Πέτρος Πιζάνιας - Ο λαϊκισμός στην καθημερινότητα των πολιτών

Οι πολίτες εξωθούνται στα όρια της αντοχής τους και η κοινωνική συνοχή ωθείται στα όρια της αποσάθρωσης
Καθημερινή, Κυριακή, 23 Δεκεμβρίου 2001. (Το άρθρο εκφράζει απόψεις του συντάκτου του).

Ο Πέτρος Πιζάνιας είναι καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.


Η καθημερινότητα είναι μία από τις πλέον δύσκολες οπτικές γωνίες παρατήρησης μιας κοινωνίας. Και η δυσκολία προέρχεται από το απλό γεγονός ότι η καθημερινότητα συντίθεται από άπειρες ατομικές πρακτικές. Πρακτικές στιγμιαίες, όπως η αγορά κάποιου πράγματος από ένα μαγαζί, πρακτικές πολύ σύντομης διάρκειας όπως η οδήγηση ή η κυκλοφορία των πεζών προς ποικίλες κατευθύνσεις, πρακτικές με χρονικά καθορισμένη διάρκεια όπως η λειτουργία διαφόρων καταστημάτων οι οποίες περιλαμβάνουν άλλες πρακτικές όπως η εργασία σε αυτά κ.ο.κ.

Το ενδιαφέρον σε αυτές τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων βρίσκεται στις συμπεριφορές που εκδηλώνονται στην κάθε μία. Ένα από τα πιο προσφιλή θέματα παρατήρησης είναι ο τρόπος οδήγησης, στις πόλεις ιδίως, που αφορά τις συμπεριφορές των πολιτών αφενός και αφετέρου ο τρόπος διαχείρισης των κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν τις ατομικές συμπεριφορές, που αφορά το κράτος. Γιατί, ίσως θα πρέπει να το τονίσω, παρότι φαινομενικά όλες οι συμπεριφορές παρουσιάζονται ως διάσπαρτες, χαοτικές και απειράριθμες ατομικές περιπτώσεις έκφρασης ελεύθερων ατομικών βουλήσεων, στην πραγματικότητα καθοδηγούνται από ένα σύστημα κανόνων, εν τέλει ένα κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος στην περίπτωση της οδήγησης αποκτά υλική υπόσταση στους φωτεινούς σηματοδότες και την υπόλοιπη οδική σήμανση, σε νόμους, στην τροχαία ως υπηρεσία, στους τροχονόμους κ.τ.λ. Αν δούμε την Αθήνα με αυτό το θεωρητικό σχήμα που περιέγραψα πριν, φαίνεται σαν μία θαυμάσια πόλη. Όλο το εν λόγω πλαίσιο είναι επαρκές. Όμως, μόλις βγούμε από το σπίτι μας, ιδίως ως πεζοί, να που η ιδανική αυτή θεωρητική περιγραφή καταρρέει. Και αρχίζει ο πόλεμος: οι στενοί δρόμοι βοούν από τις πειραγμένες εξατμίσεις των δικύκλων, τα νεύρα πάλλονται ανά περίπου τρία λεπτά, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα ένας πεζός συχνά μετατρέπεται σε ακροβάτη είτε για να καβαλήσει τα παρκαρισμένα στα πεζοδρόμια μηχανάκια είτε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα που αποκλείουν κάθε πρόσβαση για απέναντι. Αν ο πεζός είναι παιδί ή ηλικιωμένος, τότε ο κίνδυνος που διατρέχει γι’ αυτήν την απλούστατη καθημερινή πράξη είναι μεγάλος, για τον επιπλέον λόγο ότι οι γνωστές πινακίδες κατεύθυνσης της κυκλοφορίας των οχημάτων παραβιάζονται ασυστόλως.

Και επιτέλους ο πεζός φτάνει σε ένα από τους ελάχιστους πεζοδρόμους της Αθήνας, με την ψευδαίσθηση ότι θα περπατήσει ήσυχος λίγες εκατοντάδες μέτρα. Οι ψευδαισθήσεις του όμως θρυμματίζονται από τα δίκυκλα και τις εξατμίσεις τους και ποικίλα οχήματα που περνούν ανενόχλητα, συχνά και μπροστά από αστυνομικούς. (Δεν βαριέσαι...). Πρόσφατα παρατηρήθηκε ότι δίκυκλα κόβουν δρόμο μέσα από τον εθνικό κήπο καθώς και τους λόφους του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας κάνοντας επί τη ευκαιρία και λίγο μότο κρος. Αυτός ο καθημερινός πόλεμος είναι γενικευμένος, εποχούμενοι εναντίων πεζών, εποχούμενοι εναντίων άλλων εποχούμενων, μεγάλα οχήματα εναντίων μικρών κ.τ.λ. Αυτός ο πόλεμος διεξάγεται και δίπλα στο Μέγαρο Μαξίμου, όπως και δίπλα στα υπουργεία Δημόσιας Τάξης και Συγκοινωνιών. Όμως, οι πολιτικοί έχουν τη δική τους αστυνομία, που τους ανοίγει τον δικό τους χώρο ώστε να φτάνουν στον προορισμό τους εγκαίρως, καθότι το έργο τους είναι υψίστης σημασίας, τα νεύρα τους πολύτιμα. Κατά τα άλλα, οι πολιτικοί παρκάρουν τις Μερσεντές σε στοές, πεζοδρόμια, όπου βρουν.

Πώς να διαβάσει ένας παρατηρητής αυτήν την καθημερινότητα; Κατ’ αρχάς ένας παρατηρητής δεν πρέπει να ξεχνάει ότι είναι και πολίτης. Συνεπώς θα πρέπει να αντιδιαστείλει την εν λόγω καθημερινή του πραγματικότητα με τις ψευδείς δηλώσεις των πολιτικών για την ποιότητα της καθημερινότητάς μας. Και επειδή η μνήμη οξύνει την παρατηρητικότητα και διευκολύνει τη σύγκριση πολιτικών λόγων και κοινωνικής πραγματικότητας, θα πρέπει να θυμάται ότι εκτεταμένοι δημόσιοι χώροι έχουν μετατραπεί σε μέσα παραγωγής προσόδων από μικρούς διαβόλους έως μεγαλόσχημους αγγέλους. Δηλαδή οι συμπεριφορές αποκτούν υλική υπόσταση ως χρήσεις του δημόσιου χώρου και παράγουν νέες συμπεριφορές. Να υπενθυμίσω τις παραλίες τις Αττικής και τα αντίστοιχα κτίσματα διασκέδασης όπου πολιτικοί χορεύουν ζεϊμπέκικα· λεωφόρους όπως η Συγγρού που μετατρέπονται σε χώρο στάθμευσης από μεγαλόσχημους ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων όπου διασκεδάζουν κομματικά στελέχη, αλλά και την οδό Μακρυγιάννη που διάφοροι φτωχοδιάβολοι μετέτρεψαν σε ιδιωτικό χώρο στάθμευσης για όλους (με χαμηλές τιμές είναι η αλήθεια).

Ακολούθως, κάθε παρατηρητής θα πρέπει να οξύνει το «βλέμμα» του για άλλες χρήσεις του δημόσιου χώρου επειδή αυτές κρύβουν συμπεριφορές λιγότερο φανερές. Όπως για παράδειγμα τις απίθανες γωνιές και σημεία που λειτουργούν σαν «ταχυδρομικά κουτιά» διακίνησης ναρκωτικών. Ή αντίθετα να σκεφτεί συμπεριφορές κραυγαλέα επιθετικές, όπως η καταστροφή βαγονιών του Ηλεκτρικού από χούλιγκαν σχεδόν χωρίς κυρώσεις από το κράτος. Τέλος πάντων. Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Ο καθένας ας προσθέσει τα δικά του. Το κρίσιμο δεδομένο για την ερμηνεία της παρατήρησης όλων αυτών των διάσπαρτων συμπεριφορών στην καθημερινότητα, είναι ότι δεν υπόκεινται σε κυρώσεις. Ενώ σχεδόν όλες εξωθούν με καθημερινή συχνότητα τους πολίτες στα όρια της αντοχής τους και την κοινωνική συνοχή στα όρια της αποσάθρωσης. Ωστόσο το κράτος τις αντιμετωπίζει άλλοτε ως φυσιολογικές και άλλοτε ως αναπόφευκτες, συχνότατα αποτελεί το χείριστο παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί, άραγε;

Χάριν συντομίας ας ανεβούμε μονομιάς δυο-τρία κατώφλια στη διαβάθμιση της αφαιρετικής προσέγγισης. Γιατί δεν περιστέλλεται η παραοικονομία ώστε να πάνε περισσότερα κονδύλια στην εκπαίδευση; Και από την παραοικονομία που αφορά σχεδόν όλα τα κοινωνικά στρώματα, ας πάμε στην κορυφή. Γιατί το ελληνικό κράτος και όλες οι σύγχρονες κυβερνήσεις του δημιουργούν και αναπαράγουν με δημόσια κεφάλαια ιδιώτες (κρατικοδίαιτους) επιχειρηματίες; Γιατί σήμερα οι περισσότεροι πολιτικοί και κομματικοί παράγοντες συμπεριφέρονται ανομικά;

Το επιχείρημα ότι έτσι ήταν πάντοτε είναι ανυπόστατο από ιστορική άποψη και δημαγωγικό από πολιτική. Το ελληνικό κράτος μοιράζει προσόδους κάθε είδους και μορφής, εδώ και μόλις λίγες δεκαετίες. Αν η χούντα παρόξυνε αυτήν την προϋπάρχουσα πρακτική με σκοπό να κερδίσει την εύνοια των πολιτών, το ΠAΣΟK, με πρωτομάστορα του λαϊκισμού τον Α. Παπανδρέου, ενέταξε τους μη προνομιούχους στα ωφελήματα των κρατικών προσόδων κάθε είδους. Σήμερα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση κάνουν ψηφοθηρικούς μικροϋπολογισμούς και καταλήγουν να μην αμφισβητούν τίποτε από αυτήν τη διάχυτη ανομία της καθημερινότητας. Η επιτρεπτικότητα στις ανομικές συμπεριφορές της καθημερινότητας κατέστη ένα είδος παροχής προς τους πάντες.

Όλες αυτές οι παροχές αφορούν όχι μόνο τους ισχυρούς, αλλά και όποιον μπορεί να αρπάξει κάτι από το Δημόσιο, ακόμη και τον χώρο ή την απλή ατομική διευκόλυνσή του κάνοντας επικίνδυνες παραβάσεις στην κυκλοφορία, ή έστω να κάνει το κομμάτι του με τις τρύπιες εξατμίσεις. Ο καθένας, ανάλογα με τα μέσα που διαθέτει, αρπάζει: θέσεις, φόρους, δρόμους, δημόσια κεφάλαια, ανοχή στην αυθαιρεσία κ.τ.λ. Η αδράνεια του κράτους το επιτρέπει, αλλά και νομιμοποιητικό άλλοθι υπάρχει: οι αντίστοιχες συμπεριφορές πολλών πολιτικών.

Με σοσιαλιστική κυβέρνηση τείνει παραδόξως να καθιερωθεί ως κανόνας της καθημερινής συμπεριφοράς των πολιτών όχι μόνο η αρχή του ισχυρότερου, αλλά και του θρασύτερου, του χυδαιότερου, του πλέον ανίκανου, πριμοδοτώντας συμπεριφορές οι οποίες εν τέλει ευνοούν το όλοι εναντίον όλων. Μήπως πολιτική και κράτος έχουν εκπέσει σε ένα κλειστό σύστημα που λειτουργεί πρωτίστως για τους κατόχους του; Αν ναι, τότε ενδεχομένως να βρισκόμαστε σε μια επικίνδυνη ιστορική διαδικασία όπου μετά το κράτος, η ίδια η πολιτική τείνει να μετατραπεί σε ψευδοδομή και οι πολιτικοί σε ψευδολειτουργούς.