Ο Λεβιάθαν σφαδάζει στα Τάρταρα των αγορών

EΛEYΘEPOΣ ΣKOΠEYTHΣ, Kιμπι
Καθημερινή της Κυριακής, 19-06-2005

Φανταστείτε πως είμαστε ήδη στο 2008. Τα πράγματα έχουν ακολουθήσει το χειρότερο σενάριο. Η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη σε περίοδο περισυλλογής για το κλινικά νεκρό σύνταγμά της και το μόνο που μένει είναι η αποσωλήνωσή του (ζωή σε μάς). Η Ευρωζώνη γονατίζει υπό το βάρος του ακριβού πετρελαίου και πνίγεται στα κινέζικα μπλουζάκια. Οι οικονομίες της βυθίζονται στην ύφεση και καθηλώνονται στη μηδενική ανάπτυξη για αρκετά περισσότερα τέρμινα από αυτά που ορίζουν τα οικονομικά εγχειρίδια. Οι Ευρωπαίοι ξοδεύουν όλο και λιγότερα, εξουθενωμένοι από το ακριβό ευρώ. Όλο και περισσότερες κυβερνήσεις νοσταλγούν τα παλιά τους εθνικά νομίσματα και η φιλολογία για την επιστροφή της λιρέτας δεν είναι πια ανέκδοτο. Επιχειρήσεις εκλιπαρούν για παραγγελίες, προειδοποιώντας με μαζικές απολύσεις ή πτωχεύσεις. Ανακαλύπτουν -αλλά δεν αποκαλύπτουν- ότι το πολυπόθητο θεσμικό πλαίσιο του ανοικτού ανταγωνισμού είναι ιδεώδες στην άνοδο και εφιαλτικό στην κάθοδό τους. Mαντέψτε, λοιπόν, σε ποιον θα στραφούν εκλιπαρώντας τη σωτηρία. Στο κράτος! Εύγε σας! Βουλωμένο γράμμα διαβάζετε. Ο σωτήρας θα είναι το απεχθές, αντιπαραγωγικό, ανάλγητο, άκαμπτο, γραφειοκρατικό, σπάταλο, ακριβό, φορομπηχτικό, παρασιτικό, απολιθωμένο, αναχρονιστικό κράτος (αν ξέχασα κανένα απαξιωτικό κοσμητικό επίθετο, ας με συγχωρήσουν οι ευαίσθητοι αντικρατιστές). Ο Λεβιάθαν, από τέρας της αβύσσου θα γίνει πάλι άγγελος εκ παραδείσου. Κάνω λάθος; Πάω από τώρα στοίχημα ότι αν και όποτε το εφιαλτικό μου σενάριο επαληθευτεί -κούφια η ώρα- ο επιχειρηματικός αφρός της Γιουρολάνδης, αλλά και οι άσπονδοι εγχώριοι αντικρατιστές θα αρχίσουν να κάνουν τα γλυκά μάτια στον Λεβιάθαν, προσδοκώντας τις κρατικές επιδοτήσεις και την κρατική επιχειρηματικότητα, όπως οι εξόριστοι Εβραίοι το μάννα.

Είμαι εξ ίσου αντικρατιστής, ίσως και περισσότερο, από πολλούς άλλους που σήμερα ορκίζονται πως θέλουν να δουν τον Λεβιάθαν να σφαδάζει στα Τάρταρα των απελευθερωμένων αγορών. Αλλά από μια τελείως διαφορετική οπτική. Ο πρόεδρος του ΠAΣOK, για παράδειγμα, δηλώνει αντικρατιστής. Αλλά δεν μας έχει εξηγήσει με ιδεολογική ακρίβεια γιατί. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση, επίσης, δηλώνει ότι έχει απέλθει το τέλος του κράτους επιχειρηματία. Αλλά δεν μας εξήγησε γιατί ως αντιπολίτευση λοιδορούσε το κυβερνοΠAΣOK που πωλούσε με ζήλο «τα ασημικά της οικογένειας». Υπάρχει και εδώ έλλειμμα ιδεολογικής ευκρίνειας. Η ηγεσία του ΣEB επίσης, με κάπως μεγαλύτερη ιδεολογική ευστοχία, δηλώνει ότι τον πλούτο τον παράγει αποκλειστικά η ιδιωτική επιχείρηση (και οι επιχειρηματίες ως σκληρά εργαζόμενοι, όπως είπε επίλεκτο μέλος της), το κράτος δεν παράγει απολύτως τίποτε. Αλλά δεν μας εξηγεί γιατί είναι παραγωγικός ένας εργάτης μιας ιδιωτικής μεταλλοβιομηχανίας και αντιπαραγωγικός ο εργάτης των λιγνιτωρυχείων της κρατικής ΔΕΗ. Τι κάνει τη διαφορά; Από τα συμφραζόμενα της αντικρατικής φλυαρίας των ημερών μπορούμε να υποθέσουμε μόνο ότι το πρόβλημα της κρατικής επιχείρησης είναι η «μονιμότητα», οι συλλογικές συμβάσεις, το σχετικά υψηλότερο επίπεδο αμοιβών, η σχετική βεβαιότητα για το συνταξιοδοτικό τους μέλλον -που καθιστά τους εργαζόμενους ίσως «ισόγεια», αλλά πάντως όχι «ρετιρέ»- και ένα πλαίσιο δικαιωμάτων που τους κάνουν ράθυμους, τεμπέληδες και αντιπαραγωγικούς. Άρα, το πλεονέκτημα του παραγωγικού εργάτη της ιδιωτικής οικονομίας είναι η ανασφάλειά του, οι χαμηλότερες αμοιβές και η αποδέσμευσή του από το συνδικαλιστικό μονοπώλιο στην αγορά εργασίας. Συμπέρασμα: η αβεβαιότητα είναι πηγή πλούτου.

Έτσι όπως υπεραπλούστευσα τον συλλογισμό των κατόχων της μόνης και απόλυτης αλήθειας της αγοράς, κινδυνεύω να βρω θέση και εγώ στα Τάρταρα, δίπλα στον Λεβιάθαν του κράτους. Δικαίως, από μιαν άποψη, γιατί αν και αντικρατιστής το τελευταίο διάστημα νιώθω τη διαρκή παρόρμηση να υπερασπίσω το αντιπαραγωγικό, σπάταλο, παρασιτικό (κ.λπ.) κράτος από άδικες επιθέσεις. Ζούμε, βλέπετε, σε εκείνη τη φάση της καπιταλιστικής εντροπίας, στην οποία το κράτος είναι ένα ανεπιθύμητο μέγεθος. Ο Λεβιάθαν, ως συλλογικός καπιταλιστής (και τοκογλύφος) που εξασφαλίζει στην ιδιωτική οικονομία επάρκεια υποδομών, ρευστότητα πόρων, ποιότητα ανθρώπινου δυναμικού έχει εξαντλήσει τον ρόλο του. Τώρα, τα «κουτσαβάκια» της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας αισθάνονται αρκετά ισχυρά για να ανακτήσουν τον ζωτικό χώρο που μέχρι σήμερα μονοπωλούσε το κράτος. Όχι από κάποια ιδεολογική εμμονή, αλλά λόγω της κραυγαλέας απουσίας και αδυναμίας της ιδιωτικής οικονομίας να ρισκάρει έστω και μυριοστό από τα ποσοστά κέρδους της. Ο αφρός της εγχώριας - και όχι μόνον- ιδιωτικής οικονομίας είναι προϊόν αλλεπάλληλων κρατικών ενέσεων με τη μορφή προμηθειών, επιδοτήσεων, δανείων με κρατική εγγύηση, χαριστικών ρυθμίσεων, παρεμβάσεων για να σωθούν γενεές επί γενεών προβληματικών επιχειρήσεων που εγκαταλείπονταν από τους «καπετάνιους» τους πριν από τα ποντίκια. OK, το κράτος δεν παράγει απολύτως τίποτε. Ας φανταστούμε, όμως, μια Ελλάδα χωρίς κρατική ΔEH, χωρίς κρατικό OTE, χωρίς κρατικές τράπεζες, χωρίς κρατικές υποδομές, χωρίς μια στοιχειώδη δημόσια εκπαιδευτική υποδομή. Θα ήταν ένα βασίλειο του φιλελευθερισμού της αγοράς. Αλλά ποια επιχειρηματική υπόσταση θα είχαν σήμερα οι ρέκτες του αντικρατισμού χωρίς ρεύμα, τηλεπικοινωνίες, δίκτυα μεταφορών, κρατικό ή κοινοτικό χρήμα και ένα στοιχειωδώς εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό; Στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν μπακάληδες και πλανόδιοι έμποροι ειδών προικός.

Δεν υπήρξε και δεν υπάρχει παράδειγμα κράτους και εθνικής αγοράς χωρίς μικρότερο ή μεγαλύτερο κρατικό τομέα οικονομίας. Βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο του επιχειρηματικού κύκλου που ζητείται η συρρίκνωσή του στο ελάχιστο. Οι τηλεπικοινωνίες απελευθερώνονται στο δίκτυο που για δεκαετίες, με όρους σπατάλης και διαφθοράς, αλλά πάντα με τα λεφτά φορολογούμενων και πελατών, έστηνε ο OTE.

Η ΔEΗ καλείται να παραχωρήσει ησύχως το δίκτυό της στους επίδοξους επενδυτές που θα κάνουν μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα (όπως πάντα). Οι εθνικοί δρόμοι γίνονται ιδιωτικές οδοί, τα λιμάνια θα γίνουν privé πισίνες των ακτοπλόων, κάποιοι ορέγονται και την «αρπαχτή» ενός ιδιωτικού κολεγίου που θα βαφτιστεί ιδιωτικό πανεπιστήμιο. Το ιδεολογικό κέλυφος του αντικρατισμού ίσα που κρύβει τη δίψα να αξιοποιηθούν και οι τελευταίες ευκαιρίες κέρδους της κρατικά προστατευμένης ιδιωτικής οικονομίας.

Ο αντικρατισμός είναι απλώς της μόδας. Κρατάει δύο δεκαετίες βέβαια, παρ’ ότι το μοντέλο Θάτσερ κατέρρευσε με την ίδια ευκολία που κατέρρευσαν τα κρατικοδίαιτα «τσέμπολ» της Νότιας Κορέας. Αυτό που εμφανίζεται σήμερα ως αυτονόητη αλήθεια, ίσως σε μια δεκαετία να έχει εξοβελιστεί στο ιδεολογικό πυρ το εξώτερο. Μια βραχυχρόνια ύφεση που θα καταστρέψει εκατομμύρια θέσεις εργασίας και θα οδηγήσει σε κατάρρευση χιλιάδες επιχειρήσεις, θα αντιστρέψει τον ιδεολογικό οίστρο των αντικρατιστών. Ένα νέο New Deal θα έλθει να αντικαταστήσει τους σημερινούς φιλελεύθερους όρκους. Η ιδιωτική οικονομία θα απαιτήσει την παρουσία του κράτους σε κάθε πεδίο που η ίδια άφησε αποκαΐδια. Οι εθνικοποιήσεις μπορεί να γίνουν πάλι της μόδας. Ίσως τότε το νέο πεδίο κρατικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν είναι οι στρατηγικές υποδομές, αλλά η κλωστοϋφαντουργία. Το κράτος θα φτιάχνει σώβρακα, φανέλες και στριγκάκια. Δεν έχει και τόση σημασία. Μπορεί να κληθεί να φτιάχνει και παπούτσια ή ό,τι άλλο απειλεί η κινεζική επέλαση. Ό,τι άλλο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η κατά τα λοιπά παραγωγική επιχειρηματικότητα. Έτσι κι αλλιώς, ο «συλλογικός καπιταλιστής» μας έχει εξ ορισμού παραιτηθεί από το κέρδος. Περιορίζεται μόνο στη μίζα.

Για την ιστορία, το τελευταίο και μάλλον μοναδικό παράδειγμα laissez faire θα παραμείνει η Αμερική του 19ου αιώνα με τους καουμπόηδες, τους Ινδιάνους, τους τραπεζίτες, τους σερίφηδες και τους δικαστές της, ως ελάχιστο δείγμα κρατικής δομής σε μια οικονομία «αναρχίας με χωροφύλακα».

Αυτά, για να μη νομίζουν μερικοί ότι τρώμε ιδεολογικό κουτόχορτο. Εν τω μεταξύ, το στοίχημα ισχύει. Υπολογίζω ότι σε μια πενταετία το αργότερο ο κρατιστής που κρύβουν μέσα τους οι αντικρατιστές θα ξυπνήσει με άγριες διαθέσεις. Τα πορτρέτα του Φρίντμαν θα κατέβουν από τους τοίχους και οι επιχειρηματικές ηγεσίες θα κάνουν μετάνοιες και τρισάγια στις εικόνες του Kέινς και του Mπίσμαρκ.