ κόμματα ῾σ ἕνα, ἴσως καὶ γένη κάνα καλό. Ἐκείνους τοὺς δυό, Μαυροκορδάτο καὶ Μεταξά, τοὺς εἶχε ἡ Κυβέρνηση κι᾿ ὁ Βασιλέας καὶ οἱ αὐλικοὶ σὲ μεγάλη ὀργὴ καὶ καταξοχὴ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ τοὺς συντρόφους του. Τότε πάσκισα μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ τοὺς ἕνωσα νὰ μπορέσουν νὰ κάμουν κανένα καλὸ ῾σ αὐτείνη τὴν πολύπαθη πατρίδα, ὁποῦ βλέπουν ποὺ κατάντησε καὶ θὰ χαθῆ. Κ᾿ ἑνώθηκαν μυστικά.

Ἀφοῦ ἦταν νὰ γένουν οἱ νέες ἐκλογὲς τῶν βουλευτῶν ἐνέργησα νὰ μποῦνε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα οἱ δυό, Μεταξᾶς κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος, κι᾿ ὁ Βλάχος μὲ τὸν Καλλεφουρνά, νὰ πάψωμεν κάθε κίντυνο τῆς πολιτείας. Ἤθελε κι᾿ ὁ Σκοῦφος κι᾿ ἄλλοι νὰ μποῦνε βουλευταί. Τὸ ῾μαθε τὸ Παλάτι καὶ ἡ Κυβέρνηση, μὲ παραξήησαν, ὅτι ἐγὼ ἐργάζομαι δι᾿ ἐκείνους καὶ εἶναι πολιτικοὶ σκοποί· κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Καὶ μπῆκα σὲ μία μεγάλη ὀργὴ ἀπὸ αὐτοὺς ὅλους. Παρουσιάστηκα, τοὺς μίλησα· «Αὐτείνη εἶναι ἡ γνώμη μου, τοὺς εἶπα, καὶ ῾σ αὐτείνη στέκω διὰ νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα εἰς τὴν πολιτεία». Τότε διορίζουν τὸν Μαυροκορδάτο νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ Μισολόγγι· καὶ τὸν Μεταξᾶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ῾δω, ν᾿ ἀνεμείνη καὶ τόπος νὰ μπῆ κι᾿ ὁ Σκοῦφος, ὅτ᾿ εἶναι ἀναγκαῖος καὶ εἰς τὸ Παλάτι καὶ εἰς τὴν Κυβέρνησιν. Ὅτι οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι χρειάζονται πολὺ τὴν σήμερον.

Μίαν ἡμέρα δυὸ ὧρες δὲν ἦταν ὁποῦ μιλήσαμεν μὲ τὸν Μεταξᾶ ὁ Μιχαὴλ Σκινᾶς κ᾿ ἐγώ, καὶ μᾶς ἔλεγε αὐτείνη τὴν ἄχλιαν κατάστασιν ὁποῦ εἴμαστε καὶ θὰ χαθούμεν· καὶ μὲ κάθε τρόπον νὰ ἑνωθοῦμεν μὲ πατριωτισμόν· καὶ νὰ δείξουν κι᾿ αὐτεῖνοι φρόνηση εἰς τὴν Βουλὴ κ᾿ ἐμεῖς – πηγαίνοντας εἰς τὸ σπίτι μου ἔρχονται καὶ μοῦ λένε, ὁ Μεταξᾶς δέχτη νὰ πάγη πρέσβυς εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Πῆγα εἰς τὸ κονάκι του, τὸ βρίσκω γιομάτο ἀπὸ ἀβδέλλες τῆς πατρίδας ὁποῦ τὸν χαίρονταν. Ἀφοῦ φύγαν οἱ ἄνθρωποι, μ᾿ εἶδε ὁποῦ ἤμουν πικραμένός· μου λέγει· «Δέχτηκα διὰ νὰ σώσω τοὺς φίλους μας». Τοῦ εἶπα κ᾿ ἐγὼ· «Καλὰ ἔκαμες» – τί μποροῦσα νὰ τοῦ εἰπῶ; Ὕστερα διόρισαν καὶ τὸν Μαυροκορδάτο καὶ δέχτη. Αὐτὸς εἶχε δίκιον, ὅτι δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ ζήσῃ. Ὅμως ὁ Μεταξᾶς παίρνει μιστὸν αὐτὸς καὶ τὰ δυό του παιδιὰ περίτου ἀπὸ χίλιες δραχμὲς καὶ δὲν ξοδιάζει τῆς μισές. Πάγει αὐτός, παίρνει καὶ τὸ παιδὶ τοῦ πρώτον γραμματέα – κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ θὰ σώση τὴν πατρίδα. Καὶ εἰς τῆς Βουλὲς κι᾿ ὄξω ἄφησαν τὰ κόμματά τους χωρὶς κεφάλι· καὶ τὰ μαντριὰ τοὺς τ᾿ ἄφησαν οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες γιομάτα λύκους νηστικοὺς καὶ τρῶνε τὰ δυστυχισμένα τὰ πρόβατα. Οἱ δυὸ μεγάλοι ἄντρες, οἱ βουλευταὶ τοῦ Μισολογγιοῦ καὶ τῆς Ἀθήνας, πᾶνε πρέσβες κι᾿ ἀπὸ ῾κει θὰ βουλεύωνται τὰ δίκια αὐτεινῶν τῶν ἐπαρχιῶν. Ὡς αὐτοῦ εἶχαν τὴν φιλοτιμίαν τους καὶ τὰ πατριωτικὰ τοὺς αἰστήματα. Ἀπὸ ῾κει θὰ προσέξουν καὶ διὰ τοὺς φίλους τους, ἐκεῖνα τὰ γομάρια ὁποῦ τοὺς ἐπιστήριξαν καὶ τοὺς φκειάσαν Ἐκλαμπρότατους καὶ πρέσβες τώρα μὲ χοντροὺς μιστούς. Ὅμως αὐτοὺς τίποτας ἀπὸ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔγνοιασε. Πῆραν τῆς οἰκογένειές τους καὶ πᾶνε.

Παρουσιάστη νομοσκέδιον εἰς τὴν Βουλὴ ὑπὲρ τῆς γυναικὸς τοῦ Κορφιωτάκη καὶ δέχτη ἡ Βουλὴ νὰ παίρνη τρακόσες δραχμὲς τὸν μήνα. Ποιοὺς ἀγῶνες εἶχε ὁ Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε τὴν πατρίδα; Ὅταν μπῆκε ῾στὴν ῾πηρεσία τοῦ Κράτους πῆρε τόσα ὑποστατικὰ καὶ χρήματα. Ἔχει μόνον ἑφτὰ χιλιάδες ρίζες ἐλιὲς καὶ τόσα χρήματα εἰς τὸν τόκον. Αὐτὰ τὰ εἶπαν παντοῦ κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός του κι᾿ ἄλλοι συγγενεῖς του καὶ οἱ συνπολίτες του, ὁποῦ ἡ κατάστασή του διαβαίνει τῆς διακόσες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Τοῦ Νικήτα τοῦ Τουρκοφάγου ἡ φαμελιὰ δὲν παίρνει ἕνα λεπτό, τοῦ Δυσσέα σαράντα ὀχτὼ δραχμές· ἄλλων πολλῶν ἀγωνιστῶν οἱ γυναῖκες δὲν παίρνουν τίποτας – ἄλλες διακονεύουν κι᾿ ἄλλες στανικῶς δίνουν τὴν τιμή τους.8

Τὸν Γενάριον μήνα ἀπάνου κάτου ἤφερε νομοσκέδιον ὁ Χρηστίδης, ὑπουργὸς τῆς Οἰκονομίας, διὰ τὴν σύνταξη τῆς Κορφιωτάκαινας, ὁποῦ ἡ Βουλὴ παραδέχτη νὰ λαβαίνη τρακόσες δραχμὲς κατὰ μήνα. Εἰς τὴν Γερουσίαν τὸ γκρέμισαν οἱ ἀξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτες μ᾿ αὐτὸν τὸν πατριωτισμὸν ἐστάθηκαν καὶ στέκονται ὡς σήμερον. Ὅλα τὰ ταξίματα τῶν ὑπουργῶν κι᾿ ἄλλα παρόμοια τὰ καταφρόνεσαν καὶ τὰ καταφρονοῦν. Κι᾿ ὁ Γεώργιος Ψύλλας εἶναι πάντοτες τὸ ἀγαθὸ τέκνο τῆς πατρίδας, ὁποῦ μιλεῖ φρονίμως καὶ πατριωτικῶς εἰς τὸ δίκιον καὶ λέγει τὴν γνώμη τοῦ ἐλεύτερα.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Κι᾿ ὁ Γιαννάκος Κυργιακὸς – τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ – ῾πασπιστής τοῦ ὑπουργοῦ.

2. Καθὼς καὶ θὰ τὸ παθαίναμεν ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους, ὁποῦ θέλαν νὰ κινηθοῦνε νὰ πᾶνε νὰ πάρουν τὴν Κωσταντινόπολη.

3. Αὐτὸ τὸ σύστημα εἶχε κι᾿ ὁ μακαρίτης ὁ Λόντος. Τὸν καιρὸν τῆς κυβερνήσεώς του κι᾿ αὐτεινοῦ τοῦ φάνηκαν οἱ ἀρετές του. Ὁ μακαρίτης αὐτὸς ἔπεσε σὲ μεγάλον χρέος, ὅτι δὲν ἔβαινε ποτὲς πήχη εἰς τὰ πράματά του. Ἕνας ἄνθρωπος, μόνος του, ἔπαιρνε τὸν μιστὸν τοῦ ὑποστρατήγου, ὁποῦ νὰ ζήσῃ καλά· ὅτι φαμελιὰ δὲν εἶχε. Ἐκεῖνο ὁποῦ φάνη, ἐμπῆκε σὲ μιὰ μεγάλη ποσότη χρέος. Ἀπὸ αὐτὸ ἦταν ἀπὸ ἄλλο – μίαν αὐγὴ εὑρέθη σκοτωμένος, ὅλο του τὸ κεφάλι σκόρπιον καὶ ἡ πιστιόλα του ἄδεια. Αὐτὸ μόνον ὁ Θεὸς τὸ ξέρει – μόνος του σκοτώθη, ἄλλος τὸν σκότωσε. Ζοῦσε κι᾿ ὁ Κωλέτης τότε. Δὲν ἄφηναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παπάδες καὶ μὲ παράταξιν. Αὐτὸ τὸ φιλονίκησαν καμόσες ἡμέρες, κι᾿ ἀφοῦ δὲν ἄφιναν νὰ τὸν θάψουν μὲ παράταξιν τὸν μπαλσάμωσαν καὶ τὸν πῆραν οἱ συγγενεῖς του καὶ τὸν πῆγαν εἰς τὴν Βοστίτζα, τὴν πατρίδα του. Κι᾿ ὡς τὴν σήμερον εἶναι ἄθαφτος εἰς τὴν κάσσα.

4. Ἐνταῦθα φαίνονται ἀπεσπασμένα φύλλα τινὰ τοῦ χειρογράφου.

5. «Σὲ ὀλίγον καιρὸν ἦρθε ὁ Πάκερ μὲ ὅλο τὸ στόλο του, ὁ ναύαρχος τῆς Ἀγγλίας, καὶ μᾶς μπλοκάρισε καμπόσον καιρόν. Τότε μὲ διόρισαν ἀρχηγὸ κ᾿ ἑνώθηκα μὲ ὅλους τοὺς Ἀθηναίους· καὶ πῆγα καὶ μίλησα τοῦ ἀξιοσέβαστου Γκενερὰλ Τζούρτζη καὶ τὸν περικάλεσα μὲ δάκρυα νὰ πάη νὰ μιλήσῃ τοῦ Πάκερ. Τότε ὁ Γκενεράλης πῆγε καὶ μίλησε. Ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Κυβέρνηση μοῦ ἔστειλαν τὸν Γαρδικιώτη καὶ μοῦ εἴπανε νὰ βαρέσω ντουφέκι. Τοὺς εἶπα, ντουφέκι δὲν βαρῶ, ὅτι ὅσα κανόνια ἔχει ὁ Πάκερ, δὲν ἔχομε ντουφέκια ἐμεῖς. Καὶ τότε ἤτανε ἐταιρία νὰ τὸν σκοτώσουνε».

6. Τότε ἔβγαλαν καὶ τὸ σῶμα τοῦ Κωλέτη ἄλυωτο ἀπὸ τὸν τάφο του. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ὁ γκενερὰλ Κωλέτης καὶ φώναζε νύχτα καὶ ἡμέρα καὶ βούιξε καὶ γκάριξε καὶ βγῆκε ἡ ψυχή του, κοντὰ σὲ τρία χρόνια θέλησαν οἱ συγγενεῖς του νὰ τὸν ξεχώσουνε· κι᾿ ὁ φίλος του ὁ στενὸς πρέσβυς Πισκατόρης, ὁποῦ ἐργάζονταν μαζὶ ἐδῶ καὶ ξόδιαζαν καὶ κατηχοῦσαν τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς νὰ τοὺς κάνουν δυτικούς, στέλνει νὰ φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του τοῦ Κωλέτη. Καὶ τὸν βγαίνουν καθὼς τὸν θάψαν· μόνον τὰ μάτια του ἦταν βουλιασμένα καὶ ἡ μύτη του ὀλίγον πειραμένη – τὰ μάτια του ὅτι ἔβλεπαν τῆς πράξες ὁποῦ ῾κάνε διὰ τὴν πατρίδα του καὶ θρησκεία του καὶ τόσους ἄδικους φόνους τῶν ἀγωνιστῶν, τοῦ Νούτζου, τοῦ Παλάσκα, τοῦ Δυσσέα κι᾿ ἀλλουνῶν, κι᾿ ἀχώρια πόσους νέους τάφους ἄνοιξε εἰς τῆς ἐκλογές, πόσοι σκοτωμοὶ ἔγιναν καὶ γίνονται, πόσες μείναν χῆρες κι᾿ ὀρφανά, τί ἔπαθε ἡ πατρίδα γενικῶς, πόσοι ἀγωνισταὶ πῆγαν εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ὅλες οἱ φυλακὲς γιομάτες ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τὴν σήμερον διὰ ν᾿ ἀναστηθῆ ἡ παρανομία κι᾿ ἀδικία, νὰ μὴ μείνη φωνὴ εἰς τὸν λαόν, οὔτε ψῆφος, ἀλλὰ ἡ δύναμη ἡ στρατιωτικὴ καὶ οἱ ὑπάλληλοι νὰ γιομίζουν τῆς κάλπες καὶ νὰ βγάζουν ὅσους ἤθελαν· καὶ μᾶς ἔκαμεν ὅπως εἴμαστε διὰ νὰ φανῇ πιστὸς καὶ τίμιος εἰς τοὺς ξένους του φίλους. Τότε ἡ βρῶμα τοῦ πεθαμένου δὲν ἄφινε νὰ ζυγώσουν οἱ ἄνθρωποι πλησίον του· κ᾿ ἔτρωγε ἀναθέματα πλῆθος ἀπὸ τοὺς μαστόρους ὦσο νὰ τοῦ χτίσουν τὸν μαρμαρένιο του τὸν τάφο.

7. Κάνουν ἀνάκρισες ὡς τὴν σήμερον. Λένε ὅτι τὸν σκότωσαν ἀπὸ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. Ἀκόμα οἱ ἀνάκρισες δὲν τελείωσαν.

8. Τέτοιοι Τοῦρκοι νά ῾τρωγαν αὐγά, δὲν ἔβγαινε ἡ κόττα πουλιὰ – τέτοιοι πολιτικοὶ ὁποῦ εἴσαστε, φέρατε τὴν πατρίδα σ᾿ αὐτείνη τὴν κατάσταση.