ΕΛΕYΘΕΡOΣ ΣΚOΠΕYΤΗΣ - ΚΙΜΠΙ
Κυριακή, 26 Ιουνίου 2005 - Τρέχουσα έκδοση
Yπάρχουν πολλοί τρόποι για να περιγραφεί η κατάσταση των πραγμάτων. Ένας είναι αυτός: Παραλάβαμε χάος. Μια οικονομία «τραβεστί» και υπερχρεωμένη. Ένα κράτος βυθισμένο στη διαφθορά και τα σκάνδαλα. Ξεδοντιάζουμε τη διαπλοκή. Προωθούμε τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη και επικροτεί η κοινωνία. Θα αντιμετωπίσουμε τα κλαμπ των προνομιούχων που αντιστέκονται στις αλλαγές.
Yπάρχει και δεύτερος τρόπος να περιγραφεί η κατάσταση: Δημιουργείτε χάος. Πήρατε μια ανθηρή οικονομία με ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και την έχετε καθηλώσει στην απραξία. Τη θέσατε υπό την επιτήρηση των Βρυξελλών. Εγκαινιάζετε μόνο έργα που εμείς θεμελιώσαμε. Είσαστε ανίκανοι να προωθήσετε μεταρρυθμίσεις. Εμείς είμαστε οι πραγματικοί μεταρρυθμιστές γιατί γνωρίζουμε πώς δεν θ’ ανοίξει μύτη.
Yπάρχει και ο τρίτος τρόπος να περιγραφεί η κατάσταση των πραγμάτων, αλλά δεν χωράει στη συνήθη πολιτική ρητορεία. Xρειάζεται πολλούς πρωταγωνιστές, ή μάλλον κομπάρσους. Τους δίνω τον λόγο:
Ο κ. Στέλιος, κοντά στα 80, με εργασιακό βίο 45 ετών, περίμενε την περασμένη Πέμπτη με απόγνωση τρεις ώρες στην ουρά της τράπεζας για να πάρει τη σύνταξη των 700 ευρώ. Είχε το νούμερο 156, άγνωστο αν τα κατάφερε ή χρειάζεται να σταθεί κι άλλη μέρα στην ουρά. Στην τσέπη, πάντως, είχε και τους λογαριασμούς στους οποίους θα πήγαινε τουλάχιστον το ένα τρίτο της σύνταξης. Άλλο ένα τρίτο είχε προορισμό τα εγγόνια και το υπόλοιπο ήταν για τα προς το ζην (ή το θνήσκειν) ενός μηνός.
Η Στέλλα –ονομαστική σύμπτωση–, προσωπικό ασφαλείας πίσω από το γκισέ, λίγο πριν από τα 40, αντίκριζε για 7,5 ώρες με την ίδια απόγνωση τα κύματα των συνταξιούχων που κινούνταν άλλοτε απειλητικά, άλλοτε κουρασμένα προς το μέρος της. Μετρούσε τα χαρτονομίσματα μπροστά στα τρεμάμενα χέρια τους, με κάποιες τύψεις, παρ’ ότι η εισοδηματική της διαφορά των 300–400 ευρώ δεν την έκανε πλούσια. Θ’ αντέξει στο ταμείο μέχρι τα 65;
Ο Στέλιος, εγγονός του κ. Στέλιου, δεν υπέστη την ταλαιπωρία της ουράς στην τράπεζα, αλλά περίμενε κι αυτός το σύνηθες μερίδιό του από τη σύνταξη του παππού. Αν και κοντά στα τριάντα, εξακολουθεί να χρηματοδοτείται από την οικογένεια, το ασφαλέστερο και αδιατάρακτο ατομικό του κράτος πρόνοιας, καθότι το πτυχίο του και τα αλλεπάλληλα κυβερνητικά προγράμματα δημιουργίας δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας δεν δημιούργησαν τη μία και μόνη που χρειάζεται αυτός. Θεωρεί πάντως δίκαιη αυτή την ιδιότυπη οικογενειακή φορολογία. Ο πατέρας του μετράει δυο–τρία χρόνια για τη σύνταξη κι ο παππούς έχει απολαύσει κιόλας δέκα συντάξιμα χρόνια. Ο ίδιος δεν έχει ακόμη ούτε ένσημο.
Ο πατέρας του Στέλιου θα μπορούσε πράγματι να συγκαταλεγεί «στα κλαμπ των προνομιούχων». Yπάλληλος ΔΕΚΟ –δεν θυμάται πια αν μπήκε με τα «δικά μας» ή «τα δικά τους» παιδιά– ίσως έχει την ευκαιρία μιας πρόωρης συνταξιοδότησης χάρις σ’ αυτή την παράδοξη ισορροπία που τα 12 δισ. ασφαλιστικού ελλείμματος του ΤΑΠ–ΟΤΕ εκμηδενίζονται μπροστά στα 9 δισ. του ασφαλιστικού ελλείμματος των τραπεζών. Ο ίδιος δεν μετράει τίποτε άλλο από το δικό του έλλειμμα: το πιστωτικό του υπόλοιπο, που παρά τις τρεις αλλεπάλληλες μεταφορές από τράπεζα σε τράπεζα, μένει εφιαλτικά παχυλό.
Αυτός είναι κι ο λόγος που η σύζυγός του –η μητέρα του Στέλιου, η νύφη του κ. Στέλιου–, επιφορτισμένη και με τη συντήρηση του νοικοκυριού, δεν χρησιμοποιεί πλέον τις πιστωτικές κάρτες. Της έχει σχεδόν απαγορευτεί. Αντιμετωπίζει λοιπόν το κόστος της καθημερινότητας με μετρητά. Παρακολουθεί με μέγιστη προσοχή τις τιμές στο σούπερ μάρκετ και στη λαϊκή κι είναι απολύτως βέβαιη ότι δεν είναι παλαβή, ότι η ακρίβεια δεν είναι προϊόν νεύρωσης, άλλωστε ποτέ δεν έπαψε να εκτιμά τα κέρματα και το πορτοφόλι της είναι γεμάτο απ’ αυτά. Έχοντας λοιπόν διαμορφώσει τον δικό της τιμάριθμο είναι σίγουρη ότι ο επίσημος τιμάριθμος δεν πάει καλά.
Στην άποψή της συνηγορεί και ο κ. Στέλιος –τρίτη ονομαστική σύμπτωση–, που διαθέτει ένα από τα λιγοστά μίνι μάρκετ στην περιοχή και του οποίου η μητέρα του Στέλιου είναι πιστή πελάτισσα, παρ’ ότι οι τιμές του είναι τσιμπημένες, καθότι δεν τυγχάνει εκπτώσεων από τους προμηθευτές. Ο κ. Στέλιος στηρίζει την επιχειρηματική του αίγλη στη γειτονιά στο γεγονός ότι δουλεύει το μαγαζί σχεδόν δεκάξι ώρες το εικοσιτετράωρο, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα του βραδινού ωραρίου έναντι των σούπερ μάρκετ, μέχρι που βρέθηκε αντιμέτωπος με την επόμενη μεγάλη κυβερνητική μεταρρύθμιση. Xάνει δύο ώρες από το πλεονέκτημα των ανταγωνιστών του και σκέπτεται να αφαιρέσει δύο ακόμη ώρες από τον ύπνο του. Πιστεύει πάντως ότι το νέο ωράριο ενδέχεται πράγματι να δημιουργήσει μια θέση απασχόλησης. Τη δική του, αν χρειαστεί να αναζητήσει δουλειά στο σούπερ μάρκετ, αφού κλείσει το δικό του.
Πελάτισσα του κ. Στέλιου είναι κατά σύμπτωση κι η Στέλλα από την τράπεζα –μικρός που είναι ο κόσμος– και τ’ απογεύματα περνάει από το μαγαζί του για κανένα γάλα και κανένα γιαούρτι. Εκεί διασταυρώνεται συχνά με την ξανθιά Oυκρανή με την κουρασμένη ομορφιά της και τα σπαστά ελληνικά της που αγοράζει συνήθως φθηνά τσιγάρα και κόκα–κόλες λάιτ, πάντα με κέρματα που βγάζει από ένα μικρό πορτοφολάκι, στο οποίο ποτέ δεν υπάρχει χαρτονόμισμα. Κι όμως, κάθε βράδυ, περνάνε πολλά χαρτονομίσματα από τα χέρια της της νεαρής Oυκρανής, που μεταμορφώνεται «σε δεκαοκτάχρονη δίμετρη καλλονή για μοναδικές ιδιαίτερες στιγμές – στον χώρο σας», όπως γράφει η αγγελία που δημοσιεύει δύο φορές την εβδομάδα ο φίλος της (ευφημισμός του «νταβατζής») σε έγκυρη καθημερινή εφημερίδα. Δεν ήταν ακριβώς αυτός ο προορισμός της στην Ελλάδα, αλλά όσο δεν βρίσκεται σε κανένα χαντάκι στην Εθνική ή στο τμήμα για απέλαση, είναι καλύτερα από το να καθαρίζει σκάλες.
Την εφημερίδα στην οποία δημοσιεύει την αγγελία της η νεαρή Oυκρανή, διαβάζει κατά σύμπτωση συστηματικά μια ακόμη Στέλλα της γειτονιάς. Oι σελίδες με τις ροζ αγγελίες την ενοχλούν, αλλά μένει πιστή στην εφημερίδα που στηρίζει την κυβέρνηση. Το τελευταίο διάστημα αποφεύγει πάντως όταν συστήνεται να δηλώνει και την επαγγελματική της ιδιότητα. Αισθάνεται μια υποδόρια δυσφορία στο βλέμμα των συνομιλητών της όταν λέει ότι είναι δημόσιος υπάλληλος κι η ίδια νιώθει κάποια ενοχή, παρά το γεγονός ότι η «πράσινη» εικοσαετία της στοίχισε τον παραγκωνισμό σε ένα μπουντρούμι με άφθονη χαρτούρα, στα έγκατα της γραφειοκρατίας. Φυσικά, δεν έχει καμιάν όρεξη να απολογείται για τον μισθό των 1.200 ευρώ με είκοσι χρόνια υπηρεσίας, οπότε το αποκρύπτει κι αυτό.
Η τελευταία Στέλλα της ιστορίας μας γυρίζει μετά τη δουλειά στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα, να προλάβει να παραλάβει το παιδί από την κυρία Γιώτα, πρώην εργάτρια εταιρείας ενδυμάτων, που εδώ και δύο χρόνια το έχει ρίξει στο μπέιμπι σίτινγκ, αφότου έκλεισε η εταιρεία. Η κυρία Γιώτα πιστεύει κι αυτή ότι για όλα φταίνε οι Κινέζοι, αν και πολύ πριν εμφανιστούν οι Κινέζοι, για μιαν ολόκληρη δεκαπενταετία δούλευε φασόν με τον κοπτοράφτη στο σπίτι, με την ψευδαίσθηση ότι ήταν κατά το ήμισυ επιχειρηματίας· πέρασαν πολλά λεφτά τότε απ’ τα χέρια της. Έγινε εργάτρια όταν ο επιχειρηματίας πήρε το εργοστάσιο και το πήγε στη Βουλγαρία. Έμεινε χωρίς δουλειά όταν κι ο δεύτερος εργοδότης μετώκησεν εις άγνωστο διεύθυνση.
Ο κύκλος κλείνει με έναν άνεργο που θεωρεί προνομιούχους όσους έχουν δουλειά. Με τον ανασφάλιστο που θεωρεί προνομιούχους τους ασφαλισμένους. Με τον συνταξιούχο που ζηλεύει όσους ακόμη δουλεύουν. Με τον εργαζόμενο που θεωρεί τυχερό τον συνταξιούχο που πρόλαβε. Με τον υπάλληλο του ιδιωτικού τομέα που θεωρεί «ρετιρέ» τους δημοσίους υπαλλήλους. Με τον μετανάστη που φθονεί τους γηγενείς. Με τον έμπορο που του φταίνε οι Κινέζοι. Με τον εμποροϋπάλληλο που νιώθει δούλος του καταναλωτή.
Κανείς δεν έχει τον χρόνο και την υπομονή να ρίξει μια ματιά λίγο πιο ψηλά, εκεί όπου λιμνάζει ο πλούτος άφθονος, ενσαρκωμένος σε ακριβές πλαστικές προσώπου, μετουσιωμένος σε καθημερινή χλιδή, σε εγωιστικά διθέσια Ι.X., σε πολυτελή ακίνητα σε κάθε ευρωπαϊκή μεγαλούπολη και σε πολιτική επιρροή. Oλοι ψάχνουν τους προνομιούχους της διπλανής πόρτας.