Ελεύθερος Σκοπευτής, Kιμπι, Άρθρο στην
Καθημερινή της Κυριακής, 12-06-2005
«Πενηντάρης, συνταξιούχος ΔΕΚΟ, δικαιούχος εφάπαξ 100.000 ευρώ, ασφαλισμένος προ των μεταρρυθμίσεων Σιούφα και Pέππα, διαζευγμένος, πατέρας δύο τέκνων αποκατεστημένων επαγγελματικά στην ίδια ΔΕΚΟ, κάτοχος μεριδίων σε οικοδομικό συνεταιρισμό, ζητεί σαρανταπεντάρα, υποψήφια για εθελουσία έξοδο από ΔΕΚΟ ή κρατική τράπεζα, σε αντίστοιχη ασφαλιστική κατάσταση και με ανάλογα κοινωνικά προσόντα. Σκοπός, ο γάμος».
Στοιχηματίζω ότι αγγελίες του είδους θα πληθύνουν στο εγγύς μέλλον, αναδεικνύοντας το νέο κοινωνικό πρότυπο πολύφερνων γαμπρών και νυφών. Στον αντίποδά τους, θα εμφανιστούν με ανάλογη πυκνότητα αγγελίες όπως αυτή:
«Τριανταπεντάρης, κάτοχος πτυχίου ΑΕΙ και μεταπτυχιακού, γνώστης τριών γλωσσών, με εργασιακή εμπειρία δέκα ετών αλλά ασφάλιση μόνον τριών, ασφαλισμένος μετά Pέππα, αμειβόμενος με μισθό ανειδίκευτου, ζητεί γνωριμία με συνομήλικη απασχολήσιμη, με σκοπό να ζήσουν και να δουλέψουν μαζί μέχρι τελικής πτώσεως, χωρίς φιλοδοξίες αναπαραγωγής του είδους». Αυτό είναι το δεύτερο κοινωνικό μοντέλο που θα αναπηδήσει από τη χωματερή της μεταρρύθμισης.
Θεωρητικά, κάθε μεταρρύθμιση πραγματοποιείται στο όνομα του μέλλοντος. Για το καλό των γενεών του μέλλοντος. Στο όνομα της αλληλεγγύης των γενεών. Αυτό είναι ένα αξίωμα γενικά παραδεκτό, ακόμη και από την εποχή που η μεταρρύθμιση απορριπτόταν ως softcore υποκατάστατο της επανάστασης ή λατρευόταν σαν γνήσιο υποσύνολό της, που προοπτικά και αθροιστικά, μιαν ωραία πρωία, θα παρήγαγε την ίδια την επανάσταση, ως αποτέλεσμα ενός παζλ. Το δίλημμα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση», αγαπημένο αντικείμενο καβγά στην Αριστερά κάποτε, είναι πια ντεμοντέ. Η πρώτη έχει γίνει περίπου κακιά λέξη, η δεύτερη έχει διαστραφεί σε λαμπερή συσκευασία κάθε κοινωνικού και οικονομικού πειραματισμού στου κασίδα το κεφάλι. Η μεταρρύθμιση λοιπόν, αφού επί δεκαετίες ήταν το αγαπημένο τόπι της σοσιαλδημοκρατίας, τώρα είναι η μπάλα στο μονότερμα του φιλελευθερισμού. Έχει χάσει κάθε συνάρτηση έστω και με την απλουστευτική, ευθύγραμμη αντίληψη της προόδου.
Για παράδειγμα, μια μεταρρύθμιση στο πεδίο της κατανομής του κοινωνικού πλούτου, από την εποχή του Σόλωνα, θα απαιτούσε ως ελάχιστο την αναδιανομή του υπέρ των πολλών. Στις μέρες μας, ως μεταρρύθμιση ορίζεται ό,τι κατατείνει στη συσσώρευση του πλούτου στον κοινωνικό πόλο που τον διαθέτει ήδη σε αφθονία. Απελευθέρωση αγορών, ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, αποδέσμευση του ανταγωνισμού ακόμη κι απ’ αυτή τη στρεβλή ψευδαίσθηση συλλογικής ιδιοκτησίας των κρατικών επιχειρήσεων. Κανένα παράδειγμα χώρας στον πλανήτη δεν απέδειξε ποτέ ότι αυτού του είδους η μεταρρύθμιση της δημοκρατίας των αγορών παράγει μια στοιχειωδώς δίκαιη κατανομή της ευημερίας. Το αντίθετο.
Μια μεταρρύθμιση που κινείται στην κλίμακα της προόδου και του μέλλοντος, λογικά, θα έπρεπε να απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον καταναγκασμό της εργασίας. Θα έπρεπε να αποδεσμεύει ελεύθερο χρόνο εις βάρος του εργάσιμου. Θα έπρεπε να συρρικνώνει τον εργάσιμο βίο αντί να τον επιμηκύνει. Θα έπρεπε να βελτιώνει την ποιότητα της απασχόλησης, αντί να την υποβαθμίζει. Θα έπρεπε να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας ούτως ώστε σε λιγότερο εργασιακό χρόνο να παράγεται περισσότερος πλούτος. Θα έπρεπε να εξομοιώνει προς τα πάνω αμοιβές και δικαιώματα της εργασίας. Θα έπρεπε να αναβαθμίζει το «πακέτο» δικαιωμάτων των νέων γενεών που μπαίνουν στην παραγωγή με αυξημένα προσόντα, υψηλότερη μόρφωση, περισσότερες δεξιότητες.
Αυτή η στοιχειώδης «άλφα–βήτα» της προόδου, που εκ πρώτης όψεως κινείται στη σφαίρα της αυταπάτης, αλλά ιστορικά δικαιώνεται ακόμη και από την εξέλιξη του απεχθούς –κατά τα λοιπά– καπιταλισμού στον αιώνα μας, δεν ισχύει στο λεξικό των μεταρρυθμιστών των ημερών μας. Το εβδομαδιαίο σαραντάωρο χαρακτηρίζεται αναχρονισμός και η υπέρβασή του ως τις 65 ώρες την εβδομάδα είναι ένας υπέροχος εκσυγχρονισμός. Οι συλλογικές συμβάσεις είναι επαχθές εμπόδιο στην κινητικότητα της εργασίας, ενώ οι προσλήψεις νέων με ατομικές συμβάσεις ή με υποβαθμισμένους όρους απασχόλησης είναι ένα άλμα στο μέλλον. Οι τριαντάρηδες που μπαίνουν τελευταίοι και καταϊδρωμένοι στην αγορά εργασίας, κουρασμένοι ήδη από τις πανεπιστημιακές σπουδές και τα μεταπτυχιακά, πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι θα δουλέψουν τουλάχιστον πέντε χρόνια περισσότερο από τους πατεράδες τους. Για τους πενηντάρηδες που εμμένουν στη συντήρηση των αναχρονιστικών κεκτημένων, η έξοδος είναι εμπρός και δεξιά. Εφόσον δεν πείθονται να θυσιάσουν μικρό μερίδιο των δικαιωμάτων τους, εξαγοράζουμε τη σιωπή, την ανοχή και την ψήφο τους με μια χλιδάτη εθελουσία έξοδο. Το αβίωτο ασφαλιστικό σύστημα δεν αντέχει νέους ασφαλισμένους που δεν είναι αποφασισμένοι να δουλέψουν έως τα 70 τους. Αντέχει όμως πενηντάρηδες συνταξιούχους με συντάξεις των 1.500 και πάνω ευρώ.
Η μεταρρύθμιση του 21ου αιώνα είναι προφανές ότι στην ξεχασμένη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας ρίχνει προκλητικά το βάρος της υπέρ του πρώτου. Καταργεί την ημιθανή πάλη των τάξεων. Αλλά –για να μη λείπει τελείως το κοινωνικό σασπένς– την αντικαθιστά με την πάλη των γενεών. Και όχι απλώς πάλη. Κανονικό «πόλεμο γενεών». Ο Mαρκούζε δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η άλλοτε δημοφιλής θεωρία του θα βρει τόσο ένθερμους οπαδούς ανάμεσα στους φιλελεύθερους όλης της πολιτικής κλίμακας.
Ο «πόλεμος των γενεών» είναι ο κοινός παρονομαστής του ορυμαγδού μεταρρυθμίσεων που ενέσκηψαν τους τελευταίους μήνες στην ελληνική δημοκρατία των αγορών, προκαλώντας ταράκουλο στο ΠAΣOK, μικρούς εμφύλιους στην ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ, δέος στα γραφειοκρατικά συνδικάτα των «ρετιρέ» και των «ισογείων» (αλλά όχι και των «υπογείων»). Και οφείλω να ομολογήσω, ότι είναι η πιο εύστοχη και ακριβής κριτική στη βροχή κυβερνητικών μέτρων που ακούστηκε από τα χείλη του προέδρου της ΓΣEE. Θα μπορούσε, βεβαίως, να ακουστεί και μερικά χρόνια πριν, όταν για παράδειγμα ο κ. Σημίτης (πού τον θυμήθηκα;) διατύπωνε το «όραμα» των απασχολήσιμων, όταν οι «πράσινες» ΔΕΚΟ εφάρμοζαν αφειδώς γενναιόδωρες εθελουσίες εξόδους, ή όταν –πολλά χρόνια πριν– ο ιδρυτής του ΠAΣOK κατακεραύνωνε τα «ρετιρέ» του δημοσίου τομέα. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.
Εγώ πάλι φοβάμαι ότι μάλλον είναι πολύ αργά. Τουλάχιστον για τα «φαιοπράσινα» συνδικάτα. Εφησυχασμένα για χρόνια στη σχεδόν αδιατάρακτη ηγεμονία που τους εξασφάλισε η «πράσινη» εικοσαετία, στηρίχθηκαν και εκπροσώπησαν κυρίως τα υπαρκτά «ρετιρέ» των ΔΕΚΟ, τροφοδοτούμενα διαρκώς από την κομματική επετηρίδα. Στηρίχθηκαν σ’ αυτούς που σήμερα είναι οι ευνοούμενοι του εργασιακού και ασφαλιστικού διχασμού των γενεών. Άντλησαν την εξουσία τους από τις «παλιοσειρές» και όχι από τα «στραβάδια», για να το πούμε με όρους στρατιωτικής θητείας. Και σήμερα οι ηγεσίες τους διαπιστώνουν έντρομες το κενό εκπροσώπησης σε αυτούς που –ρητορικά– υπερασπίζουν: στα «υπόγεια» της μισθωτής εργασίας, στους εργαζομένους της δεύτερης ασφαλιστικής ταχύτητας στις τράπεζες, στους μελλοντικούς εργαζομένους του ΟΤΕ που θα προσληφθούν με όρους αρχών του 20ού αιώνα.
Η μελαγχολική μου πρόβλεψη είναι πως η προσαρμογή στην «άγρια μεταρρύθμιση» θα είναι πράγματι ήπια, όπως υποσχέθηκε η κυβέρνηση. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι μάλλον απίθανο να ξεπεράσουν τόσο σύντομα τις αναπηρίες τους. Η αντίδρασή τους είναι μάλλον δύσκολο να υπερβεί το επίπεδο της ρητορείας. Εκτός των άλλων, θα προσκρούει διαρκώς στη σοσιαλ–φιλελεύθερη διγλωσσία της Χαριλάου Τρικούπη και στην αυξανόμενη πολιτική αυτοπεποίθηση του Μεγαρομαξίμου, που βγάζει απ’ το συρτάρι σχέδια της επόμενης τετραετίας.
Είμαστε κατακαλόκαιρο, αλλά καλού κακού έχετε πρόχειρα τα παλτά. Βλέπω μακρύ χειμώνα.