Υποθέσεις,
του Παντελή Μπουκάλα
«Καθημερινή της Κυριακής, 2-3-2008
Από την εξιδανίκευση και την αποθέωση του Διαδικτύου, ως ενός χώρου αυθεντικότερου από τον υλικό που μας περιβάλλει και περισσότερο ελεύθερου ακόμα και από την πιο όμορφα ζωγραφισμένη Ουτοπία, περάσαμε ταχύτατα και δίχως μεσοδιάστημα αναστοχασμού στη δαιμονοποίηση, την απαξίωση και την καταστηλίτευσή του. Ίσως επειδή έχουμε περιπέσει σε σύγχυση από τις αντιφάσεις της λαϊκής σοφίας, που τη μια κηρύσσει «το γοργόν και χάριν έχει» και την άλλη ορίζει ότι «κάλλιο αργά παρά ποτέ». Ίσως πάλι να ευθύνεται η επιθυμία μας να αποδείξουμε για μια φορά ακόμα ότι η λέξη «σπουδή» μας ταιριάζει μόνο με τη σημασία της βιασύνης και όχι με την έννοια της συστηματικής και προσεκτικής ενασχόλησης με κάποιο αντικείμενο.
Εκεί, λοιπόν, που υμνούσαμε τα μπλογκ σαν μετερίζια της εναλλακτικής πληροφόρησης, σαν ταμπούρια μιας διάχυτης, αυθόρμητης αντιεξουσίας, σαν εστίες μιας νέας γραφής και σαν κύτταρα μιας νέου τύπου κοινωνικότητας που θα μάς αποσπάσει επιτέλους από τον καναπέ ή την καρέκλα του γραφείου και θα μάς ξανακατεβάσει στους δρόμους, απαιτητικούς διεκδικητές του παρόντος και του μέλλοντός μας, βρεθήκαμε να ακούμε και να αναμεταδίδουμε αρές για το Ιντερνετ, τα ιστολόγια και τις ιστοσελίδες, να τα καταγγέλλουμε σαν φωλιές εκβιαστών, σαν ηλεκτρονικά άντρα χυδαίων συκοφαντών. Η μέση οδός, και πάλι, κρίθηκε απαράδεκτη, καίτοι βατή και πρόσφορη. Για πολλοστή φορά, είναι σαν να παίζουμε τάβλι σε σκακιέρα, αφού αντί να χρησιμοποιήσουμε λίγα έστω λήμματα από το λεξιλόγιο της γνώσης, σπεύδουμε να εξαπολύσουμε τα πύρινα ρήματα μιας πλαστής και τηλεοπτικώς επιδεικνυόμενης απόγνωσης. Ο ηθικός πανικός είναι πάντοτε η αδυναμία μας (δύο έννοιες, ως γνωστόν, έχει και η λέξη αδυναμία).
Να πω κατ’ αρχάς ότι, όπως κάμποσοι που δεν το κρύβουν και άλλοι τόσοι που προτιμούν να το αποσιωπούν, ίσως από τον φόβο μην τους ειρωνευτούν σαν τεχνοφοβικούς τα σαΐνια, είμαι ηλεκτρονικώς ημιαναλφάβητος, και πολύ λέω. Όπως και άλλοι γύρω μου, ταυτίστηκα ενθουσιωδώς και εγώ με εκείνον τον πατέρα της διαφήμισης που ακούει εμβρόντητος την καταστενοχωρημένη κόρη του να του εξηγεί τον καημό της, χρησιμοποιώντας αραδιαστά καμιά δεκαριά παντελώς άγνωστούς του όρους και με το αίσθημα της ακύρωσής του ως γονιού να τον τρώει, το μόνο που βρίσκει να της πει είναι: «Στη μάνα σου το ’πες;». Τα καταφέρνω, λοιπόν, και γράφω στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, χωρίς ωστόσο να μπορώ να συνθέσω δύο έγγραφα, και ας μου το έχουν δείξει το κόλπο οι καλοί μου συνάδελφοι δεκάδες φορές, γκουγκλάρω μια στο τόσο με τον απλούστερο των πιθανών τρόπων, αλλά δεν σκαμπάζω από αποστολή ηλεκτρονικών μηνυμάτων και δεν ξέρω βέβαια να επιχειρώ «αναρτήσεις» σε ιστολόγια και τα συναφή· αν το χρειαστώ, ίσως το μάθω. Δεν λέω πως δεν είναι φορές που νιώθω ψαλιδισμένος, όντας μισός έξω - μισός μέσα στον ψηφιακό κόσμο, αλλά δεν ντρέπομαι κιόλας που άλλο νιώθω εγώ σαν αμνιακό μου υγρό και άλλο τα παιδιά μου ή οι περισσότερο ενημερωμένοι τεχνολογικώς συνομήλικοί μου. Και όπως και να ‘χει, αν ήξερα τάβλι κάπως καλύτερα απ’ ό,τι ξέρω να σερφάρω στους λαβυρίνθους του Διαδικτύου, θα προτιμούσα να παίζω σε κάποιο «παραδοσιακό» καφενείο, με άνθρωπο απέναντί μου, να του βροντάω τα πούλια για να τον τσαντίζω και όχι σε κάποιο Ιντερνετ καφέ με ένα ψηφιακό φάντασμα, ίσως με τη σκέψη ότι διά του εικονικού παιχνιδιού δεν «καλλιεργώ τη μοναξιά μου», αλλά την αποδέχομαι, για να την κάνω θεωρία και ιδεολογία, τελικά (ή καβαφοφέρνουσα ποιητική): να την κάνω μοναχικότητα.
Σαν δημοσιογράφος, πάντως, δεν μπορώ παρά να ντρέπομαι, αδιέξοδα ωστόσο, που και πάλι κάποιοι από τη συντεχνία βρέθηκαν πρωταγωνιστές σκανδάλου, παρακινημένοι ίσως από το άγχος τους να επιβεβαιώσουν πως δεν λαθεύουν όσοι στις διαδηλώσεις τους ή με τα επιτοίχια συνθήματά τους δεν παραλείπουν να μας στολίσουν, έστω και τσουβαλιάζοντάς μας (όπως κάνουμε δα και εμείς οι κατά ψευδαίσθηση άμωμοι και παντοδύναμοι για όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες) σαν «αλήτες, ρουφιάνους». Πότε θα βρεθεί η άκρη στο νέο σκάνδαλο (αν και δεν είναι εντελώς νέα συνήθεια η διά της ανωνυμογραφίας συκοφάντηση και εκβίαση, τόσα έντυπα και όχι μόνο λαθρόβια, ειδικεύονται στο άθλημα αυτό χρόνια τώρα), μόνο η Πυθία θα μπορούσε να το ξέρει, αλλά ως γνωστόν «απέσβετο και λάλον ύδωρ»· και ύστερα είναι τόσα τα προηγούμενα σκάνδαλα που περιμένουν τη διαλεύκανσή τους και τη συνοδό κάθαρση, που δεν επιτρέπεται να τρέφουμε αυταπάτες.
Ούτε και για το χάος του Διαδικτύου, άλλοτε γονιμοποιό και άλλοτε διαβρωτικό, θα έπρεπε να έχουμε αυταπάτες ούτε και για τις ορέξεις των πάσης φύσεως εξουσιών να «ρυθμίσουν» επ’ ωφελεία τους το χάος αυτό, δίκην θεών, χειραγωγώντας, λογοκρίνοντας και φιμώνοντας, ώστε να κάψουν κυρίως τα ενοχλητικά χλωρά μαζί με τα ξερά. Ο κόσμος που είμαστε ανασχηματίζεται και στο ηλεκτρονικό σύμπαν. Δεν εισερχόμαστε εκεί περισσότερο αγαθοί ή περισσότερο αμοραλιστές από όσο ήδη είμαστε. Και μπορεί το Ιντερνετ να λειτουργεί σαν ψυχοτρόπο, ιδίως όταν λαμβάνεται σε υπερβολικές δόσεις, αλλά δεν έχει την ικανότητα να στρεβλώσει και να τσακίσει τα ουσιώδη γνωρίσματα του χαρακτήρα μας, καλά ή κακά, αν αυτά έχουν ήδη αποδείξει την αντοχή τους μες στην «πολλή συνάφεια», με υλικούς ανθρώπους και όχι με φάσματα είτε αυτά έχουν το ονοματεπώνυμό τους είτε καλύπτονται από την αιγίδα της ανωνυμίας ή της ψευδωνυμίας.
Το ότι η ανωνυμία ή η ψευδωνυμία είναι ένας τρόπος για να ειπωθούν πράγματα ριζοσπαστικά και ελευθεριακά και να αποφευχθεί έτσι ο κίνδυνος του αφορισμού ή και της φυσικής εξόντωσης από πολιτικούς αντιπάλους και τυραννικά καθεστώτα (ας θυμηθούμε, μόνο αυτόν, τον ανώνυμο τον Έλληνα και την «Ελληνική Νομαρχία» του), αλλά και πράγματα χυδαία και αήθη, με στόχο την ανυπόγραφη και κατά συνέπεια ανεύθυνη σπίλωση, τη διαπόμπευση κάποιου «στοχοποιημένου» προσώπου και τον εκβιασμό του, δεν είναι κάτι που μας το έμαθε το Ιντερνετ. Στις αχανείς εκτάσεις του υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, «Δεύτερη ζωή» είναι ο τίτλος του, το οποίο δίνει την ευκαιρία στον παίκτη να σκηνοθετήσει τον εαυτό του σε έναν άλλο βίο, πλασματικό εννοείται, εικονικό, γλιτώνοντας πιθανότατα τους ψυχαναλυτές και όσα αυστηρά θα του έλεγαν περί υπεραναπληρώσεως. Τον ρόλο που αναλαμβάνει κανείς σε αυτή τη «δεύτερη ζωή» δεν του τον υπαγορεύει κάποιος αφανής διαδικτυακός σεναριογράφος, αλλά οι επιθυμίες του που στον πραγματικό του βίο μένουν ανεκπλήρωτες, επειδή, ας πούμε, είναι ιδιαζόντως λιμπερτίνικες, βίαιες, παράδοξες, έκτροπες, εν τέλει έκνομες.
Ο εαυτός που κατασκευάζει και αναπαριστάνει είναι ο ήδη εαυτός του, απλώς εμφανίζεται πια, ακινδύνως, περισσότερο εξευγενισμένος (αν αυτοσκηνοθετείται σε ηρωικά σενάρια) ή περισσότερο εκχυδαϊσμένος, αν διαλέγει να «υλοποιήσει» σε μη υλικό, πάντως ιδιωτικό χωροχρόνο ό,τι ωμότερο σέρνει μέσα του και πασχίζει να το κρατήσει λογοκριμένο στον πολιτισμό που εκδιπλώνεται δημόσια.
Λόγω της εγγενούς, ενδεχομένως και αθέλητης, δημοκρατικότητάς του, της υπηρεσίας που αυτόματα και απεριόριστα προσφέρει στο δικαίωμα της ισηγορίας, το Διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει σαν ενισχυτής ή πολλαπλασιαστής του καλού και του κακού. Δεν έχει, όμως, τη δυνατότητα να εκμαιεύσει το κακό εκεί όπου δεν υπήρχε ήδη ούτε να γεννήσει το καλό εκεί όπου δεν εντοπίζεται έστω εν σπέρματι. Και εν πάση περιπτώσει, ποτέ δεν φταίει το μεγάφωνο για όσα λέει εκείνος που το χρησιμοποιεί, όπως δεν φταίει, επί παραδείγματι, η γερμανική γλώσσα επειδή σε αυτήν γράφτηκε ο «Αγών» του Χίτλερ· αυτό, πάνω - κάτω, το ξέρουμε από τον καιρό του Λορέντζου Μαβίλη.