Σταύρος Μαμαλούκος - Οι κίνδυνοι για την Αρχιτεκτονική Κληρονομιά στην Ελλάδα σήμερα

Άρθρο του 2009 στην ΕΤΕΠΑΜ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Αντικείμενο της εργασίας που ακολουθεί είναι: α. μια γενική επισκόπηση της αντιμετώπισης των μεμονωμένων κτηρίων ή συνόλων τα οποία αποτελούν «μνημεία» με την ευρεία έννοια του όρου στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες και ο εντοπισμός και η καταγραφή μέσα από αυτήν των κινδύνων που αντιμετωπίζει η αρχιτεκτονική κληρονομιά της χώρας σήμερα και β. η διατύπωση ορισμένων απόψεων / προτάσεων για την αντιμετώπισή των παραπάνω κινδύνων.

2. ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ

Ξεκινώντας μια παρουσίαση με θέμα σχετικό με την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα οφείλει κανείς, όσο και αν κινδυνεύει αφ ενός να πει πράγματα γνωστά και οδυνηρά, να κάνει μια γενική διαπίστωση: Η ανεπανόρθωτη καταστροφή κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων ενός τεράστιου τμήματος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας, είναι, δυστυχώς, γεγονός αναμφισβήτητο. Η καταστροφή, η οποία αφορά τόσο μεμονωμένα ιστορικά κτήρια όσο και την κληρονομιά μας ως σύνολο, συντελείται με δύο τρόπους:

Ο πρώτος, η κατεδάφιση, είναι ευθύς, ξεκάθαρος και από παλιά, από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, γνωστός και δοκιμασμένος. Με την κατεδάφιση έχουν αφανισθεί αλλά και εξακολουθούν να αφανίζονται δευτερευούσης σημασίας ιστορικά κτήρια, τα γνωστά μας «κτήρια συνοδείας», αλλά, πολύ συχνά, ακόμη και σημαντικά μνημεία προκειμένου να αντικατασταθούν με νέα στα πλαίσια της «αξιοποίησης» των οικοπέδων τους, σύμφωνα με τις δυνατότητες που δίνει ο Γενικός αλλά και ειδικοί Οικοδομικοί Κανονισμοί, από τις οποίες έχουν ήδη ωφεληθεί οι γείτονες, ή προκειμένου να «ανοίξει ο τόπος» «προς όφελος του κοινωνικού συνόλου» (εικ.1-2, 3-4). Σε επίπεδο συνόλων, όπως λ.χ. οι οικισμοί ή τα μοναστήρια, η κατεδάφιση και αντικατάσταση παλαιών κτηρίων με νέα, κατά διάφορους τρόπους ασυμβίβαστα με τον ιστορικό χαρακτήρα των συνόλων αυτών, καθώς και οι κάθε είδους επεμβάσεις και προσθήκες οδηγούν στην, κάποτε τραγική, συνολική αλλοίωση της γενικής τους μορφής (εικ.5, 6). Στις περιπτώσεις αυτές ακόμη και αν μέσα στα σύνολα διασώζονται σημαντικά μνημεία, αυτά διατηρούνται εγκλωβισμένα σε ένα συχνά κυριολεκτικά άθλιο και εντελώς απαράδεκτο περιβάλλον.

Η συνειδητοποίηση της καταστροφής που μεμονωμένα μνημεία και ιστορικά σύνολα είχαν υποστεί από την εντελώς ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 οδήγησαν μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 την Πολιτεία να λάβει μέτρα στα πλαίσια μιας προσπάθειας ανακοπής του κακού. Ένας απολογισμός αυτής της προσπάθειας είναι εντελώς αποκαρδιωτικός. Σε επίπεδο συνόλων όχι μόνο δεν διασφαλίσθηκε αποτελεσματικά η πραγματική προστασία των ιστορικών κτηρίων αλλά, συνήθως, ούτε καν η διαφύλαξη του συνολικού πολεοδομικού τους χαρακτήρα. 1ιάφορες πολεοδομικές και ρυθμιστικές μελέτες για συγκεκριμένους οικισμούς ή περιφέρειες δεν απέδωσαν καρπούς ανάλογους με τη σημασία και την αξία τους, κυρίως εξ αιτίας της ελλιπούς εφαρμογής τους. Η «Επιχείρηση Πολεοδομικής Ανασυγκρότησης», η οποία ξεκίνησε επί υπουργίας Αντώνη Τρίτση και ήταν η τελευταία ευκαιρία να αναδιοργανωθούν οι ελληνικές πόλεις εξασφαλίζοντας σε κάποιο βαθμό και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της χώρας, ελάχιστα πράγματα απέδωσε, αν δεν απέτυχε τελείως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών από τους μελετητές που ανέλαβαν τις σχετικές μελέτες: Σε πολλές περιπτώσεις ως «ιστορικά κέντρα» χαρακτηρίσθηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο τμήματα μόνο των πραγματικών ιστορικών κέντρων των πόλεων, ενώ οι όροι δόμησης που θεσπίσθηκαν συχνά δεν εξασφάλιζαν όχι μόνο την πραγματική προστασία των παλαιών κτηρίων των ιστορικών κέντρων αλλά ούτε καν τη διαφύλαξη της γενικής τους μορφής (εικ.5,6). Επί πλέον, όπως ήταν αναμενόμενο για τα ελληνικά δεδομένα, οι μελέτες, οι οποίες, παρά τις όποιες αδυναμίες τους, είχαν και σημαντικές αρετές, σε μεγάλο βαθμό δεν εφαρμόσθηκαν

Σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού η θέσπιση ειδικών κατά τόπους όρων δόμησης και η προώθηση της κατασκευής τυποποιημένων ανά περιοχές κτηρίων, που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί στην παραγωγή κακεκτύπων διαφόρων αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων τα οποία δημιουργήθηκαν σε συγκεκριμένο τόπο, σε δεδομένο χρόνο και υπό ορισμένες συνθήκες, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ορθή οδός για την παραγωγή πραγματικής αρχιτεκτονικής. Ας σημειωθεί, επί πλέον, ότι εκατοντάδες ιστορικά κτήρια, συνήθως «κτίσματα συνοδείας» αλλά και σημαντικότερα μνημεία κατεδαφίζονται σε όλη τη χώρα, προκειμένου στη θέση τους να ανεγερθούν ψευτοπαραδοσιακά εκτρώματα, με την πεποίθηση ότι αυτό συνιστά διατήρηση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς (εικ.1-2).

Με το πνεύμα των παραπάνω σοβαρών παρανοήσεων συνδέεται ο δεύτερος τρόπος καταστροφής της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Πρόκειται για την καταστροφή ιστορικών κτηρίων μέσω επεμβάσεων μιας κακώς εννοούμενης αποκατάστασης, η οποία συνήθως στην καθημερινή γλώσσα αποκαλείται με τον λανθασμένο όρο «αναπαλαίωση». Οι επεμβάσεις αυτές συνίστανται στην καθαίρεση μεγάλου τμήματος των αυθεντικών κατασκευών των ιστορικών κτηρίων, οι οποίες θα μπορούσαν με τη χρήση κατάλληλης τεχνογνωσίας να διατηρηθούν και να συντηρηθούν και η ανακατασκευή τους με όμοια, περίπου όμοια ή με νέα, συχνά «βελτιωμένη», μορφή στο σύνολο ή σε επί μέρους στοιχεία του, με τα ίδια ή με νέα υλικά. 1εν είναι μάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το «διατηρητέο» κατεδαφίζεται πλήρως για να ανοικοδομηθεί. Έτσι ακόμη και ο ίδιος ο χαρακτηρισμός «διατηρητέα», εν ονόματι του οποίου γίνονται τέτοιου είδους επεμβάσεις σε ιστορικά κτήρια, καθίσταται εν πολλοίς ή και εντελώς κενός νοήματος. 1ιευκρινίζεται, βέβαια, αμέσως ότι τις περισσότερες φορές τα κίνητρα των εκτός και, κάποτε, και εντός αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, μηχανικών που προτείνουν, μελετούν και εφαρμόζουν τέτοιου είδους επεμβάσεις δεν είναι ταπεινά ή σκοτεινά, αλλά η έλλειψη σχετικής συνείδησης από την κοινωνία μας εν γένει, η δυσκολία που δημιουργεί το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται με την οικοδομή και την εξασφάλισή της έναντι κυρίως δυναμικών καταπονήσεων και, βέβαια, η άγνοια, εξ αιτίας κενών στην επαγγελματική εκπαίδευση του κλάδου, των ειδικών τρόπων και μεθόδων που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αντί των τρεχουσών σε απλές σύγχρονες κατασκευές πρακτικών. 1υστυχώς, όποιες και όσες κι αν είναι οι δικαιολογίες, είναι αλήθεια ότι η «αναπαλαίωση» αυτού του είδους είναι μια διαδικασία η οποία μειώνει στο ελάχιστο και πολύ συχνά κυριολεκτικά εξαφανίζει κάθε ίχνος αυθεντικότητας των ιστορικών κτηρίων, καθιστώντας τα αντίτυπα – ή, όπερ και συνηθέστερον, κακέκτυπα – του εαυτού τους. Πρόκειται για μια κατάσταση όπου η καταστροφή ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται και προβάλλεται ως σωτηρία του ιστορικού κτηρίου, ενώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συγκεκαλυμμένη (ή και απροκάλυπτη) καταστροφή του. Ας σημειωθεί, δε, ότι από τους σοβαρότατους κινδύνους που εγκυμονούν επεμβάσεις του είδους που αναφέρθηκε μόλις δεν εξαιρούνται στην πατρίδα μας ούτε μεγάλα και σημαντικά μνημεία, τα οποία κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών που γίνονται σε αυτά ακόμη και με την εποπτεία των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών υφίστανται, σε ορισμένες περιπτώσεις, βαρύτατες επεμβάσεις, όπως λ.χ. εκτεταμένες ανακατασκευές και μεγάλης εκτάσεως αποξηλώσεις στοιχείων της «επιδερμίδας» τους, με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικού μέρους της αρχαιολογικής τους αξίας. Συμβαίνει έτσι εκείνο που λέει η ευαγγελική ρήση: «έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης» (εικ.7-8, 9-10).

3. ΑΠΟΨΕΙΣ / ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΟΥ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Για την αντιμετώπιση των κινδύνων που με τους παραπάνω τρόπους απειλούν κυριολεκτικά με αφανισμό την αρχιτεκτονική κληρονομιά της χώρας απαιτούνται:

α. Η ευαισθητοποίηση σε ζητήματα προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της ελληνικής κοινωνίας μέσω της ενημέρωσης και της «εκπαίδευσης» στα πλαίσια της σχολικής εκπαίδευσης αλλά και με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων τρόπων από σχετικούς φορείς, παράλληλα με τις όποιες διοικητικές ρυθμίσεις, όπως λ.χ. είναι η κήρυξη ως διατηρητέων των αξιόλογων ιστορικών κτηρίων και συνόλων.

β. Η εκπαίδευση από τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους για την εκπαίδευση φορείς, δηλαδή τα πανεπιστήμια, αλλά και από κρατικούς φορείς καθώς και ενώσεις εξειδικευμένων και ευαισθητοποιημένων στα προβλήματα της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τεχνικών, όπως λ.χ. η ΕΤΕΠΑΜ, των ασχολουμένων με το αντικείμενο ειδικών (κυρίως των μηχανικών αλλά και των λοιπών εμπλεκομένων σε σχετικά έργα), παράλληλα, βέβαια, με τη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με εξειδικευμένους υπαλλήλους.

Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις και μόνον έτσι θα μπορέσει να διαμορφωθεί ένα σωστό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δουλέψουν οι τεχνικοί που κινούνται στο σχετικό με την προστασία των μνημείων χώρο και, και κατ’ απαίτησιν της αγοράς, θα προσαρμοσθούν και οι ασχολούμενοι με το αντικείμενο εργολάβοι και τεχνίτες αλλάζοντας κατά το δυνατόν τον, σε λανθασμένη σήμερα κατεύθυνση, τρόπο εργασίας τους.

Στη συνέχεια θα εκτεθούν ορισμένες σκέψεις σχετικά με τις επεμβάσεις για την αποκατάσταση ιστορικών κτηρίων με σεβασμό στην αυθεντικότητά τους, που καθορίζει την ίδια την επιβίωση του ότι έχει απομείνει από την κληρονομιά μας.

Κάθε μελέτη και, βεβαίως, και κάθε έργο συντηρήσεως και αποκαταστάσεως ενός ιστορικού κτηρίου επιβάλλεται να βασίζεται στην κατά το δυνατόν πληρέστερη δυνατή κατανόησή του ως ιστορικού γεγονότος και ως κατασκευής. Έτσι: 1ον Η προσέγγιση των ιστορικών κτηρίων κατά τη διάρκεια των μελετών και των έργων αποκαταστάσεώς τους πρέπει να γίνεται με επίγνωση της ιστορικής και αρχαιολογικής τους αξίας και 2ον Οι επεμβάσεις στα ιστορικά κτήρια πρέπει να γίνονται με «αρχαιολογική πρόθεση και διάθεση», ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέγιστο δυνατό ποσοστό η διατήρηση, της αυθεντικότητάς τους, έτσι ώστε αυτά να εξακολουθούν να αποτελούν και μετά την επέμβαση πηγή πληροφοριών και όχι απλώς ειδικά στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος, δηλαδή ένα είδος σκηνικών. Οι επεμβάσεις με αυτό το πνεύμα και μόνο διακρίνουν τη συντήρηση και την αποκατάσταση των ιστορικών κτηρίων από άλλου είδους επεμβάσεις σε κοινές οικοδομές (επισκευές, ανακαινίσεις, εκσυγχρονισμούς κλπ.).

Ακολούθως θα παρουσιασθούν ορισμένα εκ των ων ουκ άνευ χαρακτηριστικά που οφείλουν να έχουν οι μελέτες και οι επεμβάσεις αποκατάστασης ιστορικών κτηρίων.

1ον Όσον αφορά τη μελέτη: Σύνταξη πλήρους και αναλυτικής τεκμηρίωσης του μνημείου ή του συνόλου του οποίου μελετάται η αποκατάσταση. Τμήμα της τεκμηρίωσης πρέπει να αποτελεί και η σπουδή της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του κτηρίου, καθώς οι μελέτες επεμβάσεως και ακόμη περισσότερο οι ίδιες οι επεμβάσεις που έπονται αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες για τη μελέτη της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των μνημείων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτείται αρχαιολογική προσέγγιση κατά την τεκμηρίωση και κατά τη διάρκεια του έργου και απόδοση μέσω δημοσιεύσεων των αποτελεσμάτων των ερευνών μετά από αυτό.

2ον Όσον αφορά την επέμβαση: Για την αυτονοήτως κατά προτεραιότητα επίλυση των τυχόν δομικών και των οικοδομικών προβλημάτων του ιστορικού κτηρίου πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι σχετικές επεμβάσεις να γίνονται με τρόπους που εξασφαλίζουν κατά το δυνατόν τη διατήρηση αφ’ ενός του αυθεντικού δομικού συστήματος του κτηρίου και αφ’ ετέρου των αυθεντικών στοιχείων της κατασκευής του, και μάλιστα των πλέον ευπαθών, όπως λ.χ. οι ξυλοκατασκευές και τα αρμολογήματα των όψεων των τοιχοποιιών, η σημασία των οποίων για τη μελέτη της ιστορίας των κτηρίων είναι συνήθως καθοριστική. Η πλήρης καταστροφή της «επιδερμίδας» καθώς και όλων των πιο ευπαθών κατασκευών ιστορικών κτηρίων κατά τη διάρκεια επεμβάσεων αποκατάστασης αποτελούν, δυστυχώς, τον κανόνα.

Οι ήπιες επεμβάσεις που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό ταυτοχρόνως την αυθεντικότητα και το χαρακτήρα του ιστορικού κτηρίου θα έλεγε κανείς ότι είναι σχετικά εύκολες όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση οικοδομικών προβλημάτων. Επεμβάσεις με σεβασμό στα παραπάνω πράγματι πολύτιμα στοιχεία των ιστορικών κτηρίων μπορούν, όμως, να γίνουν και σε περιπτώσεις που πρέπει να αντιμετωπισθούν πιο σοβαρά προβλήματα. Για να γίνουν σαφέστερα τα παραπάνω θα αναφερθούν δύο συγκεκριμένα παραδείγματα: 1ον Δόκιμος και συνήθης πλέον τρόπος ενισχύσεως της δομής μιας τοιχοποιίας είναι η εφαρμογή ενεμάτων χαμηλής πίεσης. Με την δικαιολογία, λοιπόν, της ανάγκης συγκρατήσεως των ενεμάτων στους αρμούς γίνεται πολύ συχνά πλήρης αποξήλωση των παλαιών αρμολογημάτων – χωρίς ούτε καν δείγματά τους να διατηρηθούν – και κατασκευή νέων, ενώ τις περισσότερες φορές τα ιστορικά αρμολογήματα είναι σε θέση να λειτουργήσουν και προς αυτή την κατεύθυνση (εικ.11) και 2ον Η ικανοποιητική στέγαση ενός μνημείου είναι βεβαίως απαραίτητη, και μάλιστα όχι μόνο για την προστασία του από τις καιρικές συνθήκες αλλά, συχνά, και επειδή αυτή συμβάλει στη στερεότητα της δομής του συνολικά. Οι ανάγκες, ωστόσο, αυτές δεν θα πρέπει να αποτελούν δικαιολογίες για άκριτες καταστροφές ιστορικών ξυλοκατασκευών στεγών. Τέτοιες κατασκευές μπορούν πολύ συχνά, με τις κατάλληλες επισκευές, ενισχύσεις και συμπληρώσεις να ανταποκριθούν άριστα στις απαιτήσεις μιας επεμβάσεως στερεώσεως. Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις που μια τέτοιου είδους επέμβαση αποκλείεται από την κατάσταση διατηρήσεως της στέγης ή και, απλώς, από οικονομική αδυναμία, ιστορική κατασκευή είναι δυνατόν να διατηρηθεί πλήρως ή έστω μερικώς ως τεκμήριο στη θέση της, πλάι στη νέα κατασκευή που θα καλύψει την πρακτική ανάγκη της στεγάσεως του ιστορικού κτηρίου (εικ.12).

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω επιγραμματικά τη σημασία που έχει η συνειδητοποίηση από πλευράς της ελληνικής κοινωνίας όσων αναφέρθηκαν παραπάνω για την προστασία όσων ιστορικών κτηρίων και συνόλων έχουν απομείνει στην πατρίδα μας, ώστε να είναι δυνατόν αυτά να συνεχίσουν να χρησιμεύουν ως πηγές επιστημονικής γνώσης του παρελθόντος αλλά και πολύπλευρης έμπνευσης στην πορεία της χώρας προς το μέλλον.