Ο T. S. Eliot ἀποφαίνεται πὼς ὁ Ἀπρίλης εἶναι ὁ σκληρότερος μήνας, γιατὶ φέρνει τὶς πασχαλιὲς μέσα ἀπ᾿ τὴ νεκρὴ γῆ. Ὁ Σολωμὸς ἀπεικονίζει ποιητικὰ τὸν Ἀπρίλη νὰ χορεύει μὲ τὸν ἔρωτα καὶ ἡ φύση νὰ βρίσκει τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκειά της ὥρα. Δυὸ χαρακτηρισμοὶ ἀντιθετικοί, οἱ ὁποῖοι ἑδράζονται στὸ ἴδιο βάθρο, τὸ βάθρο τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας. Τὸ ὡραῖο γεννιέται ἀπὸ τὴ νεκρὴ φύση, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀνθρώπινα δρώμενα. Εἴμαστε ὅλοι τέκνα τοῦ ἐνιαυτοῦ. Ἐπωάζεται ἡ ζωή μας στὴ θερμοκοιτίδα τοῦ χειμώνα, ἀνθοφορεῖ τὴν ἄνοιξη, καρποφορεῖ τὸ καλοκαίρι καὶ ἐναποθέτεται σὲ νάρθηκα τὸ φθινόπωρο. Αὐτὴ εἶναι ἡ λελογισμένη σοφὴ πορεία, καὶ ἡ ἀτομικὴ ἀλλὰ καὶ ἡ πανανθρώπινη. Ἡ διαίρεση εἶναι καθολική. Λάμπει ἡ ὡραιότητα τῆς ἄνοιξης, ἡ ὁποία ἑστιάζεται στὸν Ἀπρίλη. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ λάμπει, ἀλλὰ (ἰδοὺ ἡ ἀνθρώπινη τραγωδία) ἡ λάμψη της ἀνεπαίσθητα ὁδεύει πρὸς τὸ σκότος. Τὸ φῶς γεννιέται καὶ πεθαίνει στὸ σκοτάδι. Μπορεῖ νὰ φωτίζει τὸ φιλιατρὸ τοῦ πηγαδιοῦ, ἀλλὰ ἀπορροφᾶται ἀπ᾿ τὸ βυθό του. Ὅ,τι μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ χαροῦμε, στὸ μέτρο ποὺ μᾶς δόθηκε, αὐτὸ τὸ φῶς καὶ νὰ ὑπομείνουμε τὴ σκληράδα του. Τὸ φῶς ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή.
Πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἐρωτευμένοι μὲ τὴ ζωή. Νὰ ζοῦμε τὴν ὀμορφιὰ στὴν κορύφωσὴ της, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε πάντα ἐντός μας τὸ ἀναπόφευκτο τοῦ θανάτου. Μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε τὴ ζωή μας χωρὶς νὰ τὴν εὐτελίζουμε. Γεννιέται τὸ ἐρώτημα: Ζοῦμε τὴ ζωή μας ἢ τὴν εὐτελίζουμε; Ποῦ στοχεύουν οἱ δραστηριότητές μας; Κινούμαστε γύρω ἀπὸ ἕνα καὶ μόνο ἄξονα. Νὰ ἀποκτήσουμε οἰκονομικὴ ὑπερεπάρκεια γιὰ νὰ εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἀπολαύσουμε ὅσο περισσότερα ἀγαθὰ μᾶς προσφέρει ἡ καταναλωτικὴ κοινωνία. Μεταχειριζόμαστε κάθε λογῆς μέσα γιὰ νὰ πετύχουμε αὐτὴ τὴν ὑπερεπάρκεια. Ἀκολουθώντας τὸ χρόνο ποὺ τρέχει, εἴμαστε διαρκῶς ἀγχωμένοι. Δὲν μᾶς μένει καιρὸς γιὰ στάση καὶ περισυλλογή. Νὰ δοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ νὰ κοιτάξουμε τὰ μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἀδιαφοροῦμε γιὰ ὅσα ὁ ἄνθρωπος δημιούργησε, τὴν ἱστορία του δηλαδή. Δὲν πεινοῦμε, οὔτε διψοῦμε γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ ζωή μας εἶναι λειψή, περιορισμένη στὸ τώρα. Εἴμαστε ἀδιάφοροι γιὰ τὸ πρὶν καὶ ἀποδιώχνουμε τὸ μετά, τὴ συνέχεια δηλαδὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ συνεκδοχικὰ τὴ συνέχεια τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Εἶπα προηγουμένως πὼς ὁ Ἀπρίλης εἶναι σκληρός, γιατὶ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἀναμετρηθοῦμε μὲ τὸ θάνατο. Αὐτὴ τὴν ἀναμέτρηση τὴν ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλά, εἴτε τὸ θέλουμε εἴτε ὄχι, ὁ θάνατος ὑπάρχει καὶ ἡ ἀναμέτρηση μ᾿ αὐτὸν εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἡ ζωή μας τροχιοδρομεῖται μὲ κατεύθυνση αὐτὴ τὴ βεβαιότητα. Μπορεῖ νὰ χτίζουμε προκλητικὰ σπίτια γιὰ νὰ μείνουμε ἀθάνατοι. Ἔτσι ὅμως δὲν ἀθανατίζουμε τὴ ζωή μας ἀλλὰ τὴ στεγάζουμε ὁριστικὰ καὶ τελεσίδικα σ᾿ αὐτὲς τὶς ἐπίγειες οἰκοδομές. Ὁ Ἀπρίλης εἶναι σκληρὸς καὶ ὡραῖος, ἀλλὰ ταυτοχρόνως μᾶς θέτει μπροστὰ σ᾿ ἕνα ἀδυσώπητο δίλημμα. Ἢ παίρνουμε τὴν ὀμορφιά του σὰν κορύφωση ζωῆς τελεσίδικης ἢ ὡς σωκρατικὴ ἀλογόμυγα μᾶς κεντρίζει, ἀκριβῶς στὴν ὕψιστη στιγμή, πὼς ὑπάρχει ἕνα τέλος, τὸ ὁποῖον ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰωνιότητα. Οἱ ἄλλες ἐποχὲς δὲ θέτουν προκλητικὰ αὐτὸ τὸ δίλημμα. Ἔτσι, οὔτε εἶναι τόσο σκληρές, οὔτε τόσο ὡραῖες.
Κι ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάμεις τὴν ζωή σου ὅπως τὴν θέλεις, τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον ὅσο μπορεῖς: μὴν τὴν ἐξευτελίζεις μὲς στὴν πολλὴ συνάφεια τοῦ κόσμου, μὲς στὲς πολλὲς κινήσεις κι ὁμιλίες.
Κ.Π. Καβάφη, Ὅσο μπορεῖς |