Ἄφιξις τοῦ Βασιλέως Ὀθωνος εἰς Ναύπλιον. - Ἀπόβασις αὐτοῦ. - Δοξολογία. - Ἐπίσημος ὑποδοχή. - Λόγος τοῦ Βασιλέως. - Ἀπάντησις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη ὑπὲρ τῶν ἀγωνιστῶν. - Χορὸς πρὸς τιμὴν τοῦ Βασιλέως. - Ὁ Μακρυγιάννης σύρων τὸν Ἑλληνικὸν χορόν. - Ὁ Βασιλεὺς ἀνάδοχος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη πρώτου ταγματάρχου. - Ἀδικίαι περὶ τὴν βαθμολογίαν τῶν ἀγωνιστῶν. - Ψυχρότης τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν ἀντιβασιλέα Ἔϊδεκ. - Μακρὰ μεταξὺ αὐτῶν συζήτησις περὶ τῶν ἀγωνιστῶν. - Ἀναφορὰ τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὴν Ἀντιβασιλείαν περὶ τοῦ αὐτοῦ ζητήματος. - Δωρεὰ ἀγαλμάτων παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν Βασιλέα. - Παρουσίασις καὶ συνομιλία τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ περὶ τῶν ἀγωνιστῶν. - Στρατιωτικαὶ δυσαρέσκειαι. - Ἐξέγερσις τῶν ἀγωνιστῶν. - Ἐπίθεσις τῶν Βαυαρικῶν στρατευμάτων κατ᾿ αὐτῶν. - Καταδίωξις καὶ διάλυσις τῶν ἀτάκτων. - Ὁ Μακρυγιάννης πρόεδρος στρατιωτικῆς ἐπιτροπῆς ἐν Ἐλευσίνι. - Δυσαρέσκεια τοῦ Μακρυγιάννη. - Μετάβασις αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας.
Σήμερα ξαναγεννιέται ἡ πατρίδα κι᾿ ἀναστένεται, ὁποῦ ἦταν τόσον καιρὸ χαμένη καὶ σβυσμένη. Σήμερα ἀναστένονται οἱ ἀγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, ὅτι ἦρθε ὁ Βασιλέας μας, ὁποῦ ἀποχτήσαμεν μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δόξα νά ῾χη τὸ πανάγαθό σου ὄνομα, Κύριε, παντοδύναμε, πολυέλεγε, πολυέσπλαχνε! Τὰ 1833 Γεναρίου 18 ἄραξε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τῆς 20 τοῦ μηνὸς ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ κ᾿ ἔμεινε ὡς παλιὸς φίλος μου καὶ μοῦ εἶπε τῆς ἀρετὲς ὁποῦ ῾χει ὁ Βασιλέας καὶ θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά μας, ὅτι θ᾿ ἀνθίσουνε οἱ ἀγῶνες κάθε πατριώτη κι᾿ ἀγωνιστῆ. Εἰς τῆς 25 ἐβῆκε ὁ Βασιλέας μὲ μεγάλη παράταξη. Τὸν δεχτήκαμεν· πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησία κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ εἰς τὸ Σαράγι. Στάθηκε εἰς τὸν θρόνον· γυροβολιὰ εἰς τὸ δεξιόν του ὁ Ἀρμασμπέρης καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν οἱ ἄλλοι, τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὅλοι οἱ σημαντικοὶ Ἕλληνες. Λέγει ὁ Βασιλέας σὲ ὅλους· «Ἕλληνες! Σὲ τούτη τὴν τρυφερή μου ἡλικίαν ἔφυγα ἀπὸ τῆς μητρός μου καὶ πατρός μου τῆς ἀγκάλες καὶ ἦρθα ν᾿ ἀγωνιστῶ μ᾿ ἐσᾶς τοὺς γενναίους Ἕλληνες. Δὲν ἐπιθυμῶ ἄλλο τίποτας ἀπὸ σᾶς· ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας καὶ ὑποταγὴ – καὶ θέλω σας εὐτυχήσῃ». Δὲν τὸ ῾καμεν κανένας τὴν ἀπάντησιν. Τότε τοῦ λέγω ἐγὼ· «Θεία χάρη θέλησε νὰ μᾶς δυναμώση καὶ νὰ μᾶς σώση ἀπὸ τὴν τυραγνίαν τοῦ Σουλτάνου καὶ σήμερα ἀξιωθήκαμεν ν᾿ ἀπολάψωμεν τὸν Βασιλέα μας. Ἐμεῖς ἔχομεν χρέος νὰ σὲ ἀκοῦμεν καὶ νὰ σὲ φυλάμεν μὲ τὴν ζωή μας, καὶ ἡ Μεγαλειότη σου βάλε τὴν δικαιοσύνη σου εἰς τὰ δεινά μας. Ζήτω ὁ Βασιλέας καὶ οἱ εὐεργέτες μας Δύναμες!» Καὶ φύγαμεν. Τότε τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας κι᾿ ὁ Βασιλέας ρώτησαν τὸν Ἁγιντὲκ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ὁποῦ ἀπάντησε εἰς τὸν λόγον του. Καὶ εἶπε τ᾿ ὄνομά μου καὶ μίλησε ὡς φίλος μου εἰς τὴν Μεγαλειότη του κι᾿ Ἀντιβασιλείαν. Ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι μου ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅλα αὐτά· καὶ μοῦ λέγει· «Εἶμαι ἀποστελμένος ἀπὸ τὸν Βασιλέα – τί χάρη ζητᾶς νὰ σοῦ δοθῆ;» Μπαυαρέζικη χοντροκομμένη δολερὴ πολιτική! Μία αὐτείνη. Ὅταν πρωτοῆρθε εἰς τὸ σπίτι μου ὁ φίλος μου γκενερὰλ Ἁγιντὲκ μὲ ρώτησε νὰ μάθῃ τί κάνω. «Τώρα, τοῦ λέγω, ὁ ἀγώνας τελείωσε καὶ δουλειὰ δὲν ἔχω. Παιδιὰ μαστορεύω καὶ φκειάνω· ἔχω καμπόσα καὶ τὸ σακκὶ εἶναι γιομάτο καὶ γλήγορα θ᾿ ἀδειάση. Μοῦ λέγει, νὰ μοῦ δώσης τὸ παιδὶ νὰ τὸ βαφτίσω ἐγώ. – Τοῦ λέγω, σὰν γεννηθῆ εἶναι δικό σου». Πρῶτα γενήκαμεν μ᾿ αὐτὸν κουμπάροι καὶ δεύτερα μὲ ρωτάγει τί χάρη ζητῶ ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Τοῦ λέγω· «Καμμίαν χάρη ἀτομικὴ δὲν θέλω· ὅτι διὰ τῆς θυσίες τῶν ἀγωνιστῶν – ὁ Θεὸς τοὺς βράβεψε· καὶ γενικῶς οἱ ἀγῶνες τῶν Ἑλλήνων ἄνθισαν κι᾿ ὅλον τὸν καρπὸ τοῦ ἀγώνα μας θὰ τὸν χαροῦμεν μαζί. Ὅτι μαζὶ ἀγωνιστήκαμεν καὶ τὰ βραβεῖα μαζὶ πρέπει νὰ τ᾿ ἀπολάψωμεν». Μὲ βιάζει νὰ εἰπῶ τί καλὸ ζητῶ ἐγώ. Τοῦ εἶπα τί ζητῶ κ᾿ ἐγὼ· «Ζητῶ νὰ ἔχετε ὁμόνοιαν ἀναμεταξύ σας ἐσεῖς οἱ μεγάλοι καὶ σοφοὶ ἄντρες τῆς Μπαυαρίας, ὁποῦ ἀξιωθήκαμεν νὰ μᾶς κυβερνήσετε ὅσο νὰ ἠλικιωθῆ ὁ Βασιλέας μας νὰ μᾶς κυβερνήσῃ· ἐσεῖς νά ῾χετε ἀρετὴ κι᾿ ἀπὸ αὐτείνη νὰ δώσετε καὶ τοῦ Βασιλέως· κι᾿ ὅταν θὰ κολλήσῃ εἰς τὸν θρόνον νὰ ῾βρη τὸν ἴδιον δρόμον. Καὶ μίαν ἄλλη χάρη θέλω· δι᾿ ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ θελήσετε ν᾿ ἀνταμείψετε νὰ σᾶς φκειάσω κ᾿ ἐγὼ ἕναν κατάλογον, καὶ διὰ ὅσους θὰ σημειώσω δίνω ἐγγύγηση μὲ τὴν ζωή μου εἰς τὴν ῾λικρίνειάν τους – νὰ βάλετε τίμιους ἀνθρώπους νὰ σᾶς βοηθήσουν ῾λικρινώς, ν᾿ ἀλαφρωθοῦνε τὰ δεινά μας». Μὲ μεγάλη εὐκαρίστηση δέχτη αὐτὸ ἡ Γενναιότη τοῦ κ᾿ ἔφυγε. Τὸν ἔφκειασα τὸν κατάλογον καὶ τὸν ἔδωσα, παρουσιάζοντας καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τοὺς συντρόφους του.
Ἔκαμαν ἕνα μπάλλο οἱ πολίτες τ᾿ Ἀναπλιοῦ· συνεισφέραμεν ὅλοι καὶ προσκαλέσαμεν τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία, Ἀντιπρέσβες καὶ Ναυάρχους κι᾿ ἄλλους σημαντικοὺς ξένους. Οἱ πολίτες εἶχαν μὲ τί τάξη νὰ γένωνται ὅλα εἰς τὸ μπάλλο καὶ νὰ γένῃ κ᾿ ἕνας χορὸς Ἑλληνικὸς καὶ νὰ τὸν πρωτοσύρω ἐγώ. Μπῆκα καὶ τὸν πρωτόσυρα. Τότε μ᾿ ἔπιασαν πολλοὶ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ συχαργιάστηκαν. Μὲ πιάνει κι᾿ ὁ γκενερὰλ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ λέγει ὅτ᾿ εἶμαι τὸ πρῶτο τάμα. Τὴν αὐγὴ μὲ πῆρε εἰς τὸ κονάκι του καὶ μοῦ λέγει· «Τὸ παιδί σου θὰ τὸ βαφτίσῃ ὁ ἴδιος ὁ Βασιλέας» – μου τὸ ζήτησε κι᾿ ὁ μόνος εἶμαι εἰς τὴν βασιλικὴ εὔνοιαν καὶ τῆς Ὑψηλῆς Ἀντιβασιλείας. Μὲ διόρισαν πρώτον ταματάρχη – θὰ γένουν δέκα τάματα κι᾿ ὁ πρῶτος νὰ εἶμαι ἐγώ, νά ῾χω ὑποταματάρχηδες τὸν Γιαννάκη Κότζικα, γαμπρὸ τοῦ Τρικούπη, καὶ τὸν Θανασούλα, ἀνιψιὸ τοῦ Βαλτηνοῦ, καὶ λοχαγοὺς τὸν Κλήμακα, τὸν Σκουρτανιώτη, τὸν Μπερμπίλη, τὸν Τρακοκομνᾶ. Ὁ Θανασούλας λοχαγὸς – τὸν κάνουν ὑποταματάρχη, οἱ τέσσεροι ταματάρχηδες – τοὺς κάμαν λοχαγούς. Ἐγὼ χιλίαρχος – μὲ κάνουν ταματάρχη. Μοῦ εἶπαν θὰ μοῦ δώσουν πρὸς τιμή μου καὶ τὴν σημαία τοῦ Καραϊσκάκη καὶ τρουμπέτες καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Δῆμο Λιούλιας ὑποταματάρχης – ταματάρχης χωρὶς θυσίες κι᾿ ἀγῶνες. Τὸν Βελέντζα – ἦταν ταματάρχης, τὸν κάνουν ὑποταματάρχη εἰς τὴν ὁδηγία τοῦ Λιούλια, ὅτ᾿ εἶναι συγγενὴς τοῦ Μπότζαρη. Τὸν Νάση Νίκα, συγγενῆ τοῦ Μπότζαρη, ταματάρχη. Ὁ Ντεληγιώργης, φρούραρχος τοῦ Μισολογγιοῦ εἰς τὸν πόλεμον, ὑποταματάρχης ἀπὸ κάτου τὸν Κουτζονίκα. Κι᾿ ἄλλα τέτοια στραβὰ πλῆθος.
Διὰ νὰ γνωρίσω τί τρέχει καὶ μὲ τί δικαιοσύνη θ᾿ ἀρμενίσωμεν ἔκανα τὸν κουτὸ κ᾿ ἔδειχνα κι᾿ ἀφοσίωσιν πολλή. Τοῦ λέγω τοῦ Ἀϊντέκ· «Τούτους τοὺς ἄλλους τοὺς τρανοὺς τί θὰ τοὺς κάμετε; – Θὰ τοὺς δώσουμεν ἕνα κόκκαλο ξερὸ καὶ νὰ τραβοῦνε ὅσο νὰ τελειώσουνε αὐτεῖνοι καὶ τὰ δόντια τους». (Πολλὰ καλὰ θὰ τοὺς κάμετε· δικαιοσύνη, ἔλεγα μόνος μου, κ᾿ ἐσεῖς καντάρια ἔχετε καὶ κρίμα ῾στὴν πατρίδα κ᾿ ἐμᾶς μαζί). Τότε τοῦ λέγω· «Ἐγὼ κι᾿ ἁπλὸ στρατιώτη νὰ μὲ βάλετε στρέγω διὰ τὴν ἀγάπη τῆς πατρίδας μου. Ὅμως ἐδῶ δουλεύει ἀδικία· καὶ δὲν εἶναι δικές σας γνῶσες αὐτές, εἶναι ἀλλουνών· καὶ δὲν θὰ πάμεν καλά». Ἐγὼ τὸ εἶπα ἀπαθής. Ὁ φίλος μου ὁ Ἀϊντὲκ ἐπειράχτη καὶ μὸ ῾κρινε μὲ πολὺ φαρμάκι· «Ὅ,τι σας λένε αὐτὸ θὰ κάμετε καὶ γνῶμες δὲν μπορεῖτε νὰ δώσετε, ὅτι ἡ Μπαυαρία ἔχει τριάντα χιλιάδες μπαγεννέτα καὶ φέρνει ἐδῶ καὶ σᾶς ὑποτάζει. Τότε βρέθηκα εἰς θέση δεινή· νὰ μὴν μιλήσω δὲν μποροῦσα, ὅτι ἀδικιώνταν οἱ ἀγωνισταὶ καὶ βραβεύονταν οἱ κόλακες. Τοῦ λέγω· «Δυστυχία μας τῶν καϊμένων!» Κακὰ καὶ ψυχρὰ θὰ πάμεν. Ἐγώ σου μίλησα ἀλλοιῶς κι᾿ ἐσύ μου ἀπαντεῖς διαφορετικὰ μὲ «μπαγεννέτα». Σᾶς λέγω ὡς φίλος νὰ πασκίσετε καὶ τὸν Βασιλέα κ᾿ ἐσᾶς ν᾿ ἀγαποῦμεν κι᾿ ὄχι νὰ σᾶς φοβώμαστε. Ὅτι τὸν κιοτὴ χίλιες φορὲς νὰ τὸν ἔβρης κιοτὴ καὶ νὰ τὸν χτυπᾶς, πάγει καλά· μιὰ νὰ σὲ χτυπήσῃ, δὲν σὲ φοβᾶται πλέον. Κι᾿ αὐτείνη ἡ πατρίδα δὲν λευτερώθη μὲ παραμύθια, λευτερώθη μ᾿ αἵματα καὶ θυσίες· κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε βασίλειον – κι᾿ ὄχι νὰ βραβεύωνται ὁλοένα οἱ κόλακες, κ᾿ οἱ ἀγωνισταὶ ν᾿ ἀδικιῶνται. Ὅτι ὅταν σκοτώνονταν οἱ ἀγωνισταί, αὐτεῖνοι κοιμώνταν. Κι᾿ ὅσο ἀγαπῶ τὴν πατρίδα μου δὲν ἀγαπῶ ἄλλο τίποτας. Νὰ ῾ρθῆ ἕνας νὰ μοῦ εἰπῆ ὅτι θὰ πάγη ὀμπρὸς ἡ πατρίδα, στρέγομαι νὰ μοῦ βγάλη καὶ τὰ δυό μου μάτια. Ὅτι ἂν εἶμαι στραβός, καὶ ἡ πατρίδα μου εἶναι καλά, μὲ θρέφει· ἂν εἶναι ἡ πατρίδα μου ἀχαμνά, δέκα μάτια νά ῾χω, στραβὸς θὰ νὰ εἶμαι. Ὅτι ῾σ αὐτείνη θὰ ζήσω, δὲν ἔχω σκοπὸν νὰ πάγω ἀλλοῦ. – Μοῦ λέγει, τὸν Βασιλέα δὲν τὸν ἀγαπᾶς; – Ὄχι, τοῦ λέγω· δὲν ξέρω ψέματα. Ὅταν χαθῆ ἡ πατρίδα μου, οὔτε αὐτὸς μ᾿ ἔχει ὑπήκογόν του, οὔτε ἐγὼ βασιλέα. Καὶ δι᾿ αὐτὸ χρειάζεται δικαιοσύνη ἀπὸ σᾶς, κι᾿ ὄχι φοβέρτες μὲ μπαγεννέτες.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε ὁ Ἀϊντὲκ τὸν διερμηνέα του νὰ μοῦ μιλήσῃ νὰ πάγω νὰ τὸν ἀνταμώσω εἰς τὸ σπίτι του. Ὁ διερμηνέας ἦταν ἕνας Σέρβος ἀγωνιστής, Ἕλληνας. Ἔρχεται, μοῦ κάνει μίαν μετάνοια, ἄλλη καὶ σκύβει νὰ μοῦ φιλήσῃ τὸ ποδάρι. Ἐγώ, ὡς διερμηνέας ἑνοῦ Ἀντιβασιλέως, ἐσηκώθηκα· τοῦ λέγω· «Τ᾿ εἶναι τὸ «ἀφέντη» καὶ ἡ κατηγόρια ὁποῦ μοῦ κάνεις; – Μοῦ λέγει, δὲν σοῦ κάνω τίποτας κατηγόρια· τιμὴ θέλω νὰ σοῦ κάνω. Ἐσὺ ξέρεις, ὅσοι μιλοῦνε μὲ τὸν γκενερὰλ Ἁγιντὲκ – εἶναι ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὴν γλώσσα μας καὶ παραστέκομαι ἐγώ. Ἀδελφέ, τὰ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικοὺς καὶ θρησκευτικοὺς ὁποῦ μιλοῦν – εἶναι ὅλοι θερία· δὲν λένε τὰ συνφέροντα τῆς πατρίδος, ἀλλὰ καθένας ἔχει τὴν ῾διοτέλειάν του καὶ κατηγορεῖ ἕνας τὸν ἄλλον. Καὶ τὰ λόγια ὁποῦ ἄκουσα ἀπὸ ῾σένα εἶναι νὰ σοῦ φιλήσω τὸ ποδάρι. Καὶ μοῦ λέγει, ἡ πατρὶς δὲν θὰ πάγη ὀμπρός, ὅτ᾿ οἱ μπερμπάντες εἶναι πολλοί. Ἄκουσα ἐγὼ τὰ λόγια τους ὁλουνῶν καὶ θ᾿ ἀναχωρήσω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Κι᾿ αὐτὸ προσμέναμεν οἱ ἀγωνισταί;» Τὸν περικάλεσα νὰ μείνη καὶ νὰ μιλῆ κι᾿ αὐτὸς τοῦ Ἁγιντέκ. Σὲ τρεῖς τέσσερες μῆνες, ἀκούγοντας τέτοιους πατριωτισμούς, πάγει κρυφίως εἰς τὴν δουλειά του, ἔφυγε ἀπὸ ῾δω.
Σηκωθήκαμεν πήγαμεν εἰς τὸν Ἁγιντέκ, ὁποῦ τὸν ἔστειλε νὰ πάγω. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, μοῦ λέγει· «Σὲ ὁρκίζω εἰς τ᾿ ὄνομα τῆς πατρίδος σου καὶ τοῦ Βασιλέως, τὸν κατάλογον ὁποῦ θὰ σοῦ δείξω νὰ μοῦ εἰπῆς τὴν ἀλήθεια, σὲ ποιὰ εἶναι δίκιος καὶ σὲ ποιὰ εἶναι ἄδικος, διὰ νὰ τοὺς βαθμολογήσωμεν, νὰ μὴν γένουν παράπονα. Ὅτι τῆς Ἀντιβασιλείας τῆς εἶπα τὰ ὅσα μου εἶπες καὶ σὲ παίνεψαν εἰς τὸν πατριωτισμόν σου· ὅτι κι᾿ ὄντως εἶσαι ἐκεῖνος ὁποῦ σὲ γνώριζα. – Τοῦ λέγω, ὅταν σας ἀπατήσω νὰ δώσω λόγον εἰς τὸν Θεόν». Ἐκεῖνοι διάβαζαν κ᾿ ἐγὼ τοὺς ἔλεγα. Τοῦ εἶπα πρώτα· «Ἐγὼ δὲν θέλω βαθμό· δούλεψα τὴν πατρίδα μου ὅσο ποὺ κόλλησα εἰς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ μὲ κίντυνους καὶ μὲ πληγὲς καὶ μὲ θυσίες. Τὸν πέταξα καὶ μπῆκα εἰς τὸ ταχτικὸν ἁπλὸς στρατιώτης διὰ νὰ πάγη ὀμπρός. Αὐτό σου εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὸν Φαβγὲ κι᾿ ἄλλους καὶ εἶναι καὶ ἡ ἀναφορά μου εἰς τὰ πραχτικὰ τῆς Κυβέρνησης καὶ οἱ ῾φημερίδες τὸ λένε. – Μοῦ λέγει, τὸ ξέρω. – Καὶ εἰς τὴν ἡμέρα τοῦ Βασιλέως μου πάλε κάνω τὸ ἴδιον. – Λέγει, ὁ Βασιλέας δὲν θέλει νὰ τὸν δουλέψουν οἱ ἀξιωματικοὶ ὡς ἁπλοὶ στρατιῶτες. Ὁ βαθμὸς ὁποῦ θὰ δώσῃ εἰς τοὺς Ἕλληνες ὁ πρῶτος εἶναι τοῦ ταματάρχη καὶ δὲν εἶναι ἄλλος βαθμὸς ἀνώτερος. – Μ᾿ ὅρκισες εἰς τὸ ὄνομα τῆς πατρίδας μου καὶ τοῦ Βασιλέως μου νὰ σοῦ εἰπῶ τί γνωρίζω καὶ θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ ἐλεύτερα καὶ μὲ σέβας· καὶ εἰς τὴν ἀλήθειά μου καὶ τὸν θάνατον τὸν δέχομαι, ὅτι, σοῦ εἶναι γνωστόν, πολλὲς βολὲς πλησίασα εἰς αὐτὸν καὶ δὲν μὲ πῆρε· καὶ τὸν καταφρονῶ εἰς τὸ ἑξῆς καὶ πεθαίνω εἰς τὴν ἀλήθειά μου. Αὐτοὺς τοὺς βαθμοὺς ὁποῦ μου λές, γκενεράλη μου, εἶναι ἀδικία εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς, ὅτι ἐτοῦτος ὁ τόπος, ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας νὰ βασιλέψη καὶ τοῦ λόγου σας Ἀντιβασιλεῖς, ἦταν σκλαβωμένος τόσα χρόνια ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ εἶχε γένη ρουμάνι, βάλτος, ἀγκαθιά, κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ ἀγωνισταὶ τὸν δούλεψαν μὲ τὸ ψωμί τους, μὲ τὸ τζαρούχι τους, μὲ τὸ ντουφέκι τους, μὲ τὸ φουσέκι τους· γιόμωσαν, ἐπότισαν τὴν γῆς αἷμα, τὴν Τουρκιὰ καὶ σκλάβους τούρκεμα τοὺς Χριστιανούς. Καὶ οἱ σκοτωμένοι ἄφησαν χῆρες γυναῖκες καὶ ἀρφανά· κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾ταν νοικοκυραῖγοι ἔγιναν διακονιαραῖγοι, ὅτι θυσιάσαν τὸ δικόν τους εἰς τὰ δεινὰ τῆς πατρίδος, ὅταν κιντύνευε. Ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστάς. Τοὺς ἄλλους, τοὺς διαφταρμένους, τοὺς γνωρίζεις ἡ Ἐξοχότη σου πολὺ καλά. Διὰ νὰ ρουφήξουν τὴν πατρίδα κ᾿ ἐθνικὰ ὅλο συχνοὺς ἐφύλιους πολέμους ἔκαναν καὶ φατρίες· καὶ εἶναι ἄλλος Ἄγγλος, ἄλλος Γάλλος κι᾿ ἄλλος Ροῦσσος. Κι᾿ αὐτὸ δὲν σβένει ἀπὸ αὐτούς. Διὰ νὰ τὸ σβέσετε, διὰ νὰ στερεωθῆ ἡ πατρίδα κι᾿ ὁ Βασιλέας, χρειάζεται δικαιοσύνη νά ῾χετε καὶ ῾λικρίνεια καὶ μ᾿ αὐτὸ κάνετε συντρόφους τῆς πατρίδος ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς. Κατὰ τοὺς ἀγῶνες τοῦ κάθε ἑνοῦ νὰ τοῦ δώσετε τὸν βαθμὸν ὁποῦ ἀπόχτησε μὲ τὸ αἷμα του. Κι᾿ ἂν ἔκαμεν κανένας κατάχρησιν, νὰ φκειάσετε μιὰ ῾πιτροπή, νὰ κάμη μίαν προκήρυξη καὶ νὰ λέγη κάθε ἐπαρχία νὰ κάμη μίαν τοπικὴ συνέλεψη καὶ νὰ διορίση τοὺς πλέον καλύτερούς του τόπου, ὁποῦ νὰ ξέρη ποιὸς ἀγωνίστη, ποιὸς σκοτώθη, ποιὸς σκλαβώθη καὶ τί φαμελιὰ ἔχει ὁ καθείς· ποιὸς ἔκανε τὸ ἐμπόριόν του καὶ δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον· ποιὸν καπετάνο εἶχε ἡ κάθε ἐπαρχία καὶ τί μιστοὺς ἔχει πλερώση καὶ τί τοῦ πλέρωσε ἡ διοίκηση. Κι᾿ ἀπὸ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τῆς κάθε ἐπαρχίας μὲ τοὺς τοπικοὺς καταλόγους – καὶ νὰ ξέρη καὶ τῆς ἐθνικὲς γὲς – νὰ συναχτοῦν ἀπ᾿ οὖλες της ἐπαρχίες καὶ νὰ τοὺς βάλετε σὲ ἕναν ὅρκον, νὰ τοὺς εἰπῆτε ὅποιος κρύψη αὐτὰ καὶ τὰ ὑποστατικὰ τὰ ἐθνικὰ θὰ παιδεύεται κακά. Κι᾿ αὐτοὺς ὅλους νὰ τοὺς κάμετε μίαν ἐπιτροπὴ καὶ νὰ πάρουν καὶ τὰ πρωτόκολλα τοῦ Κράτους καὶ νὰ βάλουν κ᾿ ἕναν πρόεδρον μὲ συνείδηση καὶ νὰ καθίσουνε νὰ τηράξουνε ποιὸς δούλεψε, ποιὸς τήραγε τὸ ἐμπόριόν του καὶ τώρα ζητεῖ δικαιώματα. Κι᾿ ἀφοῦ ἡ ῾πιτροπή ἰδῆ ὅλα αὐτά, τότε νὰ δικαιώση τοὺς ἀγωνιστᾶς, θαλασσινοὺς καὶ στεργιανούς, πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς. Νὰ δώσετε εἰς τοὺς ἁπλοὺς πενήντα στρέμματα γῆς, ὁποῦ ῾ναι μιλλιούνια καὶ κάθεται χέρσα, κι᾿ ἀπὸ πεντακόσια ὡς χίλια γρόσια, ὁποῦ ῾ναι τὸ τάλλαρον εἴκοσι ἕνα καὶ μισὸ γρόσι. Καὶ κατ᾿ ἀναλογίαν νὰ πᾶτε ἀπὸ τὸν ἁπλὸν στρατιώτη ὡς τὸν βαθμὸ τοῦ χιλιάρχου, αὐτὸν τὸν βαθμὸν ὁποῦ γνώρισε κι᾿ ὁ Καποδίστριας. Διὰ τῆς κατάχρησες τῶν ἐθνικῶν πραμάτων, ὁποῦ ἔγιναν καμπόσοι κόντηδες, ὁποῦ ἦταν καντιποτένιοι, νὰ τὰ πάρετε ὀπίσου· ἀφοῦ τοὺς δώσετε βαθμὸν καὶ γῆς καὶ χρήματα, τότε νὰ τοὺς ζητήσετε αὐτά. Κι᾿ ὅ,τι ζητεῖ ἀπὸ τὸ Ἔθνος ὁ κάθε ὁπλαρχηγός, ἀπὸ μιλλιούνι καὶ κάτου, ἀφοῦ τοῦ πλερώνετε τὸ δίκιον του καὶ τοὺς στρατιῶτες καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων κι᾿ ἀρφανᾶ, ἄλλο τίποτας δὲν τοῦ χρωστάγει ἡ πατρίς. Καὶ μ᾿ αὐτὸ πλερώνετε ὅλους τοὺς ἀγωνιστὰς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ κι᾿ ὅσους θυσιάσαν ἀπὸ αὐτὲς τῆς ῾πηρεσίες· καὶ βάλτε τὸ πολὺ δυὸ τρία ἢ καὶ τέσσερα μιλλιούνια γρόσια νὰ πλερωθοῦν ὅλοι καὶ νὰ λευτερώσετε ἀπὸ τῆς μεγάλες ἀπαίτησες τοῦ κάθε ἑνοῦ τὴν πατρίδα. Κι᾿ ἀφοῦ κάμετε αὐτά, τότε θέλετε στρατέματα; Πέστε τοῦ κάθε ἑνοῦ· «Ὅ,τ᾿ εἴχετε νὰ λάβετε διὰ τοὺς ἀγῶνες σας καὶ θυσίες τὸ λάβετε ἀπὸ τὴν πατρίδα σας ὡς ἀγωνισταί. Τώρα θὰ μπῆτε εἰς τὴν ῾πηρεσία ὡς κοπέλια τῆς πατρίδας· τοῦτα τὰ χρέη θὰ κάνετε, τοῦτον τὸν μιστὸν θὰ παίρνη ὁ καθείς. Ἂν δουλεύη τιμίως, θὰ δοξάζεται· ἀτίμως, τότε οἱ νόμοι θὰ τὸν κρίνουν». Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ γένουν οἱ Ἕλληνες νοικοκυραῖοι καὶ θὰ πλουτήνη καὶ τὸ ταμεῖον. Καὶ ἡ πατρίδα θὰ φύγῃ ἀπὸ «τὰ δικαιώματά μας», ὁποῦ ζητεῖ ὁ καθένας. Κ᾿ ἐγὼ ἔχω νὰ λάβω διὰ παλιοὺς μιστοὺς πολλὲς χιλιάδες γρόσια – αὔριον φκειάνω τὴν ἀναφορά μου καὶ τὰ προσφέρνω ἐγὼ πρῶτος καὶ δίνω τὸ παράδειγμα».
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὅλα ὁ Ἁγιντέκ μου εἶπε· «Εἶναι λαμπρὰ ἡ συνβουλή σου κι᾿ ὁ πατριωτισμός σου. – Ἂν τὸν βάλετε ὀμπρός, τοῦ εἶπα, τότε εἶναι λαμπρός, εἰδὲ εἶναι πονοκεφαλισμὸς καὶ λόγια ξερά. Κι᾿ ἂν γένουν αὐτὰ καὶ δὲν ἀκούσετε τοὺς ἀπατεῶνες, τότε θὰ λέγεστε σωτῆρες τῆς πατρίδος καὶ Βασιλέως καὶ θὰ δοξάζεται τ᾿ ὄνομά σας ὅσο στέκει ἡ Ἑλλάς. – Φεύγω, μοῦ εἶπε, δὲν σοῦ λέγω τίποτας, καὶ πάγω ν᾿ ἀνταμώσω καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέλη τῆς ῾πιτροπής τῆς Ἀντιβασιλείας». Πῆγε καὶ τοὺς τὸ εἶπε κ᾿ εὐκαριστήθηκαν. Μοῦ εἶπαν νὰ φκειάσω ἐνγράφως τὴν ἰδέα μου. Τὴν ἔφκειασα· ἔφκειασα καὶ μίαν ξεχωριστῆ ἀναφορὰ κ᾿ ἔλεγα· «Ἔξοχοι Ἀντιβασιλεῖς! Οἱ κυβέρνησες τῆς πατρίδος μου μ᾿ ἔστειλαν σὲ διάφορες ἐκστρατεῖες, εἰς τὰ δεινά της πατρίδος μου. Αὐτὲς εἶναι οἱ διαταγές της, αὐτὰ εἶναι τὰ εὐκαριστήρια, τί ἔκαμα μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, αὐτοὶ εἶναι οἱ κατάλογοι τῶν ἀνθρώπων, αὐτὲς εἶναι οἱ ἐθνικὲς ὁμολογίες (ὅλα ἐνκλεισμένα εἰς τὴν ἀναφορά μου). Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀγῶνες ἐκεινῶν ὁποῦ ῾χα μαζί μου καὶ πολεμοῦσαν εἰς τὴν κάψη τοῦ ἥλιου καὶ εἰς τὸ πάγος τοῦ χειμῶνος. Σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι· ἄφησαν χῆρες γυναῖκες κι᾿ ἀρφανὰ παιδιά. Διαβάστε τὰ ἔνγραφα, καὶ νὰ τοὺς δικιώσετε. Κι᾿ ὅσοι σκοτώθηκαν καὶ δὲν ἔχουν συγγενεῖς, νὰ μείνουν εἰς τὸ ταμεῖον τὰ δικαιώματά τους».1
Ἔστειλα τὴν ἀναφορά μου τοῦ Μιαούλη τοῦ ῾πασπιστού τῆς Μεγαλειότης του. Εὐκαριστήθη πολύ, ἀφοῦ εἶδε τὴν ἀναφορά μου μ᾿ ὅλα τὰ ἔνγραφα. Τὰ εἶδε καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Πῆραν τὴν εὐκαρίστησιν ἀπὸ ῾μένα· «κ᾿ ἐπαινοῦν τὸν πατριωτισμό μου· καὶ εἶμαι ὅλως διόλου ὁ πιστός της πατρίδος καὶ Βασιλέως». Καὶ μ᾿ ὀνόμασαν τάσι φαρφουρένιον ἀμόλυντο, ὅτι τοὺς ἄλλους πολλοὺς ὁπλαρχηγοὺς καθεμερινῶς ἔρχονταν οἱ κάτοικοι καὶ παρουσιάζονταν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ Ἀντιβασιλεία καὶ δίναν ἀναφορὲς ἀναντίον τους, ὁποῦ τοὺς εἶχαν γυμνώση. Διὰ ῾μέναν καὶ διὰ ὅσους ὁδηγοῦσα ἀρχὴ ὡς τέλος μας γλύτωσε ὁ Θεὸς καὶ κανένα πρωτόκολλο οὔτε τοῦ Κράτους γενικῶς, οὔτε τῆς Κυβέρνησης δὲν εἶναι μολεμένα. Παρουσιάστηκα εἰς τὴν Μεγαλειότη του καὶ πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν διὰ τὴν καλή μου διαγωή· κ᾿ εὐκαριστήθη διὰ τὴν ἀναφορά μου, ὁποῦ τοῦ ἀνάφερα τῆς παλιές μου δούλεψες, καὶ διὰ τὰ ὡραῖα ἀγάλματα. Τοῦ εἶπα· «Ὡς διὰ τῆς δούλεψες ἡ Μεγαλειότη σου εἶσαι γενικὸς πατέρας καὶ οἱ ὑπήκοοί σου εἶναι τὰ παιδιά σου καὶ νὰ τὰ δικιώσης. Τ᾿ ἀγάλματα εἶναι γερὰ πράματα, τὰ προσφέρνω δῶρον εἰς τὸν γενικὸν πατέρα νὰ χρησιμέψουν διὰ τὴν πατρίδα μας. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες ἔκαμαν τὰ χρέη τοὺς πρὸς τὴν πατρίδα κι᾿ ἂν κάμαμεν καὶ μεγάλα λάθη ἀναμεταξύ μας, τώρα ὁποῦ κόπιασες ἡ Μεγαλειότη σου θέλομεν δουλέψη μὲ πίστη κι᾿ ἀφοσίωσιν· καὶ νὰ εἶναι εἰς τὴν εὔνοιάν σου οἱ ἀγωνισταί, θρησκευτικοί, πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ νὰ βάλης τ᾿ ἀγαθά σου αἰστήματα νὰ δικιωθοῦν ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ἔγεινε βασίλειον ἡ πατρίς· καὶ νὰ μὴν ἀκοῦς τοὺς ἀπατεῶνες, ὅτι αὐτεῖνοι κατήντησαν τὴν πατρίδα σὲ κίντυνον». Μοῦ εἶπε ἡ Μεγαλειότης τοῦ εἶναι εὐκαριστημένη καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία ἀπ᾿ ὅσα τῆς εἶπα καὶ θὰ γένουν ὅλα· καὶ νὰ πάγω νὰ τὴν ἀνταμώσω. Ὁ μαρσιάλης τοῦ παλατιοῦ ὅταν ἐβήκα μὸ ῾δωσε μίαν καρφοβελόνα δῶρο βασιλικὸν – κάνει καμμιὰ εἰκοσαριὰ τάλλαρα. Ἔστειλε καὶ τον᾿ τοῦ Μιαούλη καὶ μοῦ βάφτισε τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔβγαλε Ὄθωνα. Μ᾿ ἀντάμωσαν κι᾿ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας. Ὁ Ἀρμασμπέρης μ᾿ ἔπαιρνε κάθε καιρὸν εἰς τὸ τραπέζι τοῦ – μ᾿ εἶχε συστημένον ὁ Θίρσιος.
Ἀφοῦ μ᾿ ἀντάμωσαν τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας μου εἶπαν ὅσα εἶχα μιλήσῃ τοῦ Ἁγιντὲκ καί, κατὰ ὁποῦ ῾γραψα, εἶναι πατριωτικὴ ἡ γνώμη μου καὶ θὰ τὰ κάμουν ὅλα. Καὶ μὲ τὸν Ἁγιντὲκ νὰ μιλήσωμεν οἱ δυό μας διὰ τοὺς ἀγωνιστᾶς ὁποῦ θὰ γένουν τὰ τάματα, νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χουν δικαιώματα. Καὶ νὰ μιλήσω μ᾿ αὐτόν, ὅτ᾿ εἶναι ῾στὰ στρατιωτικά. Μίλησα μὲ τὸν Ἁγιντὲκ καὶ τοῦ εἶπα μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ τὸ δίκιον. Ἀφοῦ τὸ ῾μαθαν οἱ καλοθελητάδες τῶν ἀγωνιστῶν Μαυροκορδάτος, Κωλέτης, Μεταξάς, Τρικούπης, Ζαΐμης, Λόντος κι᾿ ὁ Κώστα Μπότζαρης ἐπῆγαν καὶ τὰ χάλασαν ὅλα κατὰ τὸ κέφι τους· καὶ διὰ νὰ βάλουν σὲ διχόνοια τὸ στρατιωτικόν, νὰ τὸ ἀφανίσουνε, γκρεμίζουνε καὶ τοὺς ὑποταματάρχηδες – καὶ νὰ εἶναι μόνον ταματάρχες καὶ λοχαγοί. Τότε δι᾿ αὐτὸ καὶ διατὶ βάλαν εἰς τὰ τάματα ὅσους δὲν εἶχαν δικαιώματα, ἔπεσε διχόνοια μεγάλη. Τὸ στρατιωτικὸν ἦταν ὅλο εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ χωριὰ τοῦ νηστικὸν καὶ δυστυχισμένο. Κάμαν κάτι φροντιστᾶς ἐπίτηδες νὰ μὴν τοὺς μεράζουν ταχτικῶς τὸ ψωμὶ τους· ἄφιναν τοὺς ἀνθρώπους νηστικούς. Ἀπὸ ῾κοσιπένταρχον κι᾿ ἀπάνου τοὺς ἀξιωματικούς τους σήκωσαν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες. Τοὺς στρατιῶτες τοὺς ἄφιναν νηστικοὺς καὶ τοὺς ἔλεγαν νὰ κινηθοῦν ἀναντίον τοῦ Βασιλέως κι᾿ Ἀντιβασιλείας, διὰ νὰ βγοῦνε οἱ πολιτικοί μας ἀληθινοί, ὅτι ὅλοι οἱ στρατιωτικοὶ εἶναι λησταὶ ἀπὸ μικρὸν ὡς μεγάλον, ν᾿ ἀποδείξουν τί θερία εἶναι αὐτεῖνοι οἱ στρατιωτικοὶ – κινιῶνται κι᾿ ἀναντίον τοῦ Βασιλέως (κι᾿ ὅ,τι ἁρπαγὴ κάναν αὐτεῖνοι, οἱ πολιτικοὶ εἶχαν τὸ μερίδιόν τους ὁ καθένας μὲ τὸν δικόν του στρατιωτικόν). Ἀφοῦ μεταχειρίστηκαν τόσες μηχανὲς καὶ κακοσύσταιναν τὸ στρατιωτικὸν καὶ σύσταιναν ὅποιους θέλαν, τοὺς συντρόφους τους, μιλῶ μὲ τὸν Ἁγιντὲκ τὴν ἀδικίαν ὁποῦ γένεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ εἶπα· «Αὐτεῖνοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀποδειχμένη ἡ διαγωή τους· καὶ οἱ πολιτικοί τους ὁ καθένας ἔχει τὸ μέρος του ἀπὸ τοὺς ξένους· καὶ ποτὲς δὲν θὰ ἡσυχάση αὐτὸς ὁ τόπος, νὰ γένωμεν κ᾿ ἐμεῖς ἔθνος καθὼς τ᾿ ἄλλα τὰ ἔθνη· κι᾿ οὔτε τοῦ Βασιλέως θὰ τοῦ δώσετε δρόμον καλόν. Εἶναι τόσοι ἀγωνισταὶ ὁποῦ δυστυχοῦν καὶ τώρα ὁποῦ ῾ρθε ὁ Βασιλέας ἤθελαν νὰ ῾βρούνε τὸ δίκιον τους, νὰ γνωρίσουνε αὐτεῖνοι τὸν Βασιλέα τους κι᾿ ὁ Βασιλέας τοὺς ὑπηκόγους του – καὶ πάλε οἱ σύστασες τοῦ Μαυροκορδάτου ῾περισκύουν μὲ τὸν Ντώκινς, τοῦ Κωλέτη μὲ τὸν σύντροφόν του, τοῦ Μεταξᾶ μὲ τὸν δικόν του. Αὐτεινῶν τὴν κυβέρνησιν καὶ τὰ καλὰ πρὸς τὴν πατρίδα μας τὰ γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ὅτι στάθης τόσον καιρὸν εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ στρατιωτικοῦ εἶναι εἰς τὴν δικαιοσύνην σου καὶ βόηθα τοὺς δυστυχεῖς, ὅτι ἀπὸ αὐτοὺς ὑπάρχει ἡ πατρίς». Μοῦ λέγει ὁ Ἁγιντέκ· «Δὲν ἤρθαμεν νὰ διοικήσουμεν τοὺς ἀγωνιστᾶς μοναχά, κι᾿ ἀποφασίσαμεν ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἀντιβασιλείας νὰ γένουν τρεῖς ἐπιτροπές, μία εἰς τὴν Πελοπόννησο, μία εἰς τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ μία εἰς τὴν Ἀνατολική· ῾στὴν Ἀνατολικὴ σὲ διορίσαμεν πρόεδρον τῆς ἐπιτροπῆς, νὰ ὀργανίσωμεν τὰ στρατέματα ὅσο νὰ διορίσουμεν τὴν ἄλλη ῾πιτροπή νὰ δικιωθοῦν, καθὼς μιλήσαμεν – καὶ τότε θὰ δικιωθοῦν. Νὰ εἶναι τ᾿ ἀσκέρια ῾σ ἕνα μέρος ὅσο νὰ τελειώσουν οἱ ἐπιτροπὲς τῆς ἐργασίες τους. Καὶ οἱ τρεῖς ἐπιτροπὲς νὰ τοὺς ὀργανίσουνε καὶ νὰ ἰδοῦνε ποιὸς ἔχει δούλεψες ἀπὸ ἐξαρχῆς καὶ ποιοὶ εἶναι ὑστερνοί· καὶ νὰ τηράξουν ἀπὸ τοὺς ῾κοσιπένταρχους καὶ κάτου ποιὸς ἔχει φαμελιὰ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ πόσες ψυχὲς ἔχει ὁ καθείς, νὰ ξεκονομιῶνται οἱ ἄνθρωποι ὡς τὴν γενικὴ ῾πιτροπή».
Αὐτὰ μαθαίνοντας οἱ χαραμῆδες οἱ πολιτικοί μας καὶ διὰ νὰ μὴν γένη καλὸ καὶ ἡσυχία εἰς τὸ κράτος, στέλνουν κ᾿ ἀνακατεύουν τοὺς στρατιῶτες καὶ σηκώνονται ὅλοι κ᾿ ἔρχονται ἀναντίον τῆς Ἀντιβασιλείας εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, ὅτι ἦταν νηστικοί. Τότε ὁ Ἀϊντὲκ στέλνει καὶ μὲ παίρνει καὶ βγαίνομεν οἱ δυό μας ἔξω εἰς τῆς Λεῦκες. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν κατ᾿ τοῦ Μιαούλη τὸ περιβόλι ἀκόμα. Μοῦ λέγει ὁ Ἀϊντέκ· «Τί μιλήσαμε οἱ δυό μας δι᾿ αὐτοὺς τοὺς στρατιωτικούς; – κι᾿ αὐτεῖνοι ἔρχονται μὲ τὸ σπαθί τους νὰ πάρουν δικαιώματα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Μίλα τους νὰ πᾶνε πίσου, ὅτ᾿ εἶναι χαμένοι!» Πῆγα καὶ τοὺς μίλησα καὶ γύρισαν χωρὶς νὰ πλησιάσουν. Πέρασαν δυὸ τρεῖς ἡμέρες. Τοὺς ἄφησαν νηστικούς, τοὺς ῾ρέθισαν καὶ οἱ ἀπόστολοι ὁποῦ τοὺς στέλναν – κάναν ἀξιωματικόν της πρώτης τάξης δὲν ἄφιναν νὰ εἶναι μὲ τοὺς στρατιῶτες, νὰ τοὺς ὁδηγάγη. Τότε τοὺς ἀπάτησαν οἱ ἀπόστολοι τῶν ἀπατεώνων. Σηκώνονται ὅλοι κ᾿ ἔρχονται ἀπόξω τῆς Λεῦκες. Ἀνάβουν τῆς μίκιες τῶν κανονιῶν, τοὺς ρίχνεται τὸ ταχτικό, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ τοὺς βαίνουν ὀμπρὸς καὶ τοὺς βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸ κράτος ξυπόλυτους καὶ γυμνοὺς καὶ νηστικούς. Κ᾿ ἔβαλαν ἕναν Τοῦρκον ἀρχηγὸν οἱ ἀγωνισταὶ τῆς πατρίδος ὀνομαζόμενον Ταφὶλ Μπούζη διὰ νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί. Καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἐκεῖ καὶ ρήμαξαν καὶ τὰ γειτονικά μας μέρη· κι᾿ ἔπαθε καὶ ἡ Ἄρτα ὅ,τι ἔπαθε ὅταν μπήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς τὰ 1821. Καὶ πήγαιναν κλαίγοντας, ὅτι φεύγαν ἀπὸ τὴν πατρίδα τοὺς ξυπόλυτοι καὶ γυμνοί, κ᾿ ἔλεγαν· «Πατρίδα, δὲν μᾶς βαστάγει ἡ καρδιὰ νὰ σοῦ κάμωμεν ἐσένα τῆς πατρίδας μας κακό, ὅτι διὰ σένα χύσαμεν τὸ αἷμα μας. Καὶ τώρα πάμεν ῾σ ἐκείνους ὁποῦ πολεμούσαμεν νὰ φάμεν κομμάτι ψωμὶ – ὄχι νὰ προσκυνήσωμεν· νὰ ῾ρθούμεν ἀναντίον σου δὲν τὸ κάνομεν καμπούλι, ὅτι χύσαμεν τὸ αἷμα μας διὰ σένα νὰ γένῃς βασίλειον». Αὐτεῖνοι κι᾿ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ ῾χαν αἴστηση κλαίγαν· καὶ οἱ ἀπατεῶνες γέλαγαν καὶ χαίρονταν ὅτι στείλαν τοὺς ἀγωνιστᾶς εἰς τοὺς Τούρκους νὰ ζήσουνε. Κάρπισε ἡ προκήρυξη τοῦ Ζωγράφου καὶ οἱ κακοὶ σκοποὶ τῶν μακιαβέληδων.
Τότε μὲ φωνάζει ἡ Ἀντιβασιλεία μ᾿ ὀργὴ καθὼς κι᾿ ὁ φίλος μου ὁ Ἁγιντὲκ καὶ μοῦ δίνουν σφοδρὲς διαταγὲς νὰ πάγω εἰς Λεψίνα. Μέλη τῆς ῾πιτροπής ὁ Τουρέτης Γάλλος, ὁ Δυοβουνιώτης κ᾿ ἐγὼ πρόεδρος. Ὅποιος ἔρθη διὰ ν᾿ ἀργανιστὴ εἶχε μιστὸ δώδεκα γρόσια, μισὸ τάλλαρο τὸ μήνα καὶ κάτι ὀλίγο (ὅτι τὸ τάλλαρο εἶναι εἴκοσι ἕνα γρόσι καὶ μισό), καὶ τὸ ψωμί του καὶ τίποτα ἄλλο. Κι᾿ ἂν εἶχε γυναίκα καὶ παιδιά, ἂς ζοῦσαν μὲ τὸν ἀγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι᾿ ἀπὸ τοὺς Μπαυαρεζοαντιβασιλεῖς. Μοῦ δίνουν κ᾿ ἕνα καράβι ἀλεύρι σάπιον νὰ μεράσω εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ θ᾿ ἀργανιστοῦν. Κατὰ τὸν μιστὸν ἦταν τέτοιον καὶ τ᾿ ἀλεύρι – οὔτε τὰ γουρούνια δὲν τὸ τρώγαν. Ἔκατζα καμπόσον καιρὸν ἐκεῖ, ὀργανίσαμεν εἴκοσι ἀνθρώπους, κάτι μπεκρῆδες καὶ τεμπέληδες, καὶ ξόδιασα καὶ σαράντα πέντε ὀκάδες ἀλεύρι. Σηκωθήκαμε καὶ ἤρθαμεν ἐδῶ εἰς Ἀνάπλι. Εὐτὺς ὁποῦ ῾ρθα μὲ τρατάρει ἕνας Φρατζέζος, τὸν λένε Φεράλντη. Ἀφοῦ μὲ τρατάρησε, τὴν ἄλλη ἡμέρα μου φέρνει ἕνα ἀποδειχτικὸν νὰ τὸ ὑπογράψω ὡς πρόεδρος τῆς ῾πιτροπής νὰ πλερωθῆ ἕνα καράβι ἀλεύρι. Τοῦ εἶπα ὄτι· «Ὑπογράφω σαράντα πέντε ὁποῦ ῾λαβα. – Ὄχι, μοῦ λέγει, ἕνα καράβι. – Οὔτε μία ὀκὰ δὲν ὑπογράφω παραπάνου». Μὲ περικαλοῦνε μεγάλοι ἄνθρωποι, Ἀντιβασιλεῖς, νὰ δώσω τὴν ὑπογραφή μου· μὲ περικαλοῦνε οἱ Πρέσβες κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Ζωγράφος. Δὲν θέλησα. Εἶπα καὶ τῶν ἀλλουνῶν μελῶν νὰ μὴν ὑπογράψη κανένας. Ὁ Φεράλντης ἔβγαλε εἰς τὸ μοναστήρι εἰς τὴν Κούλουρη αὐτὸ τ᾿ ἀλεύρι καὶ πῆγε ὅλο χαμένο. Τότε κατάλαβα καὶ οἱ νέοι κυβερνῆται μας εἶναι χερότεροι, κ᾿ ἐλεεινολογοῦσα τὴν πατρίδα, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶπε νὰ τὴν λευτερώση ἀκόμα ῾στ᾿ ἀληθινά, καὶ κρίμα ῾στοὺς κόπους μας· ἐβγιαστήκαμεν, καὶ τὴν πήραμεν εἰς τὸν λαιμό μας.
Θέλουν νὰ μὲ κάμουν ἀρχηγὸν τῆς χωροφυλακῆς. Τοὺς ἔδωσα γνώμη νὰ βάλουν ἀπ᾿ οὔλους τους σημαντικοὺς διὰ νὰ ἑνωθῆ τὸ Κράτος μὲ τὸν Βασιλέα του. Τοὺς κακοφάνη. Διορίζουν τὸν Γραλλιάρη τὸν Γάλλο καὶ μὲ διορίζουν κ᾿ ἐμένα εἰς τὴν ὁδηγίαν του καὶ νὰ βάλω τὰ στενά. «Οὔτε εἰς τὴν ὁδηγίαν τοῦ Γραλλιάρη μπαίνω, τοὺς εἶπα, οὔτε τὰ φορέματά μου βγάζω». Τότε, σὰν δὲν θέλησα νά ῾μπω εἰς αὐτείνη τὴν ῾πηρεσία, πῆρα τὴν ἄδεια καὶ μὲ τὴ φαμελιά μου πέρασα εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅτι εἶδα ὅτι τοῦ κάκου κοπιάζομεν. Καὶ δυστυχία ἐμᾶς καὶ τῆς πατρίδος μας.
1. Εἶχα δυὸ ἀγάλματα περίφημα, μιὰ γυναίκα κι᾿ ἕνα βασιλόπουλο ἀτόφια – φαίνονταν οἱ φλέβες· τόση ἐντέλειαν εἶχαν. Ὅταν χάλασαν τὸν Πόρον, τά ῾χαν πάρη κάτι στρατιῶτες καὶ εἰς τ᾿ Ἄργος θὰ τὰ πουλοῦσαν κάτι Εὐρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Ἄντεσε κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ, πέρναγα· πῆρα τοὺς στρατιῶτες, τοὺς μίλησα· «Αὐτὰ καὶ δέκα χιλιάδες τάλλαρα νὰ σᾶς δώσουνε, νὰ μὴν τὸ καταδεχτῆτε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα μας. Δι᾿ αὐτὰ πολεμήσαμεν». (Βγάζω καὶ τοὺς δίνω τρακόσια πενήντα τάλλαρα.)· κι᾿ ὅταν φιλιωθοῦμεν μὲ τὸν Κυβερνήτη, (ὅτι τρωγόμαστε), τὰ δίνω καὶ σᾶς δίνει ὅ,τι τοῦ ζητήσετε διὰ νὰ μείνουν εἰς τὴν πατρίδα ἀπάνου». Καὶ τά ῾χα κρυμμένα. Τότε μὲ τὴν ἀναφορά μου τὰ πρόσφερα τοῦ Βασιλέως νὰ χρησιμέψουν διὰ τὴν πατρίδα.