Ὁ Μακρυγιάννης λαμβάνει τὸν βαθμὸν τοῦ χιλιάρχου. - Διορίζεται μέλος τοῦ Στρατιωτικοῦ δικαστηρίου. - Πολιτικὴ κατάστασις δυσάρεστος. - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετὰ τοῦ Κυβερνήτου. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι πρὸς ἔξωσιν τῶν ἀντικυβερνητικῶν ἐξ Ἄργους καὶ Ναυπλίου. - Ἀντίδρασις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτου κατ᾿ αὐτοῦ. - Δευτέρα συνέντευξις αὐτῶν. - Διαταγὴ συλλήψεως τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁ Μακρυγιάννης παραδίδων ἑκουσίως τὰ ὅπλα πρὸς τὸν Κυβερνήτην. - Ἐξιλέωσις τούτου. - Ματαίωσις τῆς συλλήψεως. - Τὰ κατὰ τὴν μυστικὴν ἐταιρίαν τοῦ «Ἡρακλέους». - Πρόκλησις ὅρκων ἀφοσιώσεως πρὸς τὸν Κυβερνήτην. - Ὁ Μακρυγιάννης συντάσσει ἴδιον πρακτικὸν ὅρκου. - Ἀφαίρεσις τοῦ στρατιωτικοῦ βαθμοῦ ἀπὸ τοῦ Μακρυγιάννη καὶ ἀπόδοσις αὐτοῦ. - Τὰ κατὰ τὸν Θανάσην Βάγιαν. - Ὁ περὶ τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἵππου εἰς τὸν ἄνθρωπον μύθος. - Ἐφαρμογὴ αὐτοῦ ἐπὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων. - Μυστικαὶ ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς κατάληψιν τοῦ Παλαμηδίου. - Ἀποτυχία τοῦ σχεδίου. - Τὰ κατὰ τοὺς Μαυρομιχαλαίους. - Θάνατος τοῦ Καποδίστρια.
Εἴκοσι ἕξι μῆνες ἔκαμα σ᾿ αὐτείνη τὴν ῾πηρεσίαν. Ἂν ἰδῆτε κατάχρησιν παραμικρή, ἢ ληστεία, ἢ ἀδικίαν εἰς τοὺς πολίτες, τότε ἐσεῖς ἀναγνῶστες νὰ μὲ λέτε ἄτιμον ἄνθρωπον. Κι᾿ ἀπ᾿ ὅταν πάψαμεν ὕστερα, τηρᾶτε τί ληστεῖες ἔγιναν καὶ τί ἁρπαγὲς καὶ τί σκοτωμοί. Ὁ Κυβερνήτης μὸ ῾δωσε τὸν βαθμό μου, χιλίαρχο, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ μ᾿ ἔβαλε καὶ εἰς τὸ στρατιωτικὸν δικαστήριον. Δὲν θέλησα νὰ κρίνω κανέναν. Ὁ Κυβερνήτης καταφρόνεσε πολὺ τοῦ Πετρόμπεγη τὸ σπίτι. Ψωμὶ δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Σήκωσε ντουφέκι ἡ Σπάρτη, ἡ Πελοπόννησο, ἡ Ρούμελη καὶ γύρευαν Συνέλεψη, νὰ κυβερνιῶνται μὲ νόμους. Τότε ἄρχισε ντουφέκι καὶ εἰς τὸν Πόρο. Ἔστειλε στρατέματα, ἦταν καὶ καράβια Ρούσσικα μὲ τὸν Ρικόρδον. Ἔκαψε ὁ Μιαούλης τὴν φεργάδα καὶ παπόρι κι᾿ ἄλλα. Ὑποπτεύονταν ἡ Ἀγγλία νὰ μὴν γένωμεν κι᾿ ἐμεῖς θαλασσοδύναμη καὶ μὲ τὴν εὐκαρίστησιν τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς τά ῾καψαν· καὶ τελειώσαμεν κι᾿ ἀπὸ αὐτά. Καὶ γυμνώθη κι᾿ ὁ Πόρος καὶ σκοτώθηκαν τόσοι ἄνθρωποι. Ὁ Πετρόμπεγης εἶχε φύγῃ κρυφὰ πρωτύτερα ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι. Στὸν δρόμο τὸν ἔπιασαν αὐτόν, ἔπιασαν τ᾿ ἀδέλφια του τὸν Κατζῆ καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη, τὸν υἱγιό του τὸν Μπεζαντὲ καὶ τοὺς χάψωσαν εἰς τὸ Παλαμήδι ὅλους.
Καὶ τότε τὸ κακὸ ἄξαινε παντοῦ· κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς καὶ ἡ συντροφιὰ ὅλη καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη βάναν φωτιὰ εἰς τὸ μπαρούτι. Τότε ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης εἶδε ποὺ τὸν κατήντησε αὐτείνη ἡ λοιμική. Ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ κάμῃ τίποτας. Ἔκρινε τοῦ Κυβερνήτη ὁ Κοντάκης καμπόσα, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε ὁ Κυβερνήτης. Τοῦ εἶπε νὰ βγάλη τὸν Πετρόμπεγη καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν χάψη· καὶ στρέχτη ὁ Κυβερνήτης νὰ τοὺς βγάλη, ν᾿ ἀγαπηθοῦν. Τὸ ῾μαθε αὐτὸ ὁ Κολοκοτρώνης καὶ ἡ συντροφιά του καὶ τοῦ εἶπαν, ἂν γένη αὐτό, αὐτεῖνοι τραβοῦνε χέρι ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη. Τότε ἄντεσε ὁ δυστυχὴς σὰν τ᾿ αὐγὸ στὰ δυὸ λιθάρια. Δὲν θέλησαν, κι᾿ ἔμεινε ἡ ὁμιλία διὰ τὸν Πετρόμπεγη. Κι᾿ ὁ δυστυχὴς Κυβερνήτης βρέθηκε σὲ μίαν δεινὴ περίστασιν καὶ καταλυπέταν, ὅτι ἀπατήθη ἀπὸ τὴν συντροφιά του.
Ὁ Κοντάκης μοῦ εἶπε αὐτά. Εἶχα πάγη εἰς τὸν Κυβερνήτη, ὅτ᾿ ἦταν κι᾿ ὄντως ἀξιολύπητος. Τοῦ εἶπα· «Κυβερνήτη μου, ἐγώ σου τὰ εἶπα ὅταν μ᾿ ἔστειλες εἰς τὴν περιοδεία· σου εἶπα τὴν ἀλήθεια ὁ δυστυχής. Δὲν θέλησες νὰ μὲ πιστέψῃς ποτέ. Ἐγώ σου εἶπα, πατρίδα δοξάζω, θρησκεία καὶ τὴν Ἐξοχότη σου, ὁποῦ εἶσαι ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου καὶ μπορεῖς νὰ τὴν σώσῃς καὶ μπορεῖς νὰ τὴν χάσῃς. Τώρα κυβέρνα τὰ πράματα μὲ φρόνησιν κι᾿ ἀγροικήσου μ᾿ ὅλους τοὺς σημαντικοὺς κι᾿ ἑνώσου μ᾿ αὐτούς». Μπῆκε ἕνας μέσα κι᾿ ἀναχώρησα. Καὶ ἦταν πολὺ λυπημένος. Ὅλοι οἱ ἀνθρωποφάγοι ἦταν ἀναντίον του. Ἀφοῦ ὁ Κοντάκης εἶδε τὴν στεναχώρια τοῦ Κυβερνήτη, καὶ τὸ ντουφέκι δούλευε, τοῦ εἶπε τοῦ Κυβερνήτη, ἂν εἶναι μὲ τὴν ἄδειά του, νὰ ξαναπάγη εἰς τὸν Κολοκοτρώνη, εἰς τὸν Μεταξά, εἰς τὸν Τζαβέλα, εἰς τοὺς ἀδελφούς του, εἰς τὸν Σπηλιάδη, ὅτ᾿ ἦταν Γραμματέας τοῦ Ἐσωτερκοῦ, καὶ τοὺς ἄλλους. Τοὺς μαζώνει σ᾿ ἕνα μέρος, λέγει τὴν περίστασιν καὶ τὸν κίντυνο τῆς πατρίδος κι᾿ ὅτι μίλησε καὶ μὲ τοὺς ἀναντίους καὶ θέλουν νὰ πάψη ἡ διχόνοια, ὅμως τοὺς Μαυρομιχαλαίγους νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν φυλακή. Ὅλοι σύνφωνοι, καὶ ἡ κακὴ ψυχὴ ὁ Μεταξᾶς σκύλιασε τὸν Κολοκοτρώνη κι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄλλους καὶ δὲν ἔκαμαν τίποτας.
Τὸ ντουφέκι ἄναψε πολὺ εἰς τὴν Σπάρτη. Σηκώθη ὁ καϊμένος ὁ Κυβερνήτης καὶ πῆγε μόνος του νὰ τὸ σβέση. Πίσου αὐτεῖνοι ὁποῦ μείναν θέλουν νὰ κάμουν ἐξορίαν ὅσους δὲν ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους, ὁρκισμένοι. Ἔκαμαν κατάλογον εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος ὁ Τζόκρης, ὁ Καλλέργης, οἱ ἄλλοι ὅλοι ἦταν ἕνα· εἶπαν κι᾿ ἔκαμαν μίαν μυστικὴ συνέλεψη οἱ Ἀργίτες νὰ διώξουν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ ἀπὸ δῶ ὅλους τοὺς ἀναντίους κι᾿ ἐμένα. Τότε μαθαίνω ἐγὼ αὐτὸ κι᾿ ἁρμάτωσα καμπόσους. Ἔρχονται ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι βλέπουν αὐτό, βαστιῶνται σὲ κουράγιο κι᾿ ἐκεῖνοι. Μαλλώσαμεν μὲ λόγια. Δὲν ἄφησα νὰ πιάσουν κανέναν. Γράφουν αὐτὰ τοῦ Κυβερνήτη, γυρίζει ὀπίσου. Πῆγα ἐγὼ νὰ παρουσιαστὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη, μοῦ λέγει· «Τί εἶναι αὐτὰ ὁποῦ ῾καμες; – Μυστικὲς συνέλεψες κάμαν· θέλουν νὰ διώξουν τοὺς ξένους κι᾿ ἐμένα. – Σὰν δὲν σᾶς θέλουν, δὲν μπορεῖτε νὰ καθίσετε στανικῶς, μοῦ λέγει ὁ Κυβερνήτης. –Δεν εἴμαστε ξένοι, Κυβερνήτη. Ὅταν ἦρθε ὁ Ἀράπης, αὐτεῖνοι ὅλοι ἦταν πηγιωμένοι ἄλλοι στὰ νησιὰ κι᾿ ἄλλοι στῆς σπηλιὲς καὶ ἦταν ἀσφαλισμένοι, κι᾿ ἐγὼ μ᾿ ἐκείνους ὁποῦ θέλουν νὰ διώξουν σκοτωνόμαστε. Καὶ τὴν ἔχομεν τὴν πατρίδα ἀντάμα. Πιθαμή, πιθαμὴ θὰ τὴν μεράσουμεν κι᾿ ὄχι νὰ μᾶς διώξουν! Δὲν μᾶς εἶχαν σκλάβους φερμένους. – Λέγει ἡ Ἐξοχότη του, ὅλοι ἐσεῖς σύνταμα γυρεύετε, καὶ σᾶς κυβερνῶ ὅλους ἐσᾶς. – Εἶσαι νοικοκύρης, Ἐξοχώτατε, καὶ κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς. (Ὅσους ἦταν νὰ διώξουνε ῾νεργούσαν ὁλοένα). Μὲ λύπη μου σοῦ λέγω, ἂν πειράξουν κανέναν, θὰ πεθάνωμεν· κι᾿ ὁ αἴτιος ἂς δώσῃ λόγον εἰς τὸν Θεόν. Κι᾿ ἀπὸ μέρος μου σιχάθηκα τέτοια λευτεριά!» Καὶ σηκώθηκα κι᾿ ἔφυγα χωρὶς νὰ τοῦ κρίνω ἄλλο.
Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν θέλησα νὰ εἶμαι ἀναντίον του, ὅτι μπεζερίσαμεν ἀπὸ τῆς ἀκαταστασίες. Ἀλλὰ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι καὶ ἡ συντροφιά τους μὲ κατάτρεχαν διὰ μέσον τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του. Τότε στέλνουν ἕναν λοχαγὸν μὲ καμπόσους ἀνθρώπους ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος νὰ μὲ πιάσουνε, ἢ ἂν ἀντισταθῶ, νὰ μὲ βαρέσουνε. Τότε μὸ ῾στειλαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι χαμπέρι κι᾿ ἔφυγα κρυφίως καὶ πῆγα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ κρύφτηκα. Τὴν αὐγή, ἦταν Κυργιακή, πῆγε ὁ Κυβερνήτης εἰς τὴν ἐκκλησιά, κι᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τὸ ῾πιασα τὸ σπίτι. Ἦρθε, μ᾿ εἶδε. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. – Τὸν Κυβερνήτη τῆς πατρίδας μου. – Δὲν ἔχω καιρό, μοῦ λέγει. – Δὲν ἔχω κι᾿ ἐγὼ καιρὸ νὰ σὲ ἰδῶ ἄλλη βολὰ (ὅτι ψάχναν νὰ μὲ βροῦνε νὰ μὲ πᾶνε εἰς τὸ Παλαμήδι). – Φεύγα, μοῦ λέγει· δὲν ἀδειάζω. – Πουθενὰ δὲν πάγω!» Ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποί του νὰ μὲ κακομεταχειρίζωνται. Τότε μαλλώσαμεν. Ἔστειλε καὶ πῆγα μέσα. «Τί θέλεις;» μοῦ λέγει. Νὰ μ᾿ ἀκούσῃς· τὴν κατάστασή μου τὴν ξόδιασα, τὰ ὑποστατικά μου καὶ σπίτι μου τά ῾χασα. Εἰκοσιέξι ἀνθρώπους πῆγαν νὰ μᾶς κρεμάσουνε, μόνος μου γλύτωσα. Ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες μὲ τυραγνοῦσαν μὲ σίδερα εἰς τὰ ποδάρια κι᾿ ἄλλους παιδεμοὺς νὰ μαρτυρήσω τὸ μυστικὸν τῆς Ἐταιρίας, τρόμαξα νὰ γλυτώσω. Πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸν ἀγώνα τῆς πατρίδας. Τοῦτα τ᾿ ἄρματα δὲν μοῦ τὰ ντρόπιασε ὁ Θεός, ὁποῦ τά ῾χω ἀπὸ δέκα πέντε χρονῶν παιδὶ –θέλει νὰ μοῦ τὰ ντροπιάσῃ ὁ Κυβερνήτης τῆς πατρίδας μου. Λάβε τα. (Ἔβγαλα τὸ σπαθί, τῆς πιστιόλες τὰ ῾βαλα στὸ τραπέζι). Κᾶμε ὅ,τι ἀγαπᾶς τώρα· στεῖλε με ἐκεῖ ὁποῦ θέλεις (Παίρνει καὶ ματαβαίνει ὀπίσου τ᾿ ἄρματα εἰς τὸ ζουνάρι μου). Δὲν τὰ θέλω, τοῦ λέγω. Κᾶμε μου ὅρκον ὅτι δὲν μὲ ντροπιάζεις, κι᾿ ἔτζι τὰ βαίνω ἀπάνου μου». Τότε μό ῾καμεν ὅρκο καὶ τὰ πῆρα κι᾿ ἔφυγα. Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐξορία καὶ τοὺς ἄλλους στρατιωτικοὺς καὶ πολιτικοὺς οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἄργος, οὔτε ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι.
Σὲ ὀλίγες ἡμέρες βγάζουν ὅτι ξεσκέπασαν μίαν ἐταιρία καὶ θέλουν νὰ μᾶς ὁρκίσουν, νὰ ῾μαστε πιστοὶ εἰς τὸν Κυβερνήτη. Ἐγὼ ἂν ἤξερα αὐτό, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδας. Ἔβγαλε ἐγκύκλιον παντοῦ ὁ Κυβερνήτης κι᾿ ἔλεγε ὅτι «μία ἐταιρία γίνεται τοῦ «Γερακλέους» καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ ὁρκιστῆτε πὼς δὲν ἐνέχεστε εἰς αὐτὸ καὶ νὰ εἶστε πιστοί». Ὁρκίστηκαν ὅλοι. Ἐγὼ ἔφκειασα ὅρκον δικό μου. Μοῦ κόβουν τὸν μιστόν μου, σ᾿ ἕναν ξένον τόπον μὲ τόση φαμελιά. Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ εἰς τοὺς Ἀντιπρέσβες τῶν Δυνάμεων. Μαθαίνει αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης, μὲ προσκαλεῖ καὶ μοῦ δίνει τὸν μιστόν μου. Καὶ μὲ τήραγε σὰν ἡ γάτα τὸ ποντίκι. Ἤθελαν νὰ μᾶς ὁρκίζουν σὰν γομάρια διὰ τὸ κέφι τους καὶ ὕστερα νὰ μᾶς λένε ἐπίορκους.
Ὅταν σκοτώθη ὁ Ἀλήπασσας οἱ Τοῦρκοι πῆραν μίαν γυναίκα τοῦ ὁποῦ ῾χε Ρωμαία, τὴν ἔλεγαν Κυρὰ Βασιλική, κι᾿ ἕναν ἀγαπημένον τοῦ Ἀλήπασσα, τὸν ἔλεγαν Θανάση Βάγια, καὶ τοὺς πῆγαν εἰς τὴν Κωσταντινόπολη. Αὐτὸν τὸν καλὸν ἄνθρωπον τὸν εἶχε ὁ Ἀλήπασσας, ὁποῦ ῾τρωγε τοὺς ἀνθρώπους καλύτερα ἀπὸ ψωμί. Ὅταν ἔφκειανε τὸ κάστρο τῶν Γιαννίνων, ἐπιστατοῦσε αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος. Πόσους ἀνθρώπους ἔρριξε εἰς τὸν ἀσβέστη καὶ κάηκαν κι᾿ ἄλλους τοὺς τρύπαγε εἰς τ᾿ αὐτιὰ καὶ τοὺς κάρφωνε! Αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος λάδι τὴν Τετράδη καὶ Παρασκευὴ δὲν ἔτρωγε, τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ροκάναγε. Ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Κωσταντινόπολη καὶ ἦρθε ἐδῶ. Τὸν ἀντάμωσε ὁ Κυβερνήτης μας καὶ τὸν ρώταγε, πῶς ἐκεῖνος ὁ μέγας ἄντρας ὁ Ἀλήπασσας διοικοῦσε τοὺς ἀνθρώπους κι᾿ ἔγινε τοιοῦτος. Τοῦ λέγει ἐκεῖνος ὅτι αὐτὸς σκότωσε ὅλους τοὺς παλιούς, τὰ ὀτζάκια, κι᾿ ἔφκειασε δικούς του ἀνθρώπους. Τοῦ λέγει· «Νὰ σοῦ δώσω ἀνθρώπους πιστούς, μπορεῖς νὰ τὸ κάμης αὐτό; – Εἶμαι ἕτοιμος νὰ σὲ δουλέψω». Τό ῾δωσε ἀνθρώπους. Εἴδαμεν ἐμεῖς αὐτὸ – ξέραμεν τὴν διαγωή του – μαθεύτηκε, φοβήθη ὁ Κυβερνήτης μας. Τότε τὸν ἔβαλε εἰς τ᾿ Ἀγροκήπιον ἐπιστάτη καὶ τό ῾δινε ἑξακόσια γρόσια τὸν μήνα, ὁποῦ δὲν παίρνει ἡ πρώτη τάξη τῶν ἀγωνιστῶν αὐτὸν τὸν μιστόν. Τοῦ εἶπε νὰ ἡσυχάσῃ ἐκεῖ κι᾿ ὅταν εἶναι καιρὸς νὰ βάλῃ τὴν ἐνέργειάν του σὲ δρόμον, νὰ κυβερνήσῃ ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς – νὰ τοὺς σκοτώσῃ, καθὼς ἔκαμεν ὁ Κιτάγιας τοὺς Ἀρβανίτες εἰς τὰ Μπιτόλια. Κι᾿ ὅταν πιτύχαινε αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης μας καὶ οἱ συντρόφοι του, τότε ὅσα εἶχε ἡ φαντασία του θὰ τά ῾κανε εἰς τὴν Ἑλλάδα.
Ἦταν ἕναν καιρὸν ἕνα λιβάδι πολλὰ ἀξιόλογον. Εἶχε πολλὰ ἀγαθὰ μέσα διὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ καλὴ τροφὴ διὰ τὰ ζῶα. Σὲ αὐτὸ τὸ λιβάδι ἦταν ἕνα θερίον ὁποῦ τὸ ἐξουσίαζε. Οὔτε οἱ ἄνθρωποι μποροῦσαν νὰ λάβουν τ᾿ ἀγαθά του, οὔτε τὰ ζῶα τὴν καλὴ χλόγη. Τότε ἕνας κακὸς ἄνθρωπος ηὖρε τὸ καϊμένο τ᾿ ἄλογο καὶ τοῦ λέγει τοῦ λιβαδιοῦ τ᾿ ἀγαθά. Καὶ τοῦ λέγει· «Νὰ σκύψῃς νὰ σὲ καβαλλικέψω ἐσένα κι᾿ ἐγὼ μὲ τ᾿ ἄρματά μου νὰ σκοτώσωμεν τὸ θερίον, νὰ γοδέρωμεν αὐτὸν τὸν καλὸν τόπον. Μπιστεύτηκε τὸ καϊμένο τ᾿ ἄλογον διὰ τὴν καλὴ τὴν τροφὴ κι᾿ ἔκλινε τὸν αὐχένα του. Κι᾿ ὁ κακοροίζικος ὁ ἄνθρωπος τὸ ῾βαλε τὴν σέλλα, καὶ τὴν ἕσφιξε καλά, καὶ τὸ χαλινό. Καβαλλίκεψε ὁ ἄνθρωπος ἀρματωμένος, σκότωσαν τὸ θερίον. Τοῦ λέγει τὸ δυστυχισμένο τ᾿ ἄλογον· «Τὸ θερίον τὸ σκοτώσαμεν, ἐσὺ παίρνεις τ᾿ ἀγαθὰ τοῦ τόπου – βγάλε τὸν χαλινὸ καὶ τὴν σέλλα ὁποῦ μό ῾βαλες καὶ κατέβα τώρα ἀπὸ πάνου μου νὰ βοσκήσω κι᾿ ἐγώ. – Ὃ χαλινὸς καὶ ἡ σέλλα δὲν βγαίνει ἀπὸ πάνου σου, οὔτε ἐγὼ θὰ κατέβω πλέον». Ἀφοῦ τοῦ βόηθησε τ᾿ ἄλογον καὶ μὲ τὴ δύναμή του σκότωσε τὸ θερίον κι᾿ ἔλαβεν εἰς τὴν ἐξουσίαν του ἐκεῖνον τὸν λαμπρὸν τόπον καὶ γοδέρει τ᾿ ἀγαθά του, τὸ δυστυχισμένο τ᾿ ἄλογον ὄχι ποὺ δὲν ὠφελήθη, ἀλλὰ τοῦ μπῆκε κι᾿ ὁ χαλινὸς καὶ ἡ σέλλα – κι᾿ ὁ διαβολάνθρωπος καβάλλα καὶ τ᾿ ἄφινε νηστικὸν καὶ φορτωμένο.
Ὁ μύθος σὰ νὰ μοιάζῃ μὲ τὴν ἀρετὴ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ὅταν τὸ θερίον εἶχε τὴν πατρίδα, θυσιάστηκαν, σκοτώθηκαν, ἀφανίστηκαν οἱ Ἕλληνες καὶ τοῦ τὸ κάμαμεν χαζίρι, τὸν φέραμεν νὰ μᾶς κυβερνήσῃ, νὰ μᾶς ἀναστήσῃ, νὰ μᾶς βγάλῃ κι᾿ ἐμᾶς εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸν λέμεν εὐεργέτη μας καὶ σωτήρα μας – κι᾿ ἐμεῖς νὰ ζήσουμε ὡς ἄνθρωποι κι᾿ αὐτὸς νὰ δοξαστῇ. Ὁ Κυβερνήτης μᾶς φέρνει ὀπαδοὺς τῶν τύραγνων νὰ τὸν ὁδηγήσουνε πὼς τυραγνοῦνε ἐκεῖνοι οἱ τύραγνοι, νὰ τυραγνήσῃ κι᾿ αὐτός. Καὶ ποιοὺς θέλει νὰ βλάψῃ; Ἐκείνους ὁποῦ ῾λικρινῶς ἀγωνίστηκαν καὶ ὑπάρχει ἡ πατρίδα, ὁποῦ θυσιάσαν κατάσταση καὶ ζωή. Δὲν στοχάστης, Κυβερνήτη μου, ὅταν ὁ Ἀλήπασσας σκότωνε τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς τους ἔβαινε εἰς τὸν τόπο τους, καθώς σου εἶπε ὁ Βάγιας, αὐτὸς τοὺς κυρίεψε μὲ τὸ σπαθί του, κι᾿ ἐσένα σὲ φέραν ὄχι διὰ τζελάτη καὶ τύραγνον, σὲ φέραν νὰ κυβερνήσῃς ἀνθρώπους ὁποῦ ἀφανίστηκαν διὰ τὴν πατρίδα καὶ νὰ τοὺς ἀποκαταστήσῃς ἔθνος μ᾿ ἀρετή.
Τοῦ Κυβερνήτη φάνηκαν τὰ αἰστήματά του, ὅτ᾿ εἶναι κυβερνήτης φατρίας κι᾿ ὄχι πατρίδας, καὶ δὲν θέλει λευτερίαν, ἀλλὰ δόλον καὶ ἀπάτη. Διὰ νὰ μὴ γένη νέον δυστύχημα κι᾿ αὐτὸς ἔμπη εἰς τὸν δρόμον (ὅταν γένη ἡ Συνέλεψη πατριωτική, τότε ὅλα θαραπεύονται) τότε βρίσκω ἕναν ἀνιψιὸν τοῦ Δεσπότη Ἡσαΐα. Αὐτὸς ἦταν φρούραρχος εἰς τὸ Παλαμήδι. Τὸν Κυβερνήτη τὸν φοβέριζαν πολλοὶ νὰ τὸν σκοτώσουνε, ὅτι ἔκαμεν ἐξορίαν ὅλους τοὺς σημαντικοὺς τῆς πατρίδας ἄλλους εἰς τὴ Νύδρα κι᾿ ἄλλους ἀλλοῦ, κι᾿ ὁ καθεὶς ἀπὸ αὐτοὺς εἶχε τὸ κόμμα του καὶ συγγενεῖς του, καὶ κιντύνευε. Ἐγὼ εἰς τὸν Κυβερνήτη εἶχα μίαν συμπάθεια, ὅτι ἔλπιζα νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ῾ρθῆ εἰς τὸν καλὸν δρόμον. Καὶ τὸν ῾παινούσα κι᾿ ἂς μὲ πείραζε ἀδίκως – δὲν μοῦ κακοφαίνεταν. Τότε διὰ νὰ μὴν τοῦ γένη κάνα δυστύχημα αὐτεινοῦ καὶ κιντυνέψη ἡ πατρίδα, μίλησα μ᾿ ἐκεῖνον ὁποῦ ἦταν φρούραρχος τοῦ Παλαμηδιοῦ νὰ μᾶς δώσῃ τὸ Παλαμήδι καὶ νὰ τοῦ δώσουμεν δυὸ χιλιάδες τάλλαρα. Συνφωνήσαμεν σ᾿ αὐτὸ καὶ πούθε νὰ μᾶς μπάση καὶ νὰ λάβωμεν τῆς ἀναγκαῖες τάμπιες. Μὲ πῆρε πήγαμεν οἱ δυό μας εἰς τὸ Παλαμήδι· εἶδα τῆς θέσες, τὰ πολεμοφόδια, ὅλα. Τότε ὁρκίζομαι καὶ μὲ τὸν Μῆτρο Ντεληγιώργη, στενό μου φίλον, τίμιον ἀγωνιστῆ, συνάζομεν ἀνθρώπους μυστικά· τοὺς εἴχαμεν εἰς τὴν Νεόπολη, τοὺς δώσαμε καὶ χαρτζιλίκι, ξοδιάσαμε καμμιὰ τετρακοσιαριὰ τάλλαρα· καὶ τοὺς λέγαμεν τῶν ἀνθρώπων ὅτι θὰ πάμεν κλέφτες. Τότε εἴχαμεν χαζίρι αὐτοὺς κι᾿ ἀνθρώπους πιστοὺς νὰ στείλωμεν συνχρόνως εἰς Ρούμελην, εἰς Πελοπόννησο καὶ νησιὰ νὰ γένουν οἱ πληρεξούσιοι – θὰ ῾ρχονταν οἱ ἴδιγοι ὁποῦ ῾ταν εἰς τὴν Τετάρτη Συνέλεψη. Δὲν θέλαμεν ἐκείνους, ὅτ᾿ ἦταν ἀγορασμένοι – καὶ νὰ ῾ρθοῦν πατριῶτες. Τὰ χρήματα δὲν τά ῾χαμεν, τῆς δυὸ χιλιάδες τὰ τάλλαρα· ἀνταμώνομεν μὲ τὸν Μιαούλη – ἦταν πρωτύτερα αὐτὸ ἀπὸ τὰ καράβια ὁποῦ κάηκαν· τοῦ λέγω τοῦ Μιαούλη νὰ πάγη εἰς τὴ Νύδρα καὶ εἰπῆ τοῦ Μαυροκορδάτου, τῶν Κουντουργιωταίων καὶ τοῦ Ζαΐμη νὰ τοῦ δώσουνε τῆς δυὸ χιλιάδες τὰ τάλλαρα κι᾿ ὕστερα τὰ ρίχνομεν εἰς τὴν πατρίδα καὶ πλερώνονται, ἢ μόνοι μας ὁ καθεὶς τὰ δίνομεν, καθὼς ἐμεῖς πλερώνομεν καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦ εἶπα νὰ πάρη καὶ καμπόσους Νυδραίγους νὰ γνωρίζουν ἀπὸ κανόνια – καὶ εἰς τὴν Πρόνοια ἀνταμωνόμαστε. Πῆγε ὁ Μιαούλης τὸ λέγει αὐτεινῶν. «Πὲς τοῦ Μακρυγιάννη, λένε τοῦ Μιαούλη, νὰ τραβήξη χέρι ἀπὸ αὐτὸ καὶ θὰ γένη διαφορετικὸ τὸ πράμα». Τότε διαλύσαμεν τοὺς ἀνθρώπους· χάσαμεν καὶ τὰ χρήματά μας. Τοῦ λέγω τοῦ Μιαούλη· «Πῶς θὰ γένη διαφορετικόν; Θὰ συβιβαστοῦν; Αὐτὸ εἶναι, τοῦ λέγω, τὸ καλύτερον, νὰ σωθοῦμεν». Ὕστερα ἄρχισε ὁ ἐφύλιος πόλεμος παντοῦ καὶ σκοτώνονταν οἱ ἄνθρωποι. Τότε ἄρχισε ὁ Πόρος καὶ κάηκαν τὰ καράβια κι᾿ ἔγινε παντοῦ ἄνου κάτου.
Ἀπὸ τὴ φυλακὴ ἔβγαλε ὁ Κυβερνήτης μόνον τὸν ἀδελφόν του Πετρόμπεγη τὸν Κωσταντήμπεγη καὶ τὸν Γιωργάκη Μπεζαντέ, τὸ παιδί του. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν φυλακή, δὲν τοὺς ἔλεγε νὰ πᾶνε ὅθεν ἀλλοῦ ἤθελε ὁ Κυβερνήτης, νὰ μὴν εἶναι μέσα εἰς τ᾿ Ἀνάπλι· τοὺς ἄφησε ἐκεῖ. Τοὺς πλάκωσαν οἱ δανεισταί τους, τοὺς γύρευαν τὸ δικόν τους. Δὲν εἶχαν οὔτε ψωμὶ νὰ φᾶνε. Ἐγὼ εἶχα δανείση τρακόσια γρόσια τὸν Γιωργάκη Μπεζαντὲ μέσα εἰς τὴν χάψη νὰ φᾶνε ψωμί. Τότε αὐτοὺς τοὺς καταφρόνεψε πολὺ ὁ Κυβερνήτης καὶ τ᾿ ἀδέλφια του, ἀνθρώπους μὲ μεγάλους ἀγῶνες καὶ θυσίες στὴν πατρίδα. Ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουνε τὸν Κυβερνήτη καὶ νὰ πεθάνουν. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ἔλεγαν πολλῶν ὁποῦ θὰ τὸ κάμουν· τὸ εἶπαν τοῦ Κυβερνήτη κι᾿ ἀδελφῶν του καὶ ὑπουργοῦ Ρόδιου. Αὐτεῖνοι ἀμελοῦσαν ἀπὸ μωρομάρα θεοτική. Μίαν Κυργιακὴ πῆγε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁ Κυβερνήτης. Πῆγαν κι᾿ αὐτεῖνοι οἱ δυὸ – ἐκεῖ ὁποῦ θὰ ῾μπαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸν σκότωσαν τὸν Κυβερνήτη. Τότε σκότωσαν καὶ τὸν Κωσταντήμπεγη. Ὁ Γιωργάκης πῆγε εἰς τὸν Ρουὰν τὸν Ἀντιπρέσβυ τῆς Γαλλίας καὶ τὸν ἔδωσε καὶ τὸν φυλάκωσαν. Καὶ σὲ ὀλίγον καιρὸν σκότωσαν κι᾿ αὐτὸν – τὸν ἔκριναν δικοί τους καὶ τὸν σκότωσαν.