Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα

Πρόλογος


AΔEΛΦOI ANAΓNΩΣTEΣ!

Ἐπειδὴ ἔλαβα αὐτείνη τὴν ἀδυναμία νὰ σᾶς βαρύνω μὲ τὴν ἀμάθειά μου (ἂν ἔβγουν εἰς φῶς αὐτὰ ὁποῦ σημειώνω ἐδῶ καὶ ξηγῶμαι πότε μὲ κόλλησε αὐτείνη ἡ ἰδέα, –ἀπὸ τὰ 1829, Φλεβαρίου 26, εἰς τὸ Ἄργος– καὶ ἀκολουθῶ ἀγῶνες καὶ ἄλλα περιστατικὰ τῆς πατρίδος) σᾶς λέγω, ἂν δὲν τὰ διαβάσετε ὅλα, δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα κανένας ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες νὰ φέρη γνώμη οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά. Ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω ταχτικὴ σειρὰ ῾σ τὰ γραφόμενα, καί...1 τότε φωτίζεται καὶ ὁ ἀναγνώστης.

Μπαίνοντας εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ ἀκολουθώντας νὰ γράφω δυστυχήματα ἀναντίον τῆς πατρίδος καὶ θρησκείας, ὁποῦ τῆς προξενήθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνοησίαν μας καὶ ῾διοτέλειά μας καὶ ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ ἀπὸ ῾μάς τοὺς στρατιωτικούς, ἀγαναχτώντας καὶ ἐγὼ ἀπ᾿ οὖλα αὐτά, ὅτι ζημιώσαμε τὴν πατρίδα μας πολὺ καὶ χάθηκαν καὶ χάνονται τόσοι ἀθῶοι ἄνθρωποι, σημειώνω τὰ λάθη ὀλωνῶν καὶ φτάνω ὧν σήμερον, ὁποῦ δὲν θυσιάζομε ποτὲς ἀρετὴ καὶ πατριωτισμὸν καὶ εἴμαστε σὲ τούτην τὴν ἄθλια κατάστασιν καὶ κιντυνεύομεν νὰ χαθοῦμεν.

Γράφοντας αὐτὰ τὰ αἴτια καὶ τὶς περίστασες, ὁποῦ φέραμεν τὸν ὄλεθρον τῆς πατρίδας μας ὅλοι μας, τότε ὡς ἔχοντας καὶ ἐγὼ μερίδιον εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ κοινωνία, γράφω μὲ πολλὴ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τῶν αἰτίων, ὄχι νά ῾χω καμμιὰ ἰδιαίτερη κακία ἀναντίον τους, ἀλλὰ ὁ ζῆλος πατρίδος μου δίνει αὐτείνη τὴν ἀγανάχτησιν καὶ δὲν μπόρεσα νὰ γράψω γλυκώτερα. Αὐτὸ τὸ χειρόγραφον, ἀπὸ τὴν περίστασιν ὁποῦ μου ἔγιναν πολλὲς καταδρομές, τὸ εἶχα κρυμμένο. Τώρα ὁποῦ τὸ ἔβγαλα, τὸ διάβασα ὅλο καὶ ἔγραψα ὡς τὰ 1850 Ἀπρίλη μήνα, καὶ διαβάζοντας τὸ εἶδα ὅτι δὲν ξηγῶμαι γλυκώτερα διὰ κάθε ἄτομον.

Πρῶτο λοιπὸν αὐτό, καὶ ὕστερα σὲ πολλὰ μέρη ῾παναλαβαίνω πίσω τὰ ἴδια (ὅτι εἶμαι ἀγράμματος καὶ δὲν θυμῶμαι καὶ δὲν βαστῶ σειρὰ ταχτική) καὶ τρίτο, ἐκεῖνα ὁποῦ σημειώνω εἰς τὴν πρωτοϋπουργίαν τοῦ Κωλέτη, ὁποῦ ἔκαμεν τόσα μεγάλα λάθη ἀναντίον τῆς πατρίδος του καὶ τῆς θρησκείας του καὶ τῶν συναγωνιστῶν του, ὅλων τῶν τίμιων ἀνθρώπων καὶ νὰ χύση τόσα ἄδικα αἵματα τῶν ὁμογενῶν του καὶ νὰ πάθη ἡ δυστυχισμένη τοῦ πατρίδα καὶ νὰ παθαίνη καὶ τώρα εἰς τὸν πεθαμό του ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάς του καὶ συντρόφους του, ὁποῦ μας κυβερνοῦν, καὶ οἱ προκομμένες τοῦ οἱ Βουλὲς καὶ ἄλλοι τοιοῦτοι, ὁποῦ δὲν ἄφησαν λεπτὸ εἰς τὸ ταμεῖο, καὶ ὅλο τὸ κράτος τὸ ῾φεραν σὲ μίαν μεγάλη δυστυχία καὶ ἀνωμαλία, καὶ ἕνας μεγάλος στόλος τῶν σκύλων μας ἔχουν μπλόκον, ὁποῦ ῾ναι περίτου ἀπὸ τρεῖς μῆνες, καὶ μᾶς πῆραν ὅλα τὰ καράβια καὶ μᾶς κατακερμάτισαν ὅλο τὸ ἐμπόριον καὶ τζαλαπάτησαν τὴν σημαίαν μας καὶ πεθαίνουν τῆς πείνας οἱ ἀνθρῶποι τῶν νησιῶν καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ῾χουν τὰ καράβια τοὺς γκιζεροῦν εἰς τοὺς δρόμους καὶ κλαῖνε μὲ μαῦρα δάκρυα.

Ὅλα αὐτὰ τὰ δεινὰ καὶ ἄλλα πλῆθος εἶναι ἔργα τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς του, ὁποῦ ἄφησε ἐντολὴ νὰ κυβερνιώμαστε μὲ αὐτὸ τὸ σύστημα καὶ μὲ τοὺς τοιούτους συντρόφους του. Καὶ ἀπὸ αὐτὸ παθαίνομεν καὶ τί θὰ πάθωμεν ἀκόμα ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει. Καὶ αὐτὰ ἦταν διὰ τοὺς ξένους σκοπούς του καὶ τὶς ῾διοτέλειές του καὶ γιὰ νὰ κατακερματίσουνε καὶ τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου – ὁποῦ διαλαβαίνει περὶ θρησκείας καὶ ἄλλης σωτηρίας τῆς πατρίδος αὐτὸ τὸ Σύνταμα – καὶ τόχομεν εἰς τὸ χαρτὶ καὶ ἀντὶς νὰ μᾶς ὠφελήσῃ μᾶς ἀφανίζει ὁλοένα. Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὁποῦ γράφω ἐξ ἀρχῆς, εἶναι ἅγιοι ὀμπρὸς ῾σ αὐτὸν καὶ τὴν συντροφιά του τὴ σημερνή, μ᾿ ὅλον ὁποῦ τὰ λάθη τὰ πρῶτα ἐγέννησαν καὶ τοῦτα.

Διὰ ὅλα αὐτὰ γράφω ἐδῶ. Ὡς ἄνθρωπος μπορῶ νὰ πεθάνω καὶ ἢ τὰ παιδιά μου, ἢ ἄλλος τὰ ἀντιγράψη, γιὰ νὰ τὰ βγάλη εἰς φῶς, πρῶτο τους ἀνθρώπους, ὁποῦ γράφω μ᾿ ἀγανάχτησιν ἀναντίον τους, νὰ βάνη τὶς πράξες τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ τ᾿ ὄνομά του μὲ καλὸν τρόπον, ὄχι μὲ βρισές, διὰ νὰ χρησιμεύουν αὐτὰ ὅλα εἰς τοὺς μεταγενεστέρους καὶ νὰ μάθουν νὰ θυσιάζουν διὰ τὴν πατρίδα τους καὶ θρησκεία τους περισσότερη ἀρετή, νὰ ζήσουν ὡς ἀνθρῶποι ῾σ αὐτὴν τὴν πατρίδα καὶ μ᾿ αὐτὴν τὴν θρησκείαν. Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκεία τους ἔθνη δὲν ὑπάρχουν. Καὶ προσοχὴ νὰ μὴν τοὺς ἀπατάγη ἡ ῾διοτέλεια. Καὶ ἂν σκοντάψουν, τότε εἰς τὸν κρεμνὸν θὰ πηγαίνουν, καθὼς τὸ πάθαμεν ἐμεῖς. Ὅλο εἰς τὸν κρεμνὸν κυλάμεν κάθε ῾μέρα. Ὅταν λοιπὸν βγῆ αὐτὸ τὸ χειρόγραφον εἰς φῶς, διαβάζοντας τὸ ὅλο οἱ τίμιοι ἀναγνῶστες, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότες ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ κάμη ὁ καθεὶς τῶν τὴν κρίση του εἴτε ὑπέρ, εἴτε κατά.

ΣHMEIΩΣH

1. Λέξεις δυσανάγνωστες, λόγω φθορᾶς τοῦ χειρογράφου.