Του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή της Κυριακής 4-3-2001
Ένας τρόπος, μάλλον ο πιο συνηθισμένος, να ακυρώνουμε τη ζωή μας, ή τέλος πάντων να τη μικραίνουμε παραγνωρίζοντας το εφάπαξ μεγαλείο της, είναι να την αναβάλλουμε μονίμως, να φθείρουμε το παρόν της εν όψει ενός θαυμάσιου μέλλοντος που θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα μας προσφερθεί οπωσδήποτε, σχεδόν μοιραία: δεσμεύουμε, λοιπόν, τώρα όλο μας το χρόνο, σε πρώτες, δεύτερες και τρίτες δουλειές (που δεν είναι αποκλειστικά προσανατολισμένες στην ικανοποίηση πραγματικών αναγκών), για να μπορέσουμε -έτσι ελπίζουμε- να απολαύσουμε αργότερα έναν απολύτως ελεύθερο χρόνο, εντελώς δικό μας, που δεν θα τον διασπαθίζει η ρουτίνα και η ανάγκη. Μόνο που αυτό το «αργότερα» είτε δεν έρχεται ποτέ είτε, αν ξημερώσει, μας βρίσκει ήδη ξοδεμένους και ξεθυμασμένους, να έχουμε ξεμάθει πια την τέχνη του ζην. Πώς ν' αντέξουμε και πώς να μην αδικήσουμε τη ζωή-που-τώρα-συμβαίνει όταν απιστούμε στην πραγματικότητά της και την αποστρεφόμαστε, γητεμένοι από το φάσμα μιας μελλοντικής ευδαιμονίας; Το μόνο που δεν μπορεί να αποθηκεύσει κανείς, το μόνο που δεν μπορεί να ξαναβρεί αδαπάνητο, είναι ο χρόνος, ωστόσο αυτό το μάθημα το αρνιόμαστε πάντοτε, κινημένοι από τον ενστικτώδη πόθο να ξορκίζουμε το πράγματι μοιραίο.
Ένας δεύτερος τρόπος αυτό-ακύρωσης, επίσης απολύτως οικείος, πατροπαράδοτος, αποφεύγει τις προβολές στο ευτυχές μέλλον προτιμώντας την επιστροφή στο παρελθόν και το αγκυροβόλημα στα δικά του «ασφαλή» λιμάνια. Συγκρίνουμε, λοιπόν, το παρόν μας (το δικό μας, το ιδιωτικό, αλλά και το δημόσιο, το κοινό) με το χρόνο που έχει ήδη παρέλθει (ακόμη κι αν πρόκειται για τη μόλις προηγούμενη πενταετία) και σχεδόν πάντοτε το βρίσκουμε άνοστο, χαμηλό, τιποτένιο, ενώ «τότε που ζούσαμε» όλα ήταν «ωραία, φωτισμένα και μεγάλα». Φαίνεται μάλιστα ότι αυτή τη μονομανία της απαξίωσης την ερεθίζει ιδιαίτερα η μία ή η άλλη εορταστική περίοδος, στη διάρκεια της οποίας οφείλουμε να σκηνοθετήσουμε έναν εαυτό φιλέορτο, κοινωνικό, γλεντζέ και σπάταλο, είτε για τις Αποκριές πρόκειται είτε για το Πάσχα είτε για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Σαν νοσταλγοί όχι κάποιου συγκεκριμένου, καλά ορισμένου και αναγνωρισμένου παρελθόντος, αλλά ενός κίβδηλου, ανιστόρητα επιχρυσωμένου ινδάλματος, σπεύδουμε να μικρύνουμε το σήμερα, να το αποποιηθούμε χωρίς καλά - καλά να το γνωρίσουμε και να το γευθούμε. Και καθόλου δεν μας προβληματίζει το μαρτυρημένο γεγονός ότι κάθε γενιά και κάθε εποχή μπλέκει ευχαρίστως στα δίχτυα της ίδιας νοσταλγίας για ό,τι προηγήθηκε, άρα είναι απολύτως λογικό να υποθέσουμε ότι σε δέκα, σε είκοσι χρόνια, κάποιοι, τα παιδιά μας ίσως, θα ζηλεύουν και θα μακαρίζουν τις δικές μας «καλές μέρες», βρίσκοντάς τες σαφώς ανώτερες από τις μέλλουσες δικές τους.
Από τον καιρό που ο Ησίοδος ιστόρησε τα γένη, στο «Έργα και Ημέραι», και κατέγραψε την πτωτική πορεία από το «χρύσεον γένος μερόπων ανθρώπων» στο «πολύ χειρότερον αργύρεον» κι ύστερα στο «χάλκεον» και το «σιδήρεον» που οι θεοί το βάρυναν με «χαλεπάς μερίμνας», δεν έχει βρεθεί ακόμη το τέρμα αυτής της θρυλικής «πτώσης» (η οποία άλλωστε μας ταλανίζει αφότου εκδιωχθήκαμε από τον παράδεισο των γραφών), θαρρείς και είμαστε καταδικασμένοι να κατρακυλάμε στην ατέλειωτη «του κακού τη σκάλα», χωρίς την ελπίδα του ύψους, της ανάστασης, χωρίς καμία δυνατότητα να αποφύγουμε την πεπρωμένη καταβαράθρωση. Αυτή η ψυχική (και με ουσιωδώς πολιτικές προεκτάσεις) ροπή, που μάλλον αποκαρδιωμένη και ηττοπαθής πρέπει να χαρακτηριστεί παρά μετρημένη και φρόνιμη, εκτός που ευνοεί τους εμπόρους της νοσταλγίας, τους μεταπράτες κάθε λογής ενθυμημάτων για ανθρώπους που σπεύδουν να γίνουν συλλέκτες μνημονίων της ζωής κάποιων άλλων πριν προλάβουν να δοκιμάσουν τον δικό τους βίο, έχει επιβάλει βεβαίως τα φραστικά στερεότυπά της και τα έθιμά της, και προτείνει σαν ώριμο αξιολογικά κανόνα τα ίδια της τα τικ. Αίφνης κρίνουμε αυτονόητο να ψέξουμε αυστηρότατα τον τρόπο με τον οποίο πανηγυρίζουν οι συγκαιρινοί μας, οι διπλανοί μας, την Αποκριά τους ή το Πάσχα τους, το πανηγύρι του χωριού τους ή το γενέθλιο πάρτι των παιδιών τους, ανακαλώντας ένα ευγενικό παρελθόν όπου όλα ήταν πλούσια, λαμπρά, αυθόρμητα, αθώα, γενναιόδωρα. Έχοντας λάβει ήδη την απόφαση να μείνουμε έξω «από αυτό που αποκαλείται γιορτή σε τούτο τον τόπο» (ή από «αυτό που αποκαλείται πολιτική» ή ποδόσφαιρο ή τέχνες και γράμματα ή τραγούδι ή κινηματογράφος ή θέατρο, οτιδήποτε), στρεφόμαστε γύρω μας, ή τέλος πάντων δείχνουμε ότι στρεφόμαστε, και βλέπουμε μόνο σκουπίδια και κάρβουνα, παραγνωρίζοντας το προφανές: ότι το καμένο μάτι μόνο αποκαΐδια μπορεί να δει, μόνο για στάχτη είναι προετοιμασμένο, μόνο την ευτέλεια προτίθεται να αναγνωρίσει, ώστε να ασκήσει πάνω της την ήδη έτοιμη κριτική του. Κι έτσι πέφτουν βροχηδόν οι διαβεβαιώσεις του είδους «σήμερα το κρασί δεν είναι τόσο καλό όσο παλιά», «η ποίηση έχει ξεπέσει», «τω καιρώ εκείνω οι διανοούμενοι δεν σιωπούσαν», «ο κινηματογράφος μας είναι πλέον ένα τίποτε», «έχουν σκαρτέψει τα πάντα», «οι άλλες γενιές είχαν ιδανικά και οράματα, ενώ τώρα...», «μια φορά κι έναν καιρό ο άνθρωπος ήταν άνθρωπος για τον άνθρωπο ενώ τώρα...», θαρρείς και το «homo homini lupus» είναι τωρινό αξίωμα κι όχι του Πλαύτου... Και, σαν θεατές του καθαυτό βίου μας, μένοντας έξω από την ταπεινή πλην λαμπρή μικροϊστορία του, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε ένα κουκούλι αναπόλησης για πράγματα και αισθήματα που μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ έτσι όπως τα φιλοτεχνεί η νοσταλγική μας υπερβολή και καταλήγουμε να σιτιζόμαστε με την γκρίνια μας. Καταλήγουμε δηλαδή, να βλέπουμε συνολικά το βίο των ανθρώπων, των γενεών, έξω από την ιστορία του, έξω από την εκάστοτε συνθήκη του, προτιμώντας να στιλβώνουμε αναδρομικά αυτό που όσοι το έζησαν ίσως το θεωρούσαν αμαυρό και μηδαμινής αξίας. Βεβαίως, η γκρίνια μπορεί να αποδειχθεί γόνιμη, αλλά υπό ορισμένες μάλλον αυστηρές προϋποθέσεις. Για να μην εξαντλείται στον γενικόλογο διαπιστωτικό χαρακτήρα της, για να μην καταντάει ανέξοδος αμανές και μοιρολόι που το μηρυκάζουμε από αυτοεπιβεβαιωτική συνήθεια, για να μη σύρεται από τη ναρκισσευόμενη αυτοαθωωτική ιδιοτέλεια, πρέπει τα βέλη της να είναι και αυτεπίστροφα, να πλήττουν και το δικό μας πρόσωπο, τις δικές μας στάσεις, ώστε να μην καταλήγουμε να χρησιμοποιούμε τη «γενικευμένη κρίση» σαν ερμηνεία και ταυτόχρονα σαν άλλοθι του εντελώς προσωπικού μας λιμνάσματος, αν όχι και σαν δικαιολογία ενός αριστοκρατικού ξινίσματος απέναντι στα ανθρώπινα.
Ειδάλλως η νοσταλγία αποβαίνει παραλυτική δύναμη και όχι κινητήρια, κι αντί να θερμαίνει το διεκδικητικό πνεύμα, μετατρέπεται σε επιχείρημα παραίτησης από τα «εγκόσμια που δεν παίρνουν γιατρειά» γιατί τα έφθειραν οι «χαλεπές μέριμνες».
Την κουλτούρα τής κλάψας τη βλέπουμε αν ανοίξουμε οποιαδήποτε εφημερίδα, αν ακούσουμε τους διπλανούς μας στην ταβέρνα ή τον ίδιο μας τον εαυτό.
του Γιάννη Χάρη, άρθρο στα Νέα 17-03-2001, Σελ.:
R06
(Ο Γιάννης Η. Χάρης είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής)
Στο προηγούμενο κείμενο, με αφορμή πάντα τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών για τα γκρίκλις, αναφέρθηκα στο σχηματισμό της υποκειμενικής «πραγματικότητας» του καθενός μας, που συντίθεται από υλικά όπως η νοσταλγία τού εξωραϊζόμενου χτες, ο φόβος του αγνώστου, και προπαντός η αναγόρευση των ανησυχιών μας σε βέβαιο, αναπότρεπτο μέλλον, με μοναδικό κριτήριο την εμπειρική και αποσπασματική παρατήρηση.
Την επομένη από τη δημοσίευση του κειμένου μου το κυριακάτικο άρθρο του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή (4.3.2001) είχε τίτλο: «Με τη νοσταλγία σαν ληθαργικό άλλοθι». Θέλω να εκμεταλλευτώ αυτή την ευτυχή για μένα σύμπτωση, και μεταφέρω εδώ ορισμένα αποσπάσματα, που τα απομόνωσα με κόπο πολύ και τα αντιγράφω στ' αλήθεια με ζήλια:
«Σαν νοσταλγοί όχι κάποιου συγκεκριμένου, καλά ορισμένου και αναγνωρισμένου παρελθόντος, αλλά ενός κίβδηλου, ανιστόρητα επιχρυσωμένου ινδάλματος, σπεύδουμε να μικρύνουμε το σήμερα, να το αποποιηθούμε χωρίς καλά-καλά να το γνωρίσουμε και να το γευτούμε. Και καθόλου δεν μας προβληματίζει το μαρτυρημένο γεγονός ότι κάθε γενιά και κάθε εποχή μπλέκει ευχαρίστως στα δίχτυα της ίδιας νοσταλγίας για ό,τι προηγήθηκε, άρα είναι απολύτως λογικό να υποθέσουμε ότι, σε δέκα, σε είκοσι χρόνια, κάποιοι, τα παιδιά μας ίσως, θα ζηλεύουν και θα μακαρίζουν τις δικές μας "καλές μέρες", βρίσκοντάς τες σαφώς ανώτερες από τις μέλλουσες δικές τους.
»Αυτή η ψυχική (και με ουσιωδώς πολιτικές προεκτάσεις) ροπή, (...) εκτός που ευνοεί τους εμπόρους της νοσταλγίας, τους μεταπράτες κάθε λογής ενθυμημάτων για ανθρώπους που σπεύδουν να γίνουν συλλέκτες μνημονίων της ζωής κάποιων άλλων πριν προλάβουν να δοκιμάσουν τον δικό τους βίο, έχει επιβάλει βεβαίως τα φραστικά στερεότυπά της και τα έθιμά της, και προτείνει σαν ώριμο αξιολογικό κανόνα τα ίδια της τα τικ. (...) Στρεφόμαστε γύρω μας (...) και βλέπουμε μόνο σκουπίδια και κάρβουνα, παραγνωρίζοντας το προφανές: ότι το καμένο μάτι μόνο αποκαΐδια μπορεί να δει, μόνο για στάχτη είναι προετοιμασμένο, μόνο την ευτέλεια προτίθεται να αναγνωρίσει, ώστε να ασκήσει πάνω της την ήδη έτοιμη κριτική του. (...)
»Και, σαν θεατές του καθαυτό βίου μας, μένοντας έξω από την ταπεινή πλην λαμπρή μικροϊστορία του, εγκλωβιζόμαστε μέσα σε ένα κουκούλι αναπόλησης για πράγματα και αισθήματα που μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ έτσι όπως τα φιλοτεχνεί η νοσταλγική μας υπερβολή, και καταλήγουμε να σιτιζόμαστε με την γκρίνια μας. Καταλήγουμε, δηλαδή, να βλέπουμε συνολικά το βίο των ανθρώπων, των γενεών, έξω από την ιστορία του, έξω από την εκάστοτε συνθήκη του, προτιμώντας να στιλβώνουμε αναδρομικά αυτό που όσοι το έζησαν ίσως το θεωρούσαν αμαυρό και μηδαμινής αξίας».
Αυτή την ενδιάθετη ροπή, ολόκληρη κουλτούρα, εντέλει, της γκρίνιας και της κλάψας, τη διαπιστώνουμε αν ανοίξουμε οποιαδήποτε εφημερίδα, οποιοδήποτε τηλεοπτικό κανάλι, αν ακούσουμε τους διπλανούς μας στην ταβέρνα, στο λεωφορείο, αν κρυφακούσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Και καλύπτει όλα, μα όλα τα θέματα και τις εκφάνσεις της ζωής μας. Και φυσικά και τη γλώσσα, για να μαζευτούμε λιγάκι στα δικά μας. Έχω ξαναγράψει για το θρήνο που συνοδεύει σταθερά την εξέλιξη της γλώσσας, από την αρχαία κιόλας εποχή, και προφητεύει σταθερά ή και «πιστοποιεί» το θάνατό της, οπότε τίθεται το ερώτημα, αν η γλώσσα φτωχαίνει και πεθαίνει επί αιώνες και χιλιετίες, τι γλώσσα έχει φτάσει ως τις μέρες μας, τι γλώσσα τότε μακαρίζουμε στην πένα του Σολωμού και του Ελύτη.
Κι ωστόσο καμία Ιστορία, ποτέ, δε διδάσκει κανέναν. Και καμία επιστήμη, ούτε η αρμόδια εδώ, η γλωσσολογία. Μας δίνεται, έτσι, Σολωμός και Ελύτης, κι εμείς κάνουμε συλλογή από τους περίφημους μαργαρίτες των δύσμοιρων μαθητών ή στεκόμαστε στον «ξύλινο λόγο» (αχ αυτός ο ξύλινος όρος!) του τάδε καρεκλορήτορα πολιτικού ή του δείνα επαγγελματία συνδικαλιστή. Ή ξεμπερδεύουμε λέγοντας πως είναι εξαίρεση ο Σολωμός και ο Ελύτης, θαρρείς και ο κανόνας στην αρχαία χώρα των ονείρων ήταν οι Σοφοκλήδες, οι Ευριπίδηδες κι οι Αισχύλοι, και έγραφαν τότε οι πάντες από το πρωί ως το βράδυ τραγωδίες, ή έχτιζαν Παρθενώνες. Κι ούτε που θα καταδεχτούμε να σκεφτούμε ότι, μέσα απ' όλα τα «κακά, τα μαύρα κι άραχλα», θα μείνει όπως πάντα η «εξαίρεση», ο Σολωμός δηλαδή και ο Ελύτης, και όχι ο «ξύλινος λόγος» του Λαλιώτη ή του Παπουτσή. Όπως έμεινε ο Παρθενώνας, ο Αισχύλος, ο Ευριπίδης και ο Σοφοκλής, όπως έμεινε ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων, ο χρυσός αιώνας και η έννοια της αθηναϊκής δημοκρατίας, και όχι ο πιο άγριος ιμπεριαλισμός ή η δουλοκτησία, η μηχανορραφία, η ρεμούλα, ακόμα και η προδοσία.
Αυτά όμως μοιάζουν εξεζητημένες και περιδιαγραμμάτου αναλύσεις, την ώρα που σαν άτομα, σαν έθνος, σαν λαός, πολιτισμός, τα πάντα, σβήνουμε, λέει, χανόμαστε. Διαλέγουμε λοιπόν απλά: Πραγματικότητα είναι αυτό το μαύρο μόνο από τα χιλιάδες χρώματα. Κι έτσι, ως προς την αφορμή μας λόγου χάρη, τα γκρίκλις, πραγματικότητα δε θα 'ναι ποτέ ο δικός μου φίλος ο Θοδωρής, εικοσιπεντάχρονος «κομπιουτεράκιας» που μου γράφει e-mail από το Λονδίνο χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο, αλλά θα 'ναι ο Φώντας, ο φίλος παλιού φίλου, που του στέλνει μηνύματα γραμμένα με λατινικό αλφάβητο, σαν Fwntas. Πάντα πραγματικότητα θα 'ναι η πραγματικότητα του άλλου, και η εξίσου υποκειμενική «δική μου», όταν δε θα συμπίπτει στο μαύρο, θα πετιέται στο καλάθι, σαν μη πραγματικότητα, καθότι εξαίρεση.
Πώς όμως γίνεται ευρύτερα δεκτή και πώς αφομοιώνεται αυτή η «πραγματικότητα»; Μα ακριβώς μέσα απ' την «πραγματικότητα» του καθενός, ανάλογα δηλαδή με τις προσλαμβάνουσες, τις εμπειρίες, την ιδεολογία ή τις ιδεοληψίες, τις υπαρξιακές ανάγκες του. Μπορεί δηλαδή στο τέλος να μη συμπίπτουν απολύτως οι «πραγματικότητες» αυτές, έχουν όμως οπωσδήποτε κοινό άξονα, την ιδεολογία του Τέλους. Βγαίνουν δηλαδή οι θρηνωδοί, τώρα οι ακαδημαϊκοί, χτες άλλοι, και βαράνε τις καμπάνες, βγαίνουν στους δρόμους οι τελάληδες της συμφοράς με τις κουδούνες, φωνάζει άλλος κάθε τόσο, πέθανε η γλώσσα, πέθανε το έθνος, Finis Graeciae, το λέει μάλιστα με λατινικά, αφού τού πέθανε η γλώσσα, και ο καθένας δέχεται το λόγο αυτόν και τον εξαργυρώνει ανάλογα με ό,τι διαθέτει, με ό,τι του βρεθεί.
Παράδειγμά μου διάλεξα τον Notis. Τον Notis; Ακριβώς. Γιατί δεν ενδιαφέρουν εδώ οι διανοούμενοι συνοδοιπόροι του επαγγελματία θρηνωδού αλλά το ευρύτερο κοινό, που είναι και αυτό, ή κυρίως αυτό, φυσικός αποδέκτης του θρήνου. Ιδού λοιπόν τι είπε από τηλεοράσεως σε συνέντευξή του στον Ευαγγελάτο ο Νότης Σφακιανάκης που πάντως δεν είναι ούτε Λεπά ούτε Άντζελα Δημητρίου, κι αν θελήσει να προχωρήσει κανείς πίσω από το γνωστό «ίματζ» με το οποίο πλασάρεται στην αγορά, θα ακούσει φωνή, όχι κατανάγκην τραγούδια της αρεσκείας του, πάντως θ' ακούσει φωνή και ύφος τραγουδιστικό που θα 'πρεπε να τα ζηλεύουν πολλοί «ποιοτικοί». Κλείνει η παρένθεση· μας ενδιαφέρει λοιπόν ο Σφακιανάκης, πρώτα σαν ένας απ' όλους τους αποδέκτες τού θρηνητικού λόγου και έπειτα σαν κάποιος με τη δυνατότητα να ανακυκλώνει αυτόν το λόγο, από θέση ιδιαίτερα προνομιακή. Είπε λοιπόν ο Σφακιανάκης σε μεγάλο τηλεοπτικό κανάλι (Alpha, 1.1.2001), κι άκουσαν δηλαδή και όσοι δε διαβάζουν λ.χ. Γιανναρά ή τη διακήρυξη των ακαδημαϊκών, είπε χωρίς να του απαντήσει απολύτως τίποτα ο Ευαγγελάτος, πως ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε δύο μεγάλα κακά, που σβήνουν όποιο άλλο του καλό. Και το πρώτο μεγάλο κακό είναι «η αφαίρεση της ελληνικής γλώσσας απ' τα σχολεία».
Προσοχή: η αφαίρεση! Και προσοχή: της ελληνικής γλώσσας! Αυτή όμως είναι η πραγματικότητα του Σφακιανάκη η οποία σε δεδομένη στιγμή επικυρώθηκε και από την παντεπόπτρια τηλεόραση. Τα υλικά που την έφτιαξαν είναι γνωστά: πρώτα το βασικό, ότι «η γλώσσα πεθαίνει»· έπειτα, φαίνεται, η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στις τρεις τάξεις του γυμνασίου, που ίσχυσε λίγα μόνο χρόνια αλλά χαρακτηρίζεται ακόμη ανενδοίαστα «ανεπανόρθωτο ιστορικό έγκλημα του Ράλλη»· και μετά η καθιέρωση του μονοτονικού που αυτή έγινε όντως επί Παπανδρέου.
Έτσι λοιπόν, έτσι ακριβώς φτιάχνεται πάντοτε η «πραγματικότητα». Με τις μικρές ή μεγάλες αποκρύψεις, τις θελημένες ή αθέλητες, συνειδητές ή ασύνειδες παραμορφώσεις. Τελικά, το «χαλασμένο τηλέφωνο» που παίζαμε παιδιά, αυτό διαμορφώνει τώρα και πάντα την πραγματικότητά μας, αυτό ρυθμίζει τη ζωή μας, ακυρώνοντας το παρόν μας και μαυρίζοντας το μέλλον μας.