Βασιλείου Θέρος

Μικρά φιλοσοφικά κείμενα
δι’ ηλεκτρονικής αλληλογραφίας
με μία ομάδα πνευματικών συνοδοιπόρων

Νομίζω ότι η εξαίρετη επιμέλεια του Ν.Μ. στην εμφάνιση κάνει το κείμενο πολύ καλύτερο από το περιεχόμενο. Αυτά που γράφω τα γράφω για λίγους φίλους που σάς ξέρω και καταλαβαίνετε πώς τα εννοώ. Μακάρι, ειλικρινά, να ήμουν καλός λογοτέχνης και να μπορούσα να γράφω ωραία μυθιστορήματα ή θεατρικά ή να ήμουν ένας ζωγράφος ή ποιητής που να μπορεί να κινεί προς το αγαθό τους ανθρώπους. Η δική μου θέση είναι πιο πολύ στην οπισθοφυλακή. [B. K.]


Περιεχόμενα

  1. Περί ανθρώπου (1)
  2. Περί ανθρώπου (2)
  3. Ελεύθερος
  4. Για γέλια και για κλάματα
  5. Δίαυλοι
  6. Βάζοντας τον εαυτό μου στην θέση του
  7. Δυο σκέψεις δικές μου και μια κλεμμένη
  8. Μονόλογοι
  9. Το μεταγνωσιακό ασυνείδητο
  10. Η πολιτική ως άγνωστος χώρος
  11. Επιστήμη και Θεολογία
  12. Οι Φυσικοί επιστήμονες και οι άλλοι
  13. Αδύνατο σημείο
  14. Ποιητική απόδοση δυσκολιών του ερευνητή
  15. Ως πρόβατα εν μέσω λύκων
  16. Σκέψη
  17. Δύναμη και τεχνική
  18. Θέμα ντροπής
  19. Κόλλημα κουλτούρας – θεωρίας
  20. Παρατήρηση από τον εαυτό μου
  21. Ερωτήματα
  22. Πιθανότητες και Ποιμαντική
  23. Ηθικές σκέψεις
  24. Δημιουργία εθίμων
  25. Η σκοτεινή πλευρά μου
  26. Η κουλτούρα-σκούπα
  27. Το αειθαλές ασυνείδητο
  28. Παρατήρηση στη Γνωσιακή Ψυχολογία
  29. Η αθλητική των σχέσεων
  30. Τι ξέρουμε για τον Samuel Gridley Howe;
  31. Και ολίγες προσωπικές πολιτικές σκέψεις.

Τείχη

1-6-2005

Σε ορισμένες περιπτώσεις το τείχος που στήνει κανείς για να προστατευτεί παραμένει ακόμα και όταν οι καιροί αλλάξουν και δεν χρειάζεσαι πια τείχη για να προστατευτείς.

Σκέφτομαι αν το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την λύση των δογματικών τοποθετήσεων των συνόδων. Οι καιροί αλλάζουν, οι λέξεις αλλάζουν στο νόημά τους, οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο και τα όντα κάνοντας διαφορετικές παραδοχές. Χρόνια μετά το ίδιο κείμενο διαβάζεται με τελείως άλλα μάτια. Ζητείται αίφνης από την δογματική διατύπωση που κατασκευάστηκε με στόχο χρονικές διάρκειες μεγαλύτερες των μερικών γενεών να εξακολουθεί να ισχύει και δεκάδες γενεές αργότερα απαράλλακτη, παγιωμένη, τέλεια υποτίθεται. Μήπως είναι υπερβολικό αυτό;

Και τι πείθει; Οι καρποί τους οποίους διακρίνει αυτός/η που βάζουν τον κόπο να ψάξουν. Μας πείθουν τα λόγια των ανθρώπων που αναγνωρίζονται άγιοι, οι σχέσεις των όσων λένε, η διαδοχή τους. Μας πείθει ακόμα σταδιακά το εσωτερικό μας αισθητήριο με όλο το καλειδοσκόπιο των αλλαγών του (μπορούμε να καταλάβουμε πότε έχουμε «παγώσει», πότε έχουμε αφεθεί και εγκαταλείψει την ενεργό αναζήτηση, πότε το αισθητήριο δηλαδή έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να δουλεύει στραβά και μπορούμε να κάνουμε ενέργειες για να το διορθώσουμε αυτό όσο μπορούμε).

Και πάλι οι άνθρωποι είναι τόσο διαφορετικοί! Και ποιος θα γίνει αστυνόμος όλων των άλλων; Ακόμα και ένας άγιος, για πόσους ανθρώπους μπορεί να είναι μέτρο; Να το πω ωμά: Τι με πείθει ότι η ευαισθησία του π. Παϊσίου καλύπτει τον άνθρωπο που έχει ασκηθεί στην λεπτή παρακολούθηση των συναισθημάτων και των παιγνιδιών στα οποία μπαίνουν οι άνθρωποι στα πλαίσια των ομαδικών τους σχέσεων; Εμένα τίποτε. Σημαίνει αυτό ότι τα λόγια του π. Παϊσίου δεν μπορεί να έχουν χρησιμότητα και σημασία; Όχι. Σημαίνει ότι τα όσα άλλα μαθαίνει κανείς και που δεν χειριζόταν ο π. Παΐσιος είναι θρησκευτικά ασήμαντα; Η γνώμη μου είναι ότι επίσης όχι. Αυτό που προσφέρει η γνώση είναι ότι μπορεί κανείς να αγωνιστεί στον δρόμο της αγιότητας χωρίς να αναγκαστεί να προσαρμόσει την ζωή του στις συνθήκες του Αγίου Όρους. Χωρίς να δημιουργήσει ένα virtual θύλακα Αγίου Όρους στην ζωή του. Και όσο εγώ μπορώ να καταλάβω το δικό μου εσωτερικό αισθητήριο λέει ότι είναι πολύ σημαντικό να δοκιμάσει κανείς, όντας μέλος της εκκλησίας, να δημιουργήσει θύλακες αγιότητας στην τρέχουσα ζωή. Και αυτό δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει χωρίς να χρησιμοποιήσει κανείς ό,τι έχει στην διάθεσή του και να μην μοιάζει με εκείνους τους Πακιστανούς που τρώνε μόνο προϊόντα που εκπορεύονται από το Πακιστάν θεωρώντας τα άλλα αβέβαιης ποιότητας.

Όμως αν κάτι μοιάζει να μαθαίνει ο σύγχρονος Έλληνας Ορθόδοξος από μικρός είναι το να μην πειραματίζεται επειδή ο κόσμος είναι κακός και μπορεί να καεί. Είναι ο τέλειος αντίποδας της διερευνητικής μάθησης. Και όσοι ξεφεύγουν από αυτό μένοντας Χριστιανοί (πχ Πεντζίκης) γίνονται κάτι σαν αξιοθέατο, κάτι σαν τις χορεύτριες τα παλιά χρόνια: Ωραίες να τις βλέπεις αλλά ανήθικες να συναναστραφείς πολύ μαζί τους. Το αμέσως επόμενο έγκλημα είναι να σχηματίσεις και κλίκα, να βρεις και άλλους που σκέφτονται όμοια και να «κάνετε ενορία». Ε αυτό πια είναι στάση και επανάσταση. Αλλά αυτό είναι το κριτήριο: Μπορείς να έχεις και εσύ και οι άλλοι ελευθερία και όμως να αγαπιέστε, να συνεργάζεστε, να διαχειρίζεστε την σύγκρουση των εγωισμών σας με τρόπο που προωθεί στην αγιότητα; Όχι να αγαπιέστε ακολουθώντας το σχεδιάγραμμα αλλά να αγαπιέστε λύνοντας τους απρόσμενους κόμπους που φέρνει η ελευθερία (και οι ανάγκες) των ανθρώπων. Αυτό έχω καταλάβει εγώ πως μας λέει ο Χριστός ότι είναι το κριτήριο της παρουσίας του.


Περί ανθρώπου (1)

2-6-2005

1. Ο άνθρωπος είναι ένας satisfier. Δεν αναζητεί συνήθως βέλτιστες λύσεις αλλά κατευθύνσεις ως προς τις οποίες νοιώθει ότι προοδεύει: στην αποφυγή του πόνου, στην ηδονή, στην ανώτερη θέση σε σχέση προς τους άλλους. Έτσι μπορεί να χειραγωγηθεί μέσα από κάθε φύσεως «σχετικώς καλά» (τοπικό μέγιστο) καρότα.

Όμως χάρη στις θεωρητικές έννοιες μπορεί να εποπτεύσει την κατάστασή του και σε ορισμένες περιπτώσεις να νοιώσει καραγκιόζης. Αυτή είναι μεγάλη πηγή προόδου.

2. Η επικοινωνία αφορά συνήθως σε κάποια μορφή γλώσσας. Οι λέξεις έχουν σχέση εικόνας-υποβάθρου (δεν είναι και τέλεια αυτή η αναλογία) σε σχέση προς το πλαίσιο της συνομιλίας. Το πλαίσιο (ως προϋπάρχουσα γνώση, ως συναισθηματική κατάσταση, ως κοινωνική νόρμα) επηρεάζει, καναλάρει (συνήθως ερήμην της συνειδήσεως μας) την κατανόησή μας. Άρα υπάρχει ένα άλλο είδος μη λεκτικής επικοινωνίας το οποίο μπορεί να γίνει μέσω ανταλλαγής επιρροών στα πλαίσια της συζήτησης. Επάγοντας με μη γλωσσικό τρόπο αλλαγές ο ένας στον άλλο στο πλαίσιο με το οποίο σκέφτεται ο καθένας επικοινωνούμε. Όχι με την ακρίβεια των λέξεων μεν αλλά ανασύροντας πληρέστερα τον «εαυτό» έκαστου. Δηλαδή αντί να βρίσκομαι στο τιμόνι και να οδηγώ το αμάξι αλλάζω (με χοντροκομμένο τρόπο) τις διακλαδώσεις και τις στροφές που θα βρει το αυτοκίνητο που οδηγεί κάποιος άλλος στον δρόμο του.

Ίσως η διαφοροποίηση αυτή (δική μου υπόθεση) συνδέεται με την διάκριση αριστερού-δεξιού ημισφαιρίου.

Το ερώτημα είναι αν έχουμε δύο (ή και περισσότερους) ποιοτικά διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας, αυτοί συμβαίνουν παράλληλα ή σε σειρά; Και αν συμβαίνουν παράλληλα τι γίνεται με την ενότητα της συνείδησης του υποκειμένου;

Η γνώμη μου είναι ότι μπορούν να συμβούν παράλληλα και για την ενότητα του υποκειμένου πρέπει να αλλάξουμε λίγο κατανόηση (άγνωστο σε εμένα πώς). Και για να είμαι συνεπής όχι μόνο να αλλάξουμε κατανόησή αλλά και να αποδεχθούμε τους μη λεκτικούς τρόπους «σκέψης» περί του θέματος (μέσα από την κοινωνική συμμετοχή σε τελετουργίες, μέσα από την βίωση του σώματός μας με κατάλληλη άσκηση).

Σκέφτομαι σε σχέση με αυτό ένα παράδειγμα που συζητήσαμε χθες με τον Μάνο: Επιχειρηματολογώ με κάποιον πιστεύοντας ότι έχω δίκιο. Αργότερα κάποιος μου λέει: Ξέρεις θέλεις να του την βγεις του τάδε, θέλεις να τον βάλεις στην θέση του. Εγώ διαμαρτύρομαι. Όμως αργότερα μόνος καθώς μου έρχεται και πάλι στο νου λέω: είχε δίκιο. Πράγματι αν στην θέση του τάδε ήταν ο δείνα θα μιλούσα με πολύ διαφορετικό τρόπο. Συνεπώς αναγνωρίζω ότι καθώς μιλώ υπάρχει και μια στρατηγική η οποία βρίσκεται στα όρια της συνειδητότητάς μου.

Ακόμα πιο εντυπωσιακά αυτή η άλλη στρατηγική μπορεί να υποστεί μαθησιακή μεταβολή. Προσπαθώ (όχι τελείως συνειδητά) να πικράνω κάποιο. Στην ροή του λόγου καταλαβαίνω ότι τον τσούζει το Α. Τότε αλλάζω και προσανατολίζω εκεί τις θέσεις μου. Και αυτό χωρίς να κάτσω συνειδητά και στοχαστικά και να πω: Πώς θα κάνω τον τάδε να πονέσει; Μπορεί κανείς να πει ότι είναι operant conditioning (το είδος που μελέτησε ο Σκίνερ).

Ποια είναι η δομή της συνειδητότητας; Πολύ ενδιαφέρον θέμα. Και παρατηρήστε ότι το τοποθετώ τελείως λεκτικά, όπως με εξαναγκάζει αυτή την στιγμή τον ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που χρησιμοποιώ αλλά και η παιδία μου ως φυσικού επιστήμονος. Μπορώ όμως και να υποδείξω ότι το ίδιο ερώτημα έχει μια άλω μη λεκτική η οποία αυτή την στιγμή έχει χωρισθεί όπως ο χυμός από τον καρπό καθώς πέρασε από την πρέσα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Ίσως γι’ αυτό αισθανόμαστε ότι η ποίηση, ως δραστηριότητα του ανθρώπου στοχεύει στην ουσία των πραγμάτων: επειδή κατορθώνει να δέσει τα δύο τμήματα της επικοινωνίας, η ένωση των οποίων είναι μη ελέγξιμη από τον νου μας. Δημιουργεί ένα θαύμα: Μπορούμε να δούμε τις επιρροές, να τις νοιώσουμε μέσα μας. Νοιώθουμε ότι θα έπρεπε να καταλαβαίνουμε το πώς συμβαίνει το δέσιμο αφού γίνεται μπροστά στα μάτια μας αλλά την στιγμή που ο νους μας πάει να υλοποιήσει την κατανόηση και να πατήσει με μπότα κατακτητή μέσα, νοιώθει σαν να ξύπνησε από ένα όνειρο και αίφνης αντί για πάνοπλος στρατηλάτης είναι γυμνός.

3. Ποιο είναι το βαθύ υπόβαθρο της περί δικαίου και αξιών σκέψης του ανθρώπου; Εγώ νομίζω ότι είναι το εξής:

α) Νοιώθουμε βαθιά μέσα μας ότι μας χρωστούν την ευτυχία, γι’ αυτό είμαστε και το μόνο ζώο που διαμαρτύρεται για την μοίρα του.

β) Ζητούμε λογαριασμό προς ???? για όσα συμβαίνουν συνολικά στην ζωή μας με τρόπο που συντονίζεται με τον τρόπο κατανόησης του ποιοι είμαστε. Η ικανότητά μας να εποπτεύουμε την ζωή μας στο σύνολό της είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή την λειτουργία της επικοινωνίας προς???? Η βίωσή μας του ??? και η βίωση του εαυτού μας είναι άρρηκτα δεμένες.

γ) Νοιώθουμε ότι είμαστε ίσοι με πολλούς άλλους ανθρώπους. Αν υποφέρουν με τρόπο που ξεφεύγει από την ίση μοιρασιά εξεγειρόμαστε.

δ) Η εκτροπή από την ισότητα απαιτεί να δοθεί λόγος

Μπορεί κανένας να πει ότι «εγώ είμαι ηρωικός και θεωρώ όλα τα παραπάνω ατυχήματα της βιολογικής εξέλιξης του είδους άνθρωπος». Η γνώμη μου είναι ότι μπορεί να το πει αλλά συχνά οι άνθρωποι το κάνουν αυτό με ένα βίωμα αυτοδικαίωσης (το οποίο αντλεί ισχύ ακριβώς από αυτό το οποίο υποτίθεται ότι υπερβαίνουν). Επίσης η γνώμη μου είναι ότι δεν είναι η «επιστημονικά επιβεβλημένη θέση» αλλά μια θέση που πέρα από την ισχύ της «έχει καβαλήσει το καλάμι» όσο αφορά την σχετική της θέση στον κόσμο των προσεγγίσεων για την ζωή.

4. «Η Αγάπη διώχνει τον φόβο». Μένω με το στόμα ανοικτό. Πόσα επίπεδα ερμηνείας έχει αυτή η φράση!! Από την παρηγοριά της μάνας μέχρι τον παιγνίδι ανάμεσα σε σκοπούς, οφειλές, νόημα της ζωής. «Μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε». Από κάτι σαν καλή συμπεριφορά μέχρι της συνειδητοποίηση της πτώχευσης της δυνατότητάς μας να κατανοούμε και τις παροδικότητας και αλλαγής στην γνώση!

Ξέρω ότι θα μου πείτε ότι αντιφάσκω. Αφού θεωρώ ότι όπως για να καταλάβεις την επιστήμη του 17ου αιώνα είναι σαν να μαθαίνεις ποίηση σε μια ξένη γλώσσα, πόσο μάλλον το να νοιώσεις το ευαγγέλιο ή τα αρχαία κείμενα. Και όμως υπάρχουν κομμάτια που μοιάζει να αλλάζει το συνοδευτικό νόημα στον χρόνο και να έρχονται σαν γροθιά μέχρι σήμερα. Τι να κάνω; Αποδέχομαι την αντίφασή μου επειδή δεν βλέπω τι να κάνω αλλιώς.

Συμπέρασμα: ο Θεός παίζει μαζί μας και παίζει με αγάπη και με κάποιο ασύλληπτο τρόπο τα μαρτύρια των μαρτύρων, η ηθική παγίδευση του μοντέρνου Δυτικού ανθρώπου (στην θέση του καλών διαθέσεων πλουσίου ενώπιον εκατομμυρίων Λαζάρων), η ζωή στον Τρίτο Κόσμο, είναι κομμάτι αυτού του παιγνιδιού.

Και τότε γιατί ασκούμαστε;

Και πώς γίνεται να μην ασκούμαστε;

Στο σημείο αυτό τα όριά μου κτυπούν την πόρτα και με καλούν «στο πρόγραμμα»


Περί ανθρώπου (2)

3-6-2005

Όταν μια κοινωνία θεοποιεί τον αλγοριθμικό έλεγχο των πραγμάτων τότε δημιουργείται ένα περιθώριο. Μια κοινωνία που αγαπά την επιβίωσή της κάνει ότι δεν το βλέπει, το γκετοποιεί, το κρύβει κάτω από το μπλάνκο του κακού. Ο άνθρωπος που ξεφεύγει από το πρόγραμμα, προκειμένου να μην συντριφθεί από τα γρανάζια ενός καθώς πρέπει καθημερινού παιγνιδιού αναζητά φωλιά στα όρια με το «περιθώριο». Αν το «περιθώριο» εκραγεί έχουμε την ανομία. Αν η καθώς πρέπει κοινωνία εκραγεί εξαφανίζοντας το «περιθώριο» έχουμε την κοινωνία των ψευδών εαυτών. Αν το όριο εκραγεί τότε ίσως έχουμε την εκκλησία (μια υπόθεση κάνω). Αν αυτά είναι ορθά, τότε ο άνθρωπος πουν ασκεί σωστά την εξουσία θα είναι αναγκαστικά ηθικά αμφιλεγόμενος (και όχι ο ηθικά τέλειος όπου η κάθε του απόφαση και ενέργεια μπορεί να αποδειχθεί ορθή με την ακρίβεια θεωρήματος).

Κάθε κοινωνικός οργανισμός που θέλει να διατηρήσει την ταυτότητά του μέσα στον χρόνο αναγκάζεται να σεβαστεί περιορισμούς για τους οποίους φροντίζουν να μας πληροφορήσουν κάποιες από τις φυλές των κοινωνιολόγων. Ίσως οι περιορισμοί χαλαρώνουν αν πεις: «Να, τα έσχατα φτάνουν». Όμως αν αρχίσει να δημιουργείται το βίωμα της καθυστέρησης («μα που είναι επιτέλους αυτά τα έσχατα;») τότε μάλλον η διατήρηση της ταυτότητας αρχίζει να πιέζει να γίνουν σεβαστοί κάποιοι περιορισμοί οι οποίοι «παγώνουν» συγκεκριμένους ρόλους και την σχετική εξουσία και δημιουργούν τις συνθήκες για κούφια παιγνίδια. Εναλλακτικά:

Α) Να αφήσει κανείς το ζήτημα της ταυτότητας; (Δεν μας νοιάζει ποιος θα λέει ότι είναι Χριστιανός)

Β) Να υπάρχει ένας κυλιόμενος ορισμός ταυτότητας ώστε διαρκώς να βρίσκεται κανείς μεταξύ γεννήσεως και εσχάτων; (γίνεται αυτό;)

Γ) Κάτι άλλο;

Όπως και να έχει, την στιγμή που θα συνειδητοποιήσουμε την προσωπική μας ευθύνη (σε εκείνες τις κοινωνίες που δίνουν τα νοητικά εργαλεία για να σχηματιστεί αυτή η στάση στον νου μας) στην ζωή, δεν είμαστε τα αυτόνομα άτομα τα οποία δημιουργούν αθροιστικά της κοινωνία.

Θα χρησιμοποιήσω μια μπερδεμένη αναλογία-υπόθεση από την Φυσική:

Είμαστε φτιαγμένοι από «κοινωνιο-υλικό» όπως τα κύματα της θάλασσας από νερό. Αλλά είμαστε και σαν το windsurfing: Το σώμα μας που κινείται από τον άνεμο της φυσικής πραγματικότητας. Και είμαστε και σαν τα «ψευδοσωμάτια» που δημιουργούνται πάνω στον κρύσταλλο (που τώρα τον ταυτίζω με την θάλασσα και με το κοινωνιο-υλικό) και κατευθυνόμαστε προς τις ατέλειες του κρυστάλλου (της κοινωνίας), ατέλειες που υπαγορεύονται από την φύση των πραγμάτων και άρα έχουν νόημα και είναι σαν μηνύματα. Σε αυτές τις κρυσταλλικές ατέλειες (όπως από το χάσμα στο μαντείο των Δελφών) δημιουργούνται οι συνθήκες ώστε η προσευχή να μπορεί να δεχθεί την πληροφορία.

Δεν έχει λοιπόν νόημα να αγωνίζεται κανείς ιδίοις χερσί να επανα-θεμελιώσει τον κόσμο σε βάσεις δικαίου. Δεν έχει δοθεί στον άνθρωπο τέτοια ισχύς.


Ελεύθερος

4-6-2005

Λέει ο άνθρωπος: Θα αποτραβηχτώ και θα ξεκινήσω την ζωή μου και πάλι από την αρχή ελεύθερος και χωρίς τους κοινωνικούς καταναγκασμούς. Όμως σε χρόνο ελάχιστο για την ροή της κοινωνίας θα βγουν οι ανάγκες και οι επιθυμίες του, και αναζητώντας να τις ικανοποιήσει (για να επιβιώσει βιολογικά και ψυχολογικά) θα αναγκαστεί να περπατήσει στους δρόμους που (ακόμα και από αδράνεια) ακολουθούν οι γύρω του. Είναι περίεργο που οι πιο σκληροί καταναγκασμοί, τόσο αργοί στο να αλλάξουν μοιάζει να είναι φτιαγμένοι από αέρα, από μια πνοή. Ατσάλινες αλυσίδες φτιαγμένες από αέρα.

Και εδώ μιλάμε για εκείνα που μπορεί να βιώσει και να συλλάβει. Δεν αγγίζουμε καν τα όσα δεν του περνούν ούτε καν από τον νου να τα σκεφτεί κριτικά.

Και ακόμα περισσότερο η λειτουργία αυτή «τρέχει» με διαφορετικό τρόπο σε διαφορετικές εποχές.

Νομίζω ότι αυτά είναι ζητήματα που πρέπει να τα βιώσει κανείς πολύ καλά μέσα του προτού μιλήσει πχ για την ζωή των Χριστιανών στο Βυζάντιο ή την «βεβαιότητα της γνώσης της επιστήμης».

Όσοι από εμάς ξεκινήσαμε από τις Φυσικές Επιστήμες πρέπει να κάνουμε μια ιδιαίτερη προσπάθεια επειδή η εκπαίδευσή μας μάς μαθαίνει να εστιάζουμε έντονα στην εικόνα και όχι στο υπόβαθρο. Θεωρούμε το υπόβαθρο απόλυτο και έχουμε μεγάλη πείρα από τις αλλαγές των εικόνων και τα φαινόμενά τους. Έχουμε όμως λίγη πείρα από τις αλλαγές στο υπόβαθρο και τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό για το σύνολο. Οι άνθρωποι που έρχονται από μια καλή εκπαίδευση στις ανθρωπιστικές επιστήμες είναι πολύ πιο ευαίσθητοι στις αλλαγές υποβάθρου και γι’ αυτό συχνά έχουν καλύτερη επαφή με την αντιφατικότητα και την πολυπλοκότητα του εγώ τους.

Με την ευκαιρία ένα Αμερικάνικο ανέκδοτο:

Οι άνθρωποι της Τέχνης είναι ενδιαφέροντες άνθρωποι με αδιάφορες ιδέες

Οι άνθρωποι της Επιστήμης είναι αδιάφοροι άνθρωποι με ενδιαφέρουσες ιδέες.

Νομίζω σχετίζεται με αυτά περί εικόνας και υποβάθρου.

Σας στέλνω και ένα ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου άρθρο.

http://projects.isss.org/Main/CWestChurchman


Για γέλια και για κλάματα

5-6-2005

Κάποιες γυναίκες κατηγορούν το Απόστολο Παύλο σχετικά με το ότι δεν επέτρεπε σε γυναίκες να διδάσκουν στην εκκλησία. Η διοίκηση της εκκλησίας διόρθωσε αυτό το σφάλμα με το να μην επιτρέπει σε κανένα λαϊκό να συζητά με κύρος στην εκκλησία εκτός και αν είναι εξασφαλισμένο ότι θα πει «με δικά του λόγια» μια συγκεκριμένη κατηγορία πραγμάτων

Η σχέση της διοίκησης της εκκλησίας με τους λαϊκούς μοιάζει με ένα παρατεταμένο πραξικόπημα όπου η δικτατορία όλο και λέει να περάσει προς την δημοκρατία και όλο και ο λαός της την απογοητεύει. Να συμμετέχουν οι λαϊκοί αλλά εκφράζουν ρε παιδί μου κάτι άσχετες γνώμες! Χώρια που ζούνε πώς ζουν.

Η εκκοσμίκευση βολεύει και το να μένουν τα πράγματα ως έχουν. Γιατί σκεφτείτε οι σύγχρονοι άνθρωποι, που έχουν συνηθίσει να ζητούν τον λόγο, που έχουν συνηθίσει να έχουν ευθύνες και εξουσία να αποφάσιζαν ξαφνικά μαζικά ότι η Ορθοδοξία έχει βαθύτερο νόημα για την ζωή τους και να συνέρρεαν στην ενοριακή ζωή; Ενώ τώρα που την θεωρούν ένα κομματάκι του παζλ της ζωής τους είναι όλα περισσότερο εύτακτα

Κάποτε έβλεπα τους Καθολικούς στο Μεξικό και έλεγα. Βρε για κοίτα. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν ένα ethnic χριστιανισμό, με όλα αυτά τα περίεργα επιπλέον χαρακτηριστικά. Διαβάζοντας για τον ιδιαίτερο ρόλο της οικογένειας στην Ελλάδα (πώς για παράδειγμα στην εσωστρέφειά της η Ελληνική οικογένεια θα εμποδίσει ισχυρά το παιδί που θα ρισκάρει για ένα ιδανικό και θα το γαλουχήσει μάλλον με το βόλεμα και τον εύκολο Χριστιανισμό) συνειδητοποιώ πόσο ethnic είναι και ο δικός μας Χριστιανισμός

Στην Δύση η εξουσία και οι διάφορες μορφές της έχει μελετηθεί σε μεγάλο βάθος. Και μάλιστα πολύ πέρα της υπεραπλούστευσης ότι κάθε εξουσία είναι κακή, ελευθερία για όλους κλπ. κλπ. Ο Habermas δίνει σημασία στον «ιδανικό διάλογο». Αναφέρω τις συνθήκες αυτού του διαλόγου. Παρακαλώ σκεφτείτε ότι βρίσκεστε σε μια συνάντηση ζευγαριών με τον ιερέα της ενορίας (ή και συνάντηση νέων) και ενώ γίνεται η συζήτηση προσπαθείτε να δείτε αν πληρούνται αυτοί οι όροι: All participants should have the same chance to initiate and perpetuate discourse and to put forward, call into question, and give reasons for and against statements, explanations, interpretations and justifications. All the participants must have the same chances to express their attitudes, feelings, and intentions and to command and to oppose and to forbid (φανταστείτε την περίπτωση να διακόπτει λαϊκός τον ιερέα επειδή π.χ. επαναλαμβάνει πάλι κάτι το οποίο ανέφερε προηγουμένως) and so forth... unequal chances to participate in dialogue or unequal distribution of power can lead to false consensus. Αυτό το false consensus, η εσωτερική λογοκρισία που μας κάνει να λέμε τα πέντε πράγματα «που λέγονται στην α περίσταση» δεν χαρακτηρίζει συχνά τον διάλογό μας; Ή όταν σε μια επαναλαμβανόμενη τέτοια συζήτηση ταυτίζεται πάντα ο ρόλος του προέδρου της συζήτησης με το πρόσωπο κληρικού, δεν είναι αυτό ένα καραμπινάτο καμπανάκι ότι οι συνθήκες του διαλόγου είναι περίεργες;

Σε ένα σχολείο δεν είναι δυνατό όλοι οι εκπαιδευτικοί να έχουν μια πολύ βαθιά κατανόηση της παιδείας και μια διαρκή σχέση μαθητείας ως προς αυτήν. Ωστόσο αν έχουν την κατάλληλη στάση μπορούν στηριζόμενοι σε παραδόσεις αλλά και στην συναλλαγή με ανθρώπους που έχουν αυτή την ιδιαίτερη σχέση με την παιδεία να τα καταφέρουν πάρα πολύ καλά. Συνεργαζόμενοι και βάζοντας τις δυνάμεις τους, όχι υπακούοντας δουλικά. Ίσως όμοια είναι δικαιολογημένο να υπάρχουν άνθρωποι στην εκκλησία που έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό και αυτό να επιτρέπει και σε άλλους πιστούς να αποδώσουν πολύ περισσότερο από όσο θα δικαιολογούσαν οι ατομικές τους ικανότητες.

Η λύση του επισκόπου μοιάζει με την λύση του διευθυντή του σχολείου. Μάλλον υπάρχουν συστημικοί λόγοι που ωθούν σε τέτοιες οργανώσεις. Όμως δεν υπάρχει λόγος για την αποκλειστική ταύτιση του ουσιαστικού με τον θεσμικό ρόλο, αυτό μάλλον θεωρείται ως historical contingency. Και δεν μπορεί να αντικατασταθεί η προσπάθεια του συνολικού εαυτού μου από την εκτέλεση αλγορίθμων (σειρά εντολών).

Αυτό που βρίσκουμε σήμερα ως συνήθεια στην εκκλησία μας είναι ότι ως οργανισμός η εκκλησία δεν αναγνωρίζει τον κριτικό αναστοχασμό των λαϊκών στα ζητήματα της πίστης, της λατρείας, της διοίκησης. Όταν τον συναντά τον κατηγοριοποιεί ως αίρεση. Μπορεί μεμονωμένοι ιερείς να ακολουθούν διαφορετική στάση. Και επειδή οι άνθρωποι δεν κατανοούμε συνήθως πώς λειτουργούν τα κοινωνικά φαινόμενα και νομίζουμε ότι κάθε κοινωνική οντότητα είναι απλά συλλογή ατόμων τα οποία και την ελέγχουν τελικά, νομίζουμε ότι αυτό είναι αρκετό ή ότι είναι σημάδι αλλαγής. Όμως σε επίπεδο οργανισμού λειτουργούν νόρμες που κάνουν τα μεγάλα κύματα της θάλασσας να καταλήγουν ως παφλασμός στην παραλία αφήνοντας την ακτογραμμή ίδια όπως πριν. Παγώνοντας κάποια σημεία του όλου αυτού κοινωνικού σχηματισμού και καθιστώντας τα απρόσιτα ως ιερά εισάγουμε περιορισμούς στην λειτουργία του οργανισμού οι οποίες προσδιορίζουν (έμμεσα) ποιες δράσεις σε επίπεδο προσωπικών αλληλεπιδράσεων θα υποστούν ισχυρή απόσβεση και ουσιαστικά θα χαθούν όταν πάνε να σηκώσουν κεφάλι σε επίπεδο οργανισμού.

Ομολογώ ότι όσα σας γράφω παραπάνω, τα γράφω ως μαθητευόμενος μάγος. Γιατί εγώ δεν είμαι κοινωνιολόγος. Μπορώ όμως να καταλάβω από τις γνώσεις που έχω ότι ένας καλός κοινωνιολόγος θα μπορούσε να κοιτάξει πολύ βαθιά και αποκαλυπτικά στα τεκταινόμενα στην εκκλησία και στις ενορίες. Το λυπηρό είναι ότι στον καθρέφτη αυτό η διοίκηση της εκκλησίας δεν μας καλεί καν να κοιταχτούμε (κι ας δείξουμε μετά αφού είμαστε τόσο σπουδαίοι ότι τα όσα λέει δεν ισχύουν για εμάς).


Δίαυλοι

6-6-2005

Σάς έπρηξα, αλλά θα το πω.

Κάθομαι στο γραφείο και βλέπω τους χιλιάδες τρόπους που καναλάρεται η ζωή και η σκέψη μου. Και καναλάρεται με πολύ διαφορετικούς τρόπους από αυτούς με τους οποίους καναλαρόταν (και όντως καναλαρόταν) ο Βυζαντινός και λέω: Πώς θα κριθώ; Εννοώ ότι θα ήταν μια φοβερά μεγάλη τιμή να μου πουν ότι θα κριθώ. Θα σήμαινε ότι έχω τόση πολλή ελευθερία. Αλλά ποια ελευθερία; Το σύμπαν που μπορώ να συλλάβω είναι ένα ελάχιστο στο σύμπαν της (ανθρώπινης) πραγματικότητας. Η νόησή μου είναι δεμένη με χίλιες δύο αλυσίδες διαφόρων μεγεθών (για να μην πω φτιαγμένη). Και έρχομαι και παριστάνω το σπαρασσόμενο από τις δυσκολίες της ελευθερίας άτομο. Μαλώνουν οι αλυσίδες μου και εγώ νομίζω ότι έγινα λεύτερος. Ή μαλώνουν οι αλυσίδες μου με τις πνοές στο σώμα μου (λες και έχω εκεί έλεγχο).

Μοιάζει με το παράδοξο του Ζήνωνα αναφορικά με το βέλος: Είμαστε διαρκώς ελεύθεροι επειδή διαρκώς έχουμε πρόσβαση στον Θεό. Αλλά όχι «συνειδητά ως εγώ». Κάθε φορά που παίρνουμε μια συνειδητή θέση «ως εγώ» τότε βιώνουμε την απουσία της ελευθερίας μας (όπως το βέλος σε ένα στιγμιότυπο είναι ακίνητο). Όπως το βέλος κινείται «ανάμεσα στα στιγμιότυπα», είμαστε και εμείς ελεύθεροι όταν βρισκόμαστε ένα βήμα πέρα από την συνειδητή μας βούληση.

Αν ο στόχος μας είναι η μετοχή στον Θεό, τότε δεν μπορεί να υλοποιηθεί ακολουθώντας εντολές με τον ίδιο τρόπο που θα τις ακολουθούσαμε, αν π.χ. χτίζαμε ένα γεφύρι. Επειδή κάνοντάς το αυτό δεν είναι δυνατό να βγούμε έξω από την ανελευθερία, έξω από τον νόμο. Η κίνηση έξω από την ανελευθερία δεν μπορεί να περιγραφεί με τον όρο «βούληση» επειδή η βούληση μας επιτρέπει να κινούμαστε μόνο μέσα στον χώρο της έλλειψης ελευθερίας· όπως δεν μπορείς με μια αδιαβατική διαδικασία να βγεις έξω από την αρχική σου επιφάνεια σταθερής εντροπίας. Όμως λέμε: αφού σαφώς είναι αλλαγή τότε κάποιος την θέλησε: ή εσύ ή ο Θεός. Ίσως οι εκφράσεις περί των ποσοστών συμβολής Θεού και ανθρώπου στην προσπάθεια για θέωση να θέλουν να πουν ότι οι έννοιες που πάμε να μεταφέρουμε από τον κόσμο της βούλησης δεν περιγράφουν το τι γίνεται εκεί.


Βάζοντας τον εαυτό μου στην θέση του

7-6-2005

«Ας το ομολογήσουμε Λο! Αυτοί οι τρεις άντρες μας ξεπερνούν σε μόρφωση, σε προσόντα, σε πείρα... Εάν τους υποβάλαμε ερωτήσεις απευθείας, θα ήτανε σαν να βαδίζουμε προς την καταστροφή εσύ και εγώ. Εάν πάλι δοκιμάζαμε να τους στριμώξουμε με πλάγια μέσα, χρησιμοποιώντας τα γνωστά τεχνάσματα του επαγγέλματος, δεν θα είχαμε κανένα όφελος. Πρόκειται φίλε μου για άτομα υπέρτατης νοημοσύνης, αυτοπειθαρχημένα, ψημένα στη ζωή!» Από το βιβλίο του Robert Van Gulik, Δολοφόνοι και Ποιητές

Μου φαίνεται ότι τα ζητήματα που συχνά με απασχολούν είναι δυσκολότατα. Και σε φάσεις αυτοσαρκασμού λέω στον εαυτό μου: Πού πας βρε κακομοίρη; Σκέψου ότι για τα ίδια ζητήματα σκέφτονται και γράφουν άνθρωποι που:

Α) έχουν επιλεγεί ως άριστοι από τεράστιες δεξαμενές ταλέντων σε κοινωνίες με πολύ ανώτερο μορφωτικό επίπεδο όπου από πολύ μικρά τα παιδιά έχουν και ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν μέσα και να έλθουν σε επαφή με ανθρώπους πολύ ανώτερα από αυτά με τα οποία ήλθα εγώ. Δηλαδή είναι ανώτεροι και κατά την αρχική κατάσταση και κατά τις συνθήκες που τους ωρίμασαν

Β) δραστηριοποιούνται μέσα σε κοινωνίες οι οποίες υπερέχουν της Ελληνικής ως προς την δημιουργικότητα, την πολυπλοκότητα και το εύρος των εμπειριών, κοινωνίες που δεν είναι ουραγοί αλλά δημιουργούν (και έχουν συνείδηση ότι το κάνουν) την πορεία του κόσμου

Γ) δουλεύουν μέσα σε Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ανώτερης ποιότητας, με έντονη λειτουργία της αξιοκρατίας, με εξαίρετες πηγές πληροφόρησης, με εξαίρετες ευκαιρίες διαθεματικού cross fertilization, όπου τους παρουσιάζονται προς λύση πραγματικά νέα προβλήματα από την κόψη της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας

Δ) και έρχονται σε επαφή με ανθρώπους του ίδιου βεληνεκούς και μάλιστα υπό νόρμες που υποστηρίζουν την συνεργασία πολύ ανώτερες των δικών μας

Δεν είμαι πολύ δικαιολογημένος να πω: «Που πας ρε κακομοίρη! Κάτσε στα αυγά σου βρε ταλαίπωρε που θα νομίσεις εσύ ότι θα προχωρήσεις τα πράγματα. Για ξεκαβαλίκεψε το καλάμι. Στην καλύτερη περίπτωση να ελπίζεις να κάνεις μια εκλαΐκευση της προκοπής για κατανοήσεις που θα έχουν συλλάβει αυτοί οι άλλοι οι οποίοι είναι οι «επιλεγμένοι» των ανώτερων κοινωνιών του κόσμου αυτού»;

Και τι δικαιολογίες να παρουσιάσω για να θωπεύσω τον εαυτό μου; Μήπως δεν μπορώ ακόμα και εγώ να σκεφτώ τα επιχειρήματα που τις καταρρίπτουν;

Τι θράσος και αυτό να παριστάνω ότι μπορώ να προσφέρω εγώ κάτι το ιδιαίτερο!

Πόσο μπορεί να τυφλώνεται κανείς από την δίψα των χειροκροτημάτων!


Δυο σκέψεις δικές μου και μια κλεμμένη

8-6-2005

1. Όπως μας τρέφουν τα επιτεύγματα των αρχαίων μαστιζόμαστε δυστυχώς από την άλλη από την αδυναμία τους να συλλάβουν και να αποδεχθούν το ασυνείδητο στις διάφορες μορφές του. Αποδέχομαι το ασυνείδητο σημαίνει αποδέχομαι την πρακτική ζωή, ότι αναγνωρίζω ότι δεν μπορώ να φτιάξω μια τέλεια αναπαράσταση του κόσμου με νοητικά σχήματα (είτε αυτά λέγονται Πλατωνικές ιδέες, είτε είναι τα άτομα του Δημόκριτου). Το ευλογημένο φως του τόπου μας είναι και μια κατάρα που μας κάνει να νομίζουμε ότι ο κόσμος είναι τελικά απόλυτα ορατός, μπορεί να ξεγυμνωθεί με απόλυτη ακρίβεια στο όμμα του νου.

Αυτή η λανθασμένη προσέγγιση των πραγμάτων συνδέεται με τον κατά βάση νομίζω υγιή εγωισμό μας (ότι θέλουμε μια προσωπική σχέση με το Θείο, ότι θέλουμε να διατηρήσουμε την ευθύνη για το πολύτιμο δώρο της κρίσης που μας δίνει ο Θεός) και καταλήγει να ενισχύσει ένα νοσηρό εγωισμό (η Αλήθεια μπορεί να είναι δική μου, δεν έχω ανάγκη τους άλλους). Αυτό μας εμποδίζει να νοιώσουμε στο πετσί μας ότι «εκτός του αμπελώνος» όσο ωραίο κι αν μοιάζει αρχικά το τσαμπί μας, του μέλλεται να μαραζώσει. Η ιδέα «εγώ τα έχω βρει με τον εαυτό μου» και από κει και πέρα πορεύομαι είναι μια ψευδαίσθηση. Μπορεί να μοιάζει άδικο που είναι έτσι τα πράγματα (γιατί να την πληρώνω εγώ για την τεμπελιά των άλλων, γιατί να εξαρτώμαι εγώ από την καλή θέληση των άλλων), αλλά φοβάμαι ότι σε μεγάλο βαθμό είναι έτσι: το άτομο από μόνο του είναι ημιτελής οντότητα και γίνεται πρόσωπο σε κάποιο «αμπελώνα».

Επίσης είναι μια προσέγγιση η οποία τρέφει τον φανατισμό σε κάθε μορφή του, από την θρησκευτική μισαλλοδοξία μέχρι τον φανατισμό της «πολιτικής θρησκείας» (με ευαγγέλιο το σύνταγμα): αντί να ακούσουμε την ζωή αγωνιζόμαστε διαρκώς να την φέρουμε στα μέτρα του φαντάσματος της τελειότητας που σχηματίζουμε στον νου μας (την ιδανική κοινωνία των πιστών ή την ιδανική κοινωνία των πολιτών)

Τέλος η υπεροχή στην ρασιοναλιστική γνώση (αποκτημένη στο εξωτερικό) είναι ένα πολιτικό εργαλείο με το οποίο επανειλημμένα ομάδες Ελλήνων έχουν επιχειρήσει να επιτύχουν και να δικαιολογήσουν το να εξουσιάζουν πολιτικά επί άλλων Ελλήνων των οποίων η όποια γνώση (συχνά tacit) υποβαθμίζεται στα πλαίσια του πολιτικού παιγνιδιού σε σκουπίδι προς σάρωση.

Από αυτή την σκοπιά ως Νεοέλληνες είμαστε πολύ καλύτερα από τους αρχαίους

2. Οι πιθανότητες μιας ικανοποιητικής εκκλησιαστικής ζωής τσακίζονται αφενός από την μάστιγα της στρεβλής σχέσης με την γνώση όσων ιερέων δεν καταφέρνουν να ειρηνεύσουν με το γεγονός ότι προέρχονται συχνά από κατώτερες στην ισχύ κοινωνικές τάξεις (των οποίων τις αξίες και εκφράζουν συχνά επηρεαζόμενοι από κοινωνικούς μάλλον παρά θρησκευτικούς παράγοντες) και έχουν αρκετά ελλιπή επιστημονική γνώση σχετικά με τον κόσμο. Και όμως άνθρωποι μικρής κοσμικής μόρφωσης που κατάφεραν να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση χωρίς να βγάλουν κόμπλεξ έχουν δείξει πώς γίνεται. Αφετέρου τσακίζονται από την μάστιγα των χριστιανών επιστημόνων που έχουν βολέψει την ζωή τους σε ένα «πρόγραμμα», όπου τα κοσμικά χειροκροτήματα συνδυάζονται αρμονικά με τα «φιλήματα των Φαρισαίων στην αγορά» και την ιδιαίτερη θέση που βλέπουν να απολαμβάνουν οι ίδιοι και η οικογένειά τους στο μικρο-σύστημα της ενορίας. Οι δύο αυτές ομάδες νομίζουν ότι τους συμφέρει η συντήρηση του status quo, οι μεν γιατί φοβούνται ότι ο ανοιχτός διάλογος μπορεί να τους στερήσει το κύρος της θέσης τους ως ιερέων (σημαντικό στοιχείο για τον αυτοσεβασμό τους) και οι δεύτεροι γιατί η Χριστιανική θρησκευτική ζωή ανατρέπει την σιγουριά του «προγράμματος» και τις φαντασιακές απολαύσεις που προσφέρει η αίσθηση της κοινωνικής επιτυχίας.

Και η κλεμμένη σκέψη (Από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο): We must hang together, Or we shall all hang separately...


Μονόλογοι

9-6-2005

Αρχαίος Έλληνας: Η χαρά της επιστήμης βρίσκεται στην καθαρή θέαση την αλήθειας. Μετά από αυτό μπορείς να πεις: «Δεν με νοιάζει να πεθάνω»

Σύγχρονος Επιστήμονας: Η χαρά της επιστήμης βρίσκεται στην πλοήγηση στις αφρισμένες θάλασσες της πραγματικότητας. Όταν έλθει η ώρα σου, πλήρης εμπειριών μπορείς να φύγεις από τον κόσμο.

«Ασκητής» : Η χαρά της επιστήμης ολοκληρώνεται στην καλή αλλοίωση του εγώ στην οποία μπορούν να συμβάλουν, αν ασκηθείς με τέτοιο σκοπό με αυτές, οι αναπαραστάσεις και οι πρακτικές της επιστήμης. Η ελπίδα για το τέλος της ζωής αφορά στην εμπιστοσύνη και όχι στην πληρότητα.

Ο νους μας είναι γεμάτος από άγνοιες (γιατί κατάλαβα; Γιατί γέλασα; Έτσι!), από τυφλότητες (τώρα είμαι αγχωμένος και ο τρόπος που σκέφτομαι και οι ιδέες που περνούν από τον νου μου είναι τελείως διαφορετικές από όταν είμαι ήρεμος! Όμως μόνο έμμεσα μπορώ να το συνειδητοποιήσω αυτό. Δεν νοιώθω άμεσα ότι τώρα που είμαι αγχωμένος κάποιος μάντρωσε τον νου μου σε ένα στενότερο περίβολο, σαν την σκοτεινή κηλίδα του ματιού το αόρατο που δεν φωνάζει βιώνεται ως ανύπαρκτο).


Το μεταγνωσιακό ασυνείδητο

10-6-2005

Ένας πολύ ενδιαφέρον τέτοιος περιορισμός έχει να κάνει με ένα σύνολο αποφάσεων που παίρνουμε in the twilight zone of consciousness και που δείχνουν το πόσο διαρκής είναι η μέριμνά μας για μια σειρά μεταβλητών (τις παρακολουθούμε με την εμμονή ηδονοβλεψία). Αντιγράφω:

When I talk to someone, or talk about him, I cannot help visualizing the particular type of relationship (casual, formal, obligatory, official) between that person and myself; involuntarily I think not only of his possible action towards myself, but also of his age, sex, rank and social background; all these considerations may affect my choice of expressions and lead me to avoid what might discourage, offend or hurt. If need be, my language becomes reserved and prudent; it becomes indirect and euphemistic, it slides over the surface instead of insisting... The pressure of the socially qualified objective situation is such that, through the mediation of bodily mimesis, a whole way of speaking, a type of joke, a particular tone, sometimes even an accent, seem to be objectively called for by certain situations, and conversely, quite excluded from others, whatever efforts are made to introduce them.

1. Εγώ όταν διαβάζω ένα τέτοιο κείμενο αισθάνομαι σαν να έξυνα την μύτη μου και ξαφνικά να συνειδητοποιώ ότι με δείχνει η τηλεόραση. «Ωχ μεγάλε» λέω, «μας έπιασαν στα πράσα»

2. Στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, όπου μελετητής και μελετώμενο συντονίζονται, μπορεί να δει κανείς βαθιά την φύση των επιστημονικών ιδεών. Ο κοινός νους, η λογοτεχνία, ποικίλες θεωρίες, έχουν καταστήσει ορατά πληθώρα από νοητικά κατασκευάσματα. Αλλά ο νους μας δεν έχει την εποπτική ικανότητα απλά και μόνο νοώντας τα να διακρίνει ποια είναι θεμελιώδη και μπορούν να αποτελέσουν κομμάτια σε μια πολυ-παραγοντική εξήγηση και ποια είναι αχυράνθρωποι, μαριονέτες που άγονται και φέρονται και άρα μπορεί κανείς να τα αφήσει απέξω. Στον χώρο της εξήγησης και της ερμηνείας στα φαινόμενα των ανθρωπιστικών επιστημών ο νους μας έχει τις φυσικές τάσεις μιας «εύκολης» γυναίκας ή ενός αδιάκριτου γυναικά. Κατά αναλογία με τις Φυσικές Επιστήμες προσπαθεί κανείς να συμμετάσχει στην οργάνωση των εννοιών και των φαινομένων ώστε να δημιουργηθούν συμπλέγματα που να παρουσιάζουν ιδιαίτερη ανθεκτικότητα στον χρόνο (κάτι σαν να ψάχνει κανείς σωμάτια με μεγάλο χρόνο ζωής). Αλλά είναι πολύ δύσκολο και θέλει πολύ πιο εκτεταμένη αυτοπειθαρχία και δουλειά του ερευνητή με τον εαυτό του και τα όριά του από ότι απαιτούν οι φυσικές επιστήμες.


Η πολιτική ως άγνωστος χώρος

10-6-2005

Σε τι άγνοια μας μεγαλώνουν! Σιγά-σιγά συνηθίζω να βλέπω την εικόνα των «αγνών» πολιτών που εξεγείρονται για τα δίκια τους, κάποιοι υπερθεματίζουν και τους πείθουν να ζητήσουν ακόμα περισσότερα, και αυτοί γλυκαίνονται και χιμούν και ύστερα σπάζουν τα μούτρα τους. Χωρίς άσκηση και αυτοπεριορισμό πολιτική ισχύς δεν αποκτιέται. (Ένα πολιτικό μάθημα από τους Καλβινιστές)

Σκέφτομαι τους ανθρώπους που μεγαλώνουν μέσα στην εξουσία, που από μικρά παιδιά μαθαίνουν τους τρόπους της εξουσίας, γνώση έκδηλη αλλά και άδηλη, άλλοτε ποτισμένη στο πετσί του ανθρώπου και άλλοτε αποτυπωμένη σε ένα μεγάλο δίκτυ γνωριμιών χτισμένων γενιά τη γενιά. Και έρχεται μετά ο ταλαίπωρος ερασιτέχνης κραδαίνοντας το «δίκιο του λαού» για να σπρώξει και αυτός το μαγγανοπήγαδο που νομίζει ότι πάει να σταματήσει.

Λένε: επιτέλους ας καταλάβουν οι επικοινωνιολόγοι ότι ο λαός δεν ξεγελιέται! Όμως εγώ δεν βλέπω αυτό. Βλέπω ότι (με αργά βήματα ομολογουμένως) ο λαός μαθαίνει να σκέφτεται έτσι όπως «πρέπει να σκεφτεί»: Λίγο τσούξιμο από εδώ κι από εκεί, λίγη ανασφάλεια, καλές δώσεις από σήριαλ και ΜΜΕ και ο νους του λαού μοιάζει σαν τον ταύρο που αργά μεν αλλά με αρκετή πιθανότητα μπορείς να τον στρέψεις έξω από τις αρχικές του βεβαιότητες· στον λαό αυτό περιλαμβάνω και τον εαυτό μου, μπορώ να δω αλλαγές στις «βεβαιότητές» μου.

Και όμως: Κάθε πρακτικός εργάτης του πνεύματος έχει μέσα του την διάθεση για ένα πολιτικό όραμα: θέλει αυτό που κάνει να επηρεάσει το πώς ζούνε οι συνάνθρωποί του. Και ενώ έχει ξοδέψει τόνους ιδρώτα να σκεφτεί για το θέμα που μελετά, όταν φτάνει στο ζήτημα αυτής της πολιτικής επιρροής, σκέφτεται σαν ερασιτέχνης, σαν ένας μικροαστός (που συνήθως είναι η τάξη στην οποία ανήκει): «Θα φωνάξω την αλήθεια και θα με ακούσουν και θα επηρεασθούν». Στις μέρες μας δεν προκαλεί κάτι τέτοιο χαμόγελα; Πόσο έλλειψη κοινού νου μπορεί να έχει κανείς; Αυτό που λες θα έχει ευρύτερη επίδραση μόνο αν δένει με μια ευρύτερη κοινωνική κίνηση. Και η γκάμα των κινήσεων αυτών είναι περιορισμένη και αλλάζει αργά, έτσι που να μπορούμε να επηρεάζουμε την αλλαγή τους αλλά όχι να τις δημιουργούμε μόνοι μας. Μπορούμε να επιλέξουμε το σε πια παράδοση θα τοποθετήσουμε τον εαυτό μας και το τι είδους αλλαγή θα επιχειρήσουμε να προκαλέσουμε (δεσμευόμενοι από τους νόμους που ισχύουν σε αυτή την περιοχή της ύπαρξης)

Ο Χριστός ακολούθησε άλλη στρατηγική (αντιμετωπίζοντας βέβαια άλλου είδους αστυνόμευση του νου): Τους μίλαγε με παραβολές έτσι που να μην καταλαβαίνουν και τους έλεγε πώς πάνε για τον φούντο, και ίδρωναν οι ακροατές.


Επιστήμη και Θεολογία

11-6-2005

Στον χώρο της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας της επιστήμης υπάρχει πολύ ενδιαφέρον διάλογος και έχουν εισαχθεί πολύ ενδιαφέρουσες έννοιες σχετικά με την επιστημονική γνώση, την εγκυρότητά της κλπ. Νομίζω ότι θα έδιναν και καλές θεολογικές ιδέες και σκέψεις για την προσέγγιση της θεολογικής γνώσης. Κάτι πολύ ενδιαφέρον για παράδειγμα είναι η συζήτηση περί της έμφασης στην αναπαράσταση ή της έμφασης στις πρακτικές. Παραδοσιακά η έμφαση στην επιστήμη δινόταν στην αναπαράσταση. Το ίδιο συχνά συμβαίνει και στην θεολογία. Είναι ενδιαφέρον το ότι υπάρχουν και άλλες προσεγγίσεις. Για όποιον ενδιαφέρεται προτείνω Andrew Pickering, Ian Hacking, Peter Galison και Allan Franklin.

Επίσης είναι πιθανό ότι για την σύνθεση της έμφασης στην αναπαράσταση και την έμφαση στις πρακτικές είναι σημαντικές οι ιδέες του Bakhtin (οι οποίες είναι γενικά πολύ της μόδας και ξεκίνησαν από την ρητορική και την κριτική της λογοτεχνίας αλλά τώρα έχουν βρει σπουδαία εφαρμογή και στον χώρο των θεωριών μάθησης μέσα από την έννοια της «διαλογικότητας». Πιθανόν να ενδιαφέρει και τον π Αρσένιο που τον απασχολεί η έννοια της πληροφορίας αφού η σημειωτική και η ρητορική είναι η προσέγγιση στην επικοινωνία από την πλευρά των ανθρωπιστικών επιστημών όπως η πληροφορία κατά Shannon είναι από την πλευρά των φυσικών επιστημών.)


Οι Φυσικοί επιστήμονες και οι άλλοι

12-6-2006

Σε μια περίεργη παραλλαγή του ότι συχνά κάνουμε τα ίδια σφάλματα που κοροϊδεύουμε στους άλλους, οι Φυσικοί επιστήμονες ενώ διαφημίζουν όταν αυτοθαυμάζονται την καθολικότητα των νόμων της επιστήμης τους παραξενεύονται όταν άλλοι επιστημονικοί κλάδοι έχουν τέτοιες βλέψεις. Έτσι βρίσκουν δυσκολία να δεχθούν ότι οι κοινωνιολόγοι μπορούν να πουν ουσιαστικά πράγματα για την εξέλιξη της επιστήμης (λες και οι επιστημονικές κοινότητες δεν είναι κοινωνικές ομάδες ή δεν έχουν χαρακτηριστικά θεσμών) ή να δεχθούν ότι ψυχολόγοι μπορούν να πουν ουσιαστικά πράγματα για το πώς να διδάσκεται η Φυσική (λες και η σκέψη των Φυσικών είναι κάτι τελείως εξωτικό σε σχέση με την καθημερινή σκέψη). Ακόμα περισσότερο ότι αν θέλουν και οι ίδιοι να καταλάβουν το πώς εξελίσσεται η Φυσική σε μεγάλη κλίμακα ή πως μαθαίνεται θα πρέπει να εντρυφήσουν σε αυτές τις άλλες επιστήμες (και όχι σε εκλαϊκευμένες αποδώσεις τους).

Βέβαια ορισμένοι πιστεύουν ότι μόνο αυτοί σκέφτονται με αυστηρό τρόπο ενώ οι άλλες επιστήμες δεν είναι και πολύ επιστήμες (το οποίο είναι από μόνο του ένα ενδιαφέρον κοινωνικό φαινόμενο).

Σκέφτομαι επίσης τον χώρο του Operations Research το οποίο ξεκίνησε με αυστηρή σκοπιά μηχανικού και πώς τώρα έχει ανοίξει σε πολύ πιο soft προσεγγίσεις. Και το αίτιο ήταν η αποτυχία. Φυσικά ένας άνθρωπος που έρχεται από κλασσικές σπουδές μηχανικού θεωρεί ότι η αιτία της αποτυχίας αυτής είναι το ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν σκέφτονται λογικά όπως ο ίδιος («Αχ! Τι παράδεισος θα ήταν αν όλοι είχαν την δική μου καθαρή σκέψη!»). Αλλά το γεγονός είναι ότι ο τρόπος αυτός σκέψης αν ακολουθηθεί με απόλυτο τρόπο έχει αποτύχει στην πράξη.

Το θυμήθηκα καθώς έπεσε στα χέρια μου μια εγκύκλιος που προστάζει τους εκπαιδευτικούς να μην ξεφεύγουν ιδιαίτερα από τα βιβλία και από το πνεύμα του αναλυτικού προγράμματος και να μην δίνουν πολλή δουλειά για το σπίτι. Ο Αλή Πασάς στέλνει το φιρμάνι στους υποτακτικούς του. Δεν διαφωνώ βασικά με το περιεχόμενο. Ο τρόπος όμως είναι τελείως αψυχολόγητος. Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα το οποίο ενισχύει την αυτενέργεια των μαθητών και την ανάληψη ευθυνών για την μάθηση θα υποστηριχθεί από ανθρώπους (τους δασκάλους) που αντιμετωπίζονται ως προγραμματιζόμενα εργαλεία (κάτι σαν τόρνοι που κατευθύνονται από υπολογιστή). Τι συνέπεια!


Αδύνατο σημείο

13-6-2005

Για να με κοροϊδέψουν λέγοντας ότι είμαι μίζερος και διαμαρτύρομαι αντί να δημιουργώ:

Να λοιπόν ένα αδύνατο στοιχείο της θρησκευτικής μας παιδείας: Δεν βοήθησε την ανάπτυξη μιας ευρύτερης στάσης μέριμνας στην κοινωνία μας για την ανάπτυξη των άλλων (όχι για την επιβίωση αλλά για την ανάπτυξή τους). Ο μαθητής δεν νοιάζεται για την μάθηση των άλλων μαθητών. Ο προϊστάμενος δεν νοιάζεται για την ανάπτυξη των υφισταμένων και ούτε αυτοί οι ένας για του αλλουνού. Για την ανάπτυξη τους ως ανθρώπων και ως συνεργατών. Όλα μπαίνουν στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης και του ανταγωνισμού. Και κατά βάθος η πνευματική ανάπτυξη έτσι όπως προβάλλεται μπορεί εύκολα να παρανοηθεί ως : υπακοή σε συγκεκριμένους κανόνες + σταδιακή εκτέλεση θαυμαστών πράξεων. Η καλή αλλοίωση του εγώ μπορεί εύκολα να παρανοηθεί ως καλούπωμα του εγώ στο τάδε προκάτ καλούπι. Κάτι για το οποίο χρειάζεται κανείς ένα βιβλίο οδηγιών, ή άντε και ένα εξωτερικό παρατηρητή με καθαρή ματιά (τρόπος προσέγγισης του πνευματικού), αλλά δεν νοιώθει την ανάγκη των άλλων, των συναγωνιστών του.

Για να είμαι αυτοσυνεπής: Αν εγώ θέλω κάτι σαν αλλαγή και αν θέλω να μείνω στην παράδοσή μας και αν ισχυρίζομαι ότι μόνο εντός μιας παραδόσεως μπορεί να αποκτήσει ισχύ η προσωπική προσπάθεια και αν λέω ότι η τρέχουσα κατάσταση είναι τόσο εχθρική στην ανάπτυξη, τότε δεν έχω βάλει τον εαυτό μου σε ένα άλυτο κόμπο; Αν το άνοιγμα που προσφέρει η επαφή με άλλες κοινωνίες και με άλλους χώρους γνώσης έχει ένα επικουρικό χαρακτήρα, που είναι η βάση του μοχλού της αλλαγής στην παράδοσή μας;

Θυμάμαι μια φορά που έλεγε ο π. Αρσένιος ότι του έχει τύχει να μιλά με κάποιο πνευματικό άνθρωπο και ενώ πήγαινε αυτός να διαφωνήσει με κάτι που του έλεγε ωστόσο σταμάταγε και απαντούσε κάτι άλλο. Με την έννοια ότι όλοι έχουμε δεσμεύσεις από την εποχή μας αλλά όταν χτυπήσουμε στην φλέβα του αγαθού ο πνευματικός άνθρωπος το αναγνωρίζει και μπορεί και ελέγχει την αντίδρασή του. Κατά την γνώμη μου αυτό είναι αποτέλεσμα της δράσης του Αγίου Πνεύματος και είναι δείγμα της συμμετοχής στον σώμα του Χριστού. Άρα αυτός είναι ο μοχλός εντός της παραδόσεώς μας: Αν καταφέρουμε να χτυπήσουμε στην φλέβα του αγαθού και αν αυτό εκφραστεί σε λόγο προσιτό (που σημαίνει πολύ πολύ-πολύ δουλειά) οι άνθρωποι της παραδόσεώς μας που είναι ταπεινοί και αληθινοί θα το αναγνωρίσουν και θα το δεχθούν. Και αυτό το χρειαζόμαστε και εμείς και αυτοί και γι’ αυτό κανείς μας δεν μπορεί να σταθεί μόνος του (ούτε κατά την γνώμη μου να περιμένει προσωπικές χαρισματικές ενέργειες στον τομέα αυτό).


Ποιητική απόδοση δυσκολιών του ερευνητή

14-6-2005

Όταν εξετάζω ένα ζήτημα σε βάθος η εμπειρία μου θα μπορούσε να αποδοθεί με το ποιηματάκι:

Far away I get glimpses
Close enough, the other has left

Έχουμε ένα κλάδο γνώσης. Και καθώς προχωράω μοιάζει να πλουτίζεται σε λεπτομέρεια αλλά καθώς συνεχίζω μοιάζει να γίνεται καπνός που διαλύεται. Η μοιάζει σαν το υλικό να φτάνει στα όρια της συνοχής του. Όπως όταν κανείς σκαλίζει ξύλο και μετά από κάποιο βαθμό λεπτομερούς απόδοσης, αρχίζει να θρυμματίζεται.

Σκέφτηκα και ένα άλλο ποίημα:

When I come to you, you disappear
When I leave you, you haunt me

Πλησιάζουμε και οι λέξεις μοιάζει να παραπαίουν. Απομακρυνόμαστε να ασχοληθούμε με κάτι άλλο, και τότε τα όσα έλεγαν έχουν πολύ ισχύ και νόημα.

Άλλη αναλογία που σκέφτηκα είναι αυτή με τα κουάρκ. Αν χρησιμοποιήσεις πολύ ισχυρές ενέργειες τότε μοιάζει να μην νοιώθει το ένα το άλλο, να είναι ελεύθερα σωμάτια. Αν χρησιμοποιήσεις μικρές ενέργειες μοιάζει να είναι στενότατα δεμένα πχ σε ένα πρωτόνιο. Όμοια αν εκθέσει κανείς τις βασικές έννοιες μια θεωρίας σε πολύ ισχυρό μεθοδολογικό έλεγχο, τότε μοιάζει να χάνουν την σιγουριά για τον εαυτό τους. Σαν να λένε «εμείς περαστικές είμαστε και έτυχε να βρεθούμε εδώ»

Ζούμε σε μια περίεργη κατάσταση όπου οι παραδοχές που διαπνέουν την γλώσσα και τους θεσμούς μας (αντικειμενοκεντρικές, ο «σκληρός» άνθρωπος που οριοθετείται αυστηρά από τις ηδονές και τις οδύνες του) δεν ταιριάζουν με τις διαισθήσεις που μας γεννά ο χώρος της γνώσης (ο κόσμος ως αλληλεξάρτηση, η συνείδηση ως σχέση και επικοινωνία). Ίσως οι επιστήμονες που επιτρέπουν στην επιστήμη τους να τους επηρεάσει προσωπικά, ζουν τώρα την ένταση που ζουν και τα μέλη των σύγχρονων ενοριών μεταξύ θεωρίας και πράξεως. Μπορεί το ότι τώρα έχουμε δύο προβλήματα αντί του ενός να είναι καλύτερο.


Ως πρόβατα εν μέσω λύκων

15-6-2005

Πόσο ακριβές!

Αν τους έστελνε για να φέρουν άλλους σε μια ήδη υπάρχουσα κουλτούρα (όπως πχ οι Φαρισαίοι), αυτό θα ήταν κάπως βατό.

Αν τους έστελνε για να ζητήσουν από άλλους να αποδεχθούν μια κατάκτηση «παραδειγματική» και ανεκτική (όπως πχ οι καλύτερες περιπτώσεις των Μουσουλμάνων) και αυτό πάλι έχει βάση

Αλλά να στέλνεις ανθρώπους σε ξένες κουλτούρες να βαπτίσουν, για όσους καταλαβαίνουν τι είναι μια κουλτούρα, είναι σαν να πετάς ένα ψαράκι στα πιράνχας ή ένα φαγητό σε ένα στομάχι. Οι κουλτούρες χωνεύουν τις παραλλαγές. Γι’ αυτό είναι ευκολότερο να φέρεις ανθρώπους να σπουδάσουν στην χώρα σου, ή να δημιουργήσεις μια «μικρή Ελλάδα» σε μια χώρα του εξωτερικού.

Γενικότερα πάντως σε σχέση με αυτά που σας γράφω αισθάνομαι ότι έχω αρχίσει να χτυπάω τα όριά μου ως άνθρωπος. Σίγουρα μπορώ μελετώντας να μάθω περισσότερα και να με επηρεάσουν. Όμως νοιώθω ότι αρχίζω να κινούμαι ασυμπτωτικά προς μια κατάσταση η οποία ορίζεται από το πλαίσιό μου. Μόνο μη γραμμικά φαινόμενα (που λέει και ο π. Αρσένιος) μπορούν να με βγάλουν από εδώ. Μη γραμμικά φαινόμενα στα οποία εσείς παίζετε ρόλο.


Σκέψη

16-6-2005

Αισθάνομαι ότι αλλάζω από τις περιστάσεις και ότι οι περιστάσεις και οι τριβές, οι ευκαιρίες και τα στενέματα, είναι αναγκαία για την ανάπτυξη. Αισθάνομαι επίσης ότι η καθαυτό «χημική αντίδραση» της εσωτερικής αλλοίωσης συμβαίνει σε μια ιδιότυπη στροφή προς τα μέσα. Όμως για να είναι ζωντανό το αποτέλεσμα της αντίδρασης και να μην παγώσει (σαν το απομεινάρι της λάβας), πρέπει να δέσει με το πώς λάμπει το εγώ των άλλων ανθρώπων. Αν έχω δίκιο η έντονη εσωτερική αλλοίωση του ανθρώπου πραγματοποιείται με τον τρόπο ενός «φαινομένου χιονοστιβάδας» δημιουργώντας μια μορφή «μακριά από την ισορροπία» η οποία σταθεροποιείται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις της. Αυτή είναι μια συμπληρωματική προσέγγιση σε σχέση με την εκκλησία ως κοινότητα υπακοής: η εκκλησία ως κοινότητα ενεργοποιημένων προσώπων.

Η προσέγγιση αυτή είναι διαφορετική από εκείνη του ασκητή που πηγαίνοντας μόνος του στην έρημο αλλοιώνεται από την επικοινωνία με τον Θεό και στην συνέχεια επιστρέφει στον σκοτισμένο κόσμο σαν λυχνάρι που θα τον φωτίσει (και γίνεται επίσκοπος ή χαρισματικός πνευματικός). Αν και η παράδοσή μας πιθανόν κλείνει περισσότερο προς την δεύτερη προσέγγιση, δεν βλέπω στα ευαγγελικά κείμενα (όπως τα διαβάζει κάποιος που δεν έχει αποφασίσει από πριν σε ποια ερμηνεία θέλει να καταλήξει) να προτιμάται αυτό το δεύτερο. Το αντίθετο θα έλεγα. Από την άλλη οι βίοι των Αγίων είναι υπέρ του δεύτερου τρόπου. Εκτός και αν αναγνωρίσει κανείς κάποια θεσμικά προϊόντα της σύγχρονης ζωής ως το αντίστοιχο των θαυμάτων ενεργούμενα όχι από άτομα αλλά από κοινότητες.


Δύναμη και τεχνική

17-6-2005

Ένας γνωστός που ασχολείται με τα κόλπα των ζογκλέρ (εκείνο το είδος που κάνουν ανθρώπινες πυραμίδες που ισορροπούν περίεργα κλπ.) μου έλεγε ότι αρχικά χρειάζεται κανείς δύναμη αλλά μετά η δύναμη υποχωρεί στην τεχνική. Εκ των υστέρων το ερμήνευσα ότι: Χρειάζεσαι δύναμη ώστε να μπορέσεις να «κρατηθείς μέσα στο παιγνίδι» παρά την έλλειψη τεχνικής, ώστε να έχεις τις αναγκαίες εμπειρίες που είναι το αναγκαίο πλαίσιο ώστε αν προστεθεί και ο έξυπνος χειρισμός της κατάστασης να οδηγηθεί κανείς σε εκείνη την τεχνική που κάνει την δύναμη πολύ λιγότερο σημαντική.

Το γεγονός ότι στο τέλος δεν χρειάζεται δύναμη δεν δικαιολογεί να πει κανείς: «ξέρεις ήταν απλά θέμα εξυπνάδας», γιατί σε κρίσιμες φάσεις η δύναμη αυτή χρειάστηκε και έπαιξε καθοριστικό ρόλο.

Αυτή είναι μια κατάσταση η οποία βρίσκει αναλογίες σε πολλές άλλες περιπτώσεις όπου ο «κομπάρσος» της ώριμης κατάστασης, υπήρξε «στρατηγός» σε κάποια φάση μετάβασης στην ώριμη κατάσταση, έτσι που να είναι δύσκολο να το μαντέψει κανείς αν δεν κάτσει να ψάξει σε βάθος την περίσταση.


Θέμα ντροπής

18-6-2005

Ντρέπομαι όταν νοιώθω ότι βιώνω την γνώση ως «συντελεστή ασφάλειας» στις σχέσεις μου με άλλους ανθρώπους. Ξέρω, άρα μπορώ να υπερασπίσω τον εαυτό μου γιατί μπορώ να δω καθαρότερα και μακρύτερα. Μοιάζει με τον πλούσιο και τις αποθήκες του ή το ατράνταχτο κομπόδεμα στην τράπεζα.

Όμως αυτό συμβαίνει και το αναγνωρίζω στον εαυτό μου. Με τρομάζει όμως γιατί μου θυμίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει μια βαθιά ανασφάλεια μέσα μου που έχει ανάγκη αυτή την άψυχη προστασία και γιατί ζωγραφίζει ένα κόσμο γκάνκστερ όπου απλά εγώ τυχαίνει να χρησιμοποιώ άλλου είδους όπλα.


Κόλλημα κουλτούρας – θεωρίας

19-6-2005

Ένα σημείο του «κολλήματος» της κουλτούρας μας με την «θεωρία»:

Η Ελλάδα έχει ισχυρό εμπορικό ναυτικό περίπου από τότε που ξεκινά και η Αναγέννηση της Δυτικής Ευρώπης. Είναι ένα καταπληκτικό κατόρθωμα για μια μικρή χώρα με μεγάλες συνέπειες για την ίδια. Όμως η ιστορία όλου αυτού του εγχειρήματος είναι άγνωστη στους νέους Έλληνες και πνίγεται με το να μπει στην ίδια σειρά με το Ναυτικό της Αρχαίας Αθήνας κλπ. Κλπ. Για όλη αυτή την μεγάλη και μοντέρνα παράδοση του τόπου μας μαθαίνουμε τρεις κουβέντες για τον Ωνάση, το πόσα χρήματα βγάζει η χώρα από την ναυτιλία, την μάνα ή γυναίκα του ναυτικού που τον περιμένει να γυρίσει, μια αφηρημένη αγάπη για την θάλασσα και κάποιο μνημείο για τους ναυτικούς. Τέλος.

Μια θεωρία «του ποδιού»

Ίσως έχει να κάνει με τον τρόπο που ελευθερωθήκαμε: Αγοράζοντας ξένη υποστήριξη με το διαφημιστικό κόλπο του «απόγονοι των Αρχαίων». Και τότε όσοι είχαν πρώτο ρόλο σε αυτό μπορούσαν να πουν: «Αν δεν ήμασταν εμείς θα σας είχε κάνει σουβλάκια ο Ιμπραήμ» και να εγκατασταθούν μόνιμα στο σαράι της κουλτούρας μας. Και έτσι καταντήσαμε ένα έθνος που οι σπουδασμένοι του ζούνε στον κόσμο των ιδεών, όπως ο Κινέζος Αυτοκράτορας στην απαγορευμένη πόλη του. Η αναλογία είναι εύστοχη: Κάθε σπουδασμένος και ένας Αυτοκράτορας που ζει στην δικιά του Απαγορευμένη Πόλη, παρέα με τα λουλούδια του, τα πουλιά του, την πλούσια πραμάτεια της ενασχόλησης με το εγώ του.


Παρατήρηση από τον εαυτό μου

20-6-2005

Δίνω πχ ένα βιβλίο. Γιατί μου αρέσει η σκέψη ότι θα είναι χρήσιμο στα άλλα χέρια. Κάποιος μου λέει «μπράβο, είσαι γενναιόδωρος». Κάτι χαμογελάει μέσα μου. Βλέπει πονηρά. Χμ! Να η ευκαιρία να αποκτήσω «κοινωνικό κεφάλαιο». Την επόμενη φορά που θα «φανώ γενναιόδωρος» θα περιμένω και τον «καλό λόγο». Σε πόσες τέτοιες κινήσεις θα έχω γίνει εν πολλοίς ψεύτικος; Πόσο άνετα λειτουργεί η διαδικασία αυτή (της οποίας ανέφερα ένα παράδειγμα) μέσα μου! Αλλά μήπως και αυτός που έκανε την παρατήρηση «είχε κακό σκοπό»; Πολύ αμφιβάλω. Τι είναι αυτό που ενεργεί και διαστρέφει και που δεν είναι ούτε στον α ούτε στον β αλλά κάπως συντίθεται;

Λένε κάποιοι μελετητές του υπνωτισμού ότι οι μηχανισμοί στους οποίους οφείλεται είναι πάρα πολύ κοντινοί με τους μηχανισμούς της κοινωνικής πίεσης και «προσαρμογής». Αν αντιστρέψει κανείς την εικόνα, πόσο ισχυροί πρέπει να είναι αυτοί οι μηχανισμοί! Πχ, ας πούμε ότι ακούω για ένα εξορκισμό όπου ένας άνθρωπος λυτρώθηκε με την συμβολή των λειψάνων ενός αγίου. Ακόμα και αν έχω πολλούς ενδοιασμούς, ο συνδυασμός του «να μια λαμπρή ευκαιρία όπου η αλήθεια της πίστης αποδεικνύεται περίτρανα» (και άρα απαλλάσσομαι από τον κουραστικό φόρτο όλων αυτών των που γελοιοποιούν την δική μου θέση και φτύνουν συμβολικά στην κατεύθυνσή μου στέλνοντας επικοινωνιακά μηνύματα ότι με θεωρούν ευκολόπιστο ανθρωπάριο και «παίρνω και το αίμα μου πίσω»: Χα! Γελά καλύτερα όποιος γελά τελευταίος!) από την μια, και της πίεσης συμμόρφωσης («μα τι; Αρνείσαι αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου; Α! Πόσο σκοτισμένα είναι τα μάτια των αιρετικών!») από την άλλη, δεν δημιουργεί μια ισχυρή προδιάθεση συμμόρφωσης, ένα είδος ηδονής εγκατάλειψης στις έτοιμες πρακτικές που γύρω μου άλλοι αποδέχονται;

Δεν αναφέρομαι εδώ στην ορθότητα. Αναφέρομαι σε μηχανισμούς ορθογώνιους προς την ορθότητα.


Ερωτήματα

21-6-2005

Τι είναι θεολογικά τα μαθηματικά και τα υπερασπιζόμαστε; Και θέλουμε να έχουν ποιότητα, και δεν θέλουμε να τα δούμε να ξεφτιλίζονται;

Τι είναι θεολογικά η φυσική; Τι είναι θεολογικά η ψυχολογία ή η διδακτική;

Τι είναι αυτό που μας κάνει γι’ αυτά τα ανθρώπινα δημιουργήματα (γιατί οι θεωρίες μας και οι πρακτικές μας ανθρώπινα δημιουργήματα είναι εν πολλοίς), να αισθανόμαστε φροντίδα και να θεωρούμε ότι η φροντίδα αυτή είναι έκφραση ενός ηθικού αισθήματος;

Γιατί νομίζω ότι ακόμα και άνθρωποι όπως εγώ που δεν θεωρούν τις θεωρίες φωτογραφίες της πραγματικότητας αισθάνονται ότι θα ήταν κακό η γνώση αυτή να διαλυθεί, να ξεχαστούν οι μεθοδολογίες, να χαθεί όλη η κοινωνική τεχνολογία που στηρίζει την λειτουργία της επιστήμης.

Πώς ερμηνεύεται θεολογικά αυτό το βίωμα που έχουμε; Τι θρησκευτική αξία έχει; (Ή πιστεύετε ότι η μόνη επιστημολογία που είναι συμβατή με την πίστη είναι μια φωτογραφική επιστημολογία οπότε λέτε: «μα μας δείχνουν την τελειότητα των θείων δημιουργημάτων»;)

Παράκληση: Αν θέλετε σπάστε την σιωπή σας (έστω και αν η σιωπή είναι χρυσός) και ας μοιρασθούμε προτάσεις απαντήσεων σε αυτό το ερώτημα.


Πιθανότητες και Ποιμαντική

22-6-2005

Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι ακόμα και όταν μιλάμε με πιθανότητες μπορεί να έχουμε δέσμευση και ότι πιθανότητα δεν σημαίνει ελεύθερη επιλογή. Για παράδειγμα αν το να κάνει έρωτα ένα ζευγάρι οδηγεί σε ένα παιδί με μια πιθανότητα ας πούμε 10%, υπάρχει η τάση να πει κανείς (στα πλαίσια της δικής μας παράδοσης) ότι το παιδί έρχεται σε αυτή την περίπτωση επειδή το θέλησε ο Θεός (σε αντιδιαστολή με άλλες περιπτώσεις άμεσης αιτιότητας που βλέπουμε την δική μας απόφαση). Όμως μια δέσμευση 10% είναι και αυτή ένας νόμος που σημαίνει ότι σε κάποιες περιπτώσεις θα γεννηθούν παιδιά. Αν δεν γίνουν σε αυτό το ζευγάρι θα γίνουν στο άλλο κλπ. Δεν πρόκειται για καθεστώς ελευθερίας αλλά για μια άλλου είδους δέσμευση.

Η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις. Πχ σε ένα ατύχημα. Όταν λέμε ότι υπάρχει πιθανότητα 40% ατυχήματος, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι το ατύχημα που σου έρχεται είναι μήνυμα για κάτι. Μπορεί να είναι απλά μήνυμα ότι ο κόσμος είναι έτσι ώστε υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει να τηρηθεί ο πιθανολογικός αυτός νόμος. Οπότε το ερώτημα δεν θα έπρεπε να είναι «γιατί να μου συμβεί εμένα αυτό;» αλλά «γιατί να συμβεί σε εμένα και όχι σε κάποιους άλλους;»

Γνωρίζουμε επίσης ότι η κατανόηση της έννοιας της πιθανότητας είναι πολύ δύσκολη και ούτε έρχεται με φυσικό τρόπο απλά με βάση την ηλικιακή ωρίμανση. Αν λοιπόν ένας εξομολόγος ο οποίος δεν έχει μια ανεπτυγμένη κατανόηση της πιθανολογικής δέσμευσης ακούει τις περιστάσεις ενός πνευματικού του παιδιού όπου εμπλέκεται αυτή η έννοια, τότε θα προσλάβει διαφορετικά την κατάσταση από ότι ένας πιο μορφωμένος στο σημείο αυτό άνθρωπος. Και όχι μόνο αυτό αλλά θα έχει και άγνοια της άγνοιάς του επειδή σε τέτοιες περιστάσεις όλοι νομίζουμε ότι κατανοούμε (αφού πρόκειται για εκφράσεις της καθημερινής ζωής) ακόμα και όταν δεν έχουμε μια βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων. Και το σημαντικό είναι ότι η κατανόηση αυτή σχετίζεται με τις έννοιες της ευθύνης και της «πρόκλησης» με αποτέλεσμα να επηρεάζει την ηθική αξιολόγηση της κατάστασης.


Ηθικές σκέψεις

23-6-2005

1. Ως άτομο είμαι καταδικασμένος στην ηθική ανέχεια. Επειδή υπάρχουν άθλιες καταστάσεις τις οποίες μόνο ως ον πολιτικό που αναλαμβάνει τις ευθύνες των δικαιωμάτων του μπορώ να «αντιμετωπίσω». Πχ ενώπιον κάποιου πράγματος σαν το εξής

«Ο Ζουλκούφ Μουράτ Μπόρα (Μπαχόζ), Κούρδος φοιτητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βρίσκεται σήμερα στην 44η ημέρα απεργίας πείνας διεκδικώντας πολιτικό άσυλο στη χώρα μας. Ο Ζ. Μ. Μπόρα ήρθε στην Ελλάδα ως πολιτικός πρόσφυγας και υπέβαλε αλλεπάλληλες αιτήσεις για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Η αρμόδια Επιτροπή Πολιτικού Ασύλου με μεγάλη πλειοψηφία (πέντε ψήφους υπέρ, μία κατά, και μία λευκή) γνωμοδότησε υπέρ του αιτήματός του, αλλά ο υπουργός Δημόσιας Τάξης δεν αποδέχτηκε τη σχετική πρόταση. Η κατάσταση της υγείας του Ζ. Μ. Μπόρα χειροτερεύει συνέχεια, καθώς δεν δέχεται την οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση και εμμένει στην απόφασή του για λήψη μόνο νερού.»

Τι θα αντιτάξω; Το ότι είμαι ένα ηθικό άτομο στην καθημερινή μου ζωή; Και υπάρχουν χιλιάδες άλλα παρόμοια. Τι θα πω; Ξέρετε εμένα με ενδιαφέρουν οι ηδονές μου (έστω και αν είναι διανοητικές); Ή εγώ ακολουθώ προσωπικό πρόγραμμα θρησκευτικής άσκησης (όπως όταν πάει κανένας σε γυμναστήριο) και δεν μου περισσεύει χρόνος (πέρα από κάτι χαμόγελα) για άλλους;

2. Με εντυπωσιάζει (όταν μάλιστα συγκριθεί με το ευαγγέλιο) η οικογενειολατρεία της σύγχρονης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βεβαίως η οικογένεια είναι κεντρική αλλά όταν ακούω ότι αν το παιδί δεν μεγαλώσει σε μεγάλη οικογένεια είναι περίπου έκθετο (κάτι τέτοιο περίπου άκουσα στο Αρχονταρίκι που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο εδώ) ή όταν οι σχέσεις των παιδιών ταυτίζονται με τις συγγενικές σχέσεις (με τα αδέλφια με τα ξαδέρφια)... Τόσο απαξιωμένη την έχουμε την φιλία; Τόσο ξένοι θεωρείται δεδομένο ότι είναι οι Έλληνες εκτός των συγγενικών δεσμών (και αν αυτό συμβαίνει είναι και κάτι που πρέπει να το θαυμάσουμε ή μήπως η αποκατάσταση οικογενειακών κλάν είναι το ιδανικό;). Μυρίζει κάτι από νομαδικίλα όλο αυτό.

Τέλος πάντων. Είμαι σίγουρος ότι υπερβάλω γιατί οι κατασκηνώσεις τουλάχιστον θα πρέπει να οδηγούν σε κάτι άλλο.

3. Ιδέα για τίτλο τραγωδίας «Χριστιανός Δεσμώτης» (κατά το Προμηθέας δεσμώτης)


Δημιουργία εθίμων

24-6-2005

Αν διαβάσει κανείς για έθιμα και αλληλοσυνδέσεις τους (δράσεις αντρών και γυναικών, νοηματοδοτήσεις περιοχών του σπιτιού, του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, απαγορεύσεις και ταμπού, τροφικές συνήθειες και γιορτές) εντυπωσιάζει οι ποικιλία και ένα είδος αλληλοσυσχετισμού ο οποίος δεν έχει βέβαια την θεωρητική ακρίβεια μιας σύγχρονης επιστήμης αλλά έχει λογική.

Και αναρωτιέσαι: Πώς στήνεται ένα τέτοιο σύνολο; Μοιάζει με το ερώτημα που γεννά η παρατήρηση ενός κυττάρου: Πώς μπορώ να φτάσω σταδιακά σε αυτόν τον αλληλοσυσχετισμό;

Μπορούμε να φανταστούμε την επίδραση κάποιου Σαμάνου ο οποίος άγνωστο πώς εισάγει ένα ή περισσότερα κοινά έθιμα. Αλλά τι τα κάνει να «κολλήσουν» στην κουλτούρα; Να παραμείνουν όταν ο ίδιος ή η ίδια πεθάνουν. ‘

Σήμερα βιώνουμε τον κόσμο με ένα απομαγοποιημένο τρόπο. Όμως ξέρουμε από τους ανθρωπολόγους ότι το βίωμα του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου είναι πολύ διαφορετικό λίγες μόνο γενιές πριν (ιστορίες για ξωτικά, διάφορες παράλληλες συνήθειες, «ο σωστός τρόπος να γίνονται τα πράγματα»). Αναρωτιέμαι ποια ήταν η συμπλοκή του «νομικού» τρόπου σκέψης και του «τελετουργικού» τρόπου σκέψης στους Εβραίους λίγο πριν τον Χριστό και πώς επηρεαστήκαν από την πιο απομαγοποιημένη φιλοσοφική ελληνική ματιά.

Επίσης είναι ενδιαφέρον το πόσο απουσιάζει η αναφορά στην τελετουργία και το έθιμο στο ευαγγέλιο. Οι μόνες περιπτώσεις που μου έρχονται στον νου αναφέρονται για να καταλυθούν (πχ το αυστηρό πλύσιμο πριν το γεύμα) ή είναι πολύ πρακτικά (το πλύσιμο των ποδιών του οδοιπόρου) ή αλλάζουν (το τραπέζι του Πάσχα στην Θεία Ευχαριστία).

Αναρωτιέμαι αν δεν είναι ειρωνικό να αναζητούμε κατόπιν τις ρίζες του ελληνοχριστιανισμού μας στην αναβίωση εθίμων.


Η σκοτεινή πλευρά μου

25-6-2005

Στην σκοτεινή πλευρά του νου μου βρίσκονται:

1. Ο φόβος, όταν βλέπω την κατανόηση να γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά μου

2. Η ενοχή για τις απολαύσεις που έχω ως μέλος μιας ελίτ

3. Ο πανικός απέναντι στην βιαιότητα της απροσδόκητης συμφοράς

4. Η σκληρότητα των εμμονών μου

5. Ο τρόμος της δημόσιας διαπόμπευσης

6. Ο ανήσυχος ύπνος από την υποκρισία μου που ψυχανεμίζομαι

7. Ο φόβος της μοναξιάς

8. Ο φόβος μιας κοινής τράπεζας στηριγμένης σε αμοιβαία ψέματα

9. Ο φόβος του να κλονιστεί η μάσκα που σταδιακά έκτισα (ή κτίσθηκε) για τον εαυτό μου

Πολύ το τελευταίο, το οποίο και με εκπλήσσει γιατί προσπάθησα στην ζωή μου να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, έτσι τουλάχιστον αυτοβαυκαλιζόμουν.

Γι’ αυτό ίσως δεν κατανοώ τον Χριστιανισμό από την πλευρά του ασκητή. Αν ακολουθούσα μια τέτοια πορεία θα κατέληγα νομίζω ένα πλήρες ψέμα. Ο Χριστιανισμός που έζησα και προσπαθώ να ζήσω είναι έντονα ενοριακός (ίσως φυσικό, αφού στράφηκα στην θρησκευτική ζωή στο πλαίσιο της Αμερικάνικης Ορθόδοξης Εκκλησίας με Ρωσικές καταβολές, έντονα επηρεασμένη από την θρησκευτική αναγέννηση στην Ρωσία πριν την Οκτωβριανή επανάσταση και χωρίς να είναι εχθρική στο μοναχισμό έντονα εστραμμένη στην κοινότητα των πιστών). Και μολονότι αισθάνομαι ότι η κατεύθυνση αυτή είναι καλή εγώ αισθάνομαι αποτυχημένος σε αυτήν.

Στην καθημερινή μου ζωή πάρα πολλά πράγματα είναι αυτοματοποιημένα, ακόμα και «ελεύθερες επιλογές κατεύθυνσης». Και υπάρχει και ο «δαίμων της αποταμίευσης (ασφάλειας, χρημάτων, γνώσης)» που διαρκώς ζητά το μερτικό του. Ο Παράδεισος βρίσκεται στα χάσματα της ασφάλειας. Αλλά που είναι το χάσμα της ασφάλειας στην Θεία Λειτουργία για ανθρώπους που την ζουν όπως εγώ; Και που είναι η κοινή βίωση αυτού του χάσματος μεταξύ εμού και ανθρώπων που συμμετέχουν και φτάνει η δική μου ευαισθησία για να τους νοιώσω; Κι αν ο Παράδεισος, η ζωή, δεν είναι σ αυτό που κάνω το πρωί της Κυριακής, τι συμφέρον έχω να πάω εκεί;

Πώς μπορώ να σωθώ αν η μέριμνά μου είναι το κυνήγι της καθημερινής εξασφάλισης και όχι η φιλία με τον Θεό;

Αισθάνομαι σαν μια γυναίκα σε κρίση που φώναξε και έτρεξαν τα δάκρυά της και για μια στιγμή πενθεί, πριν πάει να πιει και να μεθύσει.

ΥΓ εγώ καταλαβαίνω ότι αν η Θεία Λειτουργία λειτουργούσε τότε θα λέγαμε στον διπλανό μας ‘έλα να πάμε στην εκκλησία μαζί» και ζώντας την Θεία Λειτουργία μαζί, βιώνοντας την παρουσία του άλλου (και όχι ο καθένας διασωληνωμένος μόνος του με τον Θεό), θα αισθανόμασταν μια άλλη εγγύτητα. Γιατί άκουσα τον φίλο ή την φίλη μου να ψάλει με τον τόνο και την εκφραστικότητα που έψαλε, γιατί έβαλε μετάνοια με τον α ή τον β τρόπο, γιατί κινήθηκε έτσι ή αλλιώς – η σταθερότητα των λόγων θα έπρεπε να είναι αφορμή για να μιλούν τα σώματα. Τι να μου κάνει μια εικόνα του πιστού σαν κινητό τηλέφωνο που θέλει κάθε Κυριακή φόρτιση στην Εκκλησία;

ΥΓ2 Ή πόσοι από αυτούς που σήμερα θεωρούνται στην Ελλάδα μεγάλοι θεολόγοι (και το γνωρίζουν αυτό, σαν γυναίκες που ξέρουν την σαγήνη της ομορφιάς τους), θα βρεθούν ενώπιος ενωπίω και θα μοιάζουν οι καρδιές τους με δυο τριαντάφυλλα που άνθισαν μαζί; Και όχι επαγγελματίες παλαιστές που «κόβουν» ο ένας την δεινότητα του άλλου;


Η κουλτούρα-σκούπα

26-6-2005

Νοιώθω σαν οι συνήθειες του ζωτικού χώρου όπου κινούμαι να είναι σαν μια ισχυρή ηλεκτρική σκούπα η οποία πάει να ρουφήσει και να «δέσει» με ένα ορισμένο τρόπο την κάθε μου φράση, κίνηση, επιδίωξη.

Ή υπάρχει μια άλλη πόλη σχέσεων που διαπερνά εκείνη των εντεταλμένων «πρέπει» στην οποία διαρκώς βρίσκω τον εαυτό μου, μια πόλη αντιστασιακών εκφάνσεων η οποία είναι δίπλα μας μα και αόρατη στα μάτια που κοιτούν πονηρά, μια πόλη με λειτουργίες και ζωή και όχι κάποιο ομιχλώδες όνειρο στήθος παρηγοριάς για πονεμένα νήπια, μια πόλη πραγματική με πολίτες (περαστικούς ή πιο μόνιμους θαμώνες της) ανεύθυνους και επιπόλαιους κατά τον «κοινό νου» και γι’ αυτό «ασήμαντη» και προσπεράσιμη για τις επίσημες ιστορίες, μια πόλη τσαντίρι τσιγγάνικο στην άκρη της πόλης-βιτρίνας (αλλά γεωγραφικά ταυτότοπη με αυτήν)

Ή θέλει πολύ χαμόγελο για να μην μελαγχολήσει κανείς...

ΥΓ. Αξίζει να σκεφτεί κανείς το ποσοστό της μόρφωσης την οποία παίρνει στο σχολείο και στην καθημερινότητα της ζωής η οποία είναι παραμόρφωση. Μου φαινόταν αστείο αυτό το λογοπαίγνιο αλλά σιγά-σιγά υποψιάζομαι ότι μπορεί να μην είναι παραδοξολογία.

Πρέπει να έχω «αυτό το κάτι που διαφέρει»
Αλλιώς, έτσι νοιώθω,
δεν αξίζω στην κοινωνία αυτή
Πρέπει να τρέχω
Πίσω από την καινούργια έρευνα,
την επιτυχία, την ευχαρίστηση
Αλλιώς θα με φτάσει το παγερό χέρι
της κοινωνικής αποτυχίας
(που έχει γίνει συνείδησή μου)

Σαν μια νεράιδα φευγαλέος
Στην εξέταση μετέωρος
Μεθώ με τις πρόσκαιρες επιτυχίες
Για να ξυπνήσω το πρωί ψάχνοντας για ποτό


Το αειθαλές ασυνείδητο

27-6-2005

Και ξαφνικά μαθαίνεις για ένα νέο τρόπο. Ένα νέο τρόπο μελέτης των πραγμάτων που δείχνει άλλα τυφλά σημεία. Που αλλάζει τις ισορροπίες των σημαντικών. Χθες λεγόταν ψυχανάλυση ή κάτι άλλο. Σήμερα μπορεί να λέγεται «συμβολή του Nash στην θεωρία παιγνίων» ή κάτι άλλο, μετά από 20 χρόνια μπορεί να λέγεται κάπως αλλιώς. Κάθε φορά που το ασυνείδητο προσφέρει (θέλοντας και μη) στην θεωρία ένα από τα δώρα του, οι βεβαιότητες ριγούν.

-Και εγώ τι κάνω;

-Εγώ; Ποιος εγώ;

- Εγώ ο θεωρητικός. Εγώ που θέλω σε σχήματα του νου να αποδώσω το πραγματικό και το σημαντικό, το ον και το δέον.

- Συμβιβάσου με την εποχή σου

- Λίγα μου λέει η απάντησή σου

Να μια πρόταση απάντησης που βρήκα:

Τα θεωρητικά μας εργαλεία (ακόμα και αν λέγονται «θεωρία των κτιστών λόγων» του π Αρσενίου ή για ένα πιο διάσημο «θεωρία για τις θείες ενέργειες» κάποιων διάσημων αγίων) είναι σαν τις ψυχές που χρειάζονται σώματα. Αλλιώς είναι σαν την «ασώματο κεφαλή». Σώμα των θεωριών είναι οι πρακτικές ενέργειες προς προώθηση της ζωής. Αν λοιπόν αρνηθούμε τον δυισμό θεωρίας-πρακτικότητας (όπως είναι της μόδας να αρνούμαστε τον δυισμό σώμα-ψυχή), τότε κάθε «θεωρητικός» είναι πλήρης μόνο όταν η θεωρία του ριζώνει στην πολιτική. Παραδοσιακά λέμε: Όταν η θεωρία ριζώνει στην άσκηση. Νομίζω όμως ότι αυτό δεν είναι επαρκές γιατί δεν αποδίδει την πρέπουσα τιμή στο πόσο βαθιά κοινωνικός είναι ο κάθε άνθρωπος στην σύστασή του. Αντίστροφα όμως η παράδοση μας βοηθά να δούμε ότι η πολιτική έχει συνιστώσα προσωπικής άσκησης.

Ο πρακτικός φιλόσοφος επομένως δεν αναζητεί την τέλεια θεωρία ερήμην της πρακτικότητας αλλά σαν καλλιτέχνης πρέπει να εξάρει ταυτόχρονα το πρακτικό ζήτημα αλλά και το θεωρητικό εργαλείο. Το θεωρητικό εργαλείο αποκτά νόημα στο πλαίσιο που ορίζει το πρακτικό ζήτημα αλλά ταυτόχρονα συμβάλει στο να γίνει αντιληπτό το πρακτικό ζήτημα, να μην παραμείνει αόρατο. Πχ το θεωρητικό εργαλείο «διαχείριση εντυπώσεων» βοηθά να διακρίνουμε φαινόμενα της κοινωνικής ζωής (συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά μας δείχνει πώς προωθούμε την πιο καλή μόστρα του εαυτού μας) και ταυτόχρονα δένοντας με τα φαινόμενα αυτά γίνεται σαφές για τον νου.

Όπως ένας άνθρωπος δεν αλλάζει με μιας επειδή αποφάσισε να γίνει άλλος, έτσι και το σύμπλεγμα θεωρία-πρακτικότητα αλλάζει πολύ πιο αργά από όσο λένε οι παιάνες των ιδεαλιστών της θεωρίας όταν πλέκουν τα εγκώμια της α ή της β επανάστασης (Στην φυσική, στην βιολογία κλπ.)

Νομίζω ότι το αντίστοιχο στην θεολογία είναι να αναζητεί κανείς μια λογικά τέλεια δογματική ή οντολογία χωρίς να αναστοχάζεται το «σώμα» των θεωρητικών του κατασκευών: τρόπους σχέσεων και τρόπους συναλλαγών μεταξύ δρώντων. Και χωρίς να κάνει τον αντίστοιχο πρακτικό αγώνα.

Μια υπόθεση εργασίας: Αυτή την στιγμή στην ζωή του μέσου Ορθοδόξου έχει συμβεί μια καρατόμηση της σχέσης θεωρίας και πράξης και στην θέση της έχει μπει μια μεταφορά «αντικατοπτρισμού»: έχε την σωστή θεωρία (θεολογική γνώση) και η πράξη θα πηγάσει αβίαστα (τουλάχιστον θα έχεις καθαρή γνώση του τι πρέπει να κάνεις σε κάθε περίσταση). Είναι το αντίστοιχο της καρατόμησης της σχέσης ψυχής και σώματος και της αντικατάστασης της σχέσης αυτής με την μεταφορά: η αέρινη ψυχή όπου εκτυλίσσονται όλα τα βιώματα κινεί τα νήματα ενός σώματος-«άψυχη μαριονέτα».


Παρατήρηση στη Γνωσιακή Ψυχολογία

28-6-2005

Υπάρχει μια έννοια η οποία κατά την γνώμη μου πετιέται έξω άδικα στην προσέγγιση της Γνωσιακής Ψυχολογίας που γνωρίζουμε: η έννοια της υποκειμενικότητας, του πώς φύεται σταδιακά στο παιδί το ιδιαίτερο εγώ του. Το εγώ είναι ένας ατράκτορας ο οποίος δομεί την πραγματικότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι καλή στρατηγική να το παρατήσει κανείς απέξω και να μιλά μόνο για ανάπτυξη της γνώσης, δημιουργία μοντέλων κλπ. ωσάν ο άνθρωπος να ήταν ένα λογισμικό σε ένα κομπιούτερ που «τρέχει». Η γνώμη μου είναι ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα « η γνώση» και «η γνώση μου, το μοντέλο μου, η άποψή μου». Το «μου» αυτό δεν αναφέρεται απλά στην τοπική σύμπτωση της γνώσης, μοντέλου, άποψης με τα κρεάτινα σύνορα του σώματός μου.

Επίσης, κάτι που μού άρεσε, είναι ότι η θρησκευτική άσκηση μπορεί να εντάσσεται στα πλαίσια της γνωσιακής επιστήμης; Λοιπόν η θρησκευτική πρακτική είναι περισσότερο μια μορφή procedural knowledge (διαδικαστικής γνώσης) συνοδευόμενης με βιώματα και λιγότερο declarative knowledge (δηλωτική γνώση), π.χ. των δογμάτων. Στα πλαίσια της άσκησης προσπαθεί κάποιος να διαμορφώσει το καλύτερο πλαίσιο το οποίο είναι περισσότερο βοηθητικό για την ανάπτυξη αυτού του είδους της διαδικαστικής γνώσης. Η μετα-γνώση αυτή φέρει στην γνωσιακή επιστήμη το όνομα μεταστρατηγική γνώση. Π.χ. το ότι η νηστεία την τάδε περίοδο, ή ο περιορισμός των αγορών μου για προσωπική βελτίωση, είναι στρατηγικές, τις οποίες κανείς μπορεί συνειδητά να ζυγίσει. Δεν είναι στρατηγικές οι οποίες οδηγούν αναγκαστικά σε αποτελέσματα ή οδηγούν σε αποτελέσματα με τρόπο ελέγξιμο.


Η αθλητική των σχέσεων

29-6-2005

Νομίζω ο Χρήστος Γιανναράς συνέβαλε θετικά, εξαίροντας την σημασία του παράγοντα της αθλητικής των σχέσεων.

Η γνώμη μου είναι ότι για να μπει ένας τέτοιος στόχος σε ένα πλαίσιο διδακτικής/ άσκησης πρέπει να ληφθεί υπόψη:

α) η εξάρτηση του προσωπικού από το κοινωνικό

β) η σημασία της κόσμησης των φαινομένων με θεωρητικές κατασκευές και γενικότερα οι κοινωνικές λειτουργίες που δραστηριοποιούνται γύρω από την εξήγηση/κατανόηση

Όσο καταλαβαίνω εγώ, η τρέχουσα (θεολογία + εκκλησιαστική ζωή) αφομοιώνουν μικρό μέρος των α) και β) με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τον βερμπαλισμό από την γνώση/βίωση ιδιαίτερα όταν ξεφεύγουμε από παραδοσιακά πλαίσια.


Τι ξέρουμε για τον Samuel Gridley Howe;

30-6-2005

Λοιπόν είναι ένας Αμερικανός που ήρθε για έξι χρόνια στην Ελλάδα την εποχή του πολέμου της ανεξαρτησίας μας από τους Τούρκους (1821+). Γιατρός σπουδασμένος στο τότε Harvard. Διάσημος Φιλάνθρωπος. Άνοιξε σχολείο για τυφλούς και χάρη στην εκπαίδευση της Laura Bridgeman που ήταν η πρώτη τυφλή και κουφή κοπέλα (πριν δηλαδή την Ellen Keller), η οποία έμαθε να γράφει και να επικοινωνεί με τα συνήθη συστήματα, επηρέασε την εκπαίδευση των αναπήρων. Έκανε πολλά που δεν αναφέρω αλλά το 1866-67 ήρθε πάλι στην Κρήτη σχετικά με ζητήματα μάλλον ένωσής της με την Ελλάδα.

Δύο πράγματα:

1. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος και δικός μου πρόγονος; Δεν κόντεψε να πεθάνει εδώ από τα 23 ως τα 30 του; Δεν νοιάστηκε και πάλι γι’ αυτόν τον τόπο; Γιατί να μην νοιώθω περήφανος γι’ αυτόν; Γιατί να μην μαθαίνω περισσότερα στο σχολείο;

2. Για να ξαναρθεί 65 ετών στην Ελλάδα για ένα ζήτημα ανεξαρτησίας δεν θα πρέπει να ήταν και τόσο απογοητευμένος από αυτά που είχε δει εδώ. Κάτι σπουδαίο θα πρέπει να είχε ο αγώνας των Ελλήνων ώστε ένας τέτοιας ποιότητας άνθρωπος να κάνει αυτόν τον κόπο τόσα χρόνια μετά (αυτό με βοηθά να εκτιμάω το ότι είμαι Νεοέλληνας και να μην ψάχνω στις αρχαιότητες να βρω κάποια αξία για την κουλτούρα μου).


Και ολίγες προσωπικές πολιτικές σκέψεις

Ανάμεσα σε ένα σχολείο όπου οι δάσκαλοι έρχονται να κάνουν ο καθένας το δικό τους μάθημα, προσπαθούν να το κρατήσουν σε λειτουργία, ανταλλάσσουν κοινωνικά σχόλια μαζί τον περισσότερο χρόνο και που και που τους απασχολεί κανένας δύσκολος μαθητής και σε ένα σχολείο που λειτουργεί ως οργανισμός με στόχο την μάθηση υπάρχει πελώρια διαφορά. Από μια επιφανειακή σκοπιά βέβαια είναι πολύ παρόμοια.

Ομοίως θεωρώ ότι ανάμεσα σε ένα πλήθος και έναν λαό υπάρχει επιφανειακή ομοιότητα και βαθιές διαφορές. Οι λαοί δημιουργούνται με κόπο.

Επιπλέον στην δική μου αίσθηση του νοήματος όπως διαμορφώνεται βλέπω ότι η ύπαρξη ενός λαού είναι πολύ σημαντική για ανθρώπους όπως εγώ.

Η Ελλάδα όπως την βλέπω εγώ, αυτή την στιγμή κινείται σε μια κατεύθυνση Κοινωνία = Πλήθος + ποικιλία λαών. Ως κατευθύνσεις οι παλαιοί Έλληνες έχουν σπάσει σε μια κατεύθυνση προς ένα ελληνικό λαό (χωρίς να είναι σαφές αυτό ούτε ως όραμα ούτε ως πορεία) και σε μια κατεύθυνση προς ένα ενιαίο ευρωπαϊκό λαό (το οποίο αισθάνομαι ότι επίσης είναι αρκετά ασαφές αλλά είναι το πολιτικά ορθό σήμερα). Επιπλέον υπάρχουν «διαλυμένοι λαοί» (Αλβανοί, Πακιστανοί κλπ. στην Ελλάδα βγαλμένοι έξω από τα νερά τους). Τέλος υπάρχει το πλήθος των ανθρώπων που οι συνθήκες τους τρέχουν και αγωνίζονται ατομικά όπως μπορούν άλλοτε πιασμένοι από ξεπερασμένα συντρίμμια ενός παρελθόντος και άλλοτε αρπάζοντας τσιτάτα που υποτίθεται εκφράζουν το μέλλον. Βασικά όμως κοιτούν κάπως να την βολέψουν επαρκώς δουλεύοντας πιο πολύ «με τον αυτόματο πιλότο».

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι άνθρωποι που έχουν την άνεση να σκεφτούν παίρνουν θέσεις (και έτσι «ψηφίζουν» προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση). Οι βασικές κατευθύνσεις είναι αυτές στις οποίες έχουν σπάσει οι παλαιοί Έλληνες (εκτός αν αίφνης παρουσιαστεί ριζοσπαστικό ισλαμικό κίνημα στην χώρα μας). Οι άλλοι (σε επίπεδο διαμόρφωσης κουλτούρας) είναι κάτι σαν «διαφιλονικούμενες περιοχές».

Επίσης όπως το βλέπω εγώ αυτή την στιγμή τα δύο αυτά ρεύματα μάχονται με πολύ χαλαρούς κανόνες ηθικής (βασικά όλα επιτρέπονται αρκεί να μην μας πάρουν χαμπάρι) στο όνομα της αντιπάθειας που η κάθε ομάδα αισθάνεται για την άλλη. Ακόμα και σε επίπεδο πολλαπλασιασμού βλέπω να διαχωρίζονται: Δημιουργούνται αντιλήψεις περί ποιότητας ζωής που κάνουν μέλη της μιας ομάδας να μην παντρεύονται με μέλη της άλλης.

Σε αυτό το πλαίσιο προβληματισμών θα έβλεπα την εκκλησία όχι ως μια ομάδα αλλά ως μια διαδικασία δημιουργίας ενός λαού παράλληλα με την ατομική άσκηση. Δηλαδή η σωτηρία βρίσκεται στην εκκλησία με την έννοια ότι βρίσκεται στην συμμετοχή σε αυτή την διαδικασία και όχι αυστηρά στο να είναι κανείς μέλος όπως είναι μέλος μια ομάδας. Μπορεί σε αυτό να βρίσκεται και ένας λόγος για την ασάφεια στους ορισμούς για το τι είναι εκκλησία (που παρουσίασε και ο π. Αρσένιος στο βιβλίο του).

Σας μιλώ για κάποιο είδος σύνθεσης; Αμφιβάλω. Το προσωπικό ερώτημα για εμένα (όπως το βλέπω αυτή την στιγμή) είναι:

Νοιώθω ότι η ζωή μου για να έχει νόημα χρειάζεται την ζωντανή λειτουργία ενός λαού (όπως το αντιλαμβάνομαι). Όντας έλληνας έχω πρόσβαση άμεση ή έμμεση σε πελώριες αποθήκες πολιτισμού. Σαν τον γραμματέα που ψάχνει στον θησαυρό του νέα και παλαιά θέλω να κάνω επιλογές που θα μου επιτρέψουν να έχω κοινό έδαφος με άλλους ανθρώπους με τους οποίους μπορούμε να σχηματίσουμε ένα τέτοιο λαό.

Μιλώντας έτσι ορίζω τον εαυτό μου ως άνθρωπο που παίρνει πολιτικές θέσεις, που έχει μια ατζέντα, που θα πολεμήσει για το συμφέρον του όχι γιατί θεωρεί ότι το αντιμαχόμενο συμφέρον δεν έχει καμία λογική ή είναι απαράδεκτο αλλά γιατί αντιμάχεται αυτό που εγώ κρίνω ως συμφέρον μου.

Η σύνθεση που είναι το πρόβλημα εδώ είναι το να συνθέσει κανείς μια τέτοια στάση (που προσωπικά καταλήγω να μου φαίνεται αναγκαία) με την ανοχή, το «μη αντιστήναι το κακό», την εκτίμηση για το διαφορετικό που όντας κριτής μας μάς ταπεινώνει.

Πχ ας πούμε ότι εμμένω στην θέση ότι μου χρειάζεται να ζω εντός ενός τέτοιου λαού ενώ ένας άλλος μπορεί να αντιμάχεται κάτι τέτοιο και να θέλει να προωθήσει μια τελείως εξατομικευμένη στάση ζωής. Τι θα γίνει αν τα συμφέροντά μας συγκρουστούν, αν δεν μπορεί να υπάρξει η ωραία λύση (άντε στην αποικία σου να κάνεις ό,τι θέλεις). Λογικά ο «πόλεμος» είναι αναπόφευκτο στοιχείο της ζωής. Εντός του Χριστιανικού πλαισίου πιθανόν να λέμε ότι ο Θεός μπορεί να φωτίσει τους αντιμαχόμενους και η ιδέα του πολέμου να ξεπεραστεί.