Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα

Βιβλίον Β´, Κεφάλαιον πρῶτον

Ἄφιξις τοῦ Κυβερνήτου Καποδίστρια. - Διάλυσις τοῦ Βουλευτικοῦ. - Σύστασις Πανελληνίου. - Διορισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη Γενικοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς ἐκτελεστικῆς δυνάμεως Πελοποννήσου. - Ὁ μύθος περὶ τοῦ δικτύου. - Δυσμένεια τοῦ Κυβερνήτου πρὸς τὸν Μακρυγιάννην. - Δυσάρεστος συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη πρὸς τὸν Αὐγουστῖνον. - Τὰ περὶ τῆς Ῥούμελης σχέδια τοῦ Κυβερνήτου. - Κομματικαὶ διαιρέσεις. - Τὰ μεταξὺ Αὐγουστίνου Καποδίστρια καὶ Δημητρίου Ὑψηλάντου δυσάρεστα. - Αἱ εἰς τὴν Ῥούμελην ἐκστρατείας. - Ἐκλογαὶ πληρεξουσίων. - Περιοδεία τοῦ Κυβερνήτου ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον. - Ὁ Μακρυγιάννης πληρεξούσιος Ἄρτης. - Σύγκλησις τῆς ἐν Ἄργει Δ´ Ἐθνικῆς Συνελεύσεως. - Συζήτησις ἐν αὐτῇ περὶ καταργήσεως τῶν πληρεξουσίων ἁρμάτων. - Ἀγόρευσις τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτου κατ᾿ αὐτοῦ. - Διορισμὸς Γερουσίας. - Ἡ ἐν Πέτρᾳ μάχη. - Περιοδεία τοῦ Μακρυγιάννη ἀνὰ τὴν Πελοπόννησον. - Ὁ Μακρυγιάννης ἐν Γαστούνῃ. - Τὰ αὐτόθι συμβάντα. - Δυσαρέσκειαι ἐν Πελοποννήσῳ κατὰ τῆς Κυβερνήσεως. - Αἱ κατὰ τῆς ληστείας ἐνέργειαι τοῦ Μακρυγιάννη. - Κρύφιαι ἀντιδράσεις. - Παραίτησις τοῦ Μακρυγιάννη, μὴ γενομένη δεκτή. - Ἀπόλυσις αὐτοῦ.


Σὲ δυὸ τρεῖς ἡμέρες ἦρθε ὁ Κυβερνήτης. Πῆγε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, περίλαβε τὰ κάστρα, ἦρθε εἰς τὴν Αἴγινα, ὁρκίστη μὲ μεγάλη παράταξιν νὰ φυλάξῃ τοὺς νόμους τῆς πατρίδος καὶ μ᾿ αὐτοὺς νὰ μᾶς κυβερνήσῃ. Τότε ἔβαλε πρῶτα, ὀργάνισε τὰ στρατέματα εἰς χιλιαρχίες. Ὀργάνισε καὶ τὸ πολιτικό. Φωνάζει τοὺς βουλευτὰς καὶ τοὺς λέγει νὰ διαλυθοῦν διὰ τὸ παρὸν καὶ ὕστερα προσκαλεῖ τὴν Συνέλεψη τὴν Ἐθνικὴ καὶ γίνεται τὸ Βουλευτικὸν σῶμα. Οἱ βουλευταὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν ἀλλοιῶς, διαλύθηκαν κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυβερνήτη. Τότε ἔφκειασε τὸ Πανελλήνιον, ὁρκίστη κι᾿ αὐτὸς νὰ κυβερνήσῃ ἑφτὰ χρόνια. Δὲν θυμήθη ὁ Κυβερνήτης· ὅταν ὁρκίστη διὰ ἑφτὰ χρόνια, ὁρκίστη στὸ σύνταμα – κι᾿ αὐτὸς εὐτὺς τὸ χάλασε.

Ἔκαμε τὸν Ὑψηλάντη στρατάρχη εἰς τῆς χιλιαρχίες. Ἡ κάθε χιλιαρχία ἦταν ἀπὸ χίλιους ἑκατὸν εἴκοσι ἀνθρώπους. Χιλίαρχοι Τζαβέλας, Χατζηπέτρος, Στράτος, Κριτζώτης, Καρατάσιος, Βάσιος, Δυοβουνιώτης, Τόλιας, Χατζηχρῆστος, Ὀμορφόπουλος, Χορμόβας κι᾿ ἀχώρια ἡ φρουρὰ τοῦ Ὑψηλάντη. Στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα πῆγε ὁ Γαρδικιώτης μὲ τὴν χιλιαρχίαν του, ὅσο νὰ ὀργανιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι καὶ νὰ εἶναι μὲ τὸν Γκενεράλη Τζούρτζη. Ὁ Ὑψηλάντης μὲ δεκατέσσερες χιλιάδες περίτου κάθεταν εἰς τὰ Μέγαρα. Οἱ Τοῦρκοι καταπλάκωσαν τὴν Ρούμελη – καὶ τ᾿ ἀσκέρια αὐτά, τὸ ἄνθος τῶν Ἑλλήνων (κι᾿ ἄλλα τόσα ἔβγαζε ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα) ὅλοι στράβωναν μυῖγες. Καὶ οἱ Τοῦρκοι παντοῦ κάναν ὅ,τι θέλαν. Καὶ εἰς Ἔγριπον καὶ εἰς Ἀθήνα δὲν εἶχαν ψωμὶ οἱ Τοῦρκοι. Καὶ χωρὶς νὰ ρίχναμεν ντουφέκι τοὺς παίρναμεν, κι᾿ ὄχι ν᾿ ἀγοράσωμεν πίσου τοὺς τόπους. Ρώτησαν τὸν Κυβερνήτη· «Διατὶ χάλασες τοὺς νόμους καὶ τὸ Βουλευτικόν;» Εἶπε· «Δὲν τὸ ῾θελε ἡ Εὐρώπη». Κι᾿ ἂν ἦταν ῾λικρινής ἄνθρωπος, νὰ ἔλεγε τῶν Εὐρωπαίγων ὄτι· «Ἐγὼ δὲν πάγω εἰς τὴν πατρίδα μου νὰ γένω ἐπίγιορκος, νὰ χαλάσω ἐκεῖνο ὁποῦ ἀπόχτησαν μὲ ποταμοὺς αἵματα».

Τότε ἔκαμε καὶ τὸ κράτος εἰς τμήματα. Ὀργάνισε κι᾿ ἐμένα μὲ τοὺς Ἀθηναίους καὶ Μισολογγίτες. Μὲ διόρισε Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης. Καὶ μέρασα τὴν ἐκτελεστικὴ δύναμη κι᾿ ἐγὼ φέρνω γύρα τοὺς νομούς. Καὶ ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ, εἰς Ἄργος. Πῆρε τὴν ἐπιρροὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ Κυβερνήτης. Ἦταν μπεζερισμένοι ὅλοι ἀπὸ τὴν ἀκαταστασίαν. Δυὸ χρόνια κοντά μας κυβέρνησε ἀγγελικά. Καὶ μᾶς γύμναζε καὶ τὴν οἰκονομίαν. Ὅτι κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας μίαν κόττα ἔτρωγε τέσσερες ἡμέρες.

Ἕνας βασιλέας μία φορὰ εἶχε πεθάνη καὶ δὲν ἄφησε διάδοχον εἰς τὸ βασίλειόν του· καὶ οἱ ἄνθρωποι γύρευαν ἄνθρωπον μ᾿ ἀρετὴ νὰ τοὺς κυβερνήσῃ. Ἐκεῖ ἦταν ἕνας δεσπότης πολλὰ ἐνάρετος. Εἶχε ἕνα δίχτυ κι᾿ ὅταν θὰ ῾τρωγε ψωμί, τὸ πάγαινε ὁ διάκος καὶ τὸ ῾στρωνε· κι᾿ ἔτρωγε ἀπάνου στὸ δίχτυ. Οἱ ἄνθρωποι ὁποῦ δὲν εἶχαν βασιλέα εἶδαν αὐτὸν τὸν ἅγιον δεσπότη μὲ τόση ἀρετὴ καὶ τὸν θέλουν διὰ βασιλέα τους. Πῆγε ὅλος ὁ κόσμος καὶ τὸν πῆραν καὶ τὸν θρόνιασαν. Ἀφοῦ τὸν κάμαν βασιλέα, τότε τὸ βράδυ ὁ δυστυχὴς διάκος παίρνει τὸ δίχτυ νὰ τὸ στρώση νὰ φάγη ὁ βασιλέας. Τότε τὸ ῾χει μίαν κατακεφαλιὰ τοῦ διάκου καὶ τοῦ λέγει· «Βρὲ ἀχρεῖε, τὸ ψάρι ὁποῦ γυρεύαμεν τόσα χρόνια, κι᾿ ἀφανιστήκαμεν τρώγοντας εἰς τὸ δίχτυ, τὸ πιάσαμεν· καὶ τώρα σ᾿ αὐτό μου φέρνεις νὰ φάγω; Φέρε τραπέζια καὶ συγύρια λαμπρὰ κι᾿ ὁ Θεὸς νὰ μή μας τὸ χρωστάγη νὰ ξαναϊδοῦμεν τὸ δίχτυ». Κι᾿ ὁ Κυβερνήτης μας σπούδαζε τοὺς Ἕλληνες τὴν οἰκονομίαν ὅσο νὰ τοὺς μπερδέψη μὲ τὸ δίχτυ. Ὅμως οἱ λύκοι ὁποῦ τρώγαν τὰ πρόβατα δὲν ψόφησαν – γέννησε κι᾿ ἄλλους πολλοὺς ὁ Κυβερνήτης μας κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος. Φωνάζουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες – ὁ Βιάρος κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος λένε τῶν ἀγωνιστών· «Σύρτε διακονέψετε». Καὶ οἱ σπιγοῦνοι πλερώνονται βαριὰ νὰ μαθαίνουν τί κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ σπίτια τους. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται ὅτι εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἕλληνες, Κυβερνήτη, διψοῦσαν δι᾿ ἀρετὴ καὶ διὰ πατριωτισμόν, νὰ τοὺς σώσης ἀπὸ τὰ δεινά τους καθὼς ἔσωσε ὁ Βάσιχτον τὴν πατρίδα τοῦ Ἀμερικὴ καὶ τοῦ κάνουν τρόπαια καὶ θὰ τοῦ κάνουν ὅσο στέκει ὁ κόσμος, ὅτι τοῦ ἀνήκουν – λευτέρωσε τὴν πατρίδα του. Ἐσὺ ὁ Ἕλληνας, ὁ φωτισμένος, ὁ ζυγωμένος εἰς τοὺς δυνατούς, ἂν ἤθελες νὰ τοὺς μιλήσῃς ὡς τίμιος Ἕλληνας, ὡς Κυβερνήτης αὐτεινῶν τῶν δυστυχισμένων, ὁποῦ κάθε στιμὴ ἔγραφες νὰ σ᾿ ἐκλέξουν Κυβερνήτη, κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης κι᾿ ὁ Μεταξᾶς κι᾿ ἡ συντροφιὰ σὲ ἔκλεξαν, ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου; Ἂν εἶχες ἀρετή, ἐκεῖ ὁποῦ σου εἶπαν οἱ δυνατοὶ δὲν κάνει σύνταμα εἰς τὴν Ἑλλάδα, δὲν θὰ τοὺς ἔλεγες ἐσύ· «Μήνα τὸ ῾φκειασα ἐγὼ νὰ τοὺς τὸ χαλάσω; Τὸ ῾χουν φκειασμένο μ᾿ αἷμα καὶ μὲ δυστυχίες. Τώρα ποῦ θὰ λάβω τὰ χρέη τοῦ Κυβερνήτη ἐγὼ θὰ ὁρκιστῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σύνταμα – πῶς μπορῶ νὰ γένω ἐπίορκος;» Καὶ τοῦ Σουλτάνου νὰ τὸ ῾λεγες μὲ τρόπον θὰ συνκατάνευε, ὄχι οἱ εὐεργέται μας χριστιανοί. Κι᾿ ἂν δὲν θέλαν, τότε νὰ μὴν ἔρθης. Τότε λεγέσουνε κι᾿ ὄντως Χρυσόστομος κι᾿ ἡ πατρίδα σου θὰ σ᾿ εὐγνωμονοῦσε καὶ θὰ σ᾿ ἔλεγε εὐεργέτη της. Κι᾿ εἶχες τὸν τόπον τῶν εὐεργέτων· κι᾿ ἐρχόσουν καὶ σὲ θεωροῦσε ὡς τοιούτον· κι᾿ ἂς μὴν ἤσουν κυβερνήτης – τότε ἤσουνε καλύτερος. Ὅτι θὰ τὴν γλύτωνες ἀπὸ τοὺς λύκους. Τώρα, ἦταν λύκοι, ἔφκειασες κι᾿ ἀρκούδια. Ὅλα τὰ εἴχαμεν, σπιγούνους δὲν εἴχαμεν· τώρα ἔγειναν οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Καὶ δὲν ἔγιναν μόνοι τους, τοὺς κάνεις ἡ Ἐξοχότη σου, ὁ Βιάρος, ὁ Ἀγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειὲς πλερωμὲς ἀνθρώπων ὁποῦ δὲν ἔχουν δικαιώματα. Τῶν ἀγωνιστῶν πολλῶν τοὺς λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε ὅλοι θὰ γένουν σπιγοῦνοι. Κι᾿ αὐτὸ τὸ σκολεῖον θὰ φάγη τὴν λευτερία μας· κι᾿ αὐτείνη τὴν λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δὲν τὴν ηὕραμεν εἰς τὸ σοκάκι καὶ δὲν θὰ μποῦμεν εὔκολα πίσου εἰς τοῦ αὐγοῦ τὸ τζόφλιο· ὅτι δὲν εἴμαστε πουλάκι νὰ χωρέσουμεν πίσου, ἐγίναμε πουλὶ καὶ δὲν χωροῦμεν.

Τὴν συνείδησίν μου, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, τὴν ἔχω ἐλεύτερη. Πολλὲς φορὲς τοῦ μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὰ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργήν του. Ὅταν μ᾿ ἔβαλε εἰς τὴν ῾πηρεσίαν ὁ Κυβερνήτης, μοῦ εἶπε ὅτι θέλει δικαιοσύνη. Τοῦ εἶπα· «Ὅταν ἰδῆς ἀναφορὰ ἀναντίον μου, τότε παίδεψε μὲ μὲ τὴν ζωήν μου ἐμένα κι᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾χω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου». Σὲ καμπόσον καιρὸ πιάστη φίλος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη – μεσίτης ἦταν κι᾿ ἐνεργητὴς ὁ Μεταξᾶς – καὶ τότε ὅλοι αὐτεῖνοι ἔγιναν ἕνα καὶ οἱ Σουλιῶτες. Ἀφοῦ πῆρε ὅλους αὐτούς, ἄρχισαν νὰ κατατρέχουν τοὺς Ρουμελιῶτες καὶ νὰ βάνουν ἀξιωματικοὺς ἀνθρώπους χωρὶς δικαιώματα, ὅσους ἤθελαν ὁ Τζαβέλας καὶ οἱ ἄλλοι. Ὅταν ἦταν ὁ πόλεμος, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἦταν εἰς τὸν ἀγώνα – εὐτὺς ἀξιωματικούς. Πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων ἦταν ὁ Ἀγουστίνος, τοῦ πολέμου ὁ Βιάρος – κι᾿ ὅλα τελείωναν.

Ἦρθε μία γυναίκα ἑνοῦ ἀγωνιστοῦ ἐδῶ στ᾿ Ἄργος, ὁποῦ ῾ταν ὁ Πληρεξούσιος. Ἦταν ἑνοῦ σκοτωμένου, τοῦ Χαλμούκη, γενναίου κι᾿ ἄξιου ἀγωνιστῆ καὶ τίμιου· ἐσκοτώθη καὶ ἄφησε δυστυχισμένη τὴν γυναίκα του καὶ παιδί του. Καὶ μοῦ τὴν στείλαν ἀπόξω ὁ Πανουργιᾶς κι᾿ ἄλλοι. Τὴν πῆρα καὶ τὴν πῆγα τοῦ Πληρεξούσιου. Ἦταν μὲ τὸν ἀρχηγὸν Κολοκοτρώνη ὁποῦ κάθεταν. Τοῦ μίλησα διὰ τὴν γυναίκα. Μ᾿ ἀποκρίνεται ὁ Ἀγουστίνος καὶ μοῦ λέγει· «Ὅλοι οἱ Ρουμελιῶτες εἶστε διὰ παλούκι. – Ἔχεις δίκιο, τοῦ εἶπα, ὅτι ὅταν ἦρθες ἤσουνε ἁπλὸς πολίτης καὶ τώρα ἔχεις νιφόρμα γκενεράλη καὶ δέκα ἄτια εἰς τὸν ταβλά σου. Καὶ χωρὶς νὰ φκειάσης παλούκια διὰ τοὺς Ρουμελιῶτες, ὅλοι παλουκώθηκαν μόνοι τους – καὶ τοὺς ἄλλους ὁποῦ μείναν ὁλοένα τοὺς παλουκώνετε. Δὲν εἶναι λόγια, εἶναι ἔργα· καὶ μὴν κοπιάζεις ἄλλο καὶ γνωρίσαμεν τὴν διάθεσίν σας ὁποῦ ῾χετε σ᾿ ἐμᾶς». Τότε μου λέγει ὁ Κολοκοτρώνης· «Ὅλοι πολεμήσαμεν κι᾿ ἐσεῖς εἶστε εἰς τὴν δούλεψη καὶ παίρνετε μιστὸν κι᾿ ἐμεῖς καθόμαστε ἔτσι. – Ἐσὺ εἶσαι ζημιωμένος, τοῦ λέγω, καὶ οἱ συντρόφοι σου, ὁποῦ γενήκατε Κιαμιλμπέηδες; Κι᾿ ἐμεῖς ὁποῦ παίρνομεν εἴκοσι πέντε γρόσια μιστὸν ἐγίναμεν νοικοκυραῖγοι!1 Κι᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀφίνομεν εἰς τὸν τόπο σας, ὁποῦ ἀγοράζομεν ψωμὶ καὶ τρῶμε. Ἀφοῦ σας φκειάσαμεν τὸ Ρωμαίικον, βλαφτήκετε ὁποῦ μας κάμετε καὶ εἴλωτες· κι᾿ ὡς ἄχρηστοι θὰ μᾶς παλουκώσετε – διατὶ χύσαμε τὸ αἷμα μας δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ τίποτας δὲν κερδέσαμεν. Τί λευτερίαν ῾νεργάτε νὰ μᾶς κάμετε τὴν βλέπομεν. Τὴν γῆς ὁποῦ λευτερώσαμεν μὲ τοὺς ἀγῶνες μας κι᾿ αἵματά μας τὴν δίνετε καὶ τὴν ἀγοράζουν οἱ συντρόφοι σας, ἐκεῖνοι ὁποῦ μας κάναν σίγρι ὅταν σκοτωνόμαστε. Αὐτεῖνοι τὰ χαίρονται· αὐτεῖνοι ἀγοράζουν ἕνα γρόσι τὸ στρέμμα τὴν γῆς, ἄγρια καὶ ἥμερη, τὴν ἀγοράζουν κι᾿ ὂσ᾿ εἶναι κολάκοι σας καὶ σπιγοῦνοι σας. Ἐμᾶς γυρεύετε νὰ μᾶς παλουκώσετε. Οἱ παλουκωμένοι – ἄλλο παλούκι δὲν μπαίνει. Κι᾿ ὅταν μὲ ματαϊδής, βάλε μου μίαν βούλλα εἰς τὸ μέτωπον!». Σᾶς λέγω ὡς τίμιος ἄνθρωπος δὲν ματαμίλησα αὐτεινοῦ τοῦ προκομμένου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀγουστίνου, μ᾿ ὅλον ὁποῦ ῾βαλε πολλοὺς φίλους μου καὶ μοῦ εἶπαν νὰ πάγω· ποτὲς ὡς σήμερον δὲν τὸν ἀντάμωσα.

Ὁ Κυβερνήτης μας ἄρχισε νὰ ξηγέται τὰ αἰστήματά του εἰς ἀνθρώπους ὁποῦ ῾χαν τὴν ἀρετή του καὶ νὰ βγαίνουν οἱ πατρικοί του σκοποὶ ἔξω. Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου, τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης, τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Ὅμως νὰ ῾νεργήσῃ ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿ αὐτεῖνοι ἀφεντάδες. Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿ αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς τὴν Εὐρώπη – καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ μὴν τελεσφορήσῃ αὐτό. Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος.

Ὅταν ὁ Κυβερνήτης μας ἔδειχνε πατριωτικὰ αἰστήματα, τὸν πίστεψαν ὡς ἀληθινὸν καὶ τὸν συντρόφεψαν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι καὶ συνφώνως κυβερνήθη ὁ τόπος ἀγγελικά. Ὕστερα τραβήχτηκαν ὅλοι κι᾿ ἔπεσε διχόνοια. Ὅταν ἦταν ῾λικρινείς ἄνθρωποι μὲ τὸν Κυβερνήτη μας, ἦταν καλὴ κυβέρνηση. Ὅταν προσκολλήστη μὲ τὴν λοιμικὴ τῶν καλοθελητῶν τῆς πατρίδας, ὁποῦ μὸ ῾λεγε πρῶτα νὰ προσέχω ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς, ὅτ᾿ εἶχε ὑποψίαν νὰ μὴν δὲν γυρίσουν μὲ τὴν Ἐξοχότη του, τότε αὐγερώθη κι᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτούς. Τοῦ λέγω· «Κυβερνήτη, αὐτεῖνοι κάνουν ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, καθώς μου εἶπες νὰ προσέχω. – Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ καλύτεροι ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλω ν᾿ ἀκούγω κατηγορία δι᾿ αὐτούς. – Τοῦ λέγω, δὲν τοὺς κατηγορῶ, ἀλλά μου εἶπες μόνος σου νὰ προσέχω καὶ σοῦ τὰ εἶπα. Ὅταν ἡ Ἐξοχότη σου λὲς ὅτ᾿ εἶναι καλοί, ἐγὼ δὲν ματαλέγω τίποτας. – Ἔλα τὸ γιόμα νὰ φᾶμε ψωμὶ καὶ σοῦ λέγω». Πῆγα. Τελειώνοντας τὸ φαγί, μοῦ λέγει· «Τοὺς μίλησα καὶ εἶναι σὲ ὀρθὸν δρόμον· καὶ νὰ εἶσαι φιλιωμένος κι᾿ ὄμορφα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν σου. – Τοῦ λέγω, μὴ σὲ μέλει. Κι᾿ ὅταν δῆς τίποτα, παίδεψε μέ».

Κι᾿ ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες τηρᾶτε, ὅσον καιρὸν ἦταν μὲ τὴν δικαιοσύνη, πὼς ἦταν ἡ πατρίδα· ὅταν πῆρε αὐτούς, ποὺ κατήντησε αὐτὸς καὶ ἡ πατρίδα. Τηρᾶτε τῆς ῾φημερίδες· θὰ ἰδῆτε αὐτοὺς ἀφεντάδες καὶ ὅλους τοὺς τίμιους κατατρεμένους ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς. Τότε χάθη καὶ τ᾿ ὄνομα Ἁγιάννης καὶ τὸν ἔλεγαν ἀπατεώνα. Ὅτι ἡ δυστυχισμένη πατρίδα εἶναι ἀτυχὴς ἀπὸ κυβέρνησιν ἀρχὴ ὡς τώρα. Ὁ Θεὸς ἂς τὴν κυβερνήσῃ καὶ σωθῆ κατὰ τοὺς ἀγῶνες της.

Ὁ Ὑψηλάντης εἶδε τὸν δόλον τοῦ Κυβερνήτη – δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὸν ὅρκον του. Τότε ἄρχισε νὰ τὸν κατατρέχη κι᾿ ἔβαλε τὸν μαρσιάλη Ἀγουστίνο καὶ τὸ ῾κάνε χιλιάδες ἀντενέργειες νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ αὐτείνη τὴν θέσιν, νὰ τὸν ἀφήσῃ μόνον του. Τότε, διὰ νὰ ῾πιτύχουν αὐτό, ἔκαναν τοὺς ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τῆς χιλιαρχίες ἀσήμαντοι μὲ μικρὸν βαθμόν, τοὺς ἔδινε ἀνώτερον ὁ Ἀγουστίνος καὶ τράβαγε πολλοὺς τοιούτους ἀπὸ τῆς χιλιαρχίες τοῦ Ὑψηλάντη· κι᾿ ἔφκειασε ἀξιωματικοὺς πλῆθος τοιούτους κι᾿ ἀδίκησε ἐκείνους ὁποῦ ῾χαν δικαιώματα. Καὶ τοιούτως ἔκαμε κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος σῶμα τραβώντας κι᾿ ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη κι᾿ ἀπὸ τὸν Τζούρτζη. Οἱ Ἕλληνες φτωχοὶ καὶ πήγαιναν εἰς τὸν ἀδελφόν του Κυβερνήτη. Οἱ Ρουμελιῶτες ἔβλεπαν τὸν χαμὸ τῆς Ρούμελης κι᾿ ὅλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Ὁ Κυβερνήτης δὲν ἤθελε νὰ βγοῦνε ἀσκέρια ἔξω. Οἱ φίλοι του οἱ Ρουμελιῶτες, ὁ Παπαπολίτης κι᾿ ἄλλοι, ἔγραψαν τοῦ Κυβερνήτη ὅτι «εἰς τὴν Πάτρα καὶ Καστέλλια κουβαλοῦνε πλῆθος ζαϊρὲ οἱ Τοῦρκοι καὶ πάρε μέτρα». Τότε ὁ Κυβερνήτης στέλνει τὸν Τζαβέλα μὲ τὴν χιλιαρχίαν του εἰς τὸ Λιδορίκι. Στὴν χιλιαρχία ἦταν ὅλο Ρουμελιῶτες, οἱ περισσότεροι Λιδορικιῶτες καὶ Κραβαρίτες κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη. Συνομίλησαν ὅλοι, βλέποντας τὴν πατρίδα τους καὶ τὰ σπίτια τοὺς γιομάτα Τούρκους· τοῦ λένε τοῦ Τζαβέλα· «Θὰ βαρήσουμεν τοὺς Τούρκους». Τότε στανικῶς ὁ Τζαβέλας, ὅτι θὰ νὰ ῾μενε μόνος του καὶ μποροῦσε νὰ κιντυνέψη (ὅτι συνάχτηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι Λιδορικιοῦ καὶ Κράβαρι), βάρεσε εἰς τὸ Λιδορίκι, ἡ χιλιαρχία καὶ οἱ κάτοικοι, καὶ τοὺς χάλασαν καὶ τοὺς διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ κεῖ. Ἦταν καὶ εἰς τὸ Κράβαρι Τοῦρκοι. Πιάσαν τὰ στενὰ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ἄλλοι, τοὺς σκότωσαν καὶ πιάσαν καὶ τὸν Πρεβίστα καὶ ἄλλους πολλοὺς Τούρκους ζωντανούς. Τότε ὁ καλὸς κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης ὁ Ὑψηλάντης ἔστειλε καὶ τὸν Στράτο μὲ τὴν χιλιαρχία του κι᾿ ἀνταμώθηκαν ὅλοι μὲ τὸν Τζαβέλα καὶ κατοίκους καὶ πολέμησαν παντοῦ τοὺς Τούρκους· καὶ εἰς Καρπενήσι τοὺς χάλασαν κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Καὶ συνχρόνως ἐβῆκε κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης καὶ τοὺς πολέμησε παντοῦ τοὺς Τούρκους μ᾿ ὅλες της χιλιαρχίες. Κι᾿ ἀφάνισαν τοὺς Τούρκους καὶ λευτέρωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα.

Εἰς τὴν Φήβα εἶχαν οἱ Τοῦρκοι ὀρδί. Ρίξαν καὶ οἱ ἐδικοί μας καὶ πολέμησαν τοὺς Τούρκους καμπόσον καιρόν· ὅτι πήγαιναν κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἔγριπον πλῆθος Τοῦρκοι. Καὶ πολεμοῦσαν νύχτα καὶ ἡμέρα ἀντρείως, οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ Ἕλληνες, καὶ σκοτώνονταν κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο.

Ὁ Γκενεράλη Τζούρτζης ἦταν εἰς τὴν ὀργὴ τοῦ Κυβερνήτη μας κι᾿ ὅσοι ἦταν μαζί του. Πολεμοῦσαν γενναίως εἰς τὸ Μακρυνόρο κι᾿ ἀλλοῦ. Δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουνε ζαϊρέδες οἱ Τοῦρκοι καὶ παραδόθηκε ἡ Βόνιτζα, ὁ Κραβασαρᾶς, τὸ Μισολόγγι καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη ὁποῦ βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Ἔπαχτος μόνον δὲν παραδόθη κι᾿ ἔστειλε ὁ Κυβερνήτης τὸν Ἀγουστίνο μ᾿ ὅσους εἶχε τζοανταραίγους δικούς του κι᾿ ἄλλους ὁποῦ γύρισαν μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀγορασμένους. Καὶ πῆγε καὶ ἡ φεργάδα ἡ «Ἑλλάς» κι᾿ ἄλλα καράβια. Ἦταν κι᾿ ἕνα Ρούσσικον. Ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἔπαχτο καὶ στέκονταν ἐκεῖ. Πῆγε κι᾿ ὁ Παπαρρηγόπουλος νὰ προσκυνήσῃ τὸ κάστρο, δὲν στάθη τρόπος.

Ἀφοῦ εἶδαν ὁ κόσμος ὅτι ὁ Κυβερνήτης κυβερνοῦσε τοῦ κεφαλιοῦ του, τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ γυρεύουν Ἐθνικὴ Συνέλεψη. Ὁδήγησε παντοῦ τοὺς διοικητᾶς καὶ συντρόφους του, ἔδωσε καὶ τὰ μέσα τὰ χρηματικὰ νὰ κάμουν τῆς ἐκλογὲς τῶν πληρεξουσίων μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ νὰ ἐκλένε αὐτὸν πληρεξούσιον καὶ ὅ,τι νὰ τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν. Ἀφοῦ τελείωσε αὐτὸ παντοῦ, πῆρε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ Νικήτα κι᾿ ἐμένα ὡς Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης καὶ πήγαμε γύρα τὴν Πελοπόννησο ὡς τὴν Πάτρα. Ἔβγαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν προϋπαντοῦσαν μίαν ὥραν δυὸ μακρυὰ καὶ τὸ ῾στρωναν δάφνες. Δὲν τὸν εἶχε νοιώση ἀκόμα ὁ μικρὸς λαός. Τοὺς σύναζε ὅλους κι᾿ ἔκανε μὲ τὰ λόγια τους φτωχοὺς πλούσιους. Τὸν καθέναν τὸν ἀνάπευε εἰς τὴν αἴτησίν του καὶ κατάιφερε τὸν κόσμο, ὅταν ἔγιναν οἱ ἐκλογές, νὰ τὸν κάμουν οἱ περισσότερες ἐπαρχίες αὐτοπληρεξούσιον καὶ ὅ,τι λέγη αὐτὸς ἐκεῖνο νὰ κάνουν οἱ πληρεξούσιοί τους.

Στὴν Πάτρα ἦταν κι᾿ ὅλοι οἱ Ἀρτηνοὶ συνασμένοι καὶ ἦρθαν εἰς τὸ κονάκι μου νὰ μὲ κάνουν πληρεξούσιόν τους. Δὲν ἤθελα. Τὸ μαθαίνει ὁ Κυβερνήτης, μὲ βιάζει νὰ δεχτῶ. Τοῦ λέγω· «Δὲν ἔχω ἱκανότη καὶ δὲν ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ· τὸ ἄφησα, χωρὶς νὰ τὸ δεχτῶ. Εἰς τ᾿ Ἄργος ἐδῶ μὸ ῾στειλαν τὸ πληρεξούσιον καὶ τὸ δέχτηκα. Πήγαμεν εἰς τὸν κόρφον τοῦ Ἐπάχτου εἰς τὸ καράβι τὸ Ρούσσικον –ἦταν καὶ τὰ δικά μας – κι᾿ ἐκεῖ σταθήκαμεν καὶ παραδόθη ὁ Ἔπαχτος· καὶ σηκωθήκαμεν καὶ γυρίσαμεν ἀπὸ Βοστίτζα καὶ Μέγα Σπήλαιον κι᾿ ὅλα τὰ μέρη ὁποῦ δὲν διαβήκαμεν. Καὶ κατηχήσαμεν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἤρθαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Σὰν ἔμαθε ὁποῦ μου ῾ρθε τὸ πληρεξούσιον τῶν Ἀρτηνῶν, μὲ φώναξε, μὲ διάταξε, μὸ ῾δωσε καὶ πεντακόσια γρόσια διὰ χαρτζιλίκι. Τὰ πῆρα διὰ νὰ τοῦ δείξω ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι φτωχοί, διὰ νὰ φᾶνε κομμάτι ψωμί, ὁποῦ μείναν δυστυχείς· ἀλλὰ τὴν πατρίδα τοὺς τὴν φυλᾶνε ὡς πατρίδα.

Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη ἔξω εἰς τ᾿ ἀφιθέατρο εἰς τ᾿ Ἄργος – τὸ ῾φκειασε ὁ Κυβερνήτης ἀξιόλογα. Κι᾿ ἔβαλε καπιστράνες κι᾿ ἔδεσε τὰ γομάρια ὁποῦ ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ σύναξε. Τότε διάταξε τὸν Νικήτα φρουρὰ τῆς Συνέλεψης. Πολλοὶ πληρεξούσιοι θέλαν ἐμένα. Ἐγὼ τοὺς εἶπα· «Τὸ ἴδιον εἶναι, ἢ ἐγὼ εἶμαι ἢ ὁ Νικήτας». Μοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης νά ῾χω ἀνθρώπους νὰ προσέχω κι᾿ ἐγώ. Ἡσύχασα τοὺς βουλευτᾶς, ὁποῦ μὲ ζητοῦσαν, νὰ μὴ γένη σκίσμα. Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη. Εἶχαν μαζωχτὴ οἱ συντρόφοι τοῦ Κυβερνήτη μας, ὁποῦ τὸν εἶχαν αὐτὸν διορίση πληρεξούσιον στὸ κάθε μέρος οἱ διοικηταί του – καὶ οἱ πληρεξούσιοι ὅλοι ν᾿ ἀκοῦνε τὸν Κυβερνήτη μας, ὅ,τι τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν. Ὅτι τὸ περισσότερον μέρος δὲν τὸν γνωρίζει ἀκόμα· δὲν ἐβῆκε ἡ προσωπίδα νὰ γνωριστοῦν τὰ πατριωτικὰ τοῦ φρονήματα. Καὶ κατὰ ὁποῦ τοὺς ὁδήγησε ἦταν οἱ περισσότεροι μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ κόλακες· κι᾿ ἔκανε ὅ,τι ἤθελε – καλὸ δικό του, ζημιὰ τῆς πατρίδας.

Μίαν ἡμέρα εἶχε ὁδηγήσῃ ἕνα τζιράκι τοῦ τὸν Μαῦρον – ἦταν πληρεξούσιος ἀπὸ τὰ νησιὰ κι᾿ ἦρθε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ὁποῦ σπούδαζε, μὲ γυαλιὰ εἰς τὰ μάτια, βουλευτής. Βγαίνει εἰς τὸ βῆμα, λέγει· «Ἔχομεν μεγάλες χάριτες εἰς τὸ στρατιωτικόν της θαλάσσης καὶ ξερᾶς, ὅτι σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν διὰ τὴν πατρίδα. Καὶ ἡ πατρίδα δι᾿ αὐτὰ ὅλα τους ἔδωσε τὸ δικαίωμα κι᾿ ἔχει καὶ τὸ στρατιωτικὸν πληρεξούσιους. Καὶ ὡς τώρα ἦταν εἰς τῆς ἄλλες Συνέλεψες· τώρα νὰ πάψη». Κι᾿ ἀφοῦ μίλησε πολύ, λέγει τοῦ προέδρου νὰ τὸ κανονίση. Ὅτι καμπόσοι πληρεξούσιοι, θαλασσινοὶ καὶ τῆς ξερᾶς στρατιωτικοί, καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν χέρι, ὅτι δὲν παῖζαν τὸν ἄσο τους, νὰ ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους. Εἰς αὐτὸ ὅλοι ὁποῦ ἦταν ἐκεῖ, τόσοι ὁπλαρχηγοὶ σημαντικοὶ Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης καὶ νησιῶν, δὲν κρένει κανένας. Τότε σηκώνομαι ἐγώ, τοὺς λέγω· «Κύριε Πρόεδρε! Ἡ μάθηση δὲν μὲ βοηθάγει οὔτε καὶ εἰς τὸ βῆμα νὰ μιλήσω, οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν τόπο μου. Ὅμως ἡ ἀδικία μου δίνει τὸ θάρρος νὰ μιλήσω ἁπλά, ὅπως μπορῶ. Ὁ κύριος Μαῦρος ἔχει δίκιον ὁποῦ ῾καμεν τόσα ῾γκώμια τοῦ στρατιωτικοῦ θαλάσσης καὶ ξερᾶς. Κι᾿ ὄντως ἀγωνίστη πατριωτικῶς, ἡ πατρὶς τὸ βράβεψε διὰ ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ ῾δωσε τὸ δικαίωμα νά ῾χη πληρεξούσιους. Τώρα τοῦ ὑστερεῖ αὐτὸ τὸ δικαίωμα. Ἔχει δίκιον ὁ κύριος Μαῦρος νὰ λέγη αὐτό, ὅτι ὅταν πολεμούσαμεν ἐμεῖς καὶ σκοτωνόμαστε, ὁ κύριος Μαῦρος πῆγε εἰς τὴν Εὐρώπη μὲ δυὸ μάτια καὶ γύρισε μὲ τέσσερα – σπούδαξε κι᾿ ἔβαλε καὶ γυαλένια μάτια. Εἶδε καὶ εἰς τὴν Εὐρώπη ὁποῦ ῾ναι στρατέματα, καὶ θαλασσινὰ καὶ στεργιανά, καὶ δὲν ἔχουν πληρεξούσιους. Δὲν ρωτοῦσε ὁ κύριος Μαῦρος διατὶ δὲν ἔχουν; Νὰ τοῦ τὸ εἰπῶ ἐγώ: Ὅτι αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς, θαλασσινοὶ καὶ στεργιανοί, καὶ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅπλα καὶ καράβια καὶ ζωοτροφίες, εἶναι ἐθνικά. Ἀφοῦ εἶναι ὅλα ξένα αὐτὰ καὶ πλερώνονται κι᾿ οἱ ἴδιοι, τί πληρεξούσιους θέλουν; Αὐτεῖνοι εἶναι κοπέλια, μιστωτοὶ τοῦ ἔθνους τους. Οἱ Ἕλληνες, κύριε Μαῦρο καὶ Τάτζη Μαγγίνα (ὅτι μίλησε κι᾿ αὐτὸς συχρόνως μὲ τὸν Μαῦρον μίαν γνώμη), οἱ Ἕλληνες, κύριοι, ἔβαλαν τὴν ζωὴ τοὺς πρῶτα, τὸ ντουφέκι τους, τὸ ψωμί τους, τὸ καράβι τους καὶ κατάστασίν τους μέσα εἰς τὸ καράβι, καὶ μ᾿ αὐτὰ ἀνάστησαν τὴν πατρίδα καὶ θέλει ὁ ἀγωνιστὴς τὸν πληρεξούσιόν του νὰ τοῦ μιλήσῃ τὰ δίκια του, νὰ λάβη τὰ δικαιώματά του, ὅτ᾿ εἶναι ἀγωνιστὴς καὶ λευτερωτὴς τῆς πατρίδος, δὲν εἶναι κοπέλι. Ὅταν λάβη ὁ καθεὶς τὸ δίκιον του, τότε ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ μποῦνε εἰς ῾πηρεσίαν τῆς πατρίδος, ἀφοῦ θὰ εἶναι κοπέλια, δὲν θά ῾χουν πληρεξούσιους· ὅμως ἐμεῖς πρέπει νά ῾χωμεν πληρεξούσιους ὅσο νὰ θεωρήσουμε τὰ δίκια μας. Ὅτι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ πλερώνονται χοντροὺς μιστοὺς καὶ τῶν στρατιωτικῶν τους δίνουν ἀπὸ μίαν ὁμολογίαν εἴκοσι πέντε γρόσια τὸν μήνα. Καὶ νὰ μὴν γένη αὐτό, Κύριε Πρόεδρε – καὶ τότε δὲν θὰ ἰδῆ ἀπὸ μᾶς ἐδῶ μέσα ἕνας τὸν ἄλλον. Τοῦ κυρίου Μαύρου καὶ Μαγγίνα κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς δίνει χέρι, δὲν μᾶς δίνει ἐμᾶς». Τότε αὐτεῖνοι ἐπιστήριξαν τὴν ἰδέα τους. Σηκώθηκαν ὅλοι οἱ στρατιωτικοί, θαλασσινοὶ καὶ στεργιανοί, κι᾿ ἐπιστήριξαν τὴν δική μου. Κι᾿ ἔμεινε ἡ δική μου πρόταση. Μαθαίνοντας αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης μὲ πῆρε εἰς τὴν ὀργή του – ὅτι ἔχασε καὶ τὰ πεντακόσια γρόσια ὁποῦ μὸ ῾δωσε· δὲν μὲ δέχονταν νὰ παρουσιαστὼ ὀμπρός του. Μ᾿ ὑπομονὴ παρουσιάστηκα. Τοῦ λέγω· «Ξέρεις, Κυβερνήτη μου, τί κάμαν αὐτεῖνοι οἱ πληρεξούσιοι; Κάμαν τέτοια πρότασιν. Κι᾿ ὁ λαός, ὅλοι οἱ ἀγωνισταί, ἤθελαν νὰ τοὺς λιθοβολήσουν καὶ ὕστερα νὰ ριχτοῦν καὶ εἰς τὴν Ἐξοχότη σου. Τὸ πῆρα χαμπέρι αὐτὸ καὶ μίλησα στὴν Συνέλεψη καὶ εἶπα τοῦ λαοῦ ὅτι μου εἶπες ἡ Ἐξοχότη σου νὰ μιλήσω. Κι᾿ ὅποιος σου μιλήσῃ, νὰ εἰπῆς ὅτι δὲν τὸ ῾θελες καὶ μοῦ εἶπες νὰ μιλήσω ἐγώ. Εἶναι κι᾿ ἄλλο ἕνα ὁποῦ μάθαν οἱ ἄνθρωποι· θέλει ἡ Συνέλεψη νὰ κάμη εὐγενεῖς. Καὶ σ᾿ αὐτὸ ἀναντιώθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ κάμουν κίνημα νὰ μᾶς βαρέσουν. Καὶ τοὺς μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ ἡσυχάσουνε, ὅτι ἡ Ἐξοχότη σου δὲν τοὺς ἀφίνεις νὰ κάμουν παρόμοια. Καὶ νὰ μὴν γένη τίποτας καὶ χαθοῦμεν». Πῆρε ἡ Ἐξοχότη τοῦ εὐκαρίστησιν ὁποῦ ἀγρυπνῶ καὶ μίλησε καὶ τῶν ἐδικῶν του νὰ μὴν ξανακάμουν τέτοια πρότασιν. Ὅτ᾿ ἤθελαν νὰ κάμουν σύστημα νὰ εἶναι αὐτεῖνοι ἀπόλυτοι ἀφεντάδες μας κι᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους, νὰ ἤμαστε μὲ τρύπιες σκούφιες. Μίλησα καὶ καμποσουνῶν καὶ φοβέριζαν, νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι αὐτεινῶν κινήματα.

Ὁ Κυβερνήτης ἔκαμεν μὲ τοὺς πληρεξούσιους ὅσα τοῦ ἦταν ἀναγκαῖα, τοὺς ἀγόρασε – καὶ ἦταν καὶ δικοί του. Τότε ἔκαμε καὶ μίαν γερουσίαν ὅλο ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγορασμένους, καὶ κυβερνιώμαστε μὲ τέτοια δικαιοσύνη. Ἄρχισαν ὁ κόσμος νὰ ξυπνοῦν καὶ νὰ καταλαβαίνουν ὅτι δὲν εἶναι ὁ Ἁγιάννης, εἶναι ὁ Καποδίστριας. Τότε βγαίναν τ᾿ ἀγαθά του αἰστήματα ἔξω αὐτεινοῦ καὶ τῆς συντροφιᾶς του. Ὁρκίζονται νὰ εἶναι ὑπὲρ τῆς Ρουσσίας. Καὶ ὅσοι μπαίνουν εἰς αὐτὸ εἶναι οἱ πιστοί· οἱ ἄλλοι κακοὶ πατριῶτες καὶ κατατρέχονται. Καὶ γιομίζει ἡ συντροφιά τους ἀπὸ τοιούτους συντρόφους. Οἱ μεγάλοι ἄντρες, ὅταν βρίσκωνται, εἶναι πολυτίμητο τζιβαϊρκόν· τότε σώνουν ἔθνη. Ὅμως νὰ εἶναι κατὰ τ᾿ ὄνομα καὶ τὰ ἔργα. Ὁ Κυβερνήτης δὲν θέλει ν᾿ ἀκούγη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες σωτήρα καὶ δεύτερον Θεόν τους· θέλει νὰ εἶναι δοῦλος μιᾶς δύναμης, νὰ τῆς κάμῃ δούλεψη – νὰ χύση ἕνα φλυτζάνι γλυκὸ νερὸ νὰ γλυκάνη τὴν θάλασσα. Καὶ τὸ ῾να τὸ μέρος ποταπότη ἔχει καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος ἀλαιρμαγίαν. Ὁ Θεὸς οὔτε τοῦ ἑνοῦ κέφι θὰ κάμη, οὔτε τοῦ ἀλλουνοῦ τὸν δόλον. Ὅτ᾿ εἶπε αὐτός, ὁ δίκιος βασιλέας, ἐκεῖνο θὰ γένη.

Ὁ Ὑψηλάντης μὲ τῆς χιλιαρχίες εἰς Φήβα εἶχαν τόσους μῆνες πόλεμον· καὶ πολέμησαν γενναίως καὶ τὰ δυὸ μέρη. Ἦρθε κι᾿ ἕνας πασιᾶς μ᾿ ἕξι χιλιάδες ταχτικόν· καὶ πολέμησαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Καὶ θέλησε νὰ φύγῃ διὰ Ζιτούνι· καὶ οἱ Ἕλληνες πιάσαν τὴν Πέτρα καὶ τὸν πολέμησαν ἀντρείως τόσες ἡμέρες καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ περάσουνε. Τότε κάμανε συνθῆκες μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πέρασαν μὲ ρεέμια. Κι᾿ ἔκαμεν τιμὴ τῆς πατρίδος ἡ τιμιότη ὁποῦ στάθη εἰς τὴν συνθήκη. Κι᾿ αὐτὸ τὸ χρωστοῦμεν εἰς τὸν ἀγαθὸν Ὑψηλάντη.

Ὅσα ὁ Κυβερνήτης ἔταζε τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κατάφερε κι᾿ ἔκαμαν τὴν Συνέλεψη καθὼς τὴν ἤθελε, ἔγιναν ἀνάποδα. Καὶ οἱ ἀναντίοι φωτίσανε τὸν λαὸν καὶ εἶδε καὶ μόνος του. Ἡ Κυβέρνηση ἄρχιζε νὰ μαυρίζη πολὺ κι᾿ ἔχασε ὅλως διόλου. Τότε μίαν ἡμέρα μὲ φωνάζει εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ὁ Κυβερνήτης καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω γύρα εἰς τοὺς νομοὺς νὰ τηράξω τοὺς ἀνθρώπους πὼς φέρνονται εἰς τὴν ῾πηρεσία καὶ νὰ μάθω καὶ τί τρέχει. Σηκώθηκα πῆγα εἰς τὴν Τροπολιτζά. Ἔφκειασα μιὰ εἰδοποίησιν εἰς τοὺς δημογέροντες καὶ διοικητὴ νὰ μοῦ εἰποῦνε πὼς περνοῦν μὲ τὴν ἐκτελεστικὴ δύναμη. Μὸ ῾λεγαν ἐνγράφως παντοῦ ἦταν εὐκαριστημένοι. Ἐκεῖ ὁποῦ ῾κανα αὐτὲς τῆς ξέταξες ρώταγα πολλοὺς τί εἶναι τὰ παράπονά τους καὶ βαστοῦσα ἕνα ριπόρτο τοῦ κάθε μέρους, τί ἀδικία τοὺς γένεταν. Τὴν περισσότερη ἀγανάχτησιν εἶχαν ἀπὸ τὸν Βιάρο, Ἀγουστίνο καὶ Γεννατά.

Ἀνάμεσα Πάτρα καὶ Γαστούνι εἶναι ἕνα χωριὸν τὸ Μέγα Σπήλαιγο. Ἔκαμα κονάκι ἐκεῖ. Μοῦ παραπονιῶνται οἱ κάτοικοι ἀπὸ τὴν τυραγνίαν ὁποῦ δοκιμάζουν ἀπὸ τοὺς καλογέρους· ὅ,τι παίρνουν τὸ ἁρπάζουν αὐτεῖνοι. Εἶχα κονάκι σ᾿ ἑνοῦ παππᾶ τὸ σπίτι. Τότε τοὺς λέγω· «Σὰν τραβᾶτε τόση τυραγνίαν, δὲν τὸ ἀφίνετε τὸ χωργιόν σας νὰ φύγετε νὰ πᾶτε σ᾿ ἄλλο χωργιὸν ἐθνικόν, ὁποῦ ῾ναι τόσα;» Μοῦ λέγει ἡ παππαδιά· «Ὅταν ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, ἐμεῖς ἤμαστε μέσα εἰς τὸ βάλτο, στὸ νερὸ τόσες ψυχές, νὰ γλυτώσουμεν· καὶ ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μᾶς πιάσανε· καὶ ἦταν τὸ σῶμα μας καταματωμένο ἀπὸ τῆς ἀβδέλλες – μᾶς φάγαν· καὶ τὰ παιδιὰ πεταμένα μέσα – γιομάτο τὸ νερό, σὰν μπακακάκια πλέγαν· κι᾿ ἄλλα ζωντανὰ κι᾿ ἄλλα τελείωναν. Καὶ μ᾿ ἔπιασαν οἱ Τοῦρκοι καὶ μὲ κοιμήθηκαν τριάντα ὀχτώ· καὶ μ᾿ ἀφάνισαν κι᾿ ἐμένα καὶ τὴς ἄλλες. Διατὶ τὰ τραβήσαμεν αὐτά; Δι᾿ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Καὶ τώρα δικαιοσύνη δὲν βρίσκομεν ἀπὸ κανέναν· ὅλο δόλο καὶ ἀπάτη». Κι᾿ ἔκλαιγε μὲ πικρὰ δάκρυα. Τὴν παρηγόρησα. Μὲ πῆρε τὸ παράπονο κι᾿ ἔκλαψα κι᾿ ἐγώ. Πῆγαν τὰ παιδιὰ νὰ βάλουν εἰς τὸ μετόχι τ᾿ ἄλογό μου, τὸ παίρνουν οἱ καλογέροι, τ᾿ ἀπολοῦνε ἔξω καὶ κλείνονται μέσα. Εἶναι σὰν κάστρο. Τοὺς λένε τὰ παιδιά· «Εἶναι τοῦ Μακρυγιάννη τ᾿ ἄλογον». Κρίναν τόσα ἀναντίον μου. Τότε λέγω τῶν παιδιῶν· «Ἀπάνου τους νὰ τοὺς πιάσωμεν!» Πιάστηκαν μ᾿ ἄρματα. Κολλήσαμεν, τοὺς πιάσαμεν. Τοὺς ἔρριξα ἕνα ξύλο παστρικὸ καὶ τοὺς διάταξα διατὶ νὰ φέρνωνται τοιούτως καὶ τυραγνικῶς εἰς τοὺς ἀνθρώπους· πῶς θὰ πᾶμε ὀμπρὸς μ᾿ αὐτό; Ἔφυγα ἀπὸ κεῖ.

Πῆγα εἰς τὸν Κυβερνήτη, τὸ ῾δωσα τὸ ριπόρτο. Ὅταν εἶδε τὰ παράπονα διὰ τὸν Βιάρο καὶ Ἀγουστίνο καὶ Γεννατᾶ, μοῦ εἶπε ἀγαναχτισμένος ἀναντίον μου· «Τί ἔχετε μ᾿ αὐτούς; – Τοῦ εἶπα, ἐγὼ κατὰ χρέος σου τὸ εἶπα καὶ ἡ Ἐξοχότη σου ὅ,τι σὲ φωτίση ὁ Θεὸς κᾶμε». Τοῦ ἀνάφερα καὶ τὴν ἄχλιαν κατάσταση τοῦ τόπου καὶ νὰ στείλη ἄλλον νὰ ἰδῆ ἂν ἀληθινῶς τοῦ εἶπα ἢ ὄχι. Τότε ἔστειλε ἕναν γραμματικὸν τοῦ Νικήτα, Ἀθανασιάδη τὸν λένε, νὰ ἰδῆ αὐτὰ ὁποῦ τοῦ εἶπα ἀλήθεια εἶναι ἢ ψέμα. Αὐτὸς γύρισε καὶ εἶπε· «Μεγάλη εὐκαρίστησιν ἔχουν οἱ κάτοικοι κι᾿ ὅ,τι σοῦ εἶπε ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὅλα ψέματα».

Εἰς τὴν Πελοπόννησον ἔρχονταν πολλοὶ περιηγηταὶ ξένοι νὰ ἰδοῦνε ποὺ ἔγινε πόλεμος, καὶ γκιζεροῦσαν ὅλες της θέσες. Ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ὁδηγημένοι ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση διὰ νὰ μείνουν τὰ σύνορα περγιορισμένα, ἤθελαν νὰ συκοφαντοῦνε παντοῦ τοὺς Ἕλληνες ὅτ᾿ εἶναι θερία κι᾿ ἀνάξιοι τῆς λευτεριᾶς τους. Τότε διὰ νὰ πετύχη αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης, εἶπε τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ συντροφιᾶς νὰ βγάλουν παντοῦ ληστᾶς κι᾿ ὅπου βρίσκουν περιηγητᾶς γύμνωμα, ὅ,τι μπορέσουνε. Ἐγὼ ὡς Ἀρχηγὸς τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης διὰ τὴν τιμὴ τῆς πατρίδας μου καὶ δική μου τοὺς ἔδινα ἀνθρώπους τῶν ξένων καὶ τοὺς προφύλαγαν· κι᾿ ἔγραφα σὲ ὅλους τοὺς νομοὺς δι᾿ αὐτό. Μοῦ τὸ ῾καμεν ἔγκλημα ὁ Κυβερνήτης κι᾿ ὁ ὑπουργὸς Βιάρος κι᾿ ὁ Πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων Ἀγουστίνος, διατὶ δίνω ὄργανα τῆς ῾πηρεσίας στοὺς ξένους ἀνθρώπους. «Τοὺς δίνω διὰ τὴν τιμὴ τῆς Κυβερνήσεως». Μαλλώσαμε δι᾿ αὐτό. Τοὺς εἶπα· «Βάλετε ἄλλον εἰς τὸ ποδάρι μου»· δὲν θέλησαν. Τότε ἔμαθα πὼς βγαίναν τοὺς ληστᾶς διὰ νὰ πιάνουν τοὺς ξένους ἀνθρώπους, κι᾿ ἀναντίον αὐτεινῶν ἔπιασα ἐγὼ τῆς θέσες καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάμουν τίποτας.

Μίαν ἡμέρα ἦταν ὡς περιηγητὴς ὁ Γκόρδον κι᾿ ἄλλοι ξένοι, κι᾿ ὁ ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης κι᾿ οἱ ἄλλοι στείλαν μπροστά, ἐκεῖ ὁποῦ θὰ περάσουνε ἀπὸ τ᾿ Ἄστρος, νὰ τοὺς βαρέσουνε. Φίλους εἶχα πολλούς, ὅτι τόσον καιρὸν ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὴν ῾πηρεσίαν δὲν ἀκολούθησε τίποτας. Μοῦ λένε αὐτό, στέλνω εἰς τὸν ἀξιωματικόν του Ἄστρους νὰ στείλη ἀνθρώπους, ἢ νὰ πάγη μόνος του στὸ Ἄστρος ὁποῦ ῾ναι ἕνα μοναστήρι – εἶναι κλέφτες, ἢ νὰ τοὺς πιάσουνε ἢ νὰ τοὺς σκοτώσουνε. Ὁ Κυβερνήτης εἶχε τὸν σκοτωμὸν περιορισμένον· ἐγὼ τοὺς ἔγραφα νὰ τοὺς σκοτώσουνε καὶ νὰ βαστοῦν τὴν διαταγή μου δι᾿ ἀσφάλειά τους. Ὁ ἀξιωματικὸς ἔδειξε τὴ διαταγή μου τοῦ διοικητή· κι᾿ αὐτὸς ὁ διοικητὴς – ἦταν ὁρκισμένος τῆς συντροφιᾶς – λέγει τοῦ ἀξιωματικοῦ νὰ μὴν τοὺς βαρέση, ἀλλὰ νὰ πάγη μὲ τρόπον νὰ τοὺς εἰπῆ νὰ φύγουν. Πῆγε τοὺς ηὖρε ὁποῦ ῾ταν μεθυσμένοι, τοὺς ξύπνησε καὶ τοὺς εἶπε κι᾿ ἔφυγαν καὶ πῆγαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἰς τὸν ἀρχηγόν. Τότε στέλνω τοῦ ἀξιωματικοῦ νὰ ῾ρθῆ ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἄργος. Ἦρθε· τοῦ λέγω· «Διατὶ δὲν ἐκτέλεσες ὅσα σου ἔγραψα; Μοῦ εἶπε τί τοῦ εἶπε ὁ διοικητής· «Ἐγώ, λέγει, χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ διοικητῆ δὲν μποροῦσα νὰ πάγω, ὅτ᾿ εἶμαι εἰς τὴν ὁδηγίαν του». (Εἶχε δίκιο εἰς αὐτό). «Τὸν ρώτησα, μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τοὺς διώξω». Τοῦ λέγω· «Δό᾿ μοῦ τὸ ἐνγράφως». Μοῦ τὸ ῾δωσε, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπογραμμένοι. Τότε τὸ παίρνω, πάγω εἰς τὸν Κυβερνήτη, τοῦ λέγω· «Οἱ διοικηταί σου εἶναι γιατάκι τῶν κλεφτῶν κι᾿ οἱ ἀρχηγοί· κι᾿ αὐτεῖνοι ὁποῦ κάνουν τὸν κλέφτη εἶναι ἐδῶ, εἰς τ᾿ Ἀνάπλι κι᾿ Ἄργος, καὶ θὰ τοὺς πιάσω (τότε δίνω τὸ γράμμα). Τοιούτως δὲν ῾περετώ αὐτείνη τὴν Κυβέρνησιν· θέλω τὴν ἀπαραίτησίν μου. – Δὲν κάνει νὰ παραιτηθῆς, μοῦ λέγει· ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ». Κι᾿ ἄλλα τοιούτα. Νὰ παραιτηθῶ δὲν τὸ ῾δινε χέρι, ὅτι θὰ κατηγοριῶνταν. Μοῦ βάσταξε τὸ γράμμα νὰ ῾ρευνήσῃ.

Σὲ ὀλίγες ἡμέρες μὸ ῾ρχεται μία διαταγὴ ὅτι ἄλλαξε τὸν Βιάρον ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖον κι᾿ ἔβαλε τὸν Ρόδιον – κι᾿ αὐτὸς σύντροφός τους. Μοῦ λέγει εἰς τὴν διαταγὴ ὅτι «ἔγινε νέα μεταρρύθμεψη τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος κι᾿ ἀρχηγὸς μπῆκε ὁ Νικήτας καὶ νὰ ῾ρθῆς μέσα». Πῆγα ἐκεῖ. Μοῦ εἶπαν νὰ πάγω στὰ νησιὰ τ᾿ Αἰγιοπελάγου ἀρχηγός. Σ᾿ αὐτὰ τὰ νησιὰ ἦταν ἀγωνισταὶ ὁποῦ τρώγαν ψωμί, Νυδραῖοι, Ψαργιανοί, Σπετζῶτες κι᾿ ἄλλοι – νὰ βγάλω αὐτοὺς νὰ ἔμπωμεν ἐμεῖς· καὶ τότε ἀπὸ αὐτὸ ν᾿ ἀνοίξη ἐνφύλιος πόλεμος. Τοῦ εἶπα μ᾿ ἀναφορά μου ὅτ᾿ εἶμαι ἀστενὴς καὶ δὲν μοῦ σώνουν καὶ τὰ ἔξοδα. Ἐμένα μό ῾δινε τρακόσια γρόσια πλερωμή, τοῦ Νικήτα χίλια. Μοῦ εἶπε· «Σοῦ δίνω τὸν μιστὸν ὁποῦ θὰ πάρη κι᾿ ὁ Νικήτας. – Δὲν μοῦ τὸ συχωρεῖ ἡ ὑγεία μου». Τοῦ ζήτησα νὰ στείλη παντοῦ νὰ ἰδῆ τὸ σῶμα ἂν εἶναι σύνφωνο μὲ τὴν πλερωμή του καὶ νὰ μοῦ δώσῃ τοιοῦτο ἀποδειχτικὸν καὶ τότε τραβάγω. Καὶ σύσταινα καὶ τὸ σῶμα ὡς τίμιος ἄνθρωπος. Δὲν ἤθελε νὰ στείλη νὰ ἰδῆ ἂν εἶναι σωστοὶ οἱ ἄνθρωποι. Τοῦ ζήτησα ἐπιμόνως κι᾿ ἔστειλε καὶ τὸ ἐπιθεώρησαν κι᾿ ἔλαβα τ᾿ ἀποδειχτικόν του.

ΣHMEIΩΣH

1. Ὅτι εἶναι ἕνα τάλλαρον καὶ πέντε γρόσια ὁ μιστός μου.