Παραίτησις τῆς Κυβερνήσεως Μεταξᾶ. - Σχηματισμὸς ὑπουργείου ὑπὸ τὸν Ἀ. Μαυροκορδᾶτον. - Αἱ πρῶται μετὰ τὴν Συνέλευσιν βουλευτικοὶ ἐκλογαί. - Κυβερνητικαὶ ἐπεμβάσεις. - Δυσάρεστος κατάατασις τοῦ Κράτους. - Καταδρομὴ τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὸ τοῦ Δημ. Καλλέργη. - Δημοσιογραφικὴ ἐπίθεσις κατ᾿ αὐτοῦ. - Ὀχλαγωγίαι κατὰ τὰς ἐκλογάς. - Τὰ κατὰ Στέφανον Βαλλιάνον. - Διασάλευσις τῆς τάξεως ἐν τῷ Κράτει. - Στάσις τοῦ Θεοδώρου Γρίβα ἐν Αἰτωλίᾳ. - Τὰ ἐν Δωρίδι. - Ἀπογοήτευσις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἀποχὴ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ βουλευτικοῦ ἀγῶνος. - Μυστικὴ συνεννόησις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Κωλέτη. - Ἐνίσχυσις τοῦ κόμματος τούτου. - Παρουσίασις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸ τοῦ Βασιλέως. - Καταγγελία κατὰ τῆς Κυβερνήσεως. - Ὀργὴ ταύτης κατὰ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐρεθισμὸς τῶν πνευμάτων. - Ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὲρ τῆς ἡσυχίας. - Συμπλοκὴ μεταξὺ λαοῦ καὶ στρατοῦ. - Κίνδυνος τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁ Βασιλεὺς μεταξὺ τοῦ λαοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης ἀντιπρόσωπος τοῦ λαοῦ παρὰ τῷ Βασιλεῖ. - Πέρας τῶν ἐκλογῶν. - Πτῶσις τοῦ Ὑπουργείου Μαυροκορδάτου. - Ἀνάρρησις τοῦ Ἰω. Κωλέτη ἐπὶ τὴν ἀρχήν.
Τοὺς συντρόφους μας καὶ παληκάρια τοὺς Σεπτεβριανοὺς διὰ συντρομῆς...1 τοὺς πῆραν ὅλους ὁ Μαυροκορδᾶτος καὶ ἡ γενεά, ὁ Λάγυνς, Πισκατόρης, Πρόκενς καὶ οἱ ἄλλοι. Μιλοῦν μὲ τὸν Βασιλέα νὰ κάμη πρωτοϋπουργὸν τὸν Μαυροκορδάτο καὶ νὰ περιλάβη καὶ τὸν Κωλέτη. Ὁ Κωλέτης δὲν δέχτη – ἔχει αὐτὸς πατριωτισμὸν δι᾿ ἄλλη περίσταση· νὰ μπῆ κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος μὲ τὴν συντροφιά του, νὰ τζακιστῆ καθὼς τζακίστη ὁ Μεταξάς· τότε αὐτὸς ἀπόξω μὲ τὴν συντροφιὰ τοῦ ἀρχινοῦν φατρίες ἀναντίον αὐτεινών· τζακίζονται κι᾿ αὐτεῖνοι καὶ μπαίνει ὁ Κωλέτης κι᾿ ἀποδιορθώνει τὴν πατρίδα. Μπῆκε ὁ Μαυροκορδάτος πρωτοϋπουργός, τῆς Οἰκονομίας καὶ Ναυτικοῦ, ὁ Α. Λόντος τοῦ Ἐσωτερκοῦ, ὁ Ρόδιος τοῦ Στρατιωτικοῦ, ὁ Τρικούπης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, ὁ Λοντίδης τῆς Δικαιοσύνης. Ἀφοῦ ἐμπῆκε ἡ νέα κυβέρνηση ἀπὸ μίαν φατρία, ἄρχισαν οἱ ἄλλοι διὰ τὸ καλό της πατρίδος καὶ ῾ρέθιζαν τοὺς κατοίκους ἀναντίον της. Ἦταν καὶ καλοὶ πατριῶτες οἱ ἴδιοι αὐτεῖνοι ὁποῦ μπῆκαν, εἶχαν καὶ τοὺς ἄλλους ἀναντίους. Κι᾿ ἀφανίστη τὸ Κράτος χερότερα ἀπὸ ἄλλες φορές.2
Μπαίνοντας εἰς τὰ πράματα ὁ Μαυροκορδάτος καὶ οἱ συντρόφοι τοῦ διάταξαν νὰ γένουν οἱ πρῶτες ἐκλογὲς τῶν βουλευτῶν τῆς πατρίδος διὰ νὰ στερεωθοῦν νόμοι πατρικοὶ καὶ νὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ δυστυχισμένη καὶ ματοκυλισμένη πατρίδα μὲ τὸν Βασιλέα της, νὰ σωθοῦν τὰ δεινά της. Νὰ ῾ρθουν ἀντιπρόσωποι τοῦ Ἔθνους, τῆς μπιστοσύνης του καὶ τῆς ἐκλογῆς του, αὐτὸ ἡ Ἐκλαμπρότης του καὶ ἡ συντροφιά του δὲν τὸ θέλουν οὔτε αὐτεῖνοι, οὔτε ὁ Λάγυνς, οὔτε ὁ Πισκατόρης, οὔτε ὁ Πρόκενς, ἀλλὰ θέλουν κοπέλια τῆς συντροφιᾶς τοὺς διὰ νὰ προκόψουν τὴν πατρίδα. Κάνει ἡ Κυβέρνηση ἐπέβασες παντοῦ εἰς τὸ Κράτος καὶ χύθηκαν αἵματα κι᾿ ἀφανίστη ὁ κόσμος – κ᾿ ἔδωσε καὶ νέον παράδειγμα νέων ἐκλογῶν διὰ ν᾿ ἀκολουθοῦν καὶ οἱ ἄλλες μ᾿ αὐτὸν τὸν πατριωτισμὸν κι᾿ ἀρετή, διὰ νὰ λέπη ἡ πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἄνθρωποι τὸν ὄλεθρό τους. Καὶ κατακομμάτιασαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς διάγειραν· καὶ σκοτώνεται ἀδελφὸς μὲ τὸν ἀδελφὸν καὶ κυτάγεται ἕνας Ἕλληνας μὲ τὸν ἄλλον ὅπως κύταγαν τοὺς Τούρκους ὅταν τοὺς πολεμοῦσαν. Καὶ παντοῦ θέλει νὰ μπαίνη ἡ Ἐκλαμπρότης του ὁ κύριος Μαυροκορδάτος, ν᾿ ἀκούγεται εἰς τὴν Εὐρώπη ὅτ᾿ εἶναι μέγας καὶ πολύς· κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅταν πίνουν νερὸ νὰ ὀμώνουν εἰς τ᾿ ὄνομά του διὰ τὸ καλὸ ὁποῦ ἔκαμεν εἰς τὴν πατρίδα τοὺς αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του ἀρχὴ καὶ τέλος – ὁποῦ τὴν γύμνωσαν ἀπὸ ἠθική, ἀπὸ θρησκεία, ἀπὸ πατριωτισμόν. Κατατρέχουν ὅσους τά ῾χουν ὅλα αὐτὰ κι᾿ ἀδελφώνονται μὲ τὴν κακία, μὲ τὸν δόλο καὶ μὲ τὴν ἀπάτη.3
Ὁ κύριος Μαυροκορδάτος ἂν μπόργε νὰ κατορθώση νὰ τὸν ἔκλεγε ὅλο τὸ Κράτος βουλευτή, ἦταν ἡ μεγαλύτερή του εὐκαρίστηση νὰ μάθουν ὁ ἔξω κόσμος τί μεγάλον ἄντρα ἀπόχτησε ἡ Ἑλλάς, πόση ἀρετὴ θυσιάζει – καὶ πρώτον ὑπουργὸ τὸν βάνουν καὶ γενικὸν βουλευτὴ (κι᾿ ἀπαρατιώντας αὐτὸς διορίζει νὰ βάνουν οἱ κάτοικοι τοὺς φίλους της μπιστοσύνης τοῦ διὰ νά ῾χη τὰ κλειδιὰ εἰς τὸ χέρι καὶ τῶν μέσα σπιτιῶν καὶ τῶν ἔξω μεγάλων σπιτιῶν. Ὅτι αὐτὸ τὸ παράδειμα τὸ ῾δωσε κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας εἰς τὴν Συνέλεψη τοῦ Ἄργους· ἐνήργησε μὲ τοὺς διοικητᾶς του καὶ μὲ τοὺς ὁμόφρονάς του κι᾿ ἔγινε ἀπὸ τὸ περισσότερον μέρος τοῦ Κράτους πληρεξούσιος. Κι᾿ ὁ κύριος Μαυροκορδάτος δὲν θέλει ν᾿ ἀφήσῃ αὐτὸ τὸ δικαίωμα – δὲν θέλει νὰ ξεφορτώση τὸ σαμάρι ἀπὸ τὰ γαϊδούρια, ὁποῦ ῾ρθε νὰ τὰ λευτερώση αὐτὸς καὶ οἱ ὅμοιοί του). Τέλος πάντων διατάττει νὰ γένουν οἱ ἐκλογὲς παντοῦ – κι᾿ ὅσα θυσιαστοῦν κι᾿ ὅσοι ἄνθρωποι σκοτωθοῦν σὲ ὅλο τὸ Κράτος, δὲν πειράζει· αὐτὸ ὁποῦ εἶπε αὐτὸς καὶ οἱ συντρόφοι του, αὐτὸ νὰ γένῃ! Γράφει κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Λοντίδης Πατρινὸς εἰς τὴν Πάτρα τῶν ὁμοφρόνων του, τῶν φίλωνέ του, καὶ τοῦ λέγει· «Σκοτῶστε, χαψῶστε, ὅ,τι βίγια μπορῆτε νὰ κάμετε κάμετε, ὅμως ἐμένα νὰ μὲ βγάλετε βουλευτή σας χωρὶς ἄλλο». Ποιοὺς νὰ σκοτώσουν; Τοὺς συνπολίτες οἱ συνπολίτες! Πιάστη τὸ γράμμα αὐτό, τὸ ἤφεραν ἐδὼ· τὰ ῾μαθε κι᾿ ὁ Βασιλέας ὅλα αὐτά. Καὶ καθεμερινῶς ἔρχονται οἱ κάτοικοι καὶ σκούζουν καὶ φωνάζουν δι᾿ αὐτείνη τὴν ἄνομην ἐπέβασιν σὲ ὅλο τὸ Κράτος, ὁποῦ ἀνοίχτηκαν κι᾿ ἀνοίγονται ὁλοένα νέοι τάφοι τῶν ἀθώων Ἑλλήνων. Καὶ διὰ νὰ προκόψουν τὴν πατρίδα καὶ νὰ σκοτώνονται οἱ ἄνθρωποι σὰν τὰ σκυλιὰ σὲ ὅλο τὸ Κράτος καὶ νὰ τοὺς κομματιάσουνε καὶ νὰ τοὺς βάλουν σὲ μεγάλη διχόνοιαν κι᾿ ἀντιζηλία, ἔκαμαν πλῆθος ἀξιωματικοὺς καὶ μέρασαν χιλιάδες ἀριστεῖα – καὶ τότε ἔπεσε ἡ μεγαλύτερη διχόνοια ἀναμεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὅτι οἱ καλύτεροι, ὁποῦ ῾χουν καὶ δικαιώματα, ἀδικιώνται· ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν ἔχουν δικαιώματα λαβαίνουν. Καὶ γεννήθη ἡ διχόνοια· καὶ ξέκλησαν τοὺς κατοίκους σὲ ὅλο τὸ Κράτος κι᾿ ἀφάνισαν καὶ τῆς ῾διοχτησίες, κόβοντας τὰ δέντρα ἕνας του ἄλλου καὶ τ᾿ ἀμπέλια τους καὶ σκοτώνοντας τὰ μεγάλα τους ζῶα καὶ ρημάζοντας τὰ γιδοπρόβατα. Ἐμεῖς θέλομεν νὰ μᾶς λένε μεγάλους πολιτικούς, μεγάλους στρατιωτικοὺς – κι᾿ ἂς κατακομματιάζωμεν τοὺς συνπολίτες μας κι᾿ ἂς τοὺς δίνωμεν ἀσκιὰ γιομάτα ἀγέρα κι᾿ ἂς τοὺς κάνωμεν καὶ σκοτώνωνται. Ἐμεῖς λέμε· «Ἔχομεν ἐπιρροή, ἔχομεν προκοπή, μᾶς ἀγαποῦνε οἱ ἄνθρωποι».
Ὁ Βασιλέας κάνει σίγρι ὁποῦ γένονται αὐτὰ τὰ κακὰ εἰς τὸ κράτος του. Φαίνεται καὶ ἡ Μεγαλειότης του ἀδικήθη ἀπὸ ῾μας καὶ δὲν ἀποφασίζει νὰ προφυλάξη αὐτὸ ὁποῦ τὸν μπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ νὰ κυβερνήσῃ μὲ τὸν φόβον ἐκεινοῦ, ὁποῦ διορίζει βασιλεῖς ν᾿ ἀναστήνουν τὰ κράτη τους καὶ νὰ προικίζουν τοὺς ὑπηκόγους τους ἠθικὴ κι᾿ ἀρετὴ καὶ νά ῾χουν τὴν σέβαση εἰς τὴν πατρίδα τους καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τοὺς – τότε καὶ οἱ βασιλεῖς κι᾿ ὁ λαὸς ἔχουν τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ καὶ γένεται κοινωνία ἀνθρώπινη. Τί τοῦ ἔκαμεν τῆς Μεγαλειότης του αὐτὸ τὸ ἔθνος; Τί κακὸ εἶδε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ δυστυχισμένο; ῾Σοδήματα μόλις πιάνει δέκα ἕντεκα ῾κατομμύρια, ὅτι τ᾿ ἄλλα τὰ κλέβουν ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς μπιστεύεται καὶ βάνει καὶ τὸ κυβερνοῦν. Παίρνει ἡ Μεγαλειότης τοῦ ἕνα ῾κατομμύριον, κι᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα τά ῾χει εἰς τὸ χέρι του κι᾿ ὅπου θέλη κι᾿ ὅποιον θέλη τοῦ δίνει καὶ τὸν ἀναστήνει, ἢ ἔχει δικαίωμα ἢ ὄχι. Τοῦ εἶπε κανένας τίποτας; Μίλησε κανένας τῶν συμπολίτων τοῦ τῶν Μπαυαρέζων, ὁποῦ μᾶς γύμνωσαν, κι᾿ ὅταν φεύγαν μ᾿ ὅλη τὴν εὐγένειαν τοὺς μπαρκαρίσαμεν χωρὶς νὰ θυμηθοῦμεν τί μᾶς ἔκαμαν τόσο καιρὸν ὁποῦ μας κυβερνοῦσαν ὡς εἵλωτες – τὸ ἴδιον κι᾿ ὅσους μπιστεύεται ἡ Μεγαλειότης του εἰς τὴν κυβέρνησή του καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τῆς πατρίδος. Πικράθη διὰ τὸ ἄρθρο τῆς θρησκείας; Τῆς Μεγαλειότης του δὲν τῆς ἔβαλε θέλησιν τὸ Ἔθνος, τοῦ εἶπε νὰ μείνη εἰς τὴν θρησκείαν τοῦ – ὁ διάδοχός του νὰ βαφτιστῆ, νὰ οἰκειωθῆ μ᾿ αὐτὸ τὸ ἔθνος, ὁποῦ ἔχυσε ποταμοὺς αἵματα ὅσο νὰ βγῆ ἀπὸ τοῦ λιονταργιοῦ τὸ στόμα. Διατὶ νὰ χύσωμεν τὸ λοιπὸν τόσο αἷμα; Διατὶ νὰ γιομώση ἡ Τουρκιὰ σκλάβους; Διατὶ νὰ τουρκέψουν τόσοι Χριστιανοί; Κάλλιο νὰ καθόμαστε μ᾿ ἐκεῖνον τὸν βασιλέα ὁποῦ ῾χαμεν – καὶ εἴχαμεν καὶ τὴν τιμή μας καὶ βαστούσαμεν καὶ τὴν θρησκείαν μας, κι᾿ ὄχι τοιούτως ὁποῦ καταντήσαμεν. Ἔφκειασε καὶ παλάτι ἡ Μεγαλειότης του, καὶ ναὸν τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ἐπιθυμίαν οὔτε νὰ φκειάση, οὔτε νὰ ἰδῆ μὲ τὰ μάτια του, ἀλλὰ πηγαίνει τῆς ἐπίσημες ἡμέρες μὲ τοὺς Πρέσβες κι᾿ ἄλλους ξένους σὲ ἕνα καλύβι. Εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ μὴν εἶναι ἐκκλησία ἀναλόγως μὲ τὴν τιμὴν τῶν ὑπηκόγων του, λούσσα καὶ πολυτέλειες –περάσαμεν τὴν Εὐρώπη. Ὅταν ἦταν ἡ Εὐρώπη εἰς τὴν δική μας κατάστασιν, εἶχε αὐτὴ τέτοιες πολυτέλειες, εἶχε θέατρα; Ἐμᾶς μᾶς ἔκαμαν οἱ κυβέρνησές του καὶ μᾶς κάνουν ὁλοένα θέατρο καὶ ἦταν περιττὸ τὸ ἄλλο. Σὰν τὸ θέλετε κι᾿ αὐτό, καλὸ εἶναι.4
Ὁ Θεός, ὁποῦ μας ἔδωσε αὐτὸ τὸ μικρὸ βασίλειον, μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ καὶ τρανό. Καὶ τότε αὐτὸς ὁ ἴδιος θὰ βασιλέψη. Ἐγὼ τόση τύχη ἔχω – σολντάτος εἶμαι. Ἂν δὲν μὲ πέθανε τὸ ντουφέκι τοῦ Τούρκου, θὰ μὲ πεθάνη τὸ σκαλιστήρι. Ὅμως ἐγὼ δὲν ξέρω κολακεῖες καὶ πάντοτες τοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια. Ὅ,τι γράφω ἐδῶ τοῦ τὸ εἶπα καὶ στοματικῶς πολλάκις, ὅτι ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα, ὁποῦ βασιλεύει αὐτός, ὅσο νὰ γένῃ ἕτοιμον τὸ βασίλειον ἔλυωσαν λιοντάρια – ἐγὼ ῾μπρος ῾σ ἐκείνους εἲμ᾿ ἕνας ψύλλος. Ὅμως ἔκαμα κ᾿ ἐγὼ ὅ,τι μποροῦσα. Εἶχα δυὸ ποδάρια, τζακίστη τὸ ἕνα, εἶχα δυὸ χέρια, ἔχω ἕνα· τὴν κοιλιά μου τρύπια, τὸ κεφάλι μὲ δυὸ τρύπες. Τὸ λοιπόν, ἂν θέλωμεν τὸ λίγον νὰ γένῃ μεγάλον, πρέπει νὰ λατρεύωμεν Θεόν, ν᾿ ἀγαπᾶμε πατρίδα· νά ῾χωμεν ἀρετή· τὰ παιδιά μας νὰ τὰ μαθαίνωμεν γράμματα κ᾿ ἠθική. Αὐτό μου κόβει τὸ κεφάλι μου καὶ λέω. Κι᾿ ὁ Βασιλέας νά ῾χη κυβέρνησες πατριωτικές· κι᾿ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ἀλλάργα ἀπὸ τοὺς γλυκόγλωσσους, τοὺς κόλακες, καὶ νὰ μὴν τοὺς δίνη καὶ πολυτρῶνε καὶ σκάσουν ἀπὸ τὴν πολυφαγιά, ἐνῶ οἱ ἀγωνισταὶ μένουν γυμνοὶ καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας. Ὅποιος δουλεύει θέλει τὸ μεριάτικόν του. Καὶ νὰ εἶναι δίκια ἡ Μεγαλειότης τοῦ ῾σ ἐκεῖνο ὁποῦ τοῦ μπιστεύτηκε ὁ Θεός. Κ᾿ ἐκεῖνο ὁποῦ ὁρκίστη κ᾿ ὑπόγραψε τώρα νὰ μὴ μετανογάη, ὅτ᾿ εἶναι ἔργον τοῦ Θεοῦ. Τώρα, ὁποῦ ῾ναι ἔργα τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του, καὶ χρήματα ξοδιάζομεν ἄδικα καὶ σταυροὺς καὶ χιλιάδες ἀριστεῖα μεράζομεν· κι᾿ οὔτε δάση ἔμειναν ῾στὸ περισσότερόν του κράτος, οὔτε ζωντανά· καὶ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων, ὁποῦ χύνεται, πάγει ποταμός. Κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ σκοτώνονται εἶναι οἱ καλύτεροι ὑπήκοοι τῆς Μεγαλειότης του καὶ θὰ τοὺς χρειαστῇ μίαν ἡμέρα κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα, καὶ ποῦ θὰ τοὺς εὕρουν; Τοὺς Τούρκους τοὺς ἔχομεν γειτόνους πάντοτες – τότε χάνομεν καὶ τὸ μικρό, ὄχι νὰ ῾βρωμεν καὶ τρανό.
Τὸ Σεπτεβριανὸν στοιχεῖον κι᾿ ὁ πολιτικὸς ἀρχηγός, ὁ Μεταξάς, ἀπόστασε· καὶ οἱ συντρόφοι μας δραπέτεψαν καὶ πᾶνε γυρεύοντας νέαν τύχη (ὅτι τὸ σκυλὶ ὁποῦ εἶναι μαθημένο εἰς τὸ χασαπλειὸ δὲν φυλάγει ποτὲ πρόβατα). Ὅτι ὁ ἀρχηγὸς μετανόησε δι᾿ αὐτείνη τὴν γενναιότητα καὶ πατριωτισμὸν ὁποῦ ῾δειξε – καὶ τὰ παληκάρια σκόρπισαν. Ἡ πατρίδα πλέον στερεώθη, ἀφοῦ ἔγινε πρωτοϋπουργὸς ὁ Μαυροκορδάτος. Καὶ τώρα μὲ τὴν μεγάλη συντρομὴ τῶν Πρέσβεων καὶ τοῦ Βασιλέως ὅποιος δὲν πηγαίνη μὲ τὴν θέληση αὐτεινοῦ καὶ τῆς συντροφιᾶς τοῦ πρέπει νὰ τὸν κατατρέξουν. Ἀφοῦ ὅλες αὐτὲς τῆς συντροφιὲς τῆς δοκίμασα, δὲν μ᾿ ἄρεσε κι᾿ αὐτείνη· ὅτ᾿ ἴσως καὶ εἶναι καλὴ κ᾿ ἐγὼ κακός. Πάσκισαν νὰ μὲ γυρίσουνε, δὲν θέλησα. Ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ ὁρκίστηκα καὶ κιντύνεψα δι᾿ αὐτά, τώρα βλέπω ὅτι νεκρώνουν. Τότε ἄρχισαν νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ καταξοχὴ ὁ συναδελφός μου Καλλέργης, ὁ συχνοβαφτισμένος πότε κόμμα Ρούσσικον – ἀφοῦ βύζασε τόσες χιλιάδες δραχμὲς ὅταν ἦταν ὁ Μεταξᾶς εἰς τὰ πράματα, ἀπαρατιώντας αὐτὸς καὶ μπαίνοντας ὁ Μαυροκορδάτος, ἔγινε κόμμα Ἀγγλικὸν καὶ Γαλλικὸν καὶ σὲ ὅλες της παντιέρες καταγραμμένος. Ἀφοῦ εἶναι παντοδύναμος ῾στὸ στρατιωτικό, ἔβαλε τὸν συνπολίτη τοῦ τὸν Ἀντωνιάδη τῆς «Ἀθηνᾶς» κι᾿ ὡς ψυχραμένη αὐτείνη ὅλη ἡ συντροφιὰ μ᾿ ἐμένα, ὅτι δὲν τοὺς ἄφησα τότε εἰς τὴν Συνέλεψη νὰ παίξουν τὸν ἄσο τους, (ὁποῦ ῾βριζαν τοὺς πληρεξούσιους καὶ πιάστη ὁ Καλλέργης μὲ τὸν Κριτζώτη καὶ Γρίβα καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα θὰ κάναν θόρυβο εἰς τὴν Συνέλεψη καὶ σύναξα ἀνθρώπους καὶ τοὺς χάλασα ὅλα αὐτὰ τὰ σκέδια καὶ ματαμπῆκε ἡ τάξη. Κ᾿ ὕστερα διὰ τὴν προσταφαίρεση τοῦ Συντάματος, ὁποῦ ἀπάτησαν τὸν Βασιλέα, νὰ χαθῆ κι᾿ αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα, καὶ τοῦ ξηγήθηκα τὴν ἀλήθεια τί ἔτρεχε καὶ τὸ ῾νοιωσε κι᾿ ὁ ἴδιος κ᾿ ὑπόγραψε τὸ Σύνταμα κατὰ τὴν θέληση τῶν πληρεξουσίων), ἔβαλε τὸν Ἀντωνιάδη καὶ τὸν Ζυγομαλὰ τὸν Σεπτεβριανὸν μὲ τοὺς τύπους τους καὶ λένε ὄτι· «Αὐτὸ ὁποῦ ῾καμε ὁ Μακρυγιάννης εἰς τὴν Συνέλεψη, καὶ σύναξε ἀνθρώπους κ᾿ εἶχε ὁρκίση καὶ τόσους πληρεξούσιους νὰ εἶναι μία γνώμη, ἦταν ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ Βασιλέως – καθὼς κι᾿ ὁ πρωτινὸς ὅρκος ὁποῦ ῾καμε ἦταν κι᾿ αὐτὸς ἀναντίον του». Τότε βιάστηκα κ᾿ ἔβαλα τὸν ὅρκον εἰς τὸν τύπον, χωρὶς τῆς ὑπογραφές, καὶ ξιστορίζω ὅλα αὐτά, πότε ὅρκισα τὸν Καλλέργη καὶ τοὺς ἄλλους ὅσους εἶχα ὁρκισμένους σὲ ὅλο τὸ Κράτος, καθὼς καὶ τοὺς πληρεξούσιος.5
Τότε ῾νεργούνε αὐτεῖνοι κι᾿ ὁ Καλλεφουρνᾶς καὶ γένονται αἱ ἐκλογὲς εἰς τὴν ἐκκλησία μ᾿ ἕναν θόρυβον μεγάλον· καὶ καταπετζοκόπηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὕστερα κάνουν μία ὀχλαγωγία τεχνική· πᾶνε ὁ κόσμος εἰς τὸ Παλάτι, πᾶνε κι᾿ αὐτεῖνοι μὲ τὰ φουσσάτα τους καὶ καταφάνισαν τοὺς κατοίκους. Σὰν ἔβλεπα ὅτ᾿ ἦταν τέτοια μπερμπάντικα κινήματα, δὲν ἀνακατώθηκα ποτὲ πουθενά, νὰ μὴ δώσω αἰτία καὶ πάθῃ ἡ πατρίδα, ὁποῦ γύρευαν πρόφαση νὰ γένῃ ξένη ἐπέβαση, καὶ νὰ μὴν πάθω κ᾿ ἐγὼ ἀδίκως. Ἀφοῦ ὅμως εἶδα ὅτι χάνονται ἀδίκως οἱ ἄνθρωποι, πῆγα εἰς τὴν Πλάκα· ἦταν συνασμένοι πλῆθος λαὸς νὰ πᾶνε νὰ χτυπηθοῦν μ᾿ αὐτούς, ὁποὺ τοὺς ἔκαμαν τὴν ἀπιστία καὶ τοὺς ἔβαλαν εἰς αὐτὸ τὸ παιγνίδι καὶ ὕστερα τοὺς βαροῦσαν οἱ ἴδιγοι. Μαθαίνοντας αὐτείνη τὴν ἑτοιμασίαν, πῆγα μίλησα πολλὰ τῶν ἀνθρώπων, ὅτι θὰ σκοτωθοῦν ἀδίκως καὶ θὰ κιντυνέψουν καὶ τὴν πατρίδα τους· καὶ μὲ πολλὰ μιλώντας τῶν ἀνθρώπων, δάκρυσαν τὰ μάτια μου. Μπῆκαν σὲ συμπάθεια οἱ ἄνθρωποι κι᾿ ἄφησαν τὰ ὅπλα τους κ᾿ ἡσυχάσανε. Αὐτεινῶν ὁποῦ τοὺς ῾ρέθιζαν τὸ σκέδιόν τους ἦταν ὅτι θὰ πήγαινα κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ, νὰ μὲ κομπρεμετάρουν καὶ νὰ μὲ τελειώσῃ ἡ δικαιοσύνη τους. Καὶ μ᾿ αὐτὸ ὅμως ὁποῦ ἔκαμα πάλε τὸν διάβολόν μου ηὗρα. Κινάγει τὸ βράδυ ὁ ἀρχηγὸς Καλλέργης μὲ τὴν καβαλλαρία του κι᾿ ἄλλους καὶ μὲ μπλοκάρουν εἰς τὸ σπίτι μου. Κάθισαν ὡς τὰ μεσάνυχτα καὶ φύγαν. Καὶ κάθε νύχτα ἔρχονταν καὶ μὲ μπλοκάραν διὰ νὰ δίνουν δούλεψες εἰς τὸν Βασιλέα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ σκάνταλο τῆς ἀνησυχίας.
Ἀπὸ τ᾿ ἄλλο τὸ κόμμα, τῆς Φιλορθόδοξης Ἐταιρίας, ἕνας λεγόμενος Στέφανος Βαλλιάνος εἶχε κάμη μίαν ἐταιρίαν διὰ τὴν μεγάλην ἰδέαν, τὰ ἔξω, καὶ βάνει ὅλους τοὺς σουρτούκηδες· καὶ τοὺς γέλαγε καὶ τοὺς ἔλεγε ἔχει καράβια, ὅπλα, τζεπχανέδες πλῆθος καὶ στρατέματα καὶ πεντακόσες χιλιάδες τάλλαρα. Γέλαγε τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἔπαιρνε χρήματα, τά ῾τρωγε. Ὕστερα πήγαινε καὶ τοὺς πρόδινε ὅλους εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ τὸν Βασιλέα. Μὲ τοιοῦτον ἄνθρωπον καὶ μὲ τοιοῦτα μέσα θέλουν νὰ κάμουν κίνημα διὰ τὴν μεγάλη ἰδέα, νὰ πᾶνε εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Σύναξαν ἀνθρώπους – τοὺς ρωτοῦσαν· «Ποιοὶ εἶναι οἱ ἀρχηγοί;» Τοὺς ἔλεγαν πολλοὺς καὶ τὸ Μακρυγιάννη, ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ἦταν μὲ γνώση, μὲ πατριωτισμὸν κι᾿ ἀγαποῦσαν τὸ καλὸ τῆς πατρίδας. Τοὺς σουρτούκηδες τοὺς γέλαγε ὁ Βαλλιάνος μ᾿ ἀσκιὰ γιομάτα ἀγέρα κι᾿ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἔπαιρνε χρήματα ὅπου εὕρισκε κι᾿ ἀπάταγε πολλούς. Κ᾿ ἔλεγε ὕστερα εἰς τὴν Κυβέρνηση καὶ εἰς τὸν Βασιλέα αὐτὰ τὰ μυστήρια. Τὸν εἶδα ῾θουσιασμένον πρὶν τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου, τὸν ἤφερα εἰς τὸ σπίτι μου· τοῦ εἶπα ὅτι ὅποιος φαντάζεται νὰ κάμῃ καλὸ εἰς τὴν πατρίδα πρέπει νὰ συλλογέται ὅτι νὰ κιντυνέψῃ ἕνα σπίτι τὸ ματαφκειάνομεν – εἶναι πατρίδα· κ᾿ ἔχομεν καὶ δυνατοὺς ὀχτροὺς κ᾿ ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι. Τότε τοῦ εἶπα τὴν δική μου ἐταιρία, τὸν ὅρκισα καὶ τοῦ πῆρα καὶ τὴν ὑπογραφή του· καὶ τοῦ εἶπα εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὲ ρωτάγῃ, νὰ συνβουλευώμαστε· καὶ νὰ μὴν κάνῃ τίποτας μόνος του. Αὐτὸς πῆγε κι᾿ ἔβαλε κι᾿ ἄλλους καὶ τοὺς εἶπε καὶ πῆγαν κι᾿ ὅρκιζαν ἐξ ὀνόματός μου, χωρὶς ἐγὼ νὰ ξέρω. Ἀφοῦ μὲ κατάτρεχε ἡ Κυβέρνηση, ὁ Χρηστίδης, καὶ μ᾿ ἔκριναν εἰς τὸ κριτήριον, ἔρχεται μίαν ἡμέρα ἕνας ἄνθρωπος ἐπίτηδες μ᾿ ἕνα γράμμα καὶ μοῦ λέγει· «Κατὰ ὁποῦ μοῦ εἶπε ὁ Βαλλιάνος διὰ λόγου σου πῆγα ἐκεῖ, πῆγα ἐκεῖ κι ὅρκισα ἐν ὀνόματί σου αὐτοὺς ὅλους». Τότε ξέσχισα τὸ γράμμα, ἔδιωξα καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ἀνταμώθηκα καὶ μὲ τὸν Βαλλιάνο καὶ τοῦ εἶπα ὅσα μπόρεσα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς νὰ μὴν πιάνῃ τ᾿ ὄνομά μου. Ἔτσι διαλύθη ἡ Συνέλεψη, χωρὶς νὰ συλλογιστῇ αὐτὸς καὶ ἡ συντροφιά του, νὰ ὑπομείνωμεν νὰ συναχτοῦνε οἱ Βουλὲς καὶ μίαν περίοδο κι᾿ ἄλλη καὶ νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὰ ἐξωτερκά, καὶ τότε ὁ Κύριος γένεται ὁδηγός, αὐτὸς πηγαίνει ὁλοῦθε, ῾νεργάγει καὶ ἡ συντροφιά του, ἄνθρωποι μὲ ἰδέα, καὶ ῾ρεθίζουν τοὺς ἀνθρώπους – κ᾿ ἕτοιμοι νὰ κινηθούν· ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ χωρὶς καμμίαν ἑτοιμασία «σύρτε ὄξω κ᾿ ἐκεῖ σᾶς προφτάνω» – μὲ πέτρες. Πάλε ξοδιάζει τ᾿ ὄνομά μου. Τότε ἕνας ὁρκισμένος μοῦ φέρνει ἕναν ὅρκον τους. Τὸν δείχνω τοῦ Ζυγομαλᾶ, ὡς σύντροφός μου Σεπτεβριανός, νὰ συβουλευτοῦμε νὰ μὴν γένῃ αὐτὸ τὸ κίνημα καὶ κιντυνέψῃ ἡ πατρίδα. Τότε αὐτὸς τὸν βάνει εἰς τὸν τύπον τὸν ὅρκον τους. Μίλησα κ᾿ ἐγὼ τῶν ἀνθρώπων νὰ νεκρώσῃ αὐτὸ τὸ ἀνόητο κίνημα. Τότε βάνουν τὸν ἄνθρωπον ὁποῦ μό ῾δωσε τὸν ὅρκον ἢ νὰ μὲ δολοφονήσῃ, ἢ νὰ μὲ φαρμακώσῃ. Ἦρθε αὐτὸς εἰς τὸ σπίτι μου, δὲν μπόρεσε νὰ μοῦ κάνει τίποτας.6
Ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση τοῦ Μαυροκορδάτου δυνάμωσε παντοῦ εἰς τὸ Κράτος τὸ κόμμα της μὲ χρήματα, ἄρχισε εἰς τὴν Σπάρτη ὁ ἐφύλιος πόλεμος· καὶ εἰς τὴν Μεσσηνίαν σκοτώθηκαν περίτου ἀπὸ πεντακόσοι. Ἄρχισε τὸ ἴδιο καὶ εἰς τὴν Ρούμελη. Τότε ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ κουμπανία μιλοῦν μὲ τὸν Γρίβα νὰ πάγη εἰς τὸ Ξερόμερον νὰ κάμη τῆς βουλευτικὲς ἐκλογὲς καὶ ν᾿ ἀνοίξη ἐφύλιον πόλεμον. Τὸ ῾δωσαν καὶ τὰ μέσα κ᾿ ἕναν πιστόν τους ἄνθρωπον, πῆγε κάτου, σύναξε καμμίαν πενηνταργιὰ ἀνθρώπους· δὲν ῾μπόρεσε νὰ κάμη ἄλλους, ὅτι δὲν τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ τόπος. Διάταξε ἡ Κυβέρνηση τὸν Σωτήρη Στράτο καὶ τὸν πῆρε ὀμπρὸς καὶ τὸν ἤφερε εἰς τ᾿ Ἀπόκορο εἰς τὸν Ἀβαρίκο καὶ τὸν ἔκλεισε· καὶ ἤθα τὸν ἔπιανε. Ὁ Βασιλέας ἔχοντας συμπάθειαν εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ καταξοχὴ εἰς τὸν Γαρδικιώτη, ἔστειλε τὸν Τζαβέλα καὶ τὸν ἔσωσε· καὶ μπῆκε ῾σ ἕνα Γαλλικὸν πλοῖον. Τὸν ζήτησε ἡ Κυβέρνηση, τὸ Γαλλικὸ δὲν τὸν ἔδωσε καὶ τὸν πῆγε εἰς τὸ Μισίρι. Τώρα θυμήθη ὁ Μεταξᾶς τί εἶχε καὶ τὸ ῾χασε ἀπὸ τὴν ἀνοησία του καὶ γυρεύει ἀπὸ τὸν Γρίβα νὰ ματααναστηθῆ. Πέταξε τὸ πουλί, τὸ ῾πιασαν ἄλλοι ὁποῦ δὲν τὸ εἶχαν!
Ἀφοῦ εἶδα τὸν πατριωτισμὸν καὶ τοῦ Μεταξᾶ κι᾿ ὁλουνῶν αὐτεινῶν, ὁποῦ θέλει καθένας νὰ δοξολογάγῃ θεοὺς δικούς του κι᾿ ὄχι νὰ ὠφελήσῃ τὴν πατρίδα του – γομάρια εἶναι οἱ Ἕλληνες, αὐτεῖνοι τά ῾χουν φκειασμένα τὰ σαμάρια καὶ τοὺς σαμαρώνουν – τότε τραβήχτηκα ὅλως διόλου. Καὶ δι᾿ αὐτὸ μὲ ἀγκυλώνουν. Ἡ ἐπέβαση τῆς Κυβέρνησης ῾στὴς ἐκλογὲς σὲ ὅλο τὸ Κράτος ἄναψε παντοῦ φωτιά· καὶ εἰς τὸ Λιδορίκι τὴν πατρίδα μου ἔστειλε τόσα ἀσκέρια· καὶ καταφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ αὐτὰ καὶ τὰ ζωντανά τους· κ᾿ ἔγινε ὁ τόπος ἄνου κάτου. Κι᾿ ἂν πιάνεταν ντουφέκι, θὰ γίνεταν θρῆνος, ὅτ᾿ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ὅλοι τοῦ ντουφεκιοῦ. Ὁ Θεὸς ἐφύλαξε καὶ φώτισε τοὺς τίμιους ἀνθρώπους καὶ καταπράγυναν τό ῾να μέρος καὶ τ᾿ ἄλλο. Στείλαν ἀνθρώπους μ᾿ ἀναφορὲς ἐδῶ ῾σ ἐμένα, τῆς πήγαινα εἰς τὴν Κυβέρνησιν, δὲν μποροῦσα νὰ κάμω τίποτας. Ματαήρθαν ἄνθρωποι τρίτως· πῆγα καὶ παρουσιάστηκα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ ξιστόρησα ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ πάθος τῆς Κυβέρνησης. Τοῦ εἶπα αὐτὰ ὅλα τῆς Ρούμελης καὶ τῆς Πελοπόννησος· καὶ τοῦ Λοντίδη τοῦ ὑπουργοῦ τῆς προκοπές. Εἶχα κ᾿ ἕνα γράμμα ἀπὸ τὴν Πάτρα ὁποῦ μὸ ῾γραφαν αὐτά. Τὸ ῾ξερε καὶ ἡ Μεγαλειότης του, ὅτι τὸ ῾στειλαν οἱ ἀρχὲς ἀπὸ ῾κεῖ.
Ἄρχισαν καὶ μαζώνονταν ὅσοι βουλευταὶ βήκαν ἀπὸ λίγες ἐπαρχίες. Ὁ Μαυροκορδάτος κι᾿ ὁ Καλλέργης ἤθελαν νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα βουλευταὶ διὰ ν᾿ ἀκουστὴ εἰς τὴν Εὐρώπη πόση δύναμη κ᾿ ἐπιρροὴ ἔχουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἄρχισαν κ᾿ ἐδῶ νὰ κάνουν ὅ,τι κάναν καὶ ῾στὸ ἄλλο τὸ Κράτος· καὶ κατακομμάτιασαν τοὺς ἀνθρώπους· τοὺς τάγιζαν ὑπόσκεσες καὶ τοὺς τάζαν πλῆθος ἀγαθά. Εἰς τὸ σπίτι μου πρὸ ἡμερῶν ἦρθαν καὶ πολίτες κι᾿ ἀπὸ τὰ χωριὰ καὶ μοῦ εἴπαν· «Ποιοὺς θέλεις συντρόφους νὰ τραβήσουμεν νὰ βγῆτε βουλευταί; – Τοὺς λέγω, ὅποιος δώσῃ ψῆφο ῾σ ἐμένα νὰ εἶναι ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ πέση τὸ χέρι του! Δὲν ματαμπαίνω ἐγὼ εἰς τὰ πολιτικά, νὰ δουλεύω τιμίως καὶ νὰ μὲ θεατρίζουν μὲ τῆς ῾φημερίδες ὅτι ἀγοράστηκα ἀπὸ τοὺς ξένους». Αὐτεῖνοι θέλαν, ἐγὼ δὲν δέχτηκα καὶ φύγαν.
Ὁ Κωλέτης ἦταν γυμνὸς ὅλως διόλου ἀπὸ δύναμη· τὸν ἄφησαν καὶ οἱ Γριβαῖγοι κι᾿ ὁ Κριτζώτης κι᾿ ὅλοι οἱ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ ὁποῦ ἤμασταν εἰς τὴν Συνέλεψη. Τότε ἀνταμωθήκαμεν οἱ δυό μας καὶ μιλήσαμεν. Μοῦ λέγει· «Δὲν ἔχω συντρόφους· μ᾿ ἀφήσετε ἀπὸ τὴν Συνέλεψη. – Τοῦ λέγω, ἐγὼ σοῦ κάνω συντρόφους μὲ τὴν συνφωνίαν νὰ μοῦ ὁρκιστῆς νὰ μὴν εἶσαι προσκολλημένος σὲ ξένους. Κι᾿ ἀφοῦ σοῦ κάμω τοὺς συντρόφους νὰ ἔμπῃς καὶ εἰς τὰ πράματα καὶ νὰ ῾νεργήσῃς φρόνιμα διὰ τὴν πατρίδα σου καὶ νὰ λὲς τὴν ἀλήθεια εἰς τὸν Βασιλέα. Καὶ νὰ ῾τοιμάζωμεν λίγο λίγο τὰ μέσα· κι᾿ ὅταν ἰδοῦμεν ἁρμόδιον τὸν καιρόν, νὰ τηράξωμεν τὴν ἄξηση τῆς πατρίδας φρόνιμα καὶ μυστικὰ κι᾿ ὄχι σὰν τὸ Βαλλιάνο κι᾿ ἄλλους. Νὰ μοῦ δώσῃς τὸν ὅρκον σου δι᾿ αὐτὰ κ᾿ ἐγὼ σάζω τ᾿ ἄλλα». Ὁρκιζόμαστε οἱ δυὸ ῾σ αὐτά. Ἤμουν ῾γγισμένος μὲ τὸν Μεταξᾶ – ἴσως αὐτὸς ὁ διάβολος τώρα ὁποῦ γέρασε γένῃ ἄνθρωπος. Πῆγα ἀντάμωσα τὸν Γαρδικιώτη, τοῦ μίλησα πολλά, τὸν πῆγα κι᾿ ὁρκιστήκαμε κ᾿ οἱ τρεῖς. Συνφωνήσαμε τὰ ἴδια. Θέλουν αὐτεῖνοι νὰ ῾μπω κ᾿ ἐγὼ ῾πασπιστής τοῦ Βασιλέως νὰ μ᾿ ἔχουν βοηθόν. Ἐγὼ τοὺς εἶπα εἶμαι ἀστενής, δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω αὐτὲς τῆς ῾πηρεσίες. Μὲ βιάσαν νὰ ἔμπω διὰ ἕνα χρόνο. Συνφωνήσαμεν κ᾿ εἰς αὐτό. Πῆγα καὶ τὸν Κριτζώτη, Μαμούρη κι᾿ ἄλλους. Δυναμωθήκαμεν.
Τότε πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα καὶ τοῦ εἶπα διὰ τοὺς Λιδορικιῶτες καὶ διὰ ὅλο τὸ Κράτος καὶ «θὰ κάμουν τὰ ἴδια εἰς τὴν Ἀθήνα· καὶ θὰ πάθη καὶ ἡ Μεγαλειότη σου καὶ ἡ πολιτεία αὐτείνη, ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀναμμένος καὶ κατακομματιασμένος». Φοβήθη πολὺ ἡ Μεγαλειότης τού· μου λέγει· «Νὰ πᾶς νὰ μιλήσῃς μὲ τὸν Μαυροκορδάτο. –Τοῦ λέγω, πῆγα πολλάκις καὶ δὲν μὸ ῾δωσε ἀκρόασιν καὶ δὲν ματαπάγω». Τότε ἔφυγα ἐγώ. Ἔστειλε καὶ μίλησε τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ τοῦ εἶπε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ νὰ μὲ φωνάξη νὰ μοῦ μιλήσῃ νὰ μὴν γένη κάνα δυστύχημα. Μὲ φώναξε ὁ Μαυροκορδάτος, τοῦ εἶπα ὅσα εἶπα τοῦ Βασιλέα ἀναντίον του κι᾿ ὅλης τῆς συντροφιᾶς του· «κι᾿ ἂν κάμετε εἰς τὴν Ἀθήνα ὅ,τι κάματε καὶ κάνετε ὄξω εἰς τὸ Κράτος, εἶν᾿ ἐλπίδες ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ ὑπάρξωμε ἐμεῖς πενήντα φορὲς κ᾿ ἐσεῖς μία· καὶ ὁ αἴτιος ἂς δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεόν». Κ᾿ ἔφυγα. Ὅταν πῆγα εἰς τὸν Βασιλέα τοῦ εἶπα νὰ τὸ γκρεμίση αὐτὸ τὸ ὑπουργεῖον, ὅτι θὰ τὸν χάση. Πῆγα τὰ 1844 Ἀγούστου 2. Μαθαίνει ὁ Λόντος ὅλα αὐτὰ ὁποῦ μίλησα τοῦ Βασιλέα καὶ Μαυροκορδάτου – ἦταν εἰς τὸ σπίτι του κι᾿ ὁ Κολιόπουλος, ὁ Κανέλλος Ντηλιγιάννης κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ – λέγει ὁ Λόντος ὁ ὑπουργός· «Ὁ κερατὰς ὁ Μακρυγιάννης αὐτὸς ἀνακατώνει ὅλα αὐτὰ κάθε καιρό. Αὔριο θὰ τοῦ κόψω τὸ κεφάλι του. Καὶ τὴν Ἀθήνα θὰ τὴν κάμω στάχτη, ὅτ᾿ ἔχω στρατέματα ταχτικὰ κι᾿ ἄταχτα, πεζούρα καὶ καβαλλαρία». Τὸ βράδυ στέλνει καὶ μὲ μπλοκάρει. Τὴν αὐγὴ στέλνει ὁ Κανέλλος Ντηλιγιάννης, ὁ Κολιόπουλος κι᾿ ἄλλοι πολλοὶ – ὅτ᾿ ἦταν συνασμένοι νέοι βουλευταὶ καὶ γερουσιασταὶ – καὶ μοῦ λένε τί ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ὑπουργὸν Λόντο· «κ᾿ ἐδῶ, καθὼς ἀκούσαμεν, θὰ γένη θόρυβος καὶ κιντυνεύομεν ὅλοι· κι᾿ ὡς ἄνθρωπος ἐδῶ τοῦ τόπου νὰ πάρης τὰ μέτρα σου δι᾿ αὐτά, ὅτι κιντυνεύεις κ᾿ ἐσὺ ἀτομικῶς ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ φαίνεται». Τοὺς εἶπα ἐγὼ μίλησα τοῦ Βασιλέως καὶ τῆς Κυβέρνησης· καὶ μὲ βιάσαν ὅλοι νὰ πάγω πίσου εἰς τὸν Βασιλέα νὰ μιλήσω κι᾿ αὐτά. Τοὺς εἶπα νὰ πάμεν καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς δυὸ τρεῖς. Ἐκρίθη εὔλογον νὰ πάγω μόνος μου. Πῆγα εἰς τὸ σπίτι μου, συγυρίστηκα. Κατεβαίνοντας ἀπὸ τὴν πόρτα μου πλάκωσαν πολίτες ἀπὸ τὸ παζάρι – τοὺς στείλαν ὁποῦ ἦταν συνασμένοι ὅλοι οἱ κάτοικοι εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη. Ἄρχισε ἡ ψηφοφορία καὶ ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας δὲν τοὺς ἄφινε ἐλεύτερους νὰ κάμουν ὅποιους θέλαν. Τότε ἀντάμωσα τὸ παιδὶ τοῦ Μιαούλη, ὁποῦ ῾ναι εἰς τὸν Βασιλέα, καὶ τοῦ εἶπα τί μίλησε ὁ Λόντος, τί μου εἶπε ὁ Κολιόπουλος καὶ οἱ ἄλλοι· καὶ ἤθα πάγαινα εἰς τὴν Μεγαλειότη του, ἀλλὰ ὁ λαὸς ἔστειλε καὶ μὲ ζητάγει. Καὶ σήμερα θὰ γένουν ὅλα ὅσα εἶπα τοῦ Βασιλέως – κι᾿ αὐτὸς κιντυνεύει καὶ ἡ πατρίδα. Τοῦ παράγγειλα νὰ γκρεμίση αὐτὸ τὸ ὑπουργεῖον καὶ νὰ βάλῃ τὸν Κωλέτη μ᾿ ὅποιους ἄλλους συβιβαστή· «καὶ νὰ μιλήσῃς τῆς Μεγαλειότης του καὶ νὰ μοῦ φέρης ἀπάντησιν εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη».
Πῆγα ἐγὼ εἰς τὴν Ἁγιὰ Εἰρήνη· ἦταν ὁ λαὸς συνασμένος, γιομάτα ὅλα τὰ σοκάκια· Τοὺς λέγω· «Τί μὲ θέλετε, ἀδελφοί; – Νὰ λάβης πολίτες εἰς τὸ χέρι σου ἀπὸ ῾μας καὶ νὰ σταθῆς ἐδῶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὴν ἀσφάλειάν μας». Τοὺς ἔβαλα κ᾿ ἐγὼ μίαν μικρὴ ὁμιλίαν, τοὺς εἶπα πολλά, ὄτι· «Ἡ ἀρετὴ κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς καὶ ἡ φρονιμάδα κάνουν τὴν πατρίδα νὰ ὑπάρξη καὶ νὰ εὐτυχήσῃ. Ἡ κακία καὶ ἡ ῾διοτέλεια χάνουν τὴν πατρίδα· καὶ τὴν χάνουν καὶ ζημιώνονται ὅσοι μένουν ζωντανοί. Τὸ λοιπὸν φωνάζετε ἐμένα νὰ σταθῶ εἰς τὴν εὐταξίαν σας; Ἂν ἔχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια, θὰ εὐλογήσῃ ὁ Θεὸς τὰ ἔργα σας καὶ θὰ σᾶς φωτίση εἰς τὸ καλὸ καὶ θὰ σᾶς σώση, αὐτὸς ὁποῦ σᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὴν τυραγνία τῶν Τούρκων, αὐτὸς ὁποῦ σας ἀνάστησε καὶ κάμετε τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου· κ᾿ ἐπιστάτησε μόνος του τόσους μῆνες καὶ δὲν μάτωσε μύτη σὲ ὅλο τὸ Κράτος. Παρακαλέστε τὸν Θεὸν καὶ τώρα νὰ κάμη τὸ ἔλεός του ῾σ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ νὰ φέρη καὶ τώρα τὴν εὐλογίαν του. Ἐγὼ ἕνα μπαστούνι ἔχω εἰς τὸ χέρι μου – ἂν ἡ ἀφεντειά σας δὲν ἔχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοιαν, τί νὰ σᾶς κάμω κ᾿ ἐγώ;» Μοῦ λένε γενικῶς μὲ μίαν φωνή· «Ὅ,τι μας εἰπῆς ἐσὺ ὅλοι θ᾿ ἀκολουθήσωμεν! – Κ᾿ ἐγὼ ἂν σᾶς ἀπατήσω, ἂς δώσω λόγον εἰς τὸν Θεόν! Ἐγὼ δὲν γνωρίζω φατρίες καὶ νὰ μὲ θεωρῆ ἄλλος φίλο του κι᾿ ἄλλος ὀχτρό. Γενικῶς ὅλους σας σᾶς θεωρῶ ἀδελφούς, ὅτι μὲ διορίζετε ὅλοι καὶ πρέπει νὰ μὴν εἶμαι ἀναντίος κανενού. Καὶ νὰ δίνετε τοὺς ψήφους σας ἐλεύτερους, ὅθεν θελήσῃ κάθε ἕνας. Ἐμένα (καθὼς εἶχα μιλήση) μὴ μοῦ δίνετε». Μείναμεν σύνφωνοι ῾σ αὐτό. Πῆρα πολίτες καὶ τὸν Γιάννη Κώστα μὲ καμπόσους ἀξιωματικούς. ῾Στὴν ἴδια στιμή μου στέλνει καὶ ἡ Μεγαλειότης του ὅτι νὰ βαστήξω τὴν ἡσυχίαν· καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τὸ γκρέμισα καὶ ἤφερα τὸν Κωλέτη νὰ κάμη ὑπουργεῖον.
Ἄρχισε ἡ ψηφοφορία μὲ τὴν μεγαλύτερη ῾λικρίνειαν καὶ φόβον τοῦ Θεοῦ, καθὼς πηγαίνουν οἱ ἄνθρωποι νὰ μεταλάβουν. Τὸ παλιὸ ὑπουργεῖον δὲν ἔπεσε ἀκόμα, ῾νεργούσε ὅσο ὁ Κωλέτης νὰ μιλήσῃ μ᾿ ἀνθρώπους νὰ κάμη ὑπουργεῖον. Ξακολούθησε ἡ ψηφοφορία ὡς τὴν ἄλλη ἡμέρα τὸ μεσημέρι μ᾿ αὐτείνη τὴν ἡσυχίαν. Τότε στέλνει τὸ παλιὸ ὑπουργεῖον τὸν μοίραρχο τῆς πρωτεύουσας – σύντροφος αὐτεινῶν – καὶ τὸν Καλλέργη καὶ κάνουν ἐπέβασιν· κι᾿ ἀνακάτωσαν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ πολίτες ρίχτηκαν ἀπάνου τους καὶ τοὺς καταδιάλυσαν· καὶ γύρευαν νὰ κομματιάσουν καὶ τὸν μοίραρχον. Τότε ἔπεσα ἐγὼ εἰς τὸν λαὸν καὶ τοὺς πῆρα τὸν μοίραρχον καὶ τὸν ἔβαλα εἰς τὴν ἐκκλησία καὶ τὸν ἔσωσα. Τότε αὐτός, ὁ ἀφιλότιμος ἄνθρωπος, βγαίνει ἀπὸ τὴν πίσου πόρτα τῆς ἐκκλησίας καὶ πάγει εἰς τὸν στρατώνα, ὁποῦ ῾ναι πλησίον τῆς ἐκκλησίας, καὶ παίρνει δύναμιν κ᾿ ἔρχεται ἄξαφνα καὶ φωνάζει· «Πῦρ!» Καὶ ρίχνουν μέσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους· καὶ σκότωσαν δυὸ τρεῖς. Τότε ὁρμοῦν ὁ λαὸς κι᾿ ἀνακατώθηκαν μὲ τοὺς χωροφύλακες. Ρίχνονται καὶ πεντέξι χωροφύλακες ἀπάνου μου μὲ τῆς μπαγυοννέτες. Ἐγὼ τήραγα νὰ ἡσυχάσω τὸν λαόν, κι᾿ αὐτεῖνοι ἄξαφνά μου ρίχτηκαν νὰ μὲ σκοτώσουνε. Κόντεψαν νὰ μὲ τρυπήσουνε σὰν μπακακάκι – ὁ Θεὸς μὲ γλύτωσε. Βλέποντας αὐτὸ ὁ λαός, τοὺς πιάσαν καὶ γύρευαν νὰ τοὺς σκοτώσουν. Ἔπεσα, ἂν καὶ χτυπημένος ῾στ᾿ ἀχαμνὰ ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς χωροφύλακες, καὶ περικάλεσα τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔσωσα. Τότε ματαρρίχτηκαν πίσου οἱ δήμιοι τῆς Κυβερνήσεως. Μοῦ φεύγει κι᾿ ὁ Γιάννη Κώστας· ῾σ ἐκεῖνον τὸν θόρυβο τὸν πῆραν οἱ ἄνθρωποί του ὀμπρὸς νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸν κίντυνον. Ἐγὼ ἤμουν τυλιμένος μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἤξερα τί γίνεταν. Τότε εἶδες μίαν ὁρμὴ τοῦ λαοῦ ἀναντίον τῆς ἐξουσίας! Ἔβγαλαν ξύλα, πέτρες ἀπὸ τ᾿ ἀργαστήρια καὶ τοὺς πῆραν ὀμπρός. Τότε ἔρχονται ἀναντίον μου μὲ δόλο ἄνθρωποι ἀγορασμένοι μὲ τὰ μαχαίρια, λάζους, κρυφίως μέσα εἰς τὸν λαόν, ὁποῦ ἤμουν τυλιμένος νὰ τοὺς ἡσυχάζω, νὰ μὲ δολοφονήσουνε. Ἐκεῖ ὁποῦ θέλησε νὰ μὲ βαρέσῃ ἕνας, τὸν εἶδαν ἄνθρωποι καὶ τὸν σκότωσαν. Τότε ὁ λαὸς φωνάζει νὰ πᾶνε νὰ πάρουν τὰ ὅπλα τους νὰ σκοτώσουν τοὺς αἴτιους, Μαυροκορδᾶτο καὶ συντροφιά. Μὲ δάκρυα περικαλῶ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μὴν κάνουν αὐτὸ τὸ κίνημα, ὅτι χάνεται ἡ πατρίδα, θὰ γένῃ ξένη ἐπέβαση. Ὁ λαὸς ἀναμμένος δὲν κόβει τὴν θέλησίν του. Τοὺς βάνω ἕνα λόγο καὶ ν᾿ ἀκολουθήσουν ὅλοι μαζί μου. Τράβησα ἐγὼ ὀμπρός, διὰ νὰ τοὺς ἡσυχάσω ἀπὸ τὴν ὁρμή τους, καὶ τοὺς παίρνω κ᾿ ἔρχομαι εἰς τὸ σπίτι μου κι᾿ ἀνοίγω τὰ βαρέλια μὲ τὸ κρασὶ καὶ τοὺς λέγω νὰ πιοῦν. Ἀφοῦ κάναμεν αὐτό, ἔστειλα εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ βγῇ νὰ ῾συχάσῃ τὸν λαόν.
Ἀφοῦ ξεθύμαναν οἱ ἄνθρωποι, τοὺς πῆρα καὶ κατεβήκαμεν πίσου εἰς τὴν ἐκκλησία (ὅτ᾿ ἦταν ἄνθρωποι μέσα κλεισμένοι, ὁποῦ φύλαγαν τὴν ῾πιτροπὴ καὶ τὶς κάλπες). Ἐκεῖ ἦρθε καὶ ἡ Μεγαλειότης του μὲ τοὺς ῾πασπιστάς του. Μὲ ρώτησε πὼς ἔγινε τὸ πράμα καὶ τοῦ ξηγήθηκα ὅλα τὰ τρέχοντα. Τότε μου εἶπε νὰ βαστήξω τὴν εὐταξία καὶ νὰ διοριστῆ μία ῾πιτροπὴ νὰ πάγη εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παιδευτοῦνε οἱ αἴτιοι. Τοῦ κάμαμεν τὸ «ζήτω» κ᾿ ἔφυγε. Εἶχε κι᾿ ὁ Καλλέργης κονάκι ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ ῾νεργάγῃ νὰ γένωνται οἱ ἐκλογὲς ὑπὲρ αὐτῶν. Θέλησε νὰ βγῇ εἰς τὸ μπαλκόνι, τὸν εἶδε ὁ κόσμος, ρίχτηκαν νὰ μποῦνε μέσα. Τρόμαξα νὰ τοὺς ἡσυχάσω· καὶ τοῦ ἔκαμαν τὸ ...7 καὶ τόσες αἰσχρὲς βρισές. Ὅτι χτύπησε τοὺς πολίτες μ᾿ ἀπιστιά, ὅταν τοὺς ῾ρέθισαν οἱ ἴδιοι αὐτεῖνοι καὶ πῆγαν εἰς τὸ Παλάτι, καὶ ὕστερα τοὺς χτύπησαν μ᾿ ἀπιστιὰ καὶ πάθαν τόσοι ἄνθρωποι ἀδίκως.
Νύχτωσε. Ἔκλεισα τῆς κάλπες, ἔβαλα κι᾿ ἀνθρώπους. Μίλησα τῶν ἀνθρώπων αὔριο τὴν αὐγὴ νὰ συναχτοῦνε νὰ τηράξωμεν τὴν ψηφοφορία καὶ νὰ κάμωμεν καὶ τὴν ῾πιτροπή νὰ πάγη εἰς τὸν βασιλέα. Ξημέρωσε ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα. Πῆγα κάτου εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἄνοιξαν οἱ κάλπες. Τότε λέγω ὅλων τῶν ἀνθρώπων· «Διορίστε τὴν ῾πιτροπή ὅποιους θέλετε κι᾿ ὅσους νὰ πᾶνε εἰς τὸν Βασιλέα». Μοῦ λέγει ὁ λαός· «Νὰ τοὺς διορίσῃς ἐσὺ ὅποιους θελήσῃς· δώδεκα ἀνθρώπους θέλομεν μ᾿ ἐσένα». Διόρισα ἕξι ἀπὸ τὸ ἕνα κόμμα κι᾿ ἕξι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι θέλησαν συνφώνως ἐμένα μόνον νὰ πάγω εἰς τὴν Μεγαλειότη του νὰ πάρω τὴν εὐκαρίστησιν ἀπ᾿ ὅλον τὸν λαὸν διὰ τὴν παρουσίαν του, ὁποῦ τοὺς τίμησε· καὶ διὰ ὅσα ἔγιναν ἂς βάλῃ τὴν δικαιοσύνην του. Πῆγα εἰς τὴν Μεγαλειότη του, τοῦ εἶπα αὐτά. Μοῦ εἶπε τῆς εὐκαρίστησες τῆς μεγάλες ὁποῦ ῾χει ἀπὸ τοὺς ὑπηκόγους τοῦ ὅλους καὶ νὰ εἰπῶ ὅτι διορίστη ὁ Κωλέτης πρωτοϋπουργὸς κι᾿ ὁ Μεταξᾶς τῆς Οἰκονομίας κι᾿ ὁ Τζαβέλας τοῦ Στρατιωτικοῦ καὶ μπαίνουν καὶ οἱ ἄλλοι. Πῆγα εἶπα εἰς τὸν λαὸν ὅλα αὐτὰ κ᾿ εὐκαριστήθη. Κι᾿ ἀκολούθησε τὴν ψηφοφορία. Τελείωσε ἡ ἡμέρα αὐτείνη τῆς ψηφοφορίας, κλείσαμεν τῆς κάλπες. Πῆγα τὸ βράδυ εἰς τὸν Κωλέτη, τὸν νέον μου φίλον, νὰ τὸν συχαριαστῶ ὁποῦ ἄνθισαν οἱ λόγοι μου διὰ τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ τὸν εὐκήθηκα, σηκώθηκα νὰ φύγω ὅτ᾿ ἤμουν ἀστενής. Ἐκεῖ ὁποῦ κατέβαινα, εἰς τὸν κάτου πάτο, τήραξα διὰ τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ ῾χα μαζί μου νὰ μ᾿ ἀκολουθοῦνε· τηράγω δι᾿ αὐτοὺς καὶ βρίσκω μέσα τὸν Γενοβέλη μοίραρχον, ὁποῦ ῾φερε ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ εἰς τὴν πρωτεύουσα. Δὲν τοῦ μίλησα τίποτας. Ηὔρα τοὺς ἀνθρώπους ἔξω ῾στὴν πόρτα καὶ πήγαμεν εἰς τὸ σπίτι. Τὸν Γενοβέλη τὸν ζήταγε ὁ λαὸς μὲ τὸ κερὶ νὰ τὸν κομματιάση, κι᾿ ὁ νέος πρωτοϋπουργὸς τὸν φύλαγε εἰς τὸ σπίτι του. Τότε κάνω τὸν κουτὸ καὶ μὲ τὸν νέον φίλον μου, ὅτι δὲν ξέρω τίποτα – κι᾿ ἂν μιλοῦσα χανόμουν, ὅτι θὰ ῾λεγαν ὅτι κι᾿ ὄντως ἐγὼ εἶμαι τὸ σκάνταλο σὲ ὅλα αὐτὰ κι᾿ ἀνακατώνω τὸν κόσμον.
1. Παρελείφθη λέξις τις ὑπὸ τοῦ συγγραφέως.
2. Κοντὰ ἑφτὰ μῆνες καὶ περισσότερον ὁποῦ τελειώσαμεν τὸ Σύνταμα, καὶ χωρὶς νὰ εἴχαμεν κυβέρνηση καὶ μὲ τόσες ἀντενέργειες καὶ φατρίες καὶ ξένους σκοποὺς καὶ τῶν δικῶ μας, μύτη δὲν μάτωσε κανενού, κόττα δὲν κλέφτηκε, ἄνθρωπος δὲν διατιμήθη εἰς ὅλο τὸ Κράτος. Τηρᾶτε τῆς ἐποχῆς τοὺς τύπους, μ᾿ ὅλον ὁποῦ εἶναι καὶ κομματιασμένες κι᾿ αὐτές, καὶ φαίνεται ἡ ἀλήθεια. Τότε κυβερνοῦσε ὁ ἴδιος Θεός, ὅτι εἶδε τοὺς ἄνθρωπους εἰς μετάνοιαν κι᾿ ἀποσταμένους ἀπὸ τὴν κακία καὶ γύρισαν ὀπίσου εἰς τὸν Θεὸν κ᾿ ἔπεσαν εἰς μετάνοια. Τότε κι᾿ αὐτὸς ἔκαμεν τὸ ἔλεός του κ᾿ ἔδωσε τὴν ὁμόνοια σὲ ὅλο τὸ Κράτος.
3. Ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, οὔτε δόξες θέλω, οὔτε τῆς ζητῶ – οὔτε μου δίνουν. Καὶ διὰ ῾κεῖνο τραβήχτηκα καὶ σκαλίζω τὸν κῆπο μου ὅταν εἶναι γερός, εἰδὲ φυλάγω τὸ στρῶμα μου. Τοῦ ἀναθέματος νὰ εἶμαι ἂν ἔχω ῾διοτέλεια διὰ ὅσους μιλῶ ἐδῶ μέσα. Ἡ πατρίδα, ἡ θρησκεία, ἡ ἠθικὴ εἰς τὴν κοινωνία εἶναι τὸ πλέον ἀγαπημένον εἰς τὸν ἄνθρωπον τὸν τίμιον. Εἰς αὐτείνη τὴν κοινωνία θὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου καὶ δὲν μοῦ μένει ἐλπίδα καὶ φωνάζω. Καὶ δι᾿ αὐτὸ γράφω ἀπελέκητα γράμματα, ὄχι ὅμως νὰ λείπη ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀλήθεια.
4. Τρελλάθηκαν καὶ οἱ γερόντοι μὲ τῆς θεατρίνες κ᾿ ἔχασαν τὰ μυαλά τους καὶ δανείζονται καὶ πλερώνουν· καὶ οἱ δυστυχισμένοι οἱ μαθηταὶ οἱ περισσότεροι πουλοῦνε τὰ βιβλία τους καὶ μένουν χωρὶς βιβλία· καὶ γίνηκαν καὶ θὰ γένουν κι᾿ αὐτεῖνοι θεατρίνοι. Γίνηκε καὶ τοῦ Ἀναστάση Λιδορίκη τὸ παιδὶ θεατρίνος. Σὰν πάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του, εἰς τὸ Λιδορίκι, ἂς σπουδάξῃ καὶ τοὺς πατριῶτες του τὰ φῶτα. Οἱ γονέοι τους τρῶνε ψωμὶ καὶ κρεμμύδι καὶ τοὺς δίνουν τὰ ἔξοδα νὰ ῾ρθουν εἰς τὴν πρωτεύουσα νὰ μάθουν γράμματα εἰς τὸ Γυμνάσιον καὶ τὸ Πανεπιστήμιον, κ᾿ ἔρχονται κι᾿ ἀπὸ μέσα τὴν Ἑλλάδα κι᾿ ἀπόξω διὰ νὰ προκόψουν κι᾿ αὐτὰ τέτοια προκοπὴ λαβαίνουν.
5. Μὲ κατηγοράγει συνχρόνως ὁ πειρατὴς τῆς Γραμπούσας Ἀντωνιάδης, ἡ ξένη κρεατούρα, ὅτι καὶ τὰ κάδρα ὁποῦ ἔφκειασα δὲν ἔχουν ἔννοια, ὅτ᾿ εἶμαι ἀγράμματος
6. Εἶχα ἕναν σύντροφο εἰς τὸ σπίτι μου, γενναῖον παληκάρι· τὸν πῆρε αὐτὸς μίαν ἡμέρα εἰς τὸ σπίτι του νὰ τὸν τρατάρῃ καὶ τὸν φαρμάκωσε. Τὸ καλὸ ἦταν ὁποῦ ξέρασε πολὺ καὶ οἱ γιατροὶ τὸν πρόφτασαν. Κ᾿ ἔκαμε τόσον καιρὸ ἀστενής. Τότε ὁ σύντροφος τοῦ Βαλλιάνου Φιλήμονας βάνει εἰς τὸν τύπον του τόσα ἀναντίον μου – ὅτι δὲν ἄφησα τοὺς ἀνθρώπους νὰ πᾶνε νὰ χαθοῦν καὶ νὰ κιντυνέψῃ καὶ ἡ πατρίδα! Ὁρίστε πατριωτισμὸν ἀπὸ πατριῶτες!
7. Μιὰ λέξη δυσανάγνωστη, ἴσως γιούχα.