Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα

Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον τρίτον

Παρασκευαὶ πρὸς ἐπίθεσιν κατὰ τῆς Ἄρτας. - Κατάληψις τοῦ Μαράτι καὶ ἄλλων θέσεων περὶ τὴν Ἄρταν. - Μάχη εἰς τὸ παρὰ τὸ Μαράτι τζαμί. - Πρόοδος τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἀλβανῶν συμμάχων. - Ἥττα καὶ ὑποχώρησις τῶν Τούρκων ἐκ τῶν περὶ τὴν πάλιν θέσεων. - Εἴσοδος τῶν συμμάχων εἰς Ἄρταν. - Πυρπόλησις τοῦ Σαραγιοῦ τῆς Ἄρτας. - Κατάληψις τῆς ἀγορᾶς. - Παράτολμος πράξις τοῦ Μακρυγιάννη. - Κατάληψις καὶ ἄλλων θέσεων ἐν τῇ πόλει. - Εἴσοδος τοῦ Μακρυγιάννη εἰς τὸ Ἀγγλικὸν προξενεῖον. - Συγκινητικὸν ἐπεισόδιον. - Λεηλασία τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν ἐπαναστατῶν. Ἡ τοῦ Ταῒρ Ἀμπάζη ἀποστολὴ εἰς Μεσολόγγισν. - Δυσαρέσκειαι τῶν Ἀλβανῶν κατὰ τῶν Ἑλλήνων. - Παρασπονδία αὐτῶν. - Σχέδιον ἐπιθέσεως κατὰ τῶν Ἑλλήνων. - Ῥῆξις μεταξὺ τῶν τέως συμμάχων. - Λυσσώδης ἀγών. - Ἔξοδος τῶν Ἑλλήνων ἐξ Ἄρτας. - Ὑποχώρησις πρὸς τὸ Πέτα καὶ Κομπότι. - Ὑποταγὴ τῶν Ἀλβανῶν εἰς τὸν Χουρσὶτ πασσᾶν. - Καταστροφὴ τοῦ Ἀλήπασσα. - Περιπλανήσεις καὶ δεινοπαθήματα τοῦ ἐξ Ἄρτας φυγόντος πληθυσμοῦ. - Ὁ Μακρυγιάννης προστάτης καὶ σωτὴρ τῶν Ἠπειρωτῶν προσφύγων. - Ζητεῖται παρὰ τῶν Ἀρτηνῶν ἀρχηγὸς αὐτῶν. - Ἀσθενεῖ καὶ μεταβαίνει εἰς Μεσολόγγιον. - Ἀπέρχεται εἰς Σάλωνα πρὸς ἀνάρρωσιν.


Οἱ ἐδικοί μας, ὁποῦ πολεμοῦσαν ῾στὸ πέρα μέρος τοῦ Σουλιοῦ, οἱ Τοῦρκοι τ᾿ Ἀλήπασσα καὶ οἱ Σουλιῶτες, ἀγροικήθηκαν καὶ μ᾿ ἐμᾶς καὶ εἴπαμε νὰ παραγγείλωμεν καὶ τῶν ἀλλουνῶν ἀπὸ Μισολόγγι κ᾿ ἐδῶθε νὰ ῾ρθούνε εἰς Κομπότι καὶ Πέτα, νὰ συναχτοῦν κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπὸ ῾κεῖνο τὸ μέρος, νὰ γένῃ τὸ κίνημα διὰ τὴν Ἄρτα. Ἔγραψαν αὐτὸ οἱ καπεταναῖγοι ὁλοῦθε νὰ συναχτοῦνε, καθὼς συνάζονταν κι᾿ ἀπὸ τὸ πέρα μέρος τοῦ ποταμοῦ ὅλοι. Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅσο νὰ συναχτοῦνε, περάσαμεν πίσου εἰς τὸ Νιοχώρι καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ χωριὰ κι᾿ ἀφανίσαμεν ἐκείνους τοὺς Τούρκους καὶ διαλύθηκαν, καὶ πήραμε τοὺς κατοίκους ἐδῶθεν, καμπόσους, καὶ πήραμεν καὶ ζαϊρέδες νά ῾χωμεν διὰ τὸ κίνημα τῆς Ἄρτας. Συνάχτηκαν οἱ ἄνθρωποι κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο. Ἀπὸ τὸ πέρα μέρος συνάχτηκαν ὡς τρεῖς χιλιάδες, τοῦ Σουλιοῦ τὸ μέρος κι᾿ ὅλα τὰ χωριὰ ἐκεῖνα, καὶ οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα, κεφαλὲς ῾σ αὐτεῖνο τὸ μέρος οἱ Ἕλληνες Νοτημπότσαρης, Φωτομάρας, Μαρκομπότσαρης, Δράκος, Βέικος, Τζαβελαῖγοι κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί, τῶν Τούρκων Ἀγοβάσιαρης, ὁ Σουλεϊμάνη Μέτος, τοῦ Μοῦρτο Τζάλιου τὸ παιδὶ κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι. Ἕλληνες ἀπὸ τὸ δώθε μέρος Γραμμενίτσας Τζερακλής, Καραϊσκάκης, Κουτελιδαῖγοι κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Ὅλοι αὐτεῖνοι πιάσαν τὸ Μαράτι ἀντίκρυα ἀπὸ τὴν Ἄρτα, εἶναι ὡς ἕνα κάρτο μακρυά, εἶναι περιβόλια κι᾿ ὀλίγα σπίτια κ᾿ ἕνα τζαμὶ πολλὰ δυνατό. Στάθηκαν εἰς Μαράτι αὐτεῖνοι ὅλοι. Ἀπὸ τὸ δώθε μέρος ἐμεῖς συναχτήκαμεν ὅλοι ὡς χίλιοι ἄνθρωποι, πήγαμεν διὰ νυχτὸς εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλία πανουκέφαλα τῆς Ἄρτας, εἰς τὸ Βουνὸ ὀνομαζόμενον, ἀπὸ κάτου, τίρα ντουφεκιά, τὸ λένε εἰς τὶς Πόρτες καὶ παρακάτου ἡ Φανερωμένη τὸ μοναστήρι ὡς ἕνα κάρτο. Αὐτὲς τὶς θέσες ἀπὸ τὴν Ἄρτα τὶς βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι οἱ καλύτεροι, ὁ Σμαήλπασσα Πλιάσας κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι. Τὸ ὅλο τῶν Τούρκων ὁποῦ ἦταν ῾στὴν Ἄρτα (ὅλοι πασσάδες κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί) ὡς δώδεκα χιλιάδες. Κεφαλὲς δικές μας, τῶν Ἑλλήνων ὅσοι πήγαμεν εἰς Ἀγηλιὰ ὁ Γῶγος, ὁ Βαρνακιώτης, ὁ Ἴσκος, ὁ Τσόγκας καὶ οἱ Γριβαῖγοι (ἦρθαν ὕστερα, ὅτι τρώγονταν ἀναμεταξύ τους) ὁ Βαλτηνός, ὁ Κατζικογιάννης), ὁ Βλαχόπουλος κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοί. Καὶ πήγαμεν τὸ ἴδιον ἔτος, τῆς 15 Νοεβρίου. Τὴν ἴδια ῾μέρα οἱ Τοῦρκοι πεζούρα καὶ καβαλλαρία πῆγαν, ἕνα μεγάλο μέρος, ἀναντίον τῶν δικῶνε μας εἰς Μαράτι καὶ πολέμησαν οἱ Τοῦρκοι γενναίως τοὺς δικούς μας καὶ σκότωσαν καμπόσους καὶ πληγώσανε, καὶ τοὺς ρίξαν εἰς φυγὴ τοὺς δικούς μας. Καὶ μέσα εἰς τὸ τζαμὶ ἐκλείστη ὁ Καραϊσκάκης κι᾿ ὁ Μάρκος καὶ πολέμησαν γενναίως τοὺς Τούρκους, καὶ γύρισαν καὶ οἱ νικημένοι οἱ ἐδικοί μας κι᾿ ὅλοι συνφώνως μὲ τοῦ τζαμιοῦ κάμαν ἕναν μεγάλον σκοτωμὸν τῶν Τούρκων καὶ τοὺς βάλαν εἰς τὴν Ἄρτα.

Τῆς 16 ἦρθαν ἀπὸ τὸ Μαράτι εἰς τὸν Ἀγηλιᾶν, ὁποῦ ῾μαστε ἐμεῖς, ἦρθε ὁ Φωτομάρας, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Ἄγος κι᾿ ἄλλοι Τοῦρκοι δικοί μας καὶ κάμαν συνφώνως σκέδιον μ᾿ ἐμᾶς νὰ διορίσουνε ἀπὸ τὸ Μαράτι τρακόσους νὰ πιάσουνε τοὺς Μύλους τῆς Ἄρτας, ὁποῦ ῾ναι ἀπόξω ἀπὸ τὴν Ἄρτα, εἰς τὴν ἄκρη τὴν χώρα, καὶ τὸ ὀνομαζόμενον Μουχούστι, ὁποῦ ῾ναι πλησίον εἰς τοὺς Μύλους. Κι᾿ ἀπὸ τὸ μέρος τὸ δικό μας διορίσαν ἑκατὸ νὰ πιάσουνε τοὺς Ἁγιαποστόλους καὶ τὸ μοναστήρι Ὁδηγήτρα ῾στὴν ἄκρη τὴν χώρα καὶ ἦταν Τοῦρκοι μέσα νὰ τοὺς πολεμήσουνε οἱ ἑκατὸ καὶ νὰ πιάσουν τὴν θέση νὰ μείνουν μέσα ὡς δευτέρα διαταγὴ τῶν ἀνωτέρων. Τὸ ἴδιο νὰ κάμουν καὶ οἱ τρακόσοι, νὰ σταθοῦν εἰς τὶς διορισμένες θέσες. Εἰς τοὺς τρακόσους διορίστηκαν κεφαλὲς ὁ Μάρκος, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Βέικος, ὁ Δράκος, ὁ Κουτελίδας, ὁ Τζερακλής, τοῦ Μοῦρτο Τζάλιου τὸ παιδὶ κι᾿ ἄλλοι ἀξιωματικοὶ Τοῦρκοι κ᾿ Ἕλληνες. Δία τοὺς ἑκατὸ διορίστηκαν κεφαλὲς ὁ Νάση Φωτομάρας κ᾿ ἐγώ, μὲ διόρισε ὁ Γῶγος. Κινήθηκαν οἱ τρακόσοι διὰ τὶς θέσες τους καὶ ἐμεῖς οἱ ἑκατὸ διὰ τὴν δικήν μας θέσιν. ῾Στοὺς τρακόσους ἐρρίχτηκαν πεζούρα καὶ καβαλλαρία πλῆθος, ῾σ ἐμᾶς ὡς ὀχτακόσοι πεζούρα, ὅτ᾿ ἦταν βουνὸ καὶ ἡ καβαλλαρία δὲν δούλευε. Λέγω εἰς τοὺς ἀναγνῶστες μου, μὰ τὴν πατρίδα, οἱ τρακόσοι αὐτεῖνοι δὲν ἦταν ἄνθρωποι, ἦταν ἀϊτοὶ ῾σ τὰ ποδάρια καὶ λιοντάρια εἰς τὴν καρδιά. Ἕνα ντουφέκι ρίξαν εἰς τοὺς Τούρκους καὶ βγάλανε τὰ σπαθιά, καὶ τοὺς ἀφάνισαν καὶ τοὺς ἔμπασαν μέσα εἰς τὴν χώρα καὶ εἰς τὸ σαράγι καὶ γύρα εἰς τὶς δυνατές τους θέσες κ᾿ ἐκεῖ τοὺς ἄφησαν, καὶ πιάσαν τὰ διορισμένα τοὺς πόστα οἱ τρακόσοι. ῾Στὸν ἴδιον καιρόν μας ριχτήκανε κ᾿ ἐμᾶς τῶν ἑκατὸ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Ἁγιαποστόλους, ὅτι δὲν μπορούσαμεν νὰ κινηθοῦμεν, ὅτι τὴν κούλια τῆς Μητρόπολης, τοῦ περιβολιοῦ, κι᾿ ὅλα τὰ τριγύρα τείχη καὶ τὴν Ὁδηγήτρα τὰ βαστοῦσαν Τοῦρκοι καὶ μᾶς χτυποῦσαν ἦταν πολλὰ πλησίον μας. Ριχτήκανε ἀπάνου μας οἱ ὀχτακόσοι. Ἂν ἤμαστε οἱ ἑκατὸ κιοτῆδες κι᾿ ἀνάξιοι, οἱ τρακόσοι μας φιλοτίμησαν, ἡ γενναιότητα ὁποῦ ῾δειξαν ἐκεῖνοι, καὶ μᾶς κάμαν κ᾿ ἐμᾶς πολεμιστᾶς. Καθὼς ἔρχονταν ἀπάνου μας οἱ ὀχτακόσοι, ρίξαμεν τὸ πρῶτο ντουφέκι, βαρέθη ὁ ... κι᾿ ἄλλοι καμμιὰ εἰκοσιαριὰ καὶ μ᾿ ἐκεῖνον τὸν σκοτωμὸν τοὺς πήραμε ὀμπρὸς αὐτοὺς καὶ ῾στον ἴδιον καιρὸ κι᾿ ὁρμὴ πετάξαμεν κ᾿ ἐκείνους τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὴν Ὁδηγήτρα καὶ μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ εἶναι μία μεγάλη ἐκκλησία ὀνομαζόμενη Παρηγορίτσα κ᾿ ἔχει ἀπάνου ὡς μπεντένια τοῦ κάστρου, τὰ ῾φκειασε ὁ Πασόμπεγης Γιαννιώτης καὶ εἶχε καὶ κανονάκια ἀπάνου, καὶ ἦταν Τοῦρκοι μέσα καὶ γύρα τὴν Παρηγορίτζα ὡς τὸ Σαράγι – μ᾿ αὐτείνη τὴν ὁρμὴ τοὺς βγάλαμεν κι᾿ ἀπὸ τὴν Παρηγορίτζα καὶ πιάσαμεν αὐτείνη τὴν θέσιν καὶ γύρα ὅλον τὸν μαχαλᾶ τοῦ Βουνοῦ. Καὶ οἱ τρακόσοι τους βγάλαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ τὸ Σαράι καὶ βάλαν φωτιὰ καὶ πιάσαν ὁλόγυρα ἐκεῖνο τὸ μέρος καὶ μισὸ παζάρι, ὀνομαζόμενον Γύφτικα. Νύχτωσε, παραγγείλαμεν ἐμεῖς καὶ οἱ τρακόσοι εἰς τοὺς ἀνωτέρους μας γιὰ τὶς θέσες ὁποῦ πιάσαμεν καὶ προχωρέσαμεν. Τότε αὐτεῖνοι μας στείλανε ὁλουνῶν, «τὴν θέση του νὰ φυλάξῃ ὁ καθεὶς ὁποῦ σας διορίσαμεν κι᾿ ὅσες πιάσετε τοῦ κεφαλιοῦ σας νὰ τὶς ἀφήσετε». Ἐμεῖς δὲν ἀκούσαμεν αὐτούς, θέλαμεν τοῦ κεφαλιοῦ μας. Πῆρα καμμιὰ πενηνταριὰ ἀνθρώπους ἐγὼ ὁποῦ ῾ξερα τὰ σουκάκια, ὁποῦ κατοικοῦσα τόσα χρόνια ἐκεῖ, καὶ κατεβήκαμεν μέσα εἰς τὸ παζάρι ῾στον Ἅγιον Δημήτρη καὶ μπήκαμεν μέσα εἰς τὰ κονάκια τῶν Τούρκων, πήραμε τ᾿ ἄλογά τους, ἄλλο βίον καὶ πήγαμεν πίσου εἰς τὰ πόστα ὁποῦ πιάσαμεν τοῦ κεφαλιοῦ μας κι᾿ ὄχι ἐκεῖνα ὁποῦ μας διάταξαν οἱ μεγαλύτεροι. Τότε μας παραγγέλνουν οἱ ἀνώτεροι ὅτι: «Ἀκοῦτε καὶ σύρτε ἐκεῖ ὁποῦ σας διατάξαμεν, ἢ γίνετε ἐσεῖς κεφαλὲς νὰ ὁδηγᾶτε ἐμᾶς νὰ σᾶς ἀκοῦμεν ὅ,τι μᾶς λέτε». Τότε ἀφήσαμεν ὅλες τὶς θέσες καὶ πῆγε ὁ καθεὶς ὅθεν διορίστηκε καὶ κοιμηθήκαμεν.

Τὴν αὐγὴ πήγαμεν εἰς τοὺς ἀνώτερους ὅλοι χολιασμένοι. Τότε μας λένε: «Διατὶ χολιάσατε, ὅτι σας εἴπαμεν νὰ πᾶτε εἰς τὰ πόστα σας; Νὰ σᾶς εἰποῦμεν τὴν αἰτίαν: Ἐμεῖς εἴμαστε τόσες ἡμέρες νηστικοὶ καὶ ἄγυπνοι, τώρα ηὕραμε φαγί, κρασί, καὶ θὰ φᾶτε καλὰ καὶ θὰ πιήτε – καθὼς τὸ κάμετε– καὶ θὰ μεθύσετε, κι᾿ ἀποσταμένοι, ἔρχονταν οἱ Τοῦρκοι, σᾶς βρίσκαν ῾σ αὐτείνη τὴν κατάσταση, σᾶς ἀφάνιζαν, καὶ κοντὰ ῾σ ἐσᾶς κιντυνεύαμεν κ᾿ ἐμεῖς, ὅτι εἴμαστε ὁλόγυρα τρογυρισμένοι ἀπὸ τοὺς Τούρκους». Τῆς πόρτες καὶ Φανερωμένη τῆς βαστοῦσαν οἱ Τοῦρκοι. Τότε εἴπαμεν ὅτι ἔχουν δίκιον αὐτεῖνοι κ᾿ ἐμεῖς ἄδικον καὶ θὰ παθαίναμεν ὅ,τι μας εἶπαν.

Τὴν αὐγὴ τοὺς ρίχτη ὁ ἀθάνατος Γῶγος τῶν Τούρκων εἰς τὶς Πόρτες καὶ μοναστήρι καὶ σὲ ὅλα τὰ πόστα ὁποῦ βαστοῦσαν καὶ τοὺς ἀφάνισε καὶ μπῆκαν ὅλοι εἰς τὴν πολιτεία καὶ πήραμεν κ᾿ ἐκεῖνες τὶς θέσες, καὶ τοὺς ριχτήκαμεν ὅλοι μαζὶ καὶ τοὺς πήραμεν τὴν μισὴ χώρα καὶ περισσότερη. Τοὺς κλείσαμεν εἰς τὴν Ντογάνα, Μαχαλὲ καὶ Κομπότη κι᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος. Αὐτεῖνοι βαστούσανε ὅλο τὸ Τουρκοπάζαρον ὡς τὸ Ἀγγλικὸν κονσουλάτο κι᾿ ἀπάνου. Τ᾿ ἄλλα πόστα τοὺς τὰ κυργέψαμεν, ὅλα τὰ μέρη καὶ τοὺς ἀφανίσαμεν.

Ὅταν μὲ φυλάκωσαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὸ κάστρο τῆς Ἄρτας, μὲ κατάτρεχε κ᾿ ἕνας προγεστὸς τῆς Ἄρτας ὀνομαζόμενος Παπαδόπουλος κι᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ μὲ κιντύνεψαν οἱ Τοῦρκοι περισσότερο. Πῆρα τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ Γῶγο κι᾿ ἀλλουνούς, ὅτι μπαίνοντας εἰς τὴν Ἄρτα θὰ τὸν σκοτώσω αὐτὸν κι᾿ ὅλη του τὴν φαμελιά. Μπαίνοντας μέσα, σηκώθηκα καὶ πῆγα καὶ τόπιασα τὸ σπίτι του. Αὐτὸς ἔφυγε καὶ ἦταν εἰς τὸ κονσουλάτο. Τοῦ τὸ παράγγειλαν φίλοι τοῦ ἀπόξω, ὅτι θὰ τοὺς σκοτώσω καὶ ἀναμέρησε. Μέσα εἰς τὸ κονσουλάτο ἦταν πλῆθος φαμελιὲς Ἀρτηνὲς κι᾿ ἀπὸ τὰ Γιάννενα κι᾿ ἄλλα μέρη καὶ βίον ἀρίθμητον. Πῆγα πολεμώντας καὶ κιντύνεψα καὶ μπῆκα εἰς τὸ κονσουλάτο καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁποῦ ῾ναι πλησίον τῆς Ἁγιασωτῆρος καὶ εἶδα τὴν δυστυχίαν τους καὶ τοὺς λυπήθηκα. Τοῦ εἶπα αὐτεινοῦ: «Ὅ,τι θέλησες ἐσὺ νὰ κάμης ῾σ ἐμένα μὲ τὴν βοήθεια τῶν Τούρκων, μὲ γλύτωσε ὁ Θεός, σ᾿ ἔχω τώρα εἰς τὸ χέρι νὰ σ᾿ ἀφανίσω μ᾿ ὅλη σου τὴ φαμελιάν. Δὲν σοῦ τὸ κάνω». Πῆρα τὴν γυναίκα τοῦ πατριώτη μου, ὅπου θὰ τὴν ἔπαιρνε ὁ πασσᾶς γυναίκα καὶ τὴν γλύτωσε ὁ μπέγης, πῆρα κι᾿ αὐτόν, τὸν Παπαδόπουλο, μ᾿ ὅλη του τὴν φαμελιά, χωρὶς νὰ καταδεχτῶ οὔτε ἐγώ, οὔτε ὅσους εἶχα μαζί μου νὰ πειράξουν οὔτε μίαν τρίχα βίον. Πῆρα τὶς δυὸ φαμελιές, τοῦ πατριώτη μου καὶ Παπαδόπουλου, καὶ τοῦ πατριώτη μου τὴν ἔδωσα εἰς τὸ χέρι του καὶ τοῦ εἶπα: «Δὲν σοῦ χρωστῶ ἄλλο τίποτας διὰ τὸ ψωμὶ ὁπού ῾φαγα τόσα χρόνια εἰς τὸ σπίτι σου». Κι ἔμεινε πολλὰ εὐκαριστημένος ὁ Παπαδόπουλος διὰ τὴν ζωήν τους. Εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἦταν μία μεγάλη κρυψιώνα κ᾿ εἴχανε αὐτεῖνοι τὸ βίον τοὺς μέσα κι᾿ ὅλος ὁ μαχαλάς. Ἐγὼ τὴν ἤξερα, δὲν τόκανα διὰ τὴν τιμή μου νὰ πάρω τὸ βίον τους, ὅτι τοὺς εἶχα φίλους τώρα κι᾿ ἀναθρέφτηκα ῾σ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς ἀδικήσω.

Ἀφοῦ ἄφησα ἐγὼ τὸ σπίτι καὶ πῆγα εἰς τοῦ Θιοχαράκη, ὁποῦ ῾ταν ἕνας πλούσιος, καὶ ἤτανε κι᾿ ὁ Γῶγος εἰς τὸ σπίτι του μ᾿ ὅλο τ᾿ ἀσκέρι του κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ ἐκεῖνον τὸ μαχαλὰ πῆγα κ᾿ ἐγὼ εἰς τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Τότε μία δούλα, ὁποῦ ῾χε μέσα εἰς τὸ σπίτι ὁ Παπαδόπουλος, προδώνει τὴν κρυψιώνα τοῦ Βαλτηνοῦ, Κατζικογιάννη καὶ Γριβαίων καὶ κάτι συγγενῶν του ἴδιου Παπαδόπουλου καὶ πῆραν ὅλο τὸ βίον. Βλέπει ὁ δυστυχὴς Παπαδόπουλος τὴν κρυψιώνα ἀνοιμένη, ἔλπιζε ὅτι τὴν ἄνοιξα ἐγὼ καὶ πῆρα τὸ βίον του, καὶ δι᾿ αὐτὸ τοὺς χάρισα τὴν ζωή τους. Ρωτάγει τοὺς συγγενεῖς του, ὁποῦ εἶδε ῾σ αὐτοὺς τὰ εἰδίσματά του, ποιὸς τὴν πρόδωσε τὴν κρυψιώνα καὶ τοῦ εἶπαν ἡ γριὰ δούλα του. Καὶ ἦρθε καὶ μοῦ τὸ εἶπε γυμνὸς καὶ δυστυχῆς αὐτὸς καὶ ἡ φαμελιὰ τοῦ ὅλη κ᾿ ἔπαιρνε συχώρεσιν ἀπὸ ῾μένα, ἔλπιζε ὅτι τοῦ τόκαμα ἐγώ, καὶ οἱ συγγενεῖς του εἶχαν τὸ βίον του καὶ χαίρονταν, κι᾿ αὐτεῖνοι ὅλοι γυμνοὶ καὶ κλαίγαν.

Ὅταν μπήκαμεν εἰς τὴν Ἄρτα ἤμαστε τέσσερες χιλιάδες. Ὕστερα, διὰ νὰ γυμνώσωμεν τοὺς δυστυχεῖς Ἀρτηνούς, γενήκαμεν περίτου ἀπὸ δέκα. Γύμνωσαν τὸ κονσουλάτο κ᾿ ἐκκλησίαν τῆς Ἁγιασωτῆρος, ὁποῦ ῾ταν γιομάτα βίον τῶν Ἀρτηνῶν καὶ Γιαννιώτων κι᾿ ἀλλουνῶν ἀπὸ ἄλλα μέρη. Ὅταν μπήκαμεν μὲ πόλεμον ῾στὴν Ἄρτα, δὲν σκοτωθήκαμεν τίποτας, μικρὰ πράγματα, διὰ τὸ βίον τοῦ κονσουλάτου σκοτωθήκαμεν πλῆθος, ὅτι τὸ εἶχαν ὁλόγυρα πιασμένο οἱ Τοῦρκοι κι᾿ ὅλο σὲ κρέας βαρούγαν. Ἐκεῖ χάθηκαν πολλοὶ καὶ εἰς τὰ κρασιά. Καὶ γυμνώσαμεν ὅλους τοὺς καϊμένους καὶ τοὺς ἀφήσαμεν δυστυχεῖς. Μὰ τὴν πατρίδα, δὲν πῆρα ἐγὼ ἀπὸ αὐτὰ μίαν τρίχα. Οἱ συντρόφοι μου ἄνοιξαν μίαν κρυψιώνα καὶ μὄδωσαν εἰς τὸ μερίδιόν μου, ὡς κεφαλή, δυὸ μερδικά. Τὰ ξετιμήσαμεν τὰ δυὸ μερδικὰ πεντακόσια γρόσια, κι᾿ αὐτὰ ὅποτε ἀρρώσταινα τ᾿ ἄφινα εἰς τὴν διαθήκη μου νὰ τὰ δώσουνε ῾σ ἐκκλησιές. Καὶ χάθηκαν αὐτεῖνοι ὅλοι ὁποῦ τά ῾χαν, οἱ καϊμένοι, ἀπὸ τὴν ταλαιπωρίαν.

Τότε πῆγα κι᾿ ἄνοιξα εἰς τὸ σπίτι μου τὶς κρυψιῶνες καὶ μέρασα ὅ,τι ὀλίγον μπαρούτι ἦταν ἀκόμα μέσα κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα, καὶ τὰ ντουφέκια, ὁποῦ ῾χαμεν μὲ τὸν Κοράκη, τὰ δώσαμεν, ὅσα εἶχαν μείνη. Καὶ πῆρα ὅλα μου τ᾿ ἄρματα, ὁποῦ ῾χα μέσα, καὶ σκουτιά μου καὶ τὰ ῾βγαλα ἔξω ῾σ ἕνα χωριὸν τῆς Μητρόπολης κατ᾿ τὸ Κομπότι ἀπὸ κάτου, τὸ λένε Ἁγιά. Καὶ πολεμούσαμεν εἰς τὴν Ἄρτα νύχτα καὶ ἡμέρα. Τὴν βαστήσαμεν δεκάξι ἡμέρες. Καὶ εἴχαμεν μείνη πολλὰ ὀλίγοι, ὡς τρεῖς χιλιάδες, ὅτι πῆρε ὁ καθεὶς τὸ βίον τῶν Ἀρτηνῶν καὶ πῆγε εἰς τὸν τόπο του νὰ τὸ σώση.

Τὸν Ταῒρ Ἀμπάζη, ἕναν ἀγαπημένον τοῦ Ἀλήπασσα, γνωστικὸν καὶ πολλὰ ἄξιον Τοῦρκον Ἀρβανίτη, τὸν εἶχαν στελμένον οἱ Τοῦρκοι, τὸ κόμμα τοῦ Ἀλήπασσα, εἰς τὸ Μισολόγγι καὶ Βραχώρι, σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη νὰ ἰδῇ τὰ τρέχοντα τῶν Ρωμαίγων, ἂν δουλεύουν διὰ τὸν ἀφέντη τους τὸν Ἀλήπασσα, ὅπως ἔλεγαν. Πηγαίνοντας ἐκεῖ, ηὖρε τὶς Τούρκισσες βαφτισμένες, τοὺς ντόπιους Τούρκους σκοτωμένους, τὰ τζαμιά τους γκρεμισμένα καὶ κατακοπρισμένα. Τότε αὐτὸς πικράθη πολὺ καί, Τοῦρκος θρῆσκος δὲν τὸν βάστηξαν κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ προκομμένοι, στανικῶς ἐκεῖ, τὸν στείλαν καὶ ἦρθε εἰς τὴν Ἄρτα, καὶ λέγει τῶν Τούρκων ὅλα αὐτὰ κι᾿ ὅτι χάθη ἡ Τουρκιὰ καὶ νὰ λάβουν μέτρα. Διὰ ἕναν παλιόγερον, εἶπαν, (διὰ τὸν Ἀλήπασσα) νὰ μὴν χαθῆ ἡ Τουρκιὰ καὶ ἡ πίστη τους. Τότε ἄρχισαν νὰ λαβαίνουν διαφορετικὰ μέτρα καὶ δολερὰ διὰ ῾μᾶς, μὲ τρόπον νὰ μᾶς φᾶνε ὅλους. Κ᾿ ἐκεῖ, εἰς τὴν Ἄρτα, ἦταν ὅλες οἱ κεφαλὲς τῶν Ἑλλήνων, ἐκεῖνοι ὁποῦ ἄξιζαν, κι᾿ ὅταν τοὺς σκότωναν, τελείωνε ἡ ὑπόθεση, χανόμαστε. Ἀγροικήθηκαν μυστικῶς καὶ μὲ τοὺς Τούρκους τῆς Ἄρτας ὅλους, ὁποῦ τοὺς πολεμοῦσαν ὡς τώρα, πῶς νὰ γένῃ αὐτὸ μὲ τρόπον νὰ ῾πιτύχουν τὸν σκοπόν τους χωρὶς νὰ μαθευτῇ, νὰ τὸ σκεδιάσουνε καλά. Τοὺς εἶπε κι᾿ ὁ Ἐλμὰζ Μέτζος καὶ οἱ ἄλλοι γιὰ τοὺς πνιμένους εἰς τὸ Κομπότι. Ἀπ᾿ οὖλα αὐτὰ αὐτεῖνοι γύρευαν πὼς νὰ βγάλουν τὸ δανεικό, νὰ μᾶς πλύνουν ὅλους. Πρωτύτερα εἴχαμεν στενεμένο τὸ κάστρο καὶ ὅλους τοὺς Τούρκους εἰς τὰ πόστα τους καὶ θὰ τοὺς παίρναμεν. Ἀφοῦ ἦρθε ὁ Ταΐρης καὶ τοὺς εἶπε αὐτά, κι᾿ ὁ Ἐλμάζης καὶ οἱ ἄλλοι τοὺς ἀνάφεραν τοὺς πνιμένους, τότε εἶπαν τῶν Τούρκων τῆς Ἄρτας νὰ βαστήξουνε, νὰ μὴν παραδοθοῦν.

Ἀφοῦ τοὺς εἶπαν τῶν βασιλικῶν Τούρκων νὰ βαστήξουν εἰς τὴν Ἄρτα, τότε οἱ δικοί μας Τοῦρκοι Ἀρβανίτες στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπον Τοῦρκο ἀπὸ τοὺς ἴδιους εἰς τὰ Γιάννενα, εἰς τὸν Ὁμέρπασσα Βεργιόνη καὶ τοῦ ξηγιέται ὅλα τὰ τρέχοντα καὶ τοῦ λέει νὰ μιλήσῃ ὁ Ὁμέρπασσας τοῦ Χουρσὶτ πασσᾶ, νὰ τοὺς συχωρέση, κι᾿ αὐτεῖνοι ὑπόσκονται νὰ παραδώσουνε καὶ τὸν Ἀλήπασσα καὶ νὰ γένῃ κι᾿ αὐτό, νὰ σκοτώσουνε κ᾿ ἐμᾶς. Τὸ᾿ ῾δωσαν σκέδιον τοῦ ἀνθρώπου ὁποῦ στείλαν, ὅτι πρέπει νὰ σκοτωθοῦν ὅλοι οἱ καπεταναῖγοι Ἕλληνες καὶ νὰ στείλουν κι᾿ ἄλλους Τούρκους ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ νὰ τοὺς στείλουν ἀπὸ δυὸ μεριές, ἀπὸ τὴν Λάμαρη καὶ Πλάκα, νὰ πιάσουνε τὶς θέσες αὐτές, καὶ θὰ μεράσουνε τοὺς καπεταναίους οἱ Ἕλληνες δι᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, καὶ ἐδῶ θὰ μείνουν λίγοι καὶ ἐκεῖ θὰ πᾶνε πολλοί, καὶ θὰ πᾶνε καὶ Τοῦρκοι μαζί τους (ἀπὸ τοὺς δικούς μας, τοῦ Ἀλήπασσα). Καὶ μὲ τρόπον νὰ τοὺς βαρέσουνε, τὸ ἴδιον κ᾿ ἐμᾶς εἰς Ἄρτα. Πῆγε ὁ ἄνθρωπος, μίλησε τοῦ Ὁμέρπασσα καὶ αὐτὸς τοῦ Χουρσὶτ πασιᾶ κ᾿ ἔβαλαν τὸ σκέδιόν τους ῾σ ἐνέργειαν. Καὶ χάρηκε κι᾿ ὁ Βεργιόνης κι᾿ ὁ Χουρσὶτ πασσᾶς καὶ τοὺς συχώρεσαν καὶ τοὺς παράγγειλαν νὰ ῾νεργήσουνε ὅ,τι ὑπόσκονται.

Κινήθηκαν τ᾿ ἀσκέρια ἀπὸ τὰ Γιάννενα, κατὰ τὸ σκέδιόν τους, ἀπὸ δυὸ μέρη. Τότε κατὰ τὴ Λάμαρη βρέθη εὔλογον καὶ διορίστη ὁ Μάρκος καὶ καμπόσοι Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ καὶ Τοῦρκοι, κατὰ τὴν Πλάκα νὰ πάγη ὁ Γῶγος, Ὁ Τζόγκας κι᾿ ἄλλοι. Ἀφοῦ θὰ πάγαινε ὁ Γῶγος, πῆρε τοὺς μισοὺς ἀνθρώπους του, ῾στους ἄλλους μισοὺς ἄφησε τὸ παιδὶ τοῦ κεφαλὴ κ᾿ ἐμένα, εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ μέναν πίσου, ὅτι ἐμεῖς εἴχαμεν τὰ πόστα ὁποῦ φυλάγαμεν εἰς τὸ Ὀβριοπάζαρον καὶ σὲ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μέρος ὡς πλησίον τοῦ κάστρου, καὶ πολεμούσαμεν νύχτα καὶ ἡμέρα. Σὰν ἀποφασίστη ὁ Γῶγος νὰ πάγη, πῆρε τὸ παιδὶ τοῦ κ᾿ ἐμένα καὶ μᾶς παρουσίασε εἰς τοὺς ἀγάδες, τοὺς δικούς μας, ὁποῦ κάθονταν εἰς τὴν Ὁδηγήτρα. Τοὺς εἶπε: «Καθὼς συνφωνήσαμεν, ἐγὼ πάγω κι᾿ ἀφίνω εἰς τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ μένουν εἰς τὰ πόστα, ἀφίνω κεφαλὲς τὰ δυὸ παιδιὰ καὶ νὰ τοὺς δίνετε φυσέκια κι᾿ ὅ,τι ἄλλο τοὺς χρειάζεται, κ᾿ ἐγὼ πάγω μὲ τὴν εὐκὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική σας. Καὶ θὰ τοὺς γανώσω τὸ μύτο ἐκείνων τῶν γουρνομύτων», λέγει διὰ τοὺς Τούρκους, σὰ νὰ μὴν ἦταν Τοῦρκοι αὐτεῖνοι ὁποῦ τοὺς τὸ ῾λεγε. Πικραμένα τοῦ ἀποκρίθη ὁ Ἐλμάζη Μέτζος, ὅτ᾿ ἦταν ἕνα σκυλί, καὶ γενναῖος καὶ προκομμένος. Αὐτὸν τὸν εἶχε ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Κωσταντινόπολη ἀντιπρόσωπόν του. Τοῦ λέγει τοῦ Γώγου: «Σύρε, ὠρὲ Γῶγο καὶ ξέρομεν ὅπου δὲν ἀφίνεις κουσούρι εἰς τοὺς Τούρκους, κι᾿ ἂς ἔρχονται τὰ δυὸ παιδιὰ καὶ τοὺς δίνομεν ὅ,τι θὰ τοὺς χρειαστῆ». Ὅτι αὐτεῖνοι εἶχαν ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου καὶ μᾶς δίναν ὁλουνῶν.

Ἀφοῦ φύγαν οἱ καπεταναῖγοι ὁ καθεὶς διὰ τὸ πόστο ὁποῦ διορίστη, ὁ Γῶγος καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ μέσα Τοῦρκοι κι᾿ αὐτεῖνοι, οἱ φίλοι μας, ὅλο κρυφοαγροικιώνταν. Πρῶτα πάγαιναν εἰς τὴν ὁμιλίαν τους κι᾿ ἀπὸ ῾μάς, ὕστερα δὲν ζύγωναν κανέναν, ὅλο πρόφασες γύρευαν. Μίαν ἡμέραν μας στένεψαν οἱ Τοῦρκοι εἰς τὰ πόστα μας καὶ εἴχαμεν πόλεμον ἀκατάπαυτα ῾μέρα καὶ νύχτα. Σώσαμεν τὸν τζεμπιχανέ. Πάγω γυρεύω, δὲν μοῦ δίνουν, πῆγα εἰς τὸν Καραϊσκάκη καὶ μὄδωσε. Τοῦ εἶπα ὅτι οἱ ἀγάδες δὲν μὄδωσαν καὶ μὲ τήραξαν ἄγρια. Μοῦ εἶπε κι᾿ αὐτός: «Νάχουμε τὸ νοῦ μας, ὅτι κάτι τρέχει, μοῦ τὸ εἶπε ἕνας φίλος μου Ἀρβανίτης», λέγει ὁ Καραϊσκάκις. Ὁ πόλεμος ἀκολουθοῦσε, τὰ πολεμοφόδια σώθηκαν. Πῆγα εἰς αὐτούς, τοὺς τὸ εἶπα πάλε. Μοῦ εἶπαν: «Σὰν δὲν ἔχετε πολεμοφόδια, μὴν πολεμᾶτε». Τὸ εἶπα αὐτὸ τοῦ Καραϊσκάκη καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι ὁ φίλος του τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ μᾶς χτυπήσουνε καὶ θὰ χτυπήσουνε κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ πῆγαν εἰς τ᾿ ἄλλα πόστα, τὸ Γῶγο καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ τοὺς στείλαν ἐπίτηδες ἄνθρωπο νά ῾χουν τὸ νοῦ τους, νὰ μὴν τοὺς βαρέσουνε μ᾿ ἀπιστιά. Καὶ μοῦ εἶπε μὲ τρόπον νὰ τραβήσω τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ πόστα κατ᾿ τοῦ Βουνοῦ τὰ σπίτια, ὁποῦ ῾ναι γερὸς ὁ τόπος διὰ πόλεμον. Ὁδήγησα τοὺς ἀνθρώπους ἐκεῖ. Τὴν νύχτα ἀκῶ τὴν τρουμπέτα τοῦ Καραϊσκάκη, ἀνταμωθήκαμεν, μιλήσαμεν, εἴδαμεν ὅτι θὰ μᾶς χτυπούγαν. Ἄναψε ὁ πόλεμος ἀπὸ παντοῦ. Τραβηχτήκαμεν εἰς τὴν ἄκρη, πῆρα τὴν φαμελιὰ τοῦ Θιοχαράκη νὰ τὴν βγάλω ἔξω. Ρίχτηκαν οἱ Τοῦρκοι. Ἀνακατωθήκαμεν, βήκαμεν πολεμώντας ἔξω. Ἔμεινε ἕνα παληκάρι γενναῖον μέσα ῾σ ἕνα πόστο δὲν μπόρεσα νὰ τὸν βγάλω, μὲ δεκαπέντε ἀνθρώπους, Γιάννη Σπαθή, τὸν ἔλεγαν, κι᾿ ὄντως ντιμισκὶ σπαθὶ πολυτίμητο ἦταν. Πολέμησε κλεισμένος ὅλη τὴν ἡμέρα. Ἐμεῖς φύγαμεν, καὶ τὸ βράδυ μὲ τὰ σπαθιὰ εἰς τὸ χέρι σώθηκαν ὅλοι, χωρὶς νὰ βλαφτῆ κανένας. Καὶ φύγαμεν ὅλοι κατ᾿ τὸ Πέτα καὶ Κομπότι. Ἐγὼ πῆρα μίαν γριὰ ἀδελφὴ τοῦ Θιοχαράκη εἰς τὸ νῶμο, ὅτ᾿ ἦταν ἀδύνατη καὶ σακάτισσα, καὶ τὴν πῆγα εἰς τὸ Κομπότι, καθὼς καὶ ὅλη τὴν φαμελιὰν αὐτείνη, ὅτι μου τὴν παράδωσε ὁ ἀνώτερός μου Γῶγος καὶ μοῦ εἶπε νὰ τοὺς σώσω, ἂν ἀκολουθήσῃ τίποτας, καὶ τοὺς ἔβγαλα μ᾿ ὅ,τι φοροῦσαν.

Ἀφοῦ φύγαμεν,1 οἱ Τοῦρκοι οἱ δικοί μας ὅλοι Ἄγος, Ταχὶρ Ἀμπάζης, Ἐλμάζης καὶ οἱ ἄλλοι πῆγαν εἰς τὰ Πέντε Πηγάδια, τοὺς πρόσμενε ὁ Ὀμὲρ πασσᾶς, καὶ τοῦ εἶπαν τὰ τρέχοντα καὶ τοὺς πῆγε εἰς τὸν Χουρσὶτ πασσὰ καὶ προσκύνησαν κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ ἀγροικήθηκαν μ᾿ ἐκείνους εἰς τὸ κάστρο τῶν Γιαννίνων, ὁποῦ ῾ταν μὲ τὸν Ἀλήπασσα. Τοὺς εἴπανε τὰ δικά μας τὰ τρέχοντα κι᾿ ὅτι θὰ χαθῆ ἡ Τουρκιά, τοὺς σκοτώσαμεν διὰ τὸ Ρωμαίικο καὶ τοὺς βαφτίσαμεν. Τότε γύρισαν ὅλους αὐτοὺς καὶ κολάκεψαν τὸν Ἀλήπασσα ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι μίλησαν μὲ τὸν Χουρσὶτ πασσὰ καὶ ἔστειλε εἰς τὸν Σουλτάνο νὰ τὸν συχωρέση νὰ βγῆ νὰ κάμη φέτι τοὺς ραγιάδες, ὁποῦ σήκωσαν κεφάλι. Χάρηκε ῾σ αὐτὸ ὁ τύραγνος καὶ δὲν ἔβαινε φωτιὰ νὰ καγῆ, ν᾿ ἀθανατίση τ᾿ ὄνομά του καὶ νὰ τοὺς ἀναποδογυρίση ὅλους. Ὅμως ἤθελε πίσου νὰ γένῃ τύραγνος. Τὸν γέλασαν ὅτι τοῦ ῾ρθε ἡ συχώρεση. Τὸν ἔβγαλαν εἰς τὸ νησί, ἀπὸ πέρα τὴν λίμνη, καὶ τόκοψαν τὸ κεφάλι του σὰν τοῦ γουμαριοῦ καὶ τὸ ῾στειλαν τοῦ ἀλλουνοῦ τύραγνου Σουλτάνου νὰ τὸ φκειάση πατσὰ νὰ τὸ φάγη. Τὸν σκότωσαν καὶ τοῦ σύναξαν κι᾿ ὅλα του τὰ πλούτη καὶ πῆραν καὶ τὴν γυναίκα τοῦ κυρὰ Βασιλικὴ καὶ τὸν τύραγνον Θανάση Βάγια κι᾿ ἄλλους ζυγωμένους του καὶ τοὺς πῆγαν κ᾿ ἐκείνους εἰς τὴν Κωσταντινόπολη.2

Φεύγοντας ἀπὸ τὴν Ἄρτα, ἡ Τουρκιά, πεζούρα καὶ καβαλλαρία, μᾶς πῆρε κοντὰ καὶ σκλάβωνε ἀνθρώπους καὶ σκότωνε. Τότε πῆγα εἰς τὴν Ἁγιά, ὁποῦ ῾χα τὰ εἰδίσματά μου στείλη, κ᾿ ἐκεῖ ηὗρα τοὺς δυστυχεῖς Ἀρτηνοὺς ὁποῦ ἔρχονταν ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ καὶ νηστικοί. Καὶ μόπεσαν ὅλοι εἰς τὸν λαιμό μου νὰ τοὺς σώσω. Ἦταν ὅλοι οἱ σημαντικοί της Ἄρτας ἐκεῖ καὶ γυναικόπαιδα πλῆθος περίτου ἀπὸ πεντακόσες φαμελιές. Τοὺς πῆρα εἶχα καὶ καμμίαν τριανταριὰ ἀνθρώπους μαζί μου δικούς μου καὶ τοὺς πῆγα ἀπὸ γάλια καὶ τοὺς ἔβγαλα ῾σ ἕνα μέρος ὁποῦ ῾ταν νερό, εἰς τὴν ἄκρη εἰς τὸ Μακρυνόρο. Καὶ τοὺς συνάξαμεν ξύλα καὶ τοὺς περιποιηθήκαμεν. Τὰ μεσάνυχτα ἔρχονται κάτι Βαλτηνοὶ κι᾿ ἄλλοι καὶ ρίχνουν ντουφέκια, κ᾿ ἐλπίζαμεν ὅτ᾿ εἶναι Τοῦρκοι, κι᾿ ἄλλοι πέσαν εἰς τὸ ρέμα, κι᾿ ἄλλοι πῆραν τὰ βουνὰ κι᾿ ἄλλοι μπαγίλντισαν, ὁποῦ ῾ταν ἀμαθεῖς ἀπὸ τὰ τοιούτα. Τότε ντουφεκιστήκαμεν κ᾿ ἐμεῖς μ᾿ αὐτοὺς καὶ τοὺς γνωρίσαμεν. Καὶ ἦρθαν νὰ τοὺς πάρουν καὶ τὰ πουκάμισα, ὅτι ἄλλο τίποτας δὲν τοὺς ἀφήσαμεν, μόνον ὅ,τι φοροῦσαν. Μαλλώσαμεν μ᾿ αὐτοὺς καὶ τσακίστηκαν κ᾿ ἔφυγαν. Καὶ συνάξαμεν τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς στεγνώσαμεν εἰς τὶς φωτιές, ὁποῦ ῾ταν χειμώνας, καὶ τὴν αὐγὴ τοὺς πῆρα καὶ τοὺς πέρασα ἀπὸ τὸ Μακρυνόρον. Καὶ ἐκεῖ μέσα, εἰς τὸ Μακρυνόρον, ἔβλεπες ἄλλον πεσμένον, ἄλλον μπαϊλντισμένον ἀπὸ τὴν πείνα καὶ ξυπολυσιὰ κι᾿ ἀμάθεια, δὲν ἤξεραν οἱ δυστυχεῖς νὰ βγοῦνε πολλοὶ ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια τους, κ᾿ ἐκεῖ ἦταν ντὶπ καμπόσοι ξυπόλυτοι, μὲ μπαλώματα τύλιγαν τὰ ποδάρια τοὺς τὰ ῾κοβαν ἀπὸ τὰ φορέματά τους. Μία γυναίκα εἶχε τέσσερα παιδιὰ κι᾿ ἀνήλικα, τὸ τρανύτερον ἦταν ἑφτὰ χρονῶν, καὶ πέταξε τὰ δυὸ καὶ τὰ λυπήθηκα. Καὶ τὰ ῾δεσα καὶ τὰ πῆρα εἰς τὸ νῶμο μου καὶ τὰ ῾σωσα. Καὶ γιὰ νὰ σώσω αὐτὰ ἀπόστασα. Τράβησα ὀμπρός, κι᾿ ἀκολουθοῦσαν μαζί μας ὅσοι μποροῦσαν νὰ περπατήσουν. Κ᾿ ἔτρεχα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ Μακρυνόρον, καὶ εἰς τὴν ἄκρη εἶναι κάμπος κ᾿ ἕνα γιβάρι, καὶ νὰ μαζώξω ξύλα μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου νὰ κάμωμεν φωτιὲς καὶ νὰ στείλω καὶ ῾σ ἕνα χωριὸν ὁποῦ ῾ταν πλησίον νὰ πάρωμεν νερὸ καὶ ψωμὶ ν᾿ ἀγοράσω διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ χωριὸν τὸ λένε Βλύχα. Ἀφοῦ τραβήσαμεν ὀμπρὸς κι᾿ ἀκολουθοῦσα αὐτά, μείναν κάμποσες φαμελιὲς ὀπίσου καὶ μία γυναίκα ἀπὸ τὶς Βραναίισσες, δυχατέρα τοῦ Κομπότη, τὴν πιάσαν αὐτὴ μ᾿ ὅλους οἱ καλοὶ πατριῶτες καὶ τοὺς γύμνωσαν. Κι᾿ αὐτείνη ἡ Βράναινα εἶχε ἕνα δαχτυλίδι εἰς τὸ χέρι της καὶ δὲν ἔβγαινε, καὶ γύρευαν νὰ τῆς κόψουν τὸ δάχτυλον τοῦ χεριοῦ της νὰ τὸ πάρουν. Κ᾿ ἐκεῖ ὁποῦ τὴν παίδευαν, τῆς μπῆκε ἕνα ξύλο εἰς τὸ ποδάρι της καὶ δὲν τὸ ῾νοιωσε κοτζὰμ παλούκι. Τοὺς περικάλεσε πολὺ νὰ τζακίσουνε τὴν βέργα τοῦ δαχτυλιδιοῦ νὰ πάρουν τὸ δαχτυλίδι τζακισμένο καὶ τρόμαξαν νὰ συγκατανέψουν, καὶ τὸ τζάκισαν καὶ γλύτωσε τὸ χέρι της. Ἦρθε ἐκεῖ ὁποῦ ἤμαστε κουτζαίνοντας καὶ διηγήθηκε αὐτά. Πήγαμεν ὀπίσου, δὲν μπορέσαμεν νὰ ῾βρωμεν κανέναν μέσα τὸν λόγκο, τρύπωσαν. Τῆς ἔβγαλα τὸ παλούκι ἀπὸ τὸ ποδάρι της καὶ τὸ ζεμάτισα μὲ ξύγγι. Ὅμως γίνη τούμπανο, θύμωσε. Καὶ εἶχα ἕνα ζῶον, ὁποῦ ῾χα τὰ σκουτιά μου, καὶ τὴν ἔβαλα ἀπάνου νὰ μὴν μείνη εἰς τὸ δρόμο. Κι᾿ ἀπὸ τότε βλέποντας αὐτείνη τὴν ἀρετή, σιχάθηκα τὸ Ρωμαίικον, ὅτ᾿ εἴμαστε ἀνθρωποφάγοι. Αὐτεῖνοι οἱ φίλοι ὁποῦ γυμνώσανε τὴν γυναίκα καὶ τοὺς ἄλλους, καθώς μας εἴπανε, ὁποῦ τοὺς γνώρισαν ἐκεῖ, ἦταν οἱ Γριβαῖοι. Ἐγὼ δὲν τοὺς εἶδα νὰ εἰπῶ οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Καθόμαστε ὅλη νύχτα καὶ τοὺς φυλάγαμεν ὅσο νὰ ξημερώση μὲ τὰ ντουφέκια εἰς τὸ χέρι, νὰ μὴ φᾶνε οἱ ἀνθρωπινοὶ λύκοι τ᾿ ἀδύνατα πλάσματα.

Ἀπὸ ῾κεῖ τοὺς πῆγα εἰς τὸ Σπαρτοβούνι, καὶ πέρναγαν οἱ καϊμένοι οἱ Καραγκούνηδες μὲ τὰ πράτα τους, κι᾿ ἀγόρασα πεντέξι σφαχτὰ καὶ μᾶς δώσαν κι᾿ αὐτεῖνοι ἄλλα τόσα κι᾿ ἀλεύρι καὶ τοὺς πορέψαμεν. Κι᾿ ἀπὸ ῾κεῖ, πῆγαν ἄλλοι διὰ Βραχώρι καὶ Μισολόγγι, καὶ οἱ περισσότεροί τους πῆγα εἰς τὴν Κατούνα, καὶ γιόμωσαν τὰ σκουτιά τους καὶ οἱ γοῦνες τοὺς ψεῖρες καὶ μάζωνα διάργυρον καὶ τόλυωνα καὶ τοὺς ἄλειβα νὰ ψοφήσουνε οἱ ψεῖρες καὶ οἱ κονίδες. Στάθηκα καμμιὰν εἰκοσιαριὰ ἡμέρες ἐκεῖ. Μοῦ παράγγειλε ὁ Γῶγος νὰ πάγω πίσου εἰς τ᾿ ὀρδί. Αὐτεῖνοι δὲν μ᾿ ἄφιναν. Τὸ ῾στειλα τοὺς ἀνθρώπους ὅσο νὰ πάγω κ᾿ ἐγώ. Σὲ δεκαπέντε ἡμέρες πέθαναν ἐκεῖ ὅλοι οἱ σημαντικοί, Βραναῖγοι, ὁ καϊμένος ὁ ἀγαθὸς πατριώτης Κοράκης κι᾿ ὁ Παπαδόπουλος, ὁποῦ γύρευα νὰ σκοτώσω, κι᾿ ἄλλοι σημαντικοί. Συνάχτηκαν ἀπ᾿ ὁλοῦθε οἱ Ἀρτηνοὶ καὶ γύρευαν νὰ μὲ βάλουν κεφαλή τους, νὰ τοὺς πάρω νὰ πάμεν εἰς τ᾿ ὀρδί. Ἀφοῦ γυμνώθηκαν διὰ τὴν λευτερίαν, ὁ πατριωτισμὸς δὲν τοὺς ἄφινε. Ἐγὼ δὲν ἤθελα, αὐτεῖνοι ὅλοι μὲ βιάζαν. Ἔγραψα αὐτὸ τοῦ Γώγου, νὰ μὴν πειραχτῆ, ὅτ᾿ ἦταν καπετάνος τοῦ τόπου. Μ᾿ ἀποκρίθη ὅτι ἔχει μεγάλη εὐκαρίστησιν καὶ μὲ θεωρεῖ ὡς παιδί του. Κι᾿ ὄντως, ὁ Θεὸς μακαρίση τὴν ψυχή του, ὡς παιδὶ τοῦ μ᾿ ἀγαποῦσε καὶ μὲ γύμναζε. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος καὶ γενναῖος πατριώτης κι᾿ ἀγαθός. Ἀρρώστησε σὲ κάμποσον καιρὸν κι᾿ ἀπὸ τὴν πίκρα τοῦ ἀπέθανε. Ἡ πατρὶς χάριτες χρωστάγει εἰς αὐτὸν τὸν γενναῖον ἄντρα. Ἀφοῦ οἱ Ἀρτηνοὶ μὲ βιάζαν νὰ τοὺς συνάξω νὰ πάμεν ἔξω ῾στὸ ὀρδί, ντουφέκια κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα δὲν εἶχαν, τοὺς γύμνωσαν πρῶτα οἱ Τοῦρκοι, ὁποῦ τοὺς σύναξαν τ᾿ ἅρματά τους, καὶ ὕστερα κ᾿ ἐμεῖς οἱ λευτερωταὶ ὅλο τους τὸν βίον. Σηκώθηκα νὰ πάγω εἰς Μισολόγγι καὶ Βραχώρι, ὁποῦ ῾ταν πολλοὶ πατριῶτες, νὰ κάμωμεν τίποτας, νὰ μιλήσωμεν ὅλοι μαζί. Πῆγα εἰς Μισολόγγι πούντιασα εἰς τὸν δρόμον κι᾿ ἀπὸ τὸ κιντέρι μου ἀρρώστησα καὶ πῆγα νὰ πεθάνω. Εἶχα πέντε γιατρούς. Ἄνοιξε ἡ μύτη μου καὶ δὲν στανιάριζε, τὸ αἷμα πήγαινε λεγένια καὶ μόβαιναν φτήλια μέσα. Κ᾿ ἔκαμα ἄρρωστος εἰς τὸν κίντυνον ὡς τὸ Μάρτη. Πιάστηκαν τὰ ποδάρια μου, δὲν ἔβλεπα κι᾿ ἀπὸ τὰ μάτια. Καὶ οἱ καϊμένοι οἱ Ἀρτηνοὶ διακόνευαν, καὶ πλέρωναν ἄνθρωπον κ᾿ ἔρχονταν τόσες ἡμέρες δρόμον νὰ ἰδοῦνε τί κάνω. Τόση εὐγένειαν εἶχαν ῾σ ἐμένα.

Ἀφοῦ ἤμουν ἀδύνατος πολὺ καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κινηθῶ οὔτε ἀπὸ τὰ ποδάρια, οὔτε ἀπὸ τὰ μάτια, ἦρθε ὁ ἀδελφός μου καὶ μὲ πῆρε εἰς τὸ Σάλωνα, ῾σ ἕνα χωριὸν ὀνομαζόμενον Σερνικάκι, ἦταν παντρεμένος, κ᾿ ἐκεῖ ἀλλάζοντας τὸν ἀγέρα, ἀνάλαβα ἀπὸ αὐτὸ καὶ περιποίησιν συγγενική.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Εἰς τὰ τέλη τοῦ Νοεμβρίου, τὰ 1821, φύγαμεν ἀπὸ τὴν Ἄρτα.

2. Εἰς τὰ 1822 Γεναρίου 24 τὸν σκότωσαν τὸν τύραγνον Ἀλήπασσα σὰν βόιδι, ὅτι οἱ τύραγνοι φοβῶνται νὰ πεθάνουν σὰν παληκάρια. Σ᾿ αὐτείνη τὴν ἡλικίαν ὁπούταν ἤθελε ἀκόμα νὰ ζήσῃ νὰ τυραγνάγη.