Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα

Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον ὄγδοον

Ἐκστρατεία εἰς Τρίπολιν κατὰ τοῦ Ἰμβραΐμ. - Ὁ Μακρυγιάννης εἰς Ἀχλαδόκαμπον. - Κατάληψις τωνΜύλων υοῦ Ναυπλίου ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Κρύφιαι ἀντενέργειαι κατ᾿ αὐτοῦ. - Ὀχύρωσις τῶν Μύλων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Συμπλήρωσις κτιστοῦ ὀχυρώματος. - Ἐπιδιόρθωσις δύο παλαιῶν πύργων. - Ἄφιξις τοῦ Γάλλου ναυάρχου Δερινὺ εἰς Μύλους - Συνέντευξις τοῦ Μακρυγιάννη μετ᾿ αὐτοῦ. - Κρίσεις περὶ τῆς θέσεως τῶν Μύλων. - Ἄφιξις Χατζημιχάλη, Κωνστ. Μαυρομιχάλη καὶ Δημ. Ὑψηλάντη & Μύλους. - Ὁ ναύαρχος Δερινὺ παρὰ τῷ Μακρυγιάννῃ. - Λόγοι αὐτοῦ πρὸς αὐτόν. - Ἄφιξις Χατζὴ Στεφανή. - Ἔριδες τῶν εἰς Μύλους περὶ τῶν φρουρῶν. - Ὄνειρον τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἐπίθεσις νυκτερινὴ τῶν Αἰγυπτίων κατὰ τῶν Μύλων. - Ἀπόκρουσις αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Ἄφιξις τοῦ Ἰμβραῒμ εἰς Μύλους. – Συμβούλιον τῶν εἰς Μύλους Ἑλλήνων ἀρχηγῶν. - Παρασκευαὶ πρὸς ἄμυναν. - Ἀποπομπὴ τῶν παρὰ τοὺς Μύλους πλοιαρίων ὑπὸ τοῦ Μακρυγιάννη. - Γεῦμα καὶ συνομιλία τὸν Μακρυγιάννη μετὰ Γάλλων ἀξιωματικῶν. - Ὁ Μακρυγιάννης ἀρχόμενος τῆς μάχης. - Λυσσώδης ἐπίθεσις τοῦ ἐχθροῦ. - Ἀπόκρουσις αὐτοῦ. - Δευτέρα ἕφοδος καὶ ὑποχώρησις. - Τρίτη ἕφοδος. - Ὁ Γάλλος ναύαρχος ἐν μέσῳ τοῦ ἀγῶνος. – Ἀντεπίθεσις τῶν ἀμυνομένων. - Ἄφιξις τὸν Μῆτρον Λιακόπουλου εἰς βοήθειαν. - Τραυματισμὸς τοῦ Μακρυγιάννη. - Ὁριστικὴ ἥττα τοῦ ἐχθροῦ. – Ἄφιξις λόχου τακτικῶν ἐν Ναυπλίου. – Μεταγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τὴν Γαλλικὴ ναυαρχίδα. - Ἡ μουσικὴ ἀνακρούουσα ἐμβατήριον. - Μεταγωγὴ τοῦ Μακρυγιάννη εἰς Ναύπλιον. Τὰ τῆς μάχης ἀποτελέσματα. - Ἀποχώρησις τοῦ Ἰμβραΐμ. - Τιμαὶ ἀπονεμηθεῖσαι πρὸς τὸν Μακρυγιάννην.


Πήγαμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Μαθαίνομεν ὅτι κινήθη ὁ Μπραΐμης διὰ τὴν Τροπολιτζά. Μὲ διὰ τάττει ἡ Κυβέρνηση ν᾿ ἀκολουθήσω τὸν κύριον Μεταξά, ὁποὖταν ὑπουργὸς τοῦ Πολέμου, καὶ νὰ πᾶμε μαζί, ἐγὼ μὲ τὸ σῶμα μου κι᾿ ὁ ὑπουργός, νὰ πιάσουμε τὴν Τροπολιτζὰ καὶ νὰ τὴν δυναμώσουμεν. Εἶχε διοριστεῖ ὁ Ἀρχηγὸς Κολοκοτρώνης νὰ πολεμήσῃ τὸν Μπραΐμη εἰς τὰ Ντερβένια καὶ πῆγαν ὅλα τὰ σώματα καὶ οἱ Πελοποννήσιοι μαζί του· καὶ κουβάλαγαν οἱ κάτοικοι καὶ ἡ Κυβέρνηση ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια νὰ πολεμήσουνε τὸν Μπραΐμη. Εὐτὺς ὁποῦ τὸν εἶδαν μπροστὰ τοὺς ἄφησαν τῆς θέσες τους καὶ πῆραν τὰ βουνά. Καὶ πέρασε ὁ Μπραΐμης εἰς τὰ Ντερβένια ἀπολέμηστος. Ἐφύλιους πολέμους καὶ φατρίες ῾πιτηδεύεται ὁ Ἀρχηγὸς νὰ κάνη, Τούρκους δὲν ἔχει κῶλο νὰ πλησιάζη κοντά τους. Ἀφοῦ πήγαμεν μὲ τὸν ὑπουργόν, ὁποῦ τὸν ἔβαλε ἡ Κυβέρνηση νὰ προμηθεύη τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου εἰς τὸν Ἀρχηγόν, μάθαμεν εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον ὅτι ὁ Μπραΐμης κυρίεψε τὴν Τροπολιτζὰ κι᾿ ὁ Ἀρχηγὸς μὲ τὸ στράτεμα ξεποδαριάστηκαν φεύγοντας εἰς τὰ βουνά. Ἐκεῖ, εἰς τὸν Ἀχλαδόκαμπον, ἦταν ἡ ἐκκλησία καὶ τὸ χάνι γιομάτα ἀλεύρια καὶ πολεμοφόδια, ἦταν κ᾿ ἕνα δυὸ χιλιάδες σφαχτὰ διὰ τὸ στράτεμα τοῦ ἀρχηγοῦ Κολοκοτρώνη. Σύναξα ζῶα καὶ μὲ τοὺς χωργιάτες τὰ ῾στειλα τ᾿ Ἀρχηγοῦ, ὅθεν τὸν εὕρουνε, νά ῾χουν ζαϊρὲ νὰ τρῶνε, νὰ μὴν τὰ πάρη ὁ Μπραΐμης καὶ τρώγη καὶ μᾶς πολεμάγη. Πῆρα ὅλες τὶς φαμελιὲς καὶ καμμιὰ τετρακοσιαριὰ σφαχτὰ καὶ μαζὶ – μὲ τὸν ὑπουργὸν Μεταξᾶ κατεβήκαμεν εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ· καὶ στείλαμεν τῆς φαμελιὲς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι ν᾿ ἀσφαλιστούν· πῆγε κι᾿ ὁ ὑπουργὸς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κ᾿ ἐγὼ μὲ τὸ σῶμα μου ἔκατζα ἐκεῖ, εἰς τοὺς Μύλους.

Ὡς ὀχτρὸς τῆς συντροφιᾶς τοῦ ὑπουργοῦ κι᾿ Ἀρχηγοῦ μ᾿ ἀνακάτωσαν τοὺς συντρόφους κ᾿ ἔμεινα μ᾿ ὀλίγους. Οἱ ἄλλοι πήγανε μὲ τὸν Χατζημιχάλη κι᾿ ἄλλους καὶ τοὺς δώσαν μιστοὺς μισὲς λίρες. Ἐγώ, σᾶς λέγω μὰ τὴν πατρίδα, δὲν τῆς εἶχα ἰδῆ τῆς μισὲς λίρες ἄλλη βολά· ὅταν μοῦυ διαιρέσαν τοὺς συντρόφους καὶ τοὺς δώσαν μιστοὺς μισὲς λίρες, τότε τῆς εἶδα. Πήρανε τοὺς μιστοὺς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ γύρισαν πίσου μ᾿ ἐμένα· ὅτ᾿ εἶχαν μείνη γυμνοὶ καὶ δυστυχισμένοι καὶ πῆγαν μ᾿ αὐτοὺς ὁποὖχαν τὰ μέσα νὰ πάρουν κάνα μιστόν. Εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ ἦταν γιομάτο ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, ὁποὖχαν πάρη τὰ καράβια μας πρέζες, ὁποῦ τὰ πήγαιναν τοῦ Μπραΐμη, καὶ ἦταν ὅλα ἐκεῖ νὰ χρησιμέψουν διὰ τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Πελοπόννησος, ὁποῦ θὰ πολεμήσῃ τοὺς Τούρκους. Κ᾿ οἱ Τοῦρκοι ἔρχονταν εἰς τοὺς Μύλους νὰ πάρουν τοὺς ζαϊρέδες τους καὶ τὰ πολεμοφόδιά τους ὀπίσου, ὁποῦ τοὺς πῆραν τὰ καράβια μας. Τότε ἔπιασα τοὺς Μύλους καὶ ἔφκειασα ταμπούρια κ᾿ ἔκλεισα τοὺς Μύλους μέσα. Τὸν τοῖχον τὸν ἔχτησα ὡς μέσα εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸν ἀσφάλισα καλὰ ὅλο μὲ μασγάλια. Ἔπιασα καὶ τὴν κούλια, ὁποῦ ῾ναι πλησίον᾿ στοὺς Μύλους, καὶ τὴν τρύπησα ἀπὸ πάνου εἰς τὸ πάτωμα καὶ εἰς τὸ κατώγι. Ἔκοψα καὶ νερὸ ἀπὸ τὸ μυλαύλακον καὶ τὸ πέρασα εἰς τὴν κούλια κάτου ἀπὸ τὴν γῆ, νά ῾χωμεν νερό, ὅτι παλαβώσαμεν ἀπὸ νερὸ εἰς τὸ Νιόκαστρον. Ἀφοῦ ἔφκειασα αὐτά, ἔφκειασα καὶ ταράτζα εἰς τὰ κεραμίδια τῆς κούλιας καὶ τὴν ἄλλη κούλια τὴν συγύρισα καλὰ νὰ δεχτῶ τὸν ἀφέντη μου τὸν Μπραΐμη, ὁποὔθελε εἰς τὸ Νιόκαστρο νὰ μὲ πάρη μαζί του. Ὅτι μ᾿ ηὖρε νηστικὸν καὶ διψασμένον καὶ μ᾿ ἔκαμε καὶ κοντόση νὰ τοῦ στέλνω τῆς Τούρκισσες. Συγυρίστηκα εἰς τοὺς Μύλους κ᾿ ἐφόδιασα τῆς κούλιες ἀπ᾿ οὖλα τ᾿ ἀναγκαῖα, καὶ κρέας καὶ κρασὶ καὶ ρακὶ – καὶ τώρα θέλει νὰ ἰδῆ ντουφέκι Ἑλληνικόν! Εἰς τὴν Καλαμάτα ὁ Μπραΐμης ἔσμιξε μὲ τὸν Ντερνὺ τὸν ναύαρχον τῆς Γαλλίας κ᾿ ἔφαγαν εἰς τὴν φεργάδα του· κ᾿ ἕνας τράβησε τῆς στεργιᾶς κι᾿ ἄλλος τοῦ πελάου καὶ εἶπαν νὰ σμίξουν εἰς τοὺς Μύλους. Καὶ ἦρθε ὁ ναύαρχος Ντερνὺς πρωτύτερα. Πῆγα καὶ τὸ ῾καμα βίζιτα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἐγὼ δὲν θὰ μπορέσω νὰ πολεμήσω τὸν Μπραΐμη. Τοῦ εἶπα: «Τέτοιες συνθῆκες δὲν ἔκαμα ὅταν ἔφυγα ἀπὸ τὸ Νιόκαστρο, ὅτι δὲν εἶχα ζαϊρὲ ἐκεῖ καὶ θὰ τὸν πολεμήσουμεν ἐδῶ, νὰ εἴμαστε καὶ τὰ δυὸ μέρη χορτάτα».

Δυνάμωσα τὴν θέσιν τῶν Μύλων καλὰ νὰ πολεμήσουμεν ἐκεῖ ὅσο νὰ λυώσουμε. Ὅτι ἂν μᾶς πάρῃ αὐτείνη τὴν θέσιν, πάγει καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Ὅτι νερὸν δὲν εἶχε μέσα οὔτε δράμι καὶ τὰ κανόνια πεσμένα ἀπὸ τὰ λέτα. Ἦταν ῾σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ ἐφύλιου πολέμου, ὁποῦ τὸ κρατοῦσε ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης. Ὕστερα ἐκεῖνοι ὁποῦ μπῆκαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κυβερνήσουν ἦταν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄλλους. Τέλος ἀπὸ αὐτὰ οὔτε νερὸ εἶχε μέσα, οὔτε κανόνι εἰς τὸν τόπον του· κι᾿ ἂν ἔπαιρνε τοὺς Μύλους ὁ Μπραΐμης, κεντρικὸν μέρος τῆς θάλασσας καὶ στεργιᾶς καὶ πλῆθος ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια καὶ νερὸ ποταμός, μπλοκάριζε καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ εἰς τὴν κατάστασιν ὁποὖταν κάμετε τὴν κρίση ἂν βαστοῦσε.

Ἀφοῦ τὸ δυνάμωσα, σὲ δυὸ ἡμέρες ἦρθε ὁ Χατζημιχάλης μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ μου πῆρε, ἦρθε κι᾿ ὁ Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ᾿ ὀλίγους κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, ὅλους δεκαπέντε. Ἐκεῖ ὁποὔύφκειανα τῆς θέσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμον θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ; – Τοῦ λέγω, εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κ᾿ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁποῦ μας προστατεύει· καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας ῾σ αὐτὲς τῆς θέσες τῆς ἀδύνατες. Κι᾿ ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ᾿ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ ῾μάς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· κι᾿ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς. – «Τρὲ μπιεν», λέγει κι᾿ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος.

Τὸ δειλινὸ ἦρθε κι᾿ ὁ Χατζὴ Στεφανῆς καὶ Χατζὴ Γιώργης ὁ ἀδελφός του· ἦταν διορισμένοι ἀπὸ τὸν νέον ὑπουργὸν τοῦ Πολέμου ἀρχηγοὶ καὶ τοὺς ἔδωσαν μισὲς λίρες καὶ σύναξαν ἀνθρώπους νὰ πᾶνε εἰς τὸν πόλεμον. Κι᾿ ὅσο ἦταν ὁ Μπραΐμης εἰς τὸ Νιόκαστρο, ἔκαναν τῆς στρατολογίες τους εἰς τὰ σπίτια τῶν κατοίκων καὶ πολεμοῦσαν μὲ τῆς κόττες καὶ κρασιά. Τώρα ὁποῦ βῆκε ὁ Μπραΐμης ἔξω, τραβιῶνται κατὰ τ᾿ Ἀνάπλι· ἐκεῖ εἶναι καζίνα καὶ μπιλλιάρδα. Ρωτάγω τοὺς δυὸ ἀρχηγοὺς Στεφανὴ κι᾿ ἀδελφόν του καὶ μοῦ λένε θὰ πᾶνε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Τοὺς λέγω: «Θὰ καθίσουμεν νὰ πολεμήσουμεν ἐδῶ διὰ νὰ σωθῆ τ᾿ Ἀνάπλι. – Μοῦ λένε, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε εἰς τὴν ὁδηγίαν σου νὰ μᾶς προστάζης· εἴμαστε μόνοι μας ἀρχηγοί. – Τοὺς εἶπα, τὸ γνωρίζω· αὐτὸ ὅμως σᾶς λέγω ὡς ἀξιωματικοί, ποῖον εἶναι ὁποῦ θὰ ὠφελήσῃ τὴν πατρίδα; Νὰ στείλετε τ᾿ ἄλογά σας εἰς τ᾿ Ἀνάπλι καὶ πιάνομεν καΐκια καὶ τά ῾χομεν ἐδῶ, κι᾿ ὅταν ἔρθη ὁ ὀχτρὸς πολεμοῦμεν, κι᾿ ἂν εἶναι κίντυνος ῾σ ἐμᾶς, τότε μπαίνομεν εἰς τὰ καΐκια καὶ πάμεν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Κι᾿ ἂν δὲν βαστήσουμεν τούτην τὴν θέσιν, καὶ τ᾿ Ἀνάπλι εἶναι σὲ ριζικὸν κι᾿ ὅλη ἡ πατρίδα». Λέγοντάς τους πολλὰ τοιούτα, ἐμείναμεν σύνφωνοι καὶ διώξαμεν ὅλοι τ᾿ ἄλογά μας διὰ τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ μείναν μ᾿ ὀλίγους. Ὅτι ἐκείνους ὁποὖχαν εἰς τὴν ὁδηγίαν τοὺς ἦταν οἱ περισσότεροι τῶν καφφενέδων ἄνθρωποι. Τὸ βράδυ ῾γγίχτηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τὸν Ὑψηλάντη, Μαυρομιχάλη καὶ Κωσταντήμπεγη διὰ τὰ καραγούλια, τοὺς εἶπα: «Ἐγὼ ἔχω δυὸ μέρες ἐδῶ, ὁποῦ ἀφανίστηκαν οἱ ἄνθρωποί μου φκειάνοντας ταμπούρια ῾σ ὅλες της θέσες, κ᾿ ἐσεῖς τῆς ηὕρετε χαζίρι, καὶ τώρα νὰ μὴν κάμετε καὶ καραγούλι; – Εἴμαστε ὀλίγοι, μοῦ λένε, ἐμεῖς. – Τοὺς λέγω, ἐσεῖς ὅλοι νὰ πᾶτε μίαν φορᾶ κ᾿ ἐγὼ μόνος μου, μὲ τοὺς δικούς μου, ἄλλη μία· καὶ δὲν ῾γγίζονται ἔτζι καὶ οἱ ἄνθρωποί μου. Ὅτι μποροῦν νὰ φύγουν, δὲν τοὺς ἔχω σκλάβους». Τότε μείναμεν σύνφωνοι νὰ πάγω ἐγὼ τὸ βράδυ καραγούλι, νὰ στείλω ἀνθρώπους μου, κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ πᾶνε ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα καὶ πέρα ὅσο νὰ φέξη. Ἔστειλα ἐγὼ τὸ βράδυ· τὰ μεσάνυχτα πῆγαν ἀπὸ αὐτούς. Κάθισαν καμμιὰ ὥρα κι᾿ ἄφησαν τὸν τόπον ἄδειον καὶ ἦρθαν μέσα εἰς τοὺς Μύλους κ᾿ ἔπεσαν καὶ κοιμήθηκαν.

Ἐγὼ πάντοτες εἰς τέτοιες ἐποχὲς δὲν κοιμῶμαι χωρὶς ἔγνοια. – Εἶμαι κιοτὴς καὶ πάντοτες προσέχω νὰ μὴν χαθῶ ἀδίκως· κ᾿ ἔχω κι᾿ ἄλλους εἰς τὴν ὁδηγίαν μου καὶ τοὺς χάνω κ᾿ ἐκείνους. Βλέπω εἰς τὸν ὕπνο μου κ᾿ ἔρχεται ἕνας καὶ μοῦ λέγει: «Σήκου ἀπάνου!» Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τὸν βλέπω καὶ μοῦ λέγει: «Σήκου!» Ἤμουν νοιασμένος καὶ δὲν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω ἀπὸ τὸ παλεθύρι καὶ γιόμωσε ὁ τόπος Τούρκους· καὶ τὸ περιβόλι ὅλο γιομάτο. Κ᾿ ἐμεῖς – κανεὶς νὰ εἶναι ἔξυπνος· καὶ δὲν θ᾿ ἄφιναν ρουθούνι. Καὶ θὰ μᾶς σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος ἀδύνατος, ὁποὖταν ἐκεῖ καὶ κουβαλιώνταν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὰ καΐκια. Τότε βάνω τὶς φωνές: «Τοῦρκοι! Τοῦρκοι!». Οἱ ἄλλοι ποὺ μ᾿ ἄκουσαν λέγαν: «Ὁ Μακρυγιάννης πέθανε ἀπὸ τὸν φόβον του καὶ δὲν κοιμάται· ὅλο Τούρκους νειρεύεται». Τότε εὐτὺς ἐγὼ πῆρα καμμιὰ πενηνταριὰ συντρόφους μου καὶ πᾶμε ἀπὸ τὰ τείχη τῶν Μύλων, ὁποῦ βαστοῦν τὸ νερό, καὶ ἦταν καλάμια κι᾿ ἄλλα χορτάρια καὶ δὲν φαινόμαστε, καὶ παίρνομεν τὴν πλάτη τῶν Τούρκων καὶ τοὺς δίνομεν μίαν φωτιὰ ἄξαφνα καὶ σκοτώσαμεν καμπόσους· καὶ τοὺς ριχτήκαμεν καὶ μὲ τὰ μαχαίρια· καὶ τοὺς βγάλαμεν ἀπὸ τὸ περιβόλι κι᾿ ἀπ᾿ οὖλες της θέσες ὁποὖχαν κυργέψη καὶ τῆς λάβαμεν ἐμεῖς πίσου εἰς τὴν ἐξουσίαν μας. Οἱ Τοῦρκοι μαζώχτηκαν ὅλοι καὶ πῆγαν εἰς τὸ ἀριστερὸν μέρος καὶ βάλαν τὰ ντουφέκια τοὺς εἰς γραμμὴν κ᾿ ἔφκειασαν ἴσκιους· καὶ κάθονταν ἐκεῖ καὶ πρόσμεναν τὸν Μπραΐμη.

Σὲ καμπόσον ἦρθε κι᾿ αὐτὸς κ᾿ ἔπιασε τὸ παλιόκαστρο ὁποὖναι πανουκέφαλα, εἰς τὴν ράχη τῶν Μύλων. Στάθη αὐτὸς ἐκεῖ μὲ πέντ᾿ ἕξι κολῶνες, καὶ οἱ ἄλλοι, ἡ πεζούρα καὶ ἡ καβαλλαρία, ξάπλωσαν ὁλόγυρα· καὶ ἡ καβαλλαρία μας ἔκλεισε νὰ μᾶς πιάση ὅλους ζωντανοὺς ἐκεῖ, νὰ μὴν μείνη κανένας σπορὰ ἀπὸ ῾μάς. Τότε συναζόμαστε ὅλοι. (Μᾶς ἦρθαν καὶ δυὸ μίστικα Ψαργιανά, φέραν καὶ καμπόσους Κρητικούς). Τότε μιλήσαμεν ὁ Ὑψηλάντης νὰ πιάση τὸν μυλάκον, ὁποὖναι εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ περιβολιοῦ δυτικά, καὶ νὰ πάρη τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τοὺς Κρητικούς· καὶ τὰ μίστικα τὰ δυὸ νὰ τοῦ βαστοῦνε τὴν πλάτη εἰς τὸν μυλάκον. Εἰς τὸ ἀριστερὸν τῶν Μύλων ἦταν ἕνα μονοπατάκι κατὰ τὸ Κυβέρι, νὰ τὸ πιάση ὁ Κωσταντήμπεγης κι᾿ ὁ Χατζημιχάλης, νὰ τοῦ δώσω κι᾿ ἀνθρώπους. Τὰ τείχη τοῦ περιβολιοῦ ἀπόξω νὰ τὰ πιάσω ἐγὼ κι᾿ ὅλες ἐκεῖνες τῆς θέσες. Καὶ νά ῾χω κι᾿ ἀνθρώπους μαζί μου νὰ φέρνω γύρα ὁλοῦθεν, οὖθεν εἶναι πολλὴ δύναμη τῶν Τούρκων.

Πῆρε ὁ καθεὶς τὴν θέσιν του. Ἡ κάψα τοῦ ἥλιου ἦταν δυνατή. Κάθισαν οἱ Τοῦρκοι νὰ ξεμεσημεριάσουν ὅσο νὰ δροσίση, νὰ μᾶς πολεμήσουνε. Εἶπα τῶν συντρόφωνέ μου, ἂν ἔρθη μεγάλη σφίξη τῶν Τούρκων καὶ δὲν μποροῦμεν νὰ τοὺς βαστήσουμεν ὄξω, νὰ μποῦμε ὅλοι εἰς τῆς κούλιες. Ἔκοψα καὶ χαντάκι ὁλόγυρα, ἔφκειασα κι᾿ ἀπὸ ῾να μπούρτζι μὲ πολλὲς πολεμῆστρες ἀπόξω τῆς πόρτες τῶν κούλιων. Ἄφησα κι᾿ ἀνθρώπους μέσα νὰ μὴ βάνουν κανέναν ξένο, ὅτι ἐγὼ καὶ οἱ σύντροφοί μου πεθάναμεν δυὸ μερόνυχτα κουβαλιώντας πέτρες καὶ δουλεύοντας καὶ οἱ ἄλλοι κοιμώνταν· κι᾿ ὅταν ξυπνοῦσαν, περγελοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἔλεγαν κιοτῆδες. Αὐτεῖνοι ἦταν ἀντρεῖοι καὶ παληκάρια – εἰς τοὺς καφφενέδες. Ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ δὲν βδοκίμησε ὁ Μπραΐμης – εἶχα ὅρκον νὰ τοὺς ἀφήσω ὄξω νὰ τοὺς κόψη σὰν σκυλιά, νὰ μὴν γλυτώσῃ κανένας, ὅτι οἱ τεμπέληδες δὲν ἄφιναν καὶ τοὺς ἄλλους νὰ δουλέψουνε.

Τότε, ἀφοῦ συγυρίστηκα καλά, εἶπα τῶν ἀνθρώπων νὰ κοιμηθοῦνε ὀλίγον ὅσο νὰ περάσῃ τὸ μεσημέρι, νὰ μὴν μᾶς ἀκολουθήσῃ τὸ βράδυ πόλεμος καὶ δὲν βαστᾶμεν ὁληνύχτα· καὶ οἱ Τοῦρκοι κοιμῶνταν. Πῆγαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἡσυχάσουνε. Τότε, διὰ νὰ σκοτωθοῦμεν ὅλοι καὶ νὰ μὴν γλυτώσῃ κανένας, ἂν τύχῃ κίντυνος, οὔτε ἐγώ, οὔτε αὐτεῖνοι οἱ νέοι ἀρχηγοὶ τῶν καφφενέδων, εἶπα ὅτι πρέπει νὰ διώξω καὶ τὰ καΐκια. Ὅτ᾿ εἶχε ὁ καθένας ἀπὸ τρία τέσσερα καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν θέλαν νὰ φκειάσουν ταμπούρια. Τὸ εἶχαν σκοπό, ἂν πλησιάση ὁ Μπραΐμης, νὰ μποῦνε μέσα κι᾿ ἄλλοι νὰ πᾶνε εἰς τ᾿ Ἀνάπλι, κι᾿ ἄλλοι ῾στὰ νησιά. – Καὶ τότε μποροῦσαν νὰ φύγουν κι᾿ ἀπὸ τοὺς δικούς μου καὶ κιντύνευα κ᾿ ἐγώ. Ἀφοῦ φάγαν κ᾿ ἔπιαν κρασὶ ὅλοι αὐτεῖνοι, ἔπεσαν εἰς τὸν ὕπνο. Τότε πάγω καὶ παίρνω ἕναν ἀπὸ τὰ καΐκια καὶ τὸν βάνω σὲ μίαν φελούκα καὶ τοῦ λέγω νὰ πάγη σὲ ὅλα τὰ καΐκια νὰ τοὺς εἰπῆ κρυφίως σὲ μιὰ στιμὴ ὅλα συνχρόνως νὰ φύγουνε, νὰ μὴν μείνη κανένα· καὶ νὰ μὴν κάμουν σαματὰ καὶ νοηθοῦν, θὰ τοὺς σκοτώσω. Αὐτεῖνοι γύρευαν ἀφορμὴ – ῾σ ἕναν καιρὸν φύγαν ὅλα τὰ καΐκια καὶ πᾶνε εἰς τὴν δουλειά τους. Ὅταν ξεμάκρυναν, τὰ πῆραν χαμπέρι. Ἐγὼ ἔκανα ὅτι δὲν ξέρω καὶ κοιμώμουν. Τότε ἔρχονται μὲ ξυπνάνε· φωνάζω κ᾿ ἐγὼ καὶ λυποῦμαι τὸ κακὸν ὁποῦ πάθαμεν. Τότε τοὺς λέγω: «Οἱ ἐλπίδες μας ἦταν αὐτές· πάγει κι᾿ αὐτὸ καὶ εἴμαστε σὲ κίντυνο. Τώρα ἄλλη θαραπαγὴ δὲν εἶναι – φκειάσιμον τοῦ πόστου του ὁ καθείς. Μάλλωσαν μ᾿ ἐμένα ὅτι τοὺς παρακίνησα καὶ διώξαμεν καὶ τ᾿ ἄλογα. Σὰν τά ῾χαμεν, ἦταν ἐλπίδες νὰ φύγουν μ᾿ αὐτά. Τοὺς εἶπα ὅτι ἦταν οἱ ἐλπίδες μου ῾στὰ καΐκια κ᾿ ἔδωσα αὐτείνη τὴ γνώμη. Ἄρχισαν νὰ στοχάζωνται καὶ νὰ φκειάνη ὁ καθεὶς τὸ πόστο του, ὅτι ἐκεῖ θὰ πεθάνη. Ἔκατζα νὰ φάγω ψωμί. Ἦρθαν τέσσεροι ἀξιωματικοὶ Γάλλοι μ᾿ ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν φεργάδα νὰ πάρουνε μέσα τῆς τουλοῦμπες καὶ τ᾿ ἄλλα τοὺς τὰ πράματα, ὁποῦ κάναν νερό, ὁποῦ πλέναν τὰ σκουτιά τους, νὰ μὴν χαθοῦνε ὁποῦ θ᾿ ἄνοιγε ὁ πόλεμος. Κράτησα τοὺς ἀξιωματικοὺς καὶ φάγαμεν μαζί. Μοῦ λένε: «Εἶστε πολλὰ ὀλίγοι κι᾿ αὐτεῖνοι πολλοί, οἱ Τοῦρκοι, καὶ ταχτικοί· κι αὐτείνη ἡ θέση εἶναι ἀδύνατη. Ἔχει καὶ κανόνια ὁ Μπραΐμης καὶ δὲν θὰ βαστάξετε. – Τοὺς λέγω, ὅταν σηκώσαμεν τὴν σημαία ἀναντίον τῆς τυραγνίας, ξέραμεν ὅτ᾿ εἶναι πολλοὶ αὐτεῖνοι καὶ μαθητικοὶ κ᾿ ἔχουν καὶ κανόνια κι᾿ ὅλα τὰ μέσα· ἐμεῖς ἀπ᾿ οὖλα εἴμαστε ἀδύνατοι· ὅμως ὁ Θεὸς φυλάγει καὶ τοὺς ἀδύνατους· κι᾿ ἂν πεθάνωμεν, πεθαίνομεν διὰ τὴν πατρίδα μας, διὰ τὴν θρησκεία μας, καὶ πολεμοῦμεν ὅσο μποροῦμεν ἀναντίον τῆς τυραγνίας· κι᾿ ὁ Θεὸς βοηθός. Αὐτὸς ὁ θάνατος εἶναι γλυκός, ὅτι κανένας δὲν θὰ γένη ἀθάνατος· κι᾿ ὅταν ὁ Χάρος θαρθῆ νὰ μᾶς πάρη, ὅταν θέλη, ἄρρωστους καὶ δυστυχεῖς, καλύτερα σήμερα νὰ πεθάνωμεν». Μὲ φίλησε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ τὸν φίλησα κ᾿ ἐγώ. Ὕστερα φύγαν.

Ὅταν δρόσισε καὶ πῆρε τὸ δειλινό, πῆρα καμπόσους ἀθάνατους συντρόφους ἀπὸ ῾κείνους ὁποῦ γνώριζαν τοὺς Ἀράπηδες ἀπὸ τοὺς Ἀβαρίνους κι᾿ ἀπὸ τὸ Νιόκαστρον, ὁποὖταν ὁ Ἀράπης χορτᾶτος κι᾿ ὁ Ἕλληνας νηστικὸς καὶ διψασμένος, πῆρα καμπόσους ἀπὸ αὐτοὺς κι᾿ ἀπὸ τὰ τείχη τοῦ μύλου πήγαμεν κρυφίως, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιούλα, καὶ τοὺς δίνομε ἕναν ντουφεκισμὸν τῶν Τούρκων, χωρὶς νὰ τοὺς βλάψωμεν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ξυπνήσωμεν. Τότε ἀνοίξαμεν τὸ ντουφέκι καὶ μπῆκαν οἱ κολῶνες εἰς τὴν τάξη. Ὁ Μπραΐμης περήφανος ἔστειλε τοὺς κατζαδόρους, ὁποῦ τοὺς εἶχε καὶ εἰς τὸ Νιόκαστρον, κι᾿ ἄλλες δυὸ κολῶνες ἀπὸ τὸ κάστρον· καὶ συνχρόνως καὶ οἱ ἄλλες κολῶνες – καὶ μὲ πρώτον μας πῆραν ὅλο τὸ περιβόλι καὶ τῆς κούλιες τοῦ περιβολιοῦ κι᾿ ὁλόγυρα· καὶ μὲ τὴν πρώτη ὁρμὴ ἦρθαν εἰς τὸ κάτου μέρος τοῦ περιβολιοῦ, εἰς τὰ τείχη, ὁποὖναι πρόσωπον τῆς θάλασσας· κ᾿ ἐκεῖ τὸ βαστοῦσα μὲ τοὺς συντρόφους μου. Μᾶς πλάκωσαν μὲ τὴν πρώτη ὁρμή· κ᾿ ἐκεῖ ἄρχισε πεισματώδης πόλεμος ἀπὸ τὅνα τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο κάμποση ὥρα. Ἦταν ἡ κάψη, καὶ δὲν φυσοῦσε τελείως – κι᾿ ὁ καπνὸς τῶν ντουφεκιῶν ἔγινε μία ἀντάρα, καταχνιὰ – θὰ μᾶς παίρναν ὅλους. Τότε μιλήσαμεν ἀναμεταξύ μας νὰ βαροῦμεν τοὺς ἀξιωματικούς, ὅτι αὐτεῖνοι φέρναν μὲ τὸ στανιὸν τῆς κολῶνες ἀπάνου μας. Ὅταν ἀρχίσαμεν καὶ βαρούγαμεν καὶ σκοτώναμεν τοὺς ἀξιωματικούς, κρύγιωσαν. ῾στὸν ἴδιον καιρὸν βγάλαμεν τὰ σπαθιὰ πεντέξι, κι᾿ ἄλλοι ὕστερα, καὶ ριχνόμαστε ἀπάνου τους καὶ τοὺς δίνομεν ἕνα χαλασμὸν – κι᾿ ἀφίνουν καὶ κούλιες καὶ περιβόλι. Κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὴν πόρτα τοὺς πλάκωσαν οἱ Ἕλληνες καὶ ρίχναν εἰς τὸν σωρόν. Ἄρχισε ὁ πόλεμος κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ μυλάκου, ὁποὖταν ὁ Ὑψηλάντης μὲ τοὺς Κρητικούς, καὶ μίστικα μὲ μπαλαμιστράλλια· κι᾿ ὅλα αὐτὰ πήγαιναν εἰς τὰ σώματα τῶν Ἀραπάδων.

Τότε γυρίζουν ὀπίσου καὶ μᾶς παίρνουν ὀμπρὸς καὶ τζακιστήκαμεν· ὅτι ἔστειλε κι᾿ ἄλλους ὁ Μπραΐμης (τήραγε μὲ τὸ κιάλι) κι᾿ αὐτεῖνοι γύρισαν καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μᾶς χάλασαν. Γυρίσαμεν πίσου εἰς τὰ πόστα μας· κι᾿ αὐτεῖνοι πολεμοῦσαν μπροστὰ κι᾿ ὀπίσου. Μάζωξαν τοὺς σκοτωμένους. Μάτα τοὺς τζακίσαμεν κι᾿ αὐτούς. Τότε μας πισουδρόμησαν πάλε καὶ κόντεψαν νὰ μὲ πιάσουνε ζωντανόν, ὅτι μου σκοτώθη ἕνα παληκάρι ἀπὸ τὰ καλύτερα, Κατζούγια τὸ λέγαν, ἀπὸ τὸ Σερνικάνι χωριὸν τοῦ Σαλώνου. Μὲ τὸν καϊμένον τὸν ἀθάνατον Γκίκα ἔμεινα πίσου ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πιάσαμεν τὸν σκοτωμένον ὁ Γκίκας ἀπὸ τονα τὸ χέρι κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο (ὅτι τὸν ἀγαποῦσα πολὺ αὐτὸν ὁποῦ σκοτώθη· ποτὲς δὲν μ᾿ ἄφινε ἀπὸ τὸ πλευρὸ καὶ μὲ γλύτωσε σὲ τόσα δεινά· κ᾿ ἐκεῖ, διὰ νὰ μείνωμεν εἰς τὸν τοῖχον τῆς κούλιας τοῦ περιβολιοῦ, ἔκαμεν ὀμπρὸς καὶ σκοτώθη), τὸν πήραμεν οἱ δυό μας, μὲ τὸν Γκίκα, καὶ κιντυνέψαμεν κ᾿ ἐμεῖς καὶ τὸν φέραμεν εἰς τὸ πόστο μας. Κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὸ πόστο εἶναι χωμένος ὁ γενναῖος πατριώτης.

Ἀφοῦ οἱ Γάλλοι ἔβλεπαν ἀπὸ τὴν φεργάδα τὸν πόλεμον καὶ τὸν χαλασμὸν τῶν Τούρκων, τόσο ἐνθουσιάστηκαν ὁποῦ γύρευαν ἂν ἦταν τρόπος νὰ βγοῦνε κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ μᾶς βοηθήσουνε· τότε παίρνει μίαν κασσέλα ρούμι ὁ ναύαρχος καὶ οἱ φίλοι μου οἱ ἀξιωματικοί, οἱ τέσσεροι ὁποῦ φάγαμε ψωμὶ μαζί, ροζόλι καὶ βήκαν ἔξω. Τοὺς βάλαμεν ῾στὴν κούλια. Μέρασα τὸ ρούμι τῶν ἀνθρώπων διὰ νὰ ἰδῆ κι᾿ ὁ ναύαρχος μὲ τοὺς φίλους του τὸν πόλεμον. Τότε κάνομεν καὶ τρίτο γιρούσι καὶ τοὺς δώσαμεν ἕναν σκοτωμὸν καλόν· καὶ οἱ γενναῖοι Κρητικοὶ καὶ οἱ Ψαργιανοὶ μὲ τὰ μίστικα – χάριτες χρωστάγει ἡ πατρίδα ῾σ αὐτοὺς τοὺς γενναίους ἀνθρώπους καὶ καλοὺς πατριῶτες. Τότε, ἐκεῖ ὁποῦ ριχτήκαμεν ῾στὸ γιρούσι, μοῦ πληγώθη βαρέως καὶ ὕστερα πέθανε ὁ καλὸς καὶ γενναῖος πατριώτης Μιχάλης Κυπραῖος, ὁποὔστειλα τῆς πλεγῆς καὶ πῆγε εἰς τὴν Ἀγγλικὴ φεργάδα, ὅταν κιντυνεύαμε εἰς τὸ Νιόκαστρο. Βλέπομεν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι κ᾿ ἔρχεται ἕνα μιντάτι· ἦταν ὁ γενναῖος Μῆτρος Λιακόπουλος, ἄξιον παληκάρι καὶ καλὸς πατριώτης. Ἦρθε μὲ πενήντα ἀνθρώπους, ὅλοι παλιοὶ ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες, πατριῶτες πολλὰ γενναῖγοι, ὅλοι καλοί. Ἦταν στενός μου φίλος καὶ ἦρθε· ὅτ᾿ ἦταν παληκάρι. Ἦταν πλῆθος εἰς τ᾿ Ἀνάπλι· μας τήραγαν μὲ τὰ κιάλια (καὶ νὰ λένε ἐγκώμια δικά τους, ὅτι φύλαγαν τ᾿ Ἀνάπλι). Ἀφοῦ ἦρθε ὁ Λιακόπουλος καὶ οἱ συντρόφοι του, τοὺς κεράσαμεν κι᾿ αὐτούς. Τότε κάμαμεν νέον σκέδιον νὰ ριχτοῦμεν τῶν Τούρκων, ὁ Λιακόπουλος μὲ τοὺς ἀνθρώπους του νὰ πάγη τ᾿ ἀριστερὸν μέρος τοῦ περιβολιοῦ, ὁ Γκίκας νὰ πάγη τὸ δεξιὸν ἀπὸ τὸν μυλάκον, ἐγὼ νὰ πάγω τὴν μέση τὸ περιβόλι – νὰ κινηθοῦμεν καὶ οἱ τρεῖς κολῶνες μαζὶ νὰ χτυπήσουμεν τοὺς Τούρκους, ὅτι συνάχτηκαν ὅλοι εἰς τὸ περιβόλι νὰ μᾶς ριχτοῦνε· καὶ νὰ τοὺς ριχτοῦμεν ἐμεῖς πρωτύτερα. Μέρασα τὰ φουσέκια καὶ κινηθήκαμεν καὶ οἱ τρεῖς κολῶνες συνχρόνως. Ἐκεῖ ὁποὖχα ριχτῆ ἐγὼ ὀμπρὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ δυὸ κολῶνες, προχώρεσαν, κάποιοι Τοῦρκοι, ὁποῦ μουχε στείλη ὁ Μπραΐμης εἰς τὸ Νιόκαστρον καὶ μιλούσαμεν, μὲ γνώριζαν· καὶ ἦταν καὶ μ᾿ ἄλλους Τούρκους εἰς τὴν κούλια τοῦ περιβολιοῦ, ἔρριξαν καὶ μὲ πλήγωσαν εἰς τὸ δεξὶ χέρι. Ἦταν ἀπὸ μουσκέτο καὶ τὸ μολύβι μεγάλο καὶ μόφαγε ὅλα τὰ κόκκαλα. Μόπεσε τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ χέρι – ἤμουν κι᾿ ἀναμμένος ὁποὔτρεχα εἰς τὰ πόστα καὶ τοὺς ἔδινα πολεμοφόδια. Δὲν βαστιέταν τὸ αἵμα· τύλιξα τὸ χέρι εἰς τὸ πουκάμισο νὰ μὴν τὸ ἰδοῦνε οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως τσακίστηκαν οἱ Τοῦρκοι πάλε ὄξω ἀπὸ τὴν κούλια, ἀφοῦ τοὺς χτυπήσαμεν κ᾿ οἱ τρεῖς κολῶνες καὶ οἱ Κρητικοὶ καὶ τὰ μίστικα. Τότε πέρασε καὶ ἡ ὥρα, ἔπαψε ὁ πόλεμος. Τελειώνοντας ὁ πόλεμος, ἦρθαν καμμιὰ ἐξηνταργιὰ ταχτικοὶ ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι μὲ τὸν λοχαγὸν Κάρπον. Βάρεσαν κ᾿ ἐκεῖνοι τὰ ταμποῦρλα καὶ ρίξαν καὶ μίαν μπαταργιὰ εἰς τὸν ἀγέρα.

Ἀφοῦ ὁ πόλεμος τελείωσε, μὲ πῆραν καὶ μὲ πῆγαν εἰς τὴν φεργάδα τὴν Γαλλικὴ – ἔστειλε φελούκα ὁ ναύαρχος κι᾿ ἀξιωματικούς. Ἅμα πλησιάσαμεν εἰς τὴν φεργάδα, ἔβαλε τὴν μουσικὴ καὶ βαροῦσε. Γύρευαν νὰ μὲ κρατήσουν μέσα εἰς τὴν φεργάδα διὰ νὰ μὲ γιατρέψουν. Ἐγὼ δὲν θέλησα. Μὄδεσαν οἱ γιατροὶ τῆς φεργάδας τὸ χέρι καὶ μὲ συντρόφεψαν αὐτεῖνοι καὶ πεντέξι ἀξιωματικοὶ ῾σ τ᾿ Ἀνάπλι σουρουπώνοντας καλά, καὶ μὲ δέχτηκαν οἱ κάτοικοι τοῦ Ἀναπλιοῦ καὶ ἡ Κυβέρνηση.1

Εἶχα διορίση εἰς τοὺς ἀνθρώπους μου ἄνθρωπον καὶ τοὺς διοικοῦσε. Λυπήθη πολὺ ὁ ἀγαθὸς Ὑψηλάντης κι᾿ ὁ Κωσταντήμπεγης ὁποῦ πληγώθηκα. Ὁ σκοτωμὸς τῶν Τούρκων – εἶναι ἄγνωστη ἡ ποσότη, ὅτι τοὺς σήκωναν εὐτύς. Ἦταν πολλοὶ οἱ Τοῦρκοι, ἦταν ὡς δώδεκα χιλιάδες τὸ ὅλο. Ἀπὸ ῾κεῖνο ὁποῦ μάθαμεν ἄλλοι λένε σκοτωμένους περίτου ἀπὸ πεντακόσιους, ἄλλοι ἀκόμα περισσότερους κι᾿ ἄλλοι λιγώτερους, κι᾿ ἀχώρια οἱ πληγωμένοι. Δικοί μας σκοτώθηκαν δυὸ καὶ οἱ δυὸ ὁποῦ πληγώθηκαν. Ἤμαστε ὡς τρακόσοι ἄνθρωποι ἀπάνου κάτου. Ὅτι σκόρπησαν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸν φόβο τοὺς τὸ βράδυ καὶ πολλοὶ πῆγαν εἰς Ἄργος κι᾿ Ἀνάπλι. Ὁ πόλεμος ἔγινε τὸν Γιούνιον μήνα τὰ 1825.

Τὴν ἴδια βραδειὰ ἔφυε ἀπὸ ῾κεῖ ὁ Μπραΐμης διὰ νυχτός. Ἀφάνισε καὶ σκλάβωσε ὅλα τὰ χωριά. Καὶ τ᾿ Ἄργος τὸ ἔκαψε καὶ σκλάβωσε πολλούς, ὅτι οἱ ἀρχηγοὶ τ᾿ Ἄργους, ὁ Τζόκρης κ᾿ οἱ ἄλλοι πῆραν τῆς σπηλιές. Ἀπὸ ῾κεῖ πῆγε ὁ Μπραΐμης ἀπόξω τ᾿ Ἀνάπλι· ἔκαμαν ὀλίγον ἀκροβολισμὸν κ᾿ ἔφυγαν καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τροπολιτζά. Ἀφοῦ ἀφάνισε τ᾿ Ἄργος καὶ χωριά του, τότε οἱ κυβερνῆται μας βάλαν καὶ μερεμέτισαν τὰ λέτα τῶν κανονιῶν καὶ βάλαν τὰ κανόνια ἀπάνου, ὁποὖταν καταή, καὶ μερεμέτισαν καὶ τῆς στέρνες τοῦ Ἀναπλιοῦ κι᾿ ἀπόλυσαν τὸ νερὸ τῶν βρυσῶν μέσα καὶ δὲν ἄφιναν νὰ πάρη κανένας νερὸ ὅσο νὰ γιομίσουνε οἱ στέρνες. Ἐμένα μόνον μὄδιναν ὀλίγον ὁποῦ ἤμουν πληγωμένος.

Ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση εὐκαριστήθη ἀπὸ ῾μένα πολύ (τους μίλησε κι᾿ ὁ Ντερνὺς ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Μπραΐμης εἰς τὴν Καλαμάτα, ὁποὔφαγε ψωμὶ εἰς τὴν φεργάδα του, τοὺς ἔδειξε καὶ τὸ τζορνάλε τῶν Μύλων) τότε εὐκαριστήθη διὰ ὅλα αὐτὰ ἡ Κυβέρνηση καὶ μοῦ εἶπαν νὰ μοῦ χαρίσουνε ἕνα χωριόν. Τοὺς εἶπα: «Ὅταν λευτερωθῆ ἡ πατρίδα, ὅποιος κάμη τὰ χρέη του – ἡ πατρίδα εἶναι δίκια. Τώρα κιντυνεύομεν: καὶ θέλει δουλειὰ κι᾿ ἀγώνα ἡ πατρίδα, κι᾿ ὅταν λευτερωθῆ, ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ εἶναι δικά μας». Σὰν δὲν θέλησα διὰ χωριόν, μὄδωσαν ἕνα δῶρον ὁποῦ δὲν τὄχει κανένας ἄλλος στρατιωτικός, νἄχω δυὸ ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς πλερώνη ἡ Κυβέρνηση μιστοὺς καὶ γεμεκλίκια, καὶ δυὸ ταγὲς κριθάρι κι᾿ ἄχερον διὰ τὰ ζῶα μου κι᾿ ἕνα σιτηρέσιον, πέντε γρόσια τὴν ἡμέρα, ὁποῦ μαζώνονται αὐτὰ ὅλα εἰς χρήματα – ὅσα γένονται νὰ τὰ λαβαίνω. Καὶ τὰ λαβαίνω ἀπὸ τὴν Κυβέρνηση. Τώρα ὁποὖρθε ὁ Κυβερνήτης θέλησε νὰ τὰ κόψη καὶ τοῦ πῆγα τὸ ἔγγραφον καὶ τἀπικύρωσε.

ΣHMEIΩΣH

1. Ἀφοῦ εἶδε αὐτὸν τὸν πόλεμον ὁ ναύαρχος Ντερνὺς ἔκαμε ἔκθεσιν καὶ τὴν ἔβαλε εἰς τὶς ἐφημερίδες τὶς Γαλλικές.