ἐκφωνηθεῖσα ἐν ἔτει 2000 σὲ σχολὴ τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ
κύριε Διοικητά,
κύριε Ὑποδιοικητά,
κ. κ. Ἀξιωματικοί, Ἀνθυπασπιστὲς καὶ Ὑπαξιωματικοί,
ἀγαπητοὶ Μαθητές,
(κυρίες καὶ κύριοι)
Στὴ σημερινὴ συγκέντρωση τιμοῦμε τὴν ἐπέτειο τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τοῦ 1821. Ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάσταση τοῦ ῾21 ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τὶς σημαντικότερους ἀγῶνες τοῦ ἔθνους σὲ ὅλη τὴν ἱστορικὴ διαδρομή του. Ἀνέτρεψε τὸν ἱστορικὸ ροῦ καταργώντας τὴ σκλαβιὰ ποὺ εἶχε διαρκέσει 400 ὁλόκληρα χρόνια. Ἡ ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ ἦταν ἕνα ἐγχείρημα ποὺ ἀρχικὰ φαινόταν ἀκατόρθωτο. Ἡ ἀριθμητικὴ ὑπεροχὴ τῶν τουρκικῶν στρατευμάτων καὶ ἡ μακρόχρονη ὑποτέλεια, ὅμως, δὲν ἀνέκοψαν τὸ ἠθικὸ τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων οἱ ὁποῖοι ἐπαναστάτησαν καὶ ἀγωνίστηκαν πεισματικὰ καὶ νικηφόρα.
Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821-1829 δὲν εἶναι ἡ πρώτη ποὺ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό. Πολλὲς ἄλλες εἶχαν προηγηθεῖ. Ἡ τελευταία αὐτὴ πέτυχε, γιατί ἦταν ἡ πιὸ καθολική, ἡ πιὸ ὀργανωμένη καὶ στάθηκε ἡ κατάληξη μίας μακρόχρονης προεργασίας.
Ὁ Ἑλληνισμὸς ποὺ κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει μετὰ τὴν τουρκικὴ κατάκτηση καὶ νὰ διατηρήσει τὴ συνοχή του, κυρίως λόγω τῶν προνομίων τῆς αὐτοδιοίκησης καὶ τῶν μακρῶν γενικὰ ἱστορικῶν καταβολῶν του, ἄρχισε νὰ προοδεύει ἰδίως ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνα καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὸν 18ο.
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ναυτιλίας, τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς βιοτεχνίας δημιούργησε μία οἰκονομικᾶ ἰσχυρὴ τάξη στὸ ἐσωτερικὸ καὶ στὶς παροικίες τοῦ ἐξωτερικοῦ. Ἐκεῖ τὸν 18ο αἰῶνα οἱ Ἕλληνες ἐνισχύθηκαν ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ καὶ δημιούργησαν ἕνα παράλληλο κίνημα, τὸν ἑλληνικὸ διαφωτισμό, ποὺ μὲ τὴν ἵδρυση περισσότερων σχολείων καὶ τὴν ἔκδοση ἐπιστημονικῶν καὶ θρησκευτικῶν βιβλίων ἐπεδίωκε νὰ φωτίσει συστηματικὰ τὸν λαό, νὰ τονίσει τὴν αὐτοπεποίθησή του, νὰ τὸν συνδέσει πιὸ πολὺ μὲ τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ἔτσι, δυνάμωνε τὴν ἀγωνιστική του διάθεση καὶ προετοίμαζε οὐσιαστικότερα τὴν ἀπελευθερωτική του ἐξέγερση.
Ἡ ἔννοια τοῦ «Ἔθνους» καὶ τῶν δικαιωμάτων του, ὅπως τὴν καθόρισε ὁ γαλλικὸς διαφωτισμὸς καὶ ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, διεύρυνε τὴν ἔννοια «Γένος» ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ ἑλληνισμὸς στὴν τουρκοκρατία καὶ τὸ ἐθνικὸ ὄνομα «Ἕλληνας» ἀντικατέστησε ὁριστικὰ τὸ «Ρωμιός» γιὰ νὰ περιλάβει τοὺς νέους πόθους καὶ τὶς νέες τάσεις.
Οἱ ἐξεγέρσεις ποὺ εἶχαν προηγηθεῖ, εἶχαν διατηρήσει τὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα καὶ εἶχαν δημιουργήσει ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας τὰ στρατιωτικὰ ἐπαναστατικὰ σώματα τῶν κλεφτῶν, ποὺ ἔδωσαν στὸν Ἀγῶνα τοὺς σημαντικότερους ἀρχηγοὺς καὶ μία δοκιμασμένη πολεμικὴ τακτική, τὸν κλεφτοπόλεμο. Τὸν ἴδιο ρόλο ἔπαιξαν καὶ τὰ σώματα τῶν ἀρματολῶν.
Ἡ αὐτοδιοίκηση εἶχε δημιουργήσει ἰσχυρὲς οἰκογένειες προκρίτων μὲ πολιτικὴ ἐπιρροὴ στὶς ἐπαρχίες. Τὸ ὅραμα καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ρήγα εἶχαν συγκλονίσει τὶς ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων καὶ οἱ ἀγῶνες τῶν Σουλιωτῶν εἶχαν τονίσει τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν παλικαριὰ καὶ στὴ στρατιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ λαοῦ. Τέλος, οἱ ἐλπίδες ποὺ κάθε φορὰ διαψεύδονταν ὅτι κάποια μεγάλη δύναμη θὰ βοηθήσει στὴν ἀπελευθέρωση, εἶχαν καταλήξει νὰ διαμορφώσουν στὰ πιὸ δυναμικὰ ἡγετικὰ πρόσωπα μία πεποίθηση πὼς «ὅτι εἶναι νὰ κάνουν οἱ Ἕλληνες, θὰ τὸ κάνουνε μοναχοί τους καὶ δὲν ἔχουν ἐλπίδα καμιὰ ἀπὸ τοὺς ξένους» (Κολοκοτρώνης).
Ὅλες αὐτὲς τὶς τάσεις καὶ τὶς δυνατότητες τὶς συνταίριασε ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία, ὀργάνωσε τὸ λαό, πρόβαλλε ἀρχηγούς, καθόρισε τὸ χρόνο καὶ κήρυξε τὴν Ἐπανάσταση.
Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ἄρχισε τέλη Φεβρουαρίου 1821 στὸ Ἰάσιο τῆς Μολδαβίας μὲ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη καὶ παράλληλα μέσα Μαρτίου στὴν Πελοπόννησο μὲ διάφορους ἀρχηγούς. Ἡ ἐπίσημη κήρυξή της, ὅμως, ἔγινε στὴν Ἁγία Λαύρα τὴν 25η Μαρτίου τοῦ 1821 ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανό. Ἀμέσως - καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ θετικὴ προσφορὰ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας - διαδόθηκε σὲ ὅλο τὸν Ἑλληνικὸ χῶρο ὡς τὴν Κρήτη καὶ τὰ Δωδεκάνησα. Στὴν Κύπρο, μόνο, ἡ ἄμεση τουρκικὴ ἐπέμβαση σταμάτησε τὴν Ἐπανάσταση.
Ὁ Ἀγῶνας μπορεῖ νὰ χωριστεῖ σὲ δυὸ περιόδους : 1821 - 1824 καὶ 1824 - 1829 καὶ ἔχει, ὅπως εἶναι φυσικό, τριπλῆ ὄψη: στρατιωτική, πολιτικὴ καὶ διπλωματική.
Ἀπὸ στρατιωτικὴ ἄποψη οἱ Ἕλληνες κατόρθωσαν τὴν πρώτη περίοδο νὰ ὀργανώσουν στρατὸ καὶ νὰ μεταβάλουν τὸν κλεφτοπόλεμο σὲ πραγματικὴ πολεμικὴ τακτική. Οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ἀνέδειξαν ἀρχηγοὺς στὴν ξηρὰ ὅπως τὸν Κολοκοτρώνη, ποὺ συνδύαζε τὴν πεῖρα τοῦ κλεφτοπόλεμου μὲ τὶς γνώσεις Εὐρωπαϊκῆς τακτικῆς ποὺ ἀπέκτησε στὰ Ἑπτάνησα, τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο, τὸν Μᾶρκο Μπότσαρη, τὸν Πανουργιᾶ, τὸν Δυοβουνιώτη, τὸν Γκούρα, τὸν Μακρυγιάννη, τοὺς Μαυρομιχαλαίους, τὸν Νικηταρᾶ κ.ἄ. Μὲ τὴν κατάληψη τῆς Τριπόλεως (Σεπτέμβριος 1821) καὶ τὶς νῖκες στὴ Γραβιὰ (Μάϊος 1821), στὰ Βασιλικὰ (Αὔγουστος 1821), στὰ Δερβενάκια (Ἰούλιος 1822), στὸ Μεσολόγγι (Δεκέμβριος 1822), ἡ Ἐπανάσταση δυνάμωσε στὴ Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ στὴν Πελοπόννησο.
Ὁ στόλος ποὺ σχηματίστηκε ἀπὸ τὰ ἐξοπλισμένα ἐμπορικὰ καράβια, ἰδίως τῆς Ὕδρας, τῶν Σπετσῶν, τῶν Ψαρῶν, τῆς Κάσου καὶ τοῦ Γαλαξιδίου, κατόρθωσε μὲ τὰ πυρπολικὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ μεγάλα πολεμικὰ καράβια τῶν Τούρκων καὶ νὰ κυριαρχήσει στὸ Αἰγαῖο, ἐμποδίζοντας ἀποβάσεις ποὺ θὰ ἦταν μοιραῖες γιὰ τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγῶνα, ἀναδεικνύοντας ἥρωες ὅπως τὸν Ἀνδρέα Μιαούλη, τὸν Γεώργιο Σαχτούρη, τὸν Νικόλαο Ἀποστόλη, τὸν Γεώργιο Ἀνδροῦτσο, καὶ πυρπολητὲς ὅπως τὸν Παπανικολῆ, τὸν Κανάρη καὶ τὸν Νικόδημο.
Ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη τὰ πράγματα ἦταν πιὸ δύσκολα. Οἱ Ἕλληνες δὲν κατόρθωναν νὰ ὀργανώσουν πολιτικὴ ἐξουσία ἱκανὴ νὰ διευθύνει τὸν Ἀγῶνα. Τὰ αἴτια ἦταν πολλά. Ἡ γεωγραφικὴ διάσπαση τῆς χώρας καὶ ἡ ἴδια ἡ αὐτοδιοίκηση ἐνίσχυε τὸν τοπικισμό. Ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία εἶχε διαφοροποιηθεῖ στοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς τουρκοκρατίας καὶ περιελάμβανε ὁμάδες (γεωργῶν, κτηνοτρόφων, ἐμπόρων, ναυτικῶν, προκρίτων, ἀρματολῶν, κλεφτῶν, λογίων, Φαναριωτῶν) μὲ διαφορετικὲς ἀντιλήψεις, συμφέροντα καὶ προσανατολισμούς, ποὺ ἦταν δύσκολο νὰ συνεργαστοῦν ἁρμονικά. Σημαντικὸ ἐπίσης πρόβλημα ἡ ἔλλειψη οἰκονομικῶν πόρων.
Ἀπὸ διπλωματικὴ ἄποψη ὁ Ἑλληνικὸς Ἀγῶνας ἄρχισε μέσα σὲ ἕνα κλίμα πολὺ ἀκατάλληλο. Κάθε ἐπαναστατικὴ ἐνέργεια ἦταν καταδικαστέα, ὅπου καὶ ἂν παρουσιαζόταν, καὶ πολὺ περισσότερο στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο, σημεῖα νευραλγικά, ὅπου συγκρούονταν τὰ συμφέροντα τῶν Μεγάλων Δυνάμεων τῆς ἐποχῆς. Τὸ μόνο κέρδος - καὶ μάλιστα μεγάλο - γιὰ τὸν Ἀγῶνα ἦταν ὅτι δὲν ἔγινε ἔνοπλη εὐρωπαϊκὴ ἐπέμβαση, ὅπως στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἱσπανία. Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ πολλοὺς λόγους, ἀλλὰ κυρίως στὸν Καποδίστρια, ποὺ τότε, ὡς Ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ῥωσίας, ἀγωνίστηκε νὰ διαχωρίσει τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση ἀπὸ τὶς ἄλλες εὐρωπαϊκὲς καὶ νὰ τονίσει τὸν ἐθνικὸ καὶ χριστιανικό της χαρακτῆρα.
Λίγο ἀργότερα οἱ σφαγὲς τῶν ἀμάχων στὶς μεγάλες πόλεις ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁ ἀπαγχονισμὸς τοῦ Πατριάρχη (Ἀπρίλιος 1821) συγκλόνισαν τὴν κοινὴ γνώμη τῆς Ρωσίας καὶ ἔδωσαν τὴν εὐκαιρία στὸν Καποδίστρια νὰ ξαναφέρει τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα καὶ νὰ προσπαθήσει νὰ πείσει τὸν τσάρο νὰ ἐπέμβει, ἀσκώντας τὸ δικαίωμα ποὺ τοῦ ἔδιναν οἱ Συνθῆκες τῆς Αἰκατερίνης Β´ μὲ τὴν Τουρκία.
Τελικά, ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ἕνας ἀγῶνας ποὺ ἔκαναν χριστιανοὶ μὲ ἀλλόθρησκους, ἕνας ἀγῶνας ποὺ ἔκαναν οἱ Ἕλληνες στὸν ἴδιο τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ χῶρο γιὰ τὴν ἐλευθερία, μὲ τὸν ἐπικὸ χαρακτῆρα ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἰδιόμορφη πολεμικὴ τακτική, μὲ τὶς μεγάλες νῖκες καὶ τὰ τρομακτικὰ μαρτύρια, συγκλόνισε βαθύτατά τους εὐρωπαϊκοὺς λαοὺς καὶ δημιούργησε ἕνα μεγάλο φιλελληνικὸ κίνημα, ποὺ μὲ κάθε τρόπο βοήθησε τὸν Ἀγῶνα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν εὐρωπαϊκὴ Ἱστορία ὁ παράγων «κοινὴ γνώμη» κινητοποιήθηκε σὲ τόση ἔκταση καὶ ἐπηρέασε ὡς ἕνα σημεῖο τὴ διεθνῆ πολιτική.
Τὸ 1823 μία μεγάλη ἀλλαγὴ ἔγινε στὴν Ἀγγλία. Ὁ Γεώργιος Κάννινκ, Ὑπουργὸς Ἐξωτερικῶν καὶ ἔπειτα Πρωθυπουργός, ἐγκατέλειψε τὴ μονολιθικὴ φιλοτουρκικὴ πολιτικὴ καὶ ἀναγνώρισε τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση. Ὁ Κάννινκ καὶ οἱ φιλελεύθεροι γενικότερα εἶχαν πειστεῖ ὅτι ὁ Ἑλληνικὸς Ἀγῶνας δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ καταπνιγεῖ, ὅτι θὰ δημιουργοῦσε προηγούμενο γιὰ τὰ Βαλκάνια καὶ τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ ὅτι δὲν συνέφερε τὴν Ἀγγλία νὰ ἀδιαφορήσει γι᾿ αὐτὲς τὶς ἐξελίξεις. Ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς ἐπηρέασε τὸν Ἑλληνικὸ Ἀγῶνα καὶ ἄνοιξε εὐρύτατες προοπτικὲς γιὰ τὴν Ἀγγλία στὰ Βαλκάνια καὶ στὴν Ἀνατολικὴ Μεσόγειο. Ὁ Κάννινκ ἀποδείχθηκε ὁ μεγαλύτερος καὶ πιὸ διορατικὸς πολιτικὸς τῆς ἐποχῆς.
Στὴ δεύτερη περίοδο (1824 - 1829) ἡ Ἐπανάσταση ἀπὸ στρατιωτικὴ ἄποψη παρουσίασε κάμψη. Τὰ αἴτια ἦταν, κυρίως ἡ φυσικὴ κόπωση καὶ ἡ ἐξάντληση τῶν οἰκονομικῶν πόρων.
Ἡ Πελοπόννησος εἶχε μείνει χωρὶς ἀρχηγοὺς μὲ τὴ φυλάκιση τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τῶν πιὸ σημαντικῶν προκρίτων. Ἡ Στερεὰ εἶχε ἐξασθενήσει μὲ τὴ δολοφονία τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου καὶ μὲ τὴ μεταφορὰ στρατευμάτων στὴν Πελοπόννησο γιὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο. Ἀντίθετα, οἱ τουρκικὲς δυνάμεις ἐνισχύθηκαν, ἐπειδὴ ὁ σουλτάνος, ἀνήσυχος ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ τῆς ἀγγλικῆς πολιτικῆς, πέτυχε μὲ βαριὰ ἀνταλλάγματα τὴ συνεργασία τοῦ πασᾶ τῆς Αἰγύπτου Μεχμὲτ Ἀλῆ, ποὺ θὰ ἔστελνε στόλο καὶ τακτικὰ αἰγυπτιακὰ στρατεύματα στὴν Πελοπόννησο.
Στὴ δεύτερη περίοδο καταστράφηκε ἡ Κάσος καὶ τὰ Ψαρὰ (Ἰούλιος 1824), οἱ πιὸ σημαντικὲς ναυτικὲς ἑλληνικὲς βάσεις στὸ Αἰγαῖο. Ὁ ἑλληνικὸς στόλος εἶχε μεγάλες νῖκες στὴ Σάμο, στὸν Γέροντα (Αὔγουστος 1824), στὸν Καφηρέα (Μάϊος 1825) δὲν εἶχε ὅμως τὰ οἰκονομικᾶ μέσα γιὰ νὰ ἐπιμείνει στὸν Ἀγῶνα καὶ δὲν κατόρθωσε νὰ ἐμποδίσει τὴν ἀπόβαση τῶν Αἰγυπτίων στὴν Πελοπόννησο (Φεβρουάριος 1825), οὔτε τὶς μεταφορὲς νέων δυνάμεων καὶ ἐφοδίων.
Ὁ Ἰμπραὴμ κατέλαβε τὸ λιμάνι τῆς Πύλου, νίκησε τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα στὸ Κρεμμύδι καί, παρὰ τὴν ἡρωικὴ θυσία τοῦ Παπαφλέσσα στὸ Μανιάκι (Μάιος 1825) καὶ τὸν ἀγῶνα τοῦ Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος ἀπελευθερώθηκε ἀργά, πέρασε στὴν Ἀρκαδία καὶ κατέλαβε τὴν Τρίπολη, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ Κολοκοτρώνης, μὴ μπορώντας νὰ τὸν ἀντιμετωπίσει κατὰ μέτωπο, ξαναγύρισε στὴν τακτική του κλεφτοπολέμου καὶ κατόρθωσε νὰ συντηρήσει τὴν Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο, παρὰ τὶς ταλαιπωρίες τοῦ πληθυσμοῦ καὶ τὴ φοβερὴ λεηλασία τῶν πεδινῶν περιοχῶν ἀπὸ τὰ αἰγυπτιακὰ στρατεύματα.
Στὴ Στερεὰ οἱ Τοῦρκοι μὲ τὸν Κιουταχῆ - ἀργότερα (Δεκέμβριος 1825) ἦρθε καὶ ὁ Ἰμπραὴμ γιὰ ἐνίσχυση - πολιόρκησαν τὸ Μεσολόγγι. Ἡ σχετικὰ ὀλιγάριθμη φρουρὰ ἀπὸ Ρουμελιῶτες, Σουλιῶτες, Μακεδόνες καὶ Στερεοελλαδίτες, μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους, ἀπέκρουσαν ὅλες τὶς ἑφόδους καὶ καθήλωσαν τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα ἐπὶ ἕνα χρόνο (Ἀπρίλιος 1825 - Ἀπρίλιος 1826) ἔξω ἀπὸ τὸ φρούριο, προσφέροντας ἀνεκτίμητη ὑπηρεσία στὸν Ἀγῶνα σὲ τέτοιες δύσκολες ὧρες. Ὅταν, δέ, ἔλειψε κάθε δυνατότητα ἐπισιτισμοῦ προτίμησαν νὰ βγοῦν πολεμώντας, ἀλλὰ νὰ μὴ παραδοθοῦν.
Μετὰ τὴν ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ ἡ ἀπήχησή της στάθηκε συγκλονιστική, ὁ Κιουταχὴς προχώρησε στὴν Ἀττική, κατέλαβε τὴν Ἀθήνα καὶ πολιόρκησε τὴν Ἀκρόπολη. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν τὴν πολιορκία γράφτηκε τὸ τελευταῖο μεγάλο κεφάλαιο τῆς πολεμικῆς ἱστορίας τοῦ Ἀγῶνα. Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης πέτυχε μὲ συνδυασμένες πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις νὰ ἐνισχύσει τὸ φρούριο, νὰ ἀναζωογονήσει τὴν Ἐπανάσταση στὴ Στερεὰ μὲ τὴν ἐκστρατεία τοῦ πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ τὴ νίκη τῆς Ἀράχοβας (Νοέμβριος 1826) καὶ νὰ ἐλευθερώσει στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ τὸν Πειραιά. Σκόπευε καὶ τὸ πέτυχε σὲ πολλὰ σημεῖα, νὰ διακόψει τὸν ἀνεφοδιασμὸ τῶν Τούρκων, νὰ κλείσει πίσω τους τὶς διαβάσεις καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ ἀδειάσουν τὴν Ἀττική. Ὁ Καραϊσκάκης ἦταν ἕνας μεγάλος στρατηγός, ποὺ ἤξερε καλὰ τὴν τέχνη τοῦ κλεφτοπολέμου.
Ἡ ἐπιμονὴ ὅμως τοῦ Τσὼρτς καὶ ἰδίως τοῦ Κόχραν, τῶν Ἄγγλων ποὺ εἶχαν ἐκλεγεῖ ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου ἀπὸ τὴν Γ´ Ἐθνικὴ Συνέλευση, νὰ γίνει ἄμεση ἐπίθεση γιὰ νὰ λυθεῖ ἡ πολιορκία τῆς Ἀκρόπολης, ἔφερε τὴν καταστροφή. Ὁ Καραϊσκάκης πληγώθηκε θανάσιμα σὲ μία μικροσυμπλοκὴ καὶ πέθανε (23 Ἀπριλίου 1827). Ἡ ἐπίθεση ἀπέτυχε καὶ ὁδήγησε στὴν πανωλεθρία τοῦ Φαλήρου (24 Ἀπριλίου) ὅπου ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὸν Πειραιᾶ. Ἡ Ἐπανάσταση φάνηκε νὰ σβήνει. Εἶχε ὅμως προωθηθεῖ πιὰ ἀπὸ διπλωματικὴ ἄποψη τὸ ἑλληνικὸ ζήτημα καὶ τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 κατέβηκε στὴν Ἑλλάδα ὁ Καποδίστριας, ποὺ ἀναδιοργάνωσε τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις καὶ ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὸν ρωσοτουρκικὸ πόλεμο γιὰ νὰ ἀνακαταλάβει τὴ Στερεὰ στὸ διάστημα 1828-1829.
Ἕνα ἄρθρο τῆς συνθήκης αὐτῆς ἀφοροῦσε στὴν ἵδρυση ἑλληνικοῦ κράτους, ὑποτελοῦς στὴν Τουρκία, μὲ σύνορα τὴ γραμμὴ Παγασητικοῦ-Ἀμβρακικοῦ κόλπου. Οἱ Ἄγγλοι πέτυχαν τὴν ἐκκένωση τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ Μεχμὲτ Ἀλῆ καὶ οἱ Γάλλοι ἔστειλαν στρατὸ στὴν Πελοπόννησο νὰ παραλάβει ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους τὰ φρούρια. Μὲ νεώτερες συνθῆκες (πρωτόκολλο καὶ Συνθήκη Λονδίνου 1830 καὶ 1832) τὸ ἑλληνικὸ κράτος ἔγινε ἀνεξάρτητο.
Ἔτσι τελείωσε ὁ Ἑλληνικὸς Ἀγῶνας. Ἀπὸ Εὐρωπαϊκὴ ἄποψη στάθηκε ἕνα μεγάλο χτύπημα στὴν πολιτικὴ τῆς ἀντίδρασης καὶ προώθησε τὸ φιλελεύθερο κίνημα, γιατὶ ἀνέτρεψε τὴν εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ καὶ παραγκώνισε τὸν Μέττερνιχ. Στὰ Βαλκάνια ἀποτέλεσε τὸ προηγούμενο γιὰ τὴν τελικὴ διάλυση τῆς τουρκικῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἵδρυση ἀνεξαρτήτων βαλκανικῶν κρατῶν. Τὸ ἑλληνικὸ κράτος, ποὺ ἱδρύθηκε μὲ τὴν Ἐπανάσταση, ἦταν ἐδαφικὰ πολὺ περιορισμένο, οἰκονομικὰ καὶ στρατιωτικὰ ἀνίσχυρο καὶ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μεγάλα ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικὰ προβλήματα.
Στάθηκε ὅμως ἡ ἀπαρχὴ γιὰ τὴ βαθμιαία ὁλοκλήρωση τῶν ἐθνικῶν πόθων. Ἔπειτα, μέσα στὸν πολύχρονο αἱματηρὸ Ἀγῶνα, διαμορφώθηκε τελικὰ ὁ Νέος Ἑλληνισμός. Οἱ θυσίες καὶ τὰ κατορθώματα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, ποὺ οἱ μορφές τους πῆραν σχεδὸν μυθικὲς διαστάσεις στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ, δημιούργησαν μία νεοελληνικὴ ἡρωικὴ παράδοση, ποὺ ἐπηρέασε ἀπὸ κάθε ἄποψη τὶς νεώτερες γενιὲς τῶν Ἑλλήνων.
Τὸ δικό μας χρέος ὡς νεότερων Ἑλλήνων ποὺ τιμοῦν καὶ σέβονται τὴν ἱστορία καὶ τὴν ἐλευθερία τους καὶ ὡς στελεχῶν τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ-μονίμων καὶ στρατευμένων- ποὺ ὑπερασπίζονται καὶ μάχονται γιὰ τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τῆς πατρίδας εἶναι νὰ συνεχίζουμε μὲ τὸ ἴδιο αἴσθημα εὐθύνης καὶ φιλοπατρίας καὶ τὸ ἴδιο ὑψηλὸ φρόνημα νὰ διαφυλάττουμε τὴν Ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία μας ἀπὸ κάθε ξένη ἐπιβολὴ καὶ νὰ ἐγγυόμαστε τὴν εἰρήνη στὸν εὐαίσθητο γεωπολιτικὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς διαδραματίζοντας ἕνα ρόλο ποὺ ἱστορικὰ ὀφείλει νὰ εἶναι ἡγετικός.