Ελένη Τριανταφυλλίδη (Στήλη: κι ο Κόσμος),
Καθημερινή, 25 Δεκεμβρίου 2004
Μονότονα και κουραστικά, τα παγκοσμιοποιημένα κάλαντα ηχούν από στερεοφωνικά μεγάφωνα, τοποθετημένα στους δρόμους, έξω από μαγαζιά με «επώνυμες μάρκες» και με νεαρούς κράχτες, που έχουν μεριμνήσει δεόντως για την προσέλκυση ενός καταναλωτικού κοινού, όλο και ισχνότερου. Φοβερές εμπνεύσεις νεόκοπων επιχειρηματιών που απευθύνονται σε ένα αγοραστικό κοινό με θολές αγοραστικές αξίες και ακόμη πιο θολές πολιτισμικές προσλαμβάνουσες, δημιουργούν την τέλεια κακοφωνία στη γιορτινή Αθήνα, που παρά τις ειλικρινείς προσπάθειες καλόγουστων ιθυνόντων να την καλλωπίσουν, παραμένει τέρας κακογουστιάς.
Στο απολύτως τετριμμένο «jingle bell» και άλλα αμερικανικά τραγουδάκια, παρεμβάλλονται γερμανικοί ύμνοι μεταφρασμένοι στα Ελληνικά. Αυτό δεν αρκεί. Διότι κράχτες «επώνυμων» καταστημάτων –λες και θα μπορούσαν να είναι ανώνυμα– αυτοί οι νεαρής ηλικίας εμπειρικοί αλλά ευφάνταστοι τεχνίτες του σύγχρονου μάρκετινγκ, έχουν ιδίαν αντίληψιν του πνεύματος των Χριστουγέννων. Επιλέγουν αμερικανική ή άλλη ροκ, που αφυπνίζει το θυμικό και ενθουσιάζει τόσο, ώστε στον μετριοπαθή αγοραστή να γεννάται η ίδια αχαλίνωτη καταναλωτική μανία, που διακατέχει τον συνειδητοποιημένο σπάταλο. Τότε ο πολιτικο -οικονομικο - πολιτισμικός κυκεώνας βρίσκει την απόλυτη δικαίωσή του. Τότε, εάν βρεθείς σε στιγμή αδυναμίας, μπαίνεις στο μαγαζί, φορτώνεις μια πιστωτική κάρτα –συνήθως με βλακείες– και φεύγεις ευδαίμων, διαποτισμένος από το σύγχρονο, παγκοσμιοποιημένο και πλαστικό πνεύμα των Χριστουγέννων.
Αυτή η «πλαστικοποίηση» δεν είναι φαινόμενο ελληνικό. «Οι υπερχρεωμένοι σε κάρτες και δάνεια Ευρωπαίοι ετοιμάζονται για διστακτικές χριστουγεννιάτικες αγορές», σημείωνε μελαγχολικά Δυτικός δημοσιογράφος, περιγράφοντας μια κατάσταση παγιωμένη εδώ και πολλά χρόνια στην Εσπερία και στην Αμερική, αλλά που τώρα, σε εποχή ισχνών αγελάδων, εμφανίζεται με το σκοτεινό πρόσωπο της υπερχρέωσης πολιτών, ανίκανων να ανταπεξέλθουν στα έξοδά τους. Στις αρχές του ’90 το περίφημο «πλαστικό χρήμα» είχε πλασαριστεί ως η μεγαλύτερη εφεύρεση μετά την πυρίτιδα. Οι ενθουσιώδεις «κράχτες» του παρέλειπαν φυσικά να αναφερθούν στους «νεόπτωχους» της Γαλλίας, που περικλείονταν εννοιολογικά στον νεολογισμό της δεκαετίας του ’80 κατ’ αντιδιαστολή προς το δόκιμο «νεόπλουτος». Τότε οι οικονομολογιότατοι δεν ήθελαν να γνωρίζουν την «άλλη όψη» της πλαστικοποιημένης ευμάρειας, τα «φέσια» στις τράπεζες, τις απάτες με κάρτες, τα πάσης φύσεως «ξεπλύματα» και τόσα άλλα. Πάνω απ’ όλα κανείς δεν ήθελε να ξέρει πού θα οδηγήσει η διαρκής πίστωση, πλαστική ή μη.
«Οι Αμερικανοί ξαναβρήκαν το χαμόγελό τους, ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών παρουσιάζει αύξηση από 92,8 τον Νοέμβριο στο 97,1 τον Δεκέμβριο», αναφέρεται σε έρευνα του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Χαράς ευαγγέλια στη θρησκευόμενη Αμερική, αφού ο sentiment index υπερέβη τις προσδοκίες, παρά την υπερχρέωση και τους άστεγους. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στη Γαλλία, όπου μέχρι πρόσφατα ο αββάς Πιερ, με δράση που υπερβαίνει τον μισό αιώνα, προσέφερε τη σούπα του λαού, τώρα λειτουργούν 1.900 «restos du coeur» – εστιατόρια της καρδιάς. Εκεί οι εκτοπισμένοι στις παρυφές της κοινωνίας μπορούν να γευματίσουν ή να δειπνήσουν, χωρίς να αισθάνονται απόβλητοι. Εκεί οι δείκτες είναι εντελώς συναισθηματικοί και καθόλου πλαστικοί.
Ύστερα από τόσες επαναστάσεις, δόγματα και θεωρίες, διερωτάται κανείς, κινδυνεύοντας να γίνει δακρύβρεχτος, γιατί σε ορισμένες δυτικές χώρες –ούτε λόγος να γίνεται για τις υπό ανάπτυξιν– ο Ντίκενς ή ο Ουγκώ παραμένουν τόσο επίκαιροι. Ευτυχώς, υπάρχουν οι νεαροί κράχτες επωνύμων καταστημάτων σε αριστοκρατικές, υποτίθεται, συνοικίες των Αθηνών και σου ανεβάζουν με εκκωφαντική ροκ το θυμικό, αν και παρακάτω το «jingle bell» προκαλεί ασφυξία.