Οι αριθμοί των ουσιαστικών, όπως και των άλλων πτωτικών, είναι τρεις: ο ενικός, ο δυϊκός και ο πληθυντικός.
Στο δυϊκό (που δεν τον έχει η νέα ελληνική) ήταν εύχρηστα στην αρχαία, και μάλιστα στην αττική διάλεκτο, κυρίως τα ουσιαστικά που δηλώνουν πράγματα που από τη φύση τους αποτελούν ζεύγη: τὼ ὀφθαλμὼ (=οι δύο οφθαλμοί), τὼ πόδε (=τα δύο πόδια), τὼ χεῖρε (=τα δύο χέρια). Επίσης ο δυϊκός συνηθιζόταν για δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που ήταν γνωστό ότι ήταν δύο (και αναφερόταν μαζί) ή χρησιμοποιούνται κατά δύο ζεύγη: τὼ ἀδελφὼ (=οι δύο αδελφοί), τὼ Διοσκούρω (=οι δύο Διόσκουροι), τὼ βόε (=τα δύο βόδια) κ.λπ.
Ενικός |
Πληθυντ. | Δυϊκός | |||||
Αρσενικό |
Θηλυκό |
Αρσ-Θηλ. |
Αρσ-Θηλ. |
||||
ον. | -ᾱς | -ης | -ᾱ | -ᾰ | -η | -αι | -ᾱ |
γεν. | -ου | -ου | -ᾱς | -ᾱς ή -ης | -ης | -ων | -αιν |
δοτ. | -ᾳ | -ῃ | -ᾳ | -ᾳ ή ῃ | - ῃ | -αις | -αιν |
αιτ. | -ᾱν | -ην | -ᾱν | -ᾰν | -ην | -ᾱς | -ᾱ |
κλ. | -ᾱ | -η (ἢ -ᾰ) | -ᾱ | -ᾰ | -η | -αι | -ᾱ |
Παραδείγματα:
α) Αρσενικά σε –ας: ὁ νεανίας
β) Αρσενικά σε –ης: ὁ στρατιώτης, ὁ ποιητὴς
γ) Θηλυκά σε -ᾱ: ἡ πολιτεία, ἡ σφαῖρα, ἡ στρατιὰ
δ) Θηλυκά σε –ᾰ (γεν. –ης): ἡ τράπεζα, ἡ γλῶσσα
ε) Θηλυκά σε –η : ἡ κώμη, ἡ τιμὴ
Παραδείγματα: ὁ (Ἑρμέας) Ἑρμῆς, ἡ (μνάα) μνᾶ, ἡ (συκέα) συκῆ
ε+α=η
ε+ου=ου
ε+ᾳ=ῃ
ε+αι=αι
ε+ω=ω
α+α=α
α+αι=αι
α+ω=ω
Τα πρωτόκλιτα συνηρημένα ουσιαστικά έχουν και μετά τη συναίρεση τις καταλήξεις των ασυναίρετων τύπων. Μόνο το εα στον ενικό το συναιρούν σε η : ὁ Ἑρμέας -Ἑρμῆς, ἡ συκέα –συκῆ κ.λπ., αλλά τοὺς Ἑρμέας-Ἑρμᾶς, τὰς συκέας-συκᾶς κ.λπ.
Αρσενικό και θηλυκό |
Ουδέτερο |
|||||
Ενικός | Πληθ. | Δυϊκός | Ενικός | Πληθ. | Δυϊκός | |
ον. | -ος | -οι | -ω | -ον | -ᾰ | -ω |
γεν. | -ου | -ων | -οιν | -ου | -ων | -οιν |
δοτ. | -ῳ | -οιν | -οιν | -ῳ | -οις | -οιν |
αιτ. | -ον | -ους | -ω | -ον | -ᾰ | -ω |
κλητ. | -ε (-ος) | -οι | -ω | -ον | -ᾰ | -ω |
Παραδείγματα:
α) Αρσενικά και θηλυκά σε –ος: ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγρός, ἡ νῆσος, ἡ ὁδὸς
β) Ουδέτερα σε –ον: τὸ μυστήριον, τὸ δῶρον
Παραδείγματα: ὁ (ἔκπλοος) ἔκπλους, ὁ (πλόος) πλοῦς, τὸ (ὀστέον) ὀστοῦν
ο+ο=ου
ο+ε=ου
ο+ῳ=ῳ
ο+οι=οι
ο+ω=ω
ε+ο=ου
ε+ου=ου
ε+ῳ=ῳ
ε+α=α
ε+ω=ω
ε+οι=οι
Παραδείγματα: ὁ πρόνεως, ὁ λεὼς, ἡ ἅλως, τὸ ἀνώγεων
Ενικός |
Πληθυντικός |
Δυϊκός |
||||
αρσ. | θηλ. | ουδ. | αρσ-θηλ. | ουδ. |
αρσ-θηλ-ουδ. |
|
ον. | -ως | -ως | -ων | -ῳ | -ω | -ω |
γεν. | -ω | -ω | -ω | -ων | -ω | -ῳν |
δοτ. | -ῳ | -ῳ | -ῳ | -ῳς | -ῳς | -ῳν |
αιτ. | -ων | -ω (ν) | -ων | -ως | -ω | -ω |
κλ. | -ως | -ως | -ων | -ῳ | -ω | -ω |
(Περιττοσύλλαβα ονομάζονται όσα ουσιαστικά έχουν στη γενική και δοτική ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού μια συλλαβή περισσότερη από την ονομαστική και κλητική του ενικού)
. |
Αρσενικά και θηλυκά |
Ουδέτερα |
||||
Ενικός | Πληθυντ. | Δυϊκός | Ενικός | Πληθυντ. | Δυϊκός | |
ον. | -ς ή - | -ες | -ε | - | -ᾰ | -ε |
γεν. | -ος (ή –ως) | -ων | -οιν | -ος (ή –ως) | -ων | -οιν |
δοτ. | -ῐ | -σῐ (ν) | -οιν | -ῐ | -σῐ (ν) | -οιν |
αιτ. | -ᾰ ή ν | -ᾰς ή –ς (-νς) | -ε | - | -ᾰ | -ε |
κλ. | -ς ή - | -ες | -ε | - | -ᾰ | -ε |
Παραδείγματα:
α) Φωνηεντόληκτα:
ὁ ἥρως (θ.ἡρω-), ὁ Τρὼς, ὁ ἰχθὺς, ἡ δρῦς, ἡ δύναμις, τὸ ἄστυ, ὁ βασιλεὺς, ἡ γραῦς,
ἡ ἠχὼ
β) Συμφωνόληκτα:
ὁ κόραξ (θ. κόρακ-), ἡ πτέρυξ, ὁ γὺψ, ὁ τάπης, ἡ πατρὶς, τὸ κτῆμα, ἡ ἀκτὶς, ὁ Τιτάν,
ὁ Ἕλλην, τὸ νέκταρ, τὸ βέλος, τὸ κρέας
1. Προσωπικές: ἐγώ, σύ,- (αυτὸς)
2. Δεικτικές: οὗτος, αὕτη, τοῦτο
ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
ὅδε, ἥδε, τόδε
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο
3. Οριστικές/ επαναληπτικές: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ
4. Κτητικές: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν
σός, σή, σὸν
ἑός, ἑή, ἑὸν
ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον
5.Αυτοπαθείς: ἐμαυτοῦ, ἐμαυτής
σεαυτοῦ, σεαυτῆς
ἡμῶν αὐτῶν, ὑμῶν αὐτῶν
ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς
ἑαυτῶν (ή σφῶν αὐτῶν), ἑαυτῶν (ή σφῶν αὐτῶν)
6. Αλληλοπαθείς: ἀλλήλων, ἀλλήλοις (-αις), ἀλλήλους (-ας, -α)
7. Ερωτηματικές:τίς, τί,
πότερος, ποτέρα, πότερον (=ποιός από τους δύο)
πόσος, πόση, πόσον
ποῖος, ποία, ποῖον (=τι λογής)
πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (=πόσο μεγάλος / ποιάς ηλικίας)
ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (=από ποιόν τόπο)
πόστος, πόστη, πόστον (=τι θέση έχει σε αριθμητική σειρά;)
ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (=σε πόσες μέρες; πβ. τριταῖος)
8. Αόριστες: τὶς, τὶ
ὁ δεῖνα, ἡ δεῖνα, τὸ δεῖνα
ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (=μερικοί)
9. Επιμεριστικές: πᾶς, πᾶσα, πᾶν
ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον
ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο
οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν-μηδείς, μηδεμία, μηδὲν
ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα
ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον
οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον – μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (=ούτε ο ένας, ούτε
ο άλλος)
ποσός, ποσή, ποσόν (=κάμποσος_
ποιός, ποιά ποιόν (=κάποιας λογῆς, πβ. ποῖος)
ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν
10.Αναφορικές: ὅς, ἥ, ὅ
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (=αυτός ακριβώς που)
ὅστις, ἥτις, ὅ,τι
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (=όποιος από τους δύο)
ὅσος, ὅση, ὅσον
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον
οἷος, οἷα, οἷον (=τέτοιος που)
ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον
ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (=όσο μεγάλος)
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (=όσο μεγάλος)
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (=από ποιόν τόπο, σε πλάγια ερώτηση)
Σε κάθε λέξη που έχει δύο ή περισσότερες συλλαβές μία από αυτές τονίζεται, δηλ. προφέρεται πιο δυνατά από τις άλλες. Για να φανερώσουμε στο γραπτό λόγο ποια είναι η συλλαβή που τονίζεται, γράφουμε πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής αυτής ένα σημάδι που λέγεται τόνος: φέ-ρω, φε-ρό-με-θα, φε-ρο-μέ-νη, φεῦ-γε, ἀ-πό-φευ-γε, ἀ-γα-θός, ἀ-νήρ.
Οι τόνοι είναι τρεις: η οξεία (΄), η βαρεία (') και η περισπωμένη (~):
Σε κάθε λέξη πάνω στο φωνήεν ή το δίφθογγο της συλλαβής που τονίζεται σημειώνουμε κάθε φορά. έναν ορισμένο τόνο (πβ. §38 και § 39). Κατά τη θέση που έχει ο τόνος σε μια λέξη και κατά το είδος του η λέξη αυτή λέγεται:
1) οξύτονη, αν έχει οξεία στη λήγουσα: πατήρ·
2) παροξύτονη, αν έχει οξεία στην παραλήγουσα: μήτηρ·
3) προπαροξύτονη, αν έχει οξεία στην προπαραλήγουσα: λέγομεν·
4) περισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στη λήγουσα: τιμῶ·
5) προπερισπώμενη, αν έχει περισπωμένη στην παραλήγουσα: δῶ-ρον·
6) βαρύτονη, αν δεν τονίζεται στη λήγουσα: ἄνθρωπος, λύω, κελεύω.
Ο τονισμός των λέξεων στην αρχαία ελληνική γίνεται κατά τους εξής γενικούς κανόνες:
1) Καμιά λέξη δεν τονίζεται πιο πάνω από την προπαραλήγουσα (όπως και στην κοινή νέα ελληνική): λέγομεν, ἐλέγομεν, ἐλεγόμεθα, ἐπικίνδυνος, ἐπικινδυνότατος.
2) Όταν η λήγουσα είναι μακρόχρονη, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται: (ή βασίλισσα, αλλά) της βασιλίσσης, (άμεσος, αλλά) αμέσως.
3) Η προπαραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: τιμώ-μεθα, παρήγορος, πείθομαι.
4) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή, όταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε οξεία: νέφος, τόπος, ἀγαθός.
5) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει οξεία εμπρός από μακρόχρονη λήγουσα: θήκη, κώμη, παιδεύω, κλαίω.
6) Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.
7) Η θέσει μακρόχρονη συλλαβή ως προς τον τονισμό λογαριάζεται βραχύχρονη: αὖλαξ, κλῖμαξ, μεῖραξ, τάξις, λύτρον (βλ. § 33, β).
8) Η βαρεία σημειώνεται στη θέση της οξείας μόνο στη λήγουσα, όταν δεν ακολουθεί στίξη ή λέξη εγκλιτική (βλ. § 43,1 και § 50): ὁ βασιλεὺς τὴν μὲν πρὸς ἑαυτὸν ἐπιβουλήν οὐκ ᾐσθάνετο...
ὁ ποιητής, τὸν ποιητήν, ὦ ποιητά· οἱ ποιηταί, τοὺς ποιητάς, ὦ ποιηταί· ἡ φωνή, τὴν φωνήν, ὦ φωνή· αἱ φωναί, τὰς φωνάς, ὦ φωναί· πατήρ, λιμήν, άνδριάς· καλήν, καλάς, καλά· αὐτή, αὐτήν, αὐτός· λαβών, ἰδών, λελυκώς, λυθείς.
Εξαιρέσεις: Παίρνουν περισπωμένη αντίθετα με τον κανόνα, αν και δεν προκύπτουν από συναίρεση:
οι μονοσύλλαβοι τύποι της ονομ., αιτιατ. και κλητ. που έχουν χαρακτήρα ι, υ, (ου, αυ): ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὦ κῖ, τοὺς κῖς - ἡ δρῦς, τὴν δρῦν, ὦ δρῦ, τὰς δρῦς - ὁ βοῦς, τὸν βοῦν, ὦ βοῦ, τοὺς βοῦς - ἡ γραῦς, τὴν γραῦν, ὦ γραῦ
η αιτιατική πληθ. των ονομ. σε -ὺς (γεν. -ύος), αν τονίζεται στη λήγουσα: τοὺς ἰχθῦς
η ονομ., αιτ. και κλητ. του ενικού των ουδετέρων πῦρ και οὖς
η ονομ. και κλητ. του ενικού του θηλ. ή γλαῦξ (= κουκουβάγια» ]
η κλητ. του ενικού των ονομ. σε -εύς: ὦ βασιλεῦ
τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ· τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς-τῆς φωνῆς, τῇ φωνῇ· τῶν φωνῶν, ταῖς φωναῖς·
τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς αγαθῆς, τῷ άγαθῷ, τῇ αγαθῇ· τῶν αγαθῶν, τοῖς άγαθοῖς, ταῖς άγαθαῖς κτλ.·
αὐτοῦ, αὐτῆς, αὐτῷ, αὐτῆ· αὐτῶν, αὐτοῖς, αὐταῖς κτλ.
Εξαιρέσεις: Τα αττικόκλιτα ουσιαστικά φυλάγουν σε όλες τις πτώσεις τον ίδιο τόνο που έχει η ονομαστική του ενικού και στην ίδια συλλαβή: ὁ λεὼς, τοῦ λεὼ κτλ., ὁ ταῶς, τοῦ ταῶ κτλ., ὁ πρόνεως, τοῦ πρόνεω κτλ.
λέων, λέοντος, λέοντες κτλ. - αλλά: λεόντων (βλ. § 38,» 2)·
αρρην, άρρενος, άρρενες κτλ. - αλλά: αρρένων·
ἕκαστος, ἕκαστον, ἕκαστοι κτλ. - αλλά: ἑκάστου, ἑκάστων, ἑκάστους
Εξαιρέσεις βλ. § 88, 3 και § 145.
Στα πρωτόκλιτα ουσιαστικά η γενική του πληθ. τονίζεται στηλήγουσα και παίρνει περισπωμένη:τῶν νεανιῶν, τῶν θαλασσῶν.
Τα μονοσύλλαβα ονόματα της γ΄ κλίσης στη γενική και δοτική όλων των αριθμών τονίζονται στη λήγουσα: ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογί, τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί. Εξαιρούνται τα μονοσύλλαβα ἡ δᾲς, ὁ θὼς (=τσακάλι), το οὖς, ὁ παῖς, ὁ Τρὼς και το φῶς που τονίζονται στη γεν.πληθ. στην παραλήγουσα:τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων.
(τιμάω) τιμῶ, (τιμάων) τιμῶν, (έπιμελέες) επιμελεῖς-
παίρνει όμως οξεία, αν πριν από τη συναίρεση είχε οξεία η δεύτερη από τις συλλαβές που συναιρούνται:
(ἑσταώς) ἑστώς, (κληίς, κλῄς) κλείς.
Δέκα μονοσύλλαβες λέξεις της αρχαίας ελληνικής δεν παίρνουν τόνο και γι' αυτό λέγονται άτονες λέξεις. Αυτές είναι
τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ·
οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ἢ ἐξ)·
τα μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ἢ οὐκ ἢ οὐχ)
Μερικές μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη, ώστε ακούονται σαν ν' αποτελούν μαζί της μία λέξη· γι' αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία (πβ. τα νεοελληνικά: ο αδερφός μου, ο δάσκαλός μου).
Οι λέξεις αυτές λέγονται εγκλιτικές λέξεις ή απλώς εγκλιτικά.
οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ – σοῦ, σοί, σέ -οὗ, οἷ, ἓ
όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς – τὶ εκτός από τον τύπο του ουδέτ. πληθ. ἄττα (= τινά = μερικά)
όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημάτων εἰμί (= είμαι) και φημὶ (= λέγω)
τα επιρρήματα πού, ποί, πόθεν -πώς, πή (ἢ πῄ). ποτὲ
τα μόρια γέ, τέ, τοι, πέρ, πώ, νῦν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορετικό από το σύνδεσμο δὲ)
β) Ο τόνος των εγκλιτικών χάνεται:
σε όλα τα εγκλιτικά (μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα), όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη ή περισπωμένη: ναός τις, καλόν εστί (με οξεία και όχι βαρεία στην προηγούμενη λέξη· βλ. § 38, 8) - τιμώ σε, τιμώ τινας·
μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλιτικά, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη: γέρων τις, παιδεύω σε.
γ) Ο τόνος των εγκλιτικών ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης (ως οξεία), όταν η προηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτονη ή προπερισπώμενη ή άτονη ή εγκλιτική:
ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες – κῆπός τις, κῆποί τινες- Ἀριαῖός τε - ἔν τινι τόπῳ - εἴ τις βούλεται – εἴ τίς ἐστί μοι φίλος.
δ) Ό τόνος των εγκλιτικών μένει στη θέση του (δηλ. δε γίνεται έγκλιση τόνου):
όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο: λόγοι τινές, ανθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν·
όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη: καλόν δ' ἐστίν - Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν·
όταν υπάρχει έμφαση ή αντιδιαστολή: παρὰ σοῦ, πρὸς σέ· ταῦτα σοὶ λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.
Κάθε λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο ή από το σύμφωνο ρ παίρνει πάνω σ' αυτό ένα ιδιαίτερο σημάδι, που λέγεται πνεύμα.
Τα πνεύματα είναι δύο, η ψιλή (') και η δασεία ('): ἀήρ, εἰκών -ἁγνός, εὑρίσκω· ῥέω.
β) Δασύνονται κανονικά:·
1) Οι λέξεις που αρχίζουν από υ ή από ρ: ὑβρίζω, ῥόδον.
2) Τα άρθρα ὁ, ἡ, αἱ και οι δεικτικές αντωνυμίες ὅδε, ἥδε, οἵδε, αἵδε και οὗτος, αὕτη.
3) Οι αναφορικές αντωνυμίες και τα αναφορικά επιρρήματα (εκτός από τα ἔνθα, ἔνθεν): ὅς, ἥ, ὅ κτλ., ὅπου, ὅθεν κτλ.
4) Οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ἡμεῖς, ἡμῶν κτλ.,οὗ, οἷ, ἑ, οι αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και οι λέξεις που σχηματίζονται από αυτές (ἡμέτερος, ἑαυτοῦ, ἑτέρωθεν, ἑκάστοτε κτλ.).
5) Οι σύνδεσμοι ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.
6) Τα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν επίσης τα παράγωγα από αυτά- ἕνδεκα, ἑξακόσιοι, ἑβδομήκοντα, ἑκατοντάκις κτλ.
7) Οι ακόλουθες λέξεις (και όσες είναι παράγωγες από αυτές ή σύνθετες με α' συνθετικό τις λέξεις αυτές):
Α.- ἁβρός, ἅγιος, ἁγνός, Ἅδης, ἁδρός, ἁθρόος (στην αττική διάλεκτο), αἷμα, Αἷμος, αἱρέω-ῶ, αἱ ἁλαί (= η αλυκή), ἅλας, Ἁλιάκμων, γεν. -όνος, Ἁλίαρτος, ἁλιεύω (μτγν.). Ἁλικαρνασσός, ἅλις (= αρκετά), ἁλίσκομαι-ἅλωσις, ἅλλομαι (=πηδώ), Ἁλόννησος, ἁλουργίς, γεν. -ίδος (μτγν.). ό ἁλς, γεν. του ἁλός (= αλάτι· συχνά σε πληθ. οί ἅλες = αλάτι, αλυκή), ή ἅλς, γεν. της ἁλός (= θάλασσα), ἁλτήρ, πληθ. ἁλτῆρες, ἅλυσις, ἡ ἅλως (= αλώνι), ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅμιλλα, ἅμμα (= δέσιμο, κόμπος- από το ατττω), ἁνυτω (αλλά και ἀνύ(τ)ω), ἁπαλός, ἅπαξ, ἁπλούς, ἅπτω-ἅπτομαι, ἅρμα, ἁρμόζω, ἁρμονία, ἁρμός, ἅρπαξ - ἁρπάζω, ἁφή, ἁψίκορος, ἁψίς. γεν. -ῖδος.
Ε.- (Ἑβραῖος), το ἕδος (= θρόνος, ναός, άγαλμα), ἕδρα, ἑδώλιον, ἕζομαι (= κάθομαι), εἱλόμην (αόρ. β´ του αἱροῦμαι), εἵμαρται – εἱμαρμένη, εἵργνυμι και εἱργνύω (= εμποδίζω την έξοδο, κλείνω μέσα· ενώ εἴργω = εμποδίζω την είσοδο, αποκλείω), εἱρκτή, Ἑκάβη, ἑκάς (= μακριά), Ἑκάτη, ἑκών, Ἑλένη, Ἑλικών (γεν. -ῶνος), ή ἕλιξ, ἑλίττω (= τυλίγω, στρέφω), ἕλκος, ἕλκω (μεταγ. ελκύω), Ἑλλάς, Ἑλλην, ή ἕλμινς (γεν. -ινθος = σκουλήκι των εντέρων), το ἕλος, ἕνεκα ή ἕνεκεν, ἑξῆς, ἕξω (μέλλ. του ρ. έ~χω), ἑορτή, ἕρκος (= φραγμός), ἕρμα, ἑρμηνεύω, Ἑρμῆς, ἕρπω, ἑσπέρα, ἕσπερος, ἑσπόμην (αόρ. β' του ἕπομαι), ἑστιάω-ῶ, ἑταῖρος, ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἑφθός (= βραστός· για τα μέταλλα = καθαρισμένος με φωτιά, καθαρός), ἕψω (= βράζω), ἕωλος (= παλιός, όχι πρόσφατος), ἡ ἕως (= πρωί).
Η.- Ἥβη, ἡγέομαι –οῦμαι, ἥδομαι, ἥκιστα, ἥκω, ἧλιξ (= συνομήλικος. σύντροφος), Ἡλιαία, ἥλιος, ἧλος (= καρφί), ἡμερα, ἥμερος, ἡμι-(αχώριστο μόριο), ἥμισυς, ἡ ἡνία και τα ἡνία (= χαλινός), ἧπαρ, Ἥρα, Ἡρακλής, Ἡρόδοτος, ἥρως, Ἡσίοδος, ἥσυχος, ἧττα, ἡττάομαι -ῶμαι, ἥττων, Ἥφαιστος.
Ι.- ἱδρύω, ἱδρώς, ἱέραξ, ἱερός, ἵημι, ἱκανός, ἱκέτης, ἱκνέομαι –οῦμαι, ἱλάσκομαι, ἱλαρός, ἵλεως, ἱμάς, ἱμάτιον, ἵμερος (= πόθος), ἵππος, (μεταγεν. ἵπταμαι), ἵστημι, ἱστός - ἱστίον, ἱστορία, ἱστορέω -ῶ, ἵστωρ (γεν. -ορος =έμπειρος, γνώστης).
Ο.- ὁδός, ὁλκάς (= πλοίο που ρυμουλκείται, φορτηγό), ὁλκή (= έλξη,εισπνοή, βάρος), ὁ ὁλκός (= μηχάνημα με το οποίο έσερναν τα πλοία, λουρί, χαλινός, τροχιά, αυλάκι), ὅλμος, ὅλος, ὁρμαθός, ὁρμή, ό ὅρμος, ό ὅρος, το ὅριον, ὁρίζω, ὁράω -ῶ, ὅσιος.
Ω.- ὥρα, ὡραίος, ὥριμος.