Παναγιώτης Κονδύλης - Στοχασμοὶ καὶ ἀποφθέγματα

Μετάφραση ἀπὸ τὴν Γερμανική: Λάμπρος Λαρέλης, Νέα Ἑστία, τ. 1717, Νοέμβριος 1999.


Συμβολὲς στὴ θεωρία τῆς ἐπικοινωνίας καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον

Ἀκριβῶς οἱ πνευματωδέστερες συζητήσεις ἀποδεικνύουν τὸ ἀδύνατο τῆς συναίνεσης: αὐτὲς δείχνουν ὅτι γιὰ κάθε ἐπιχείρημα ὑπάρχει καὶ ἕνα ἀντεπιχείρημα.

Ὁ διάλογος μεταξὺ ἑτεροφρόνων εἶναι ἀδύνατος καὶ μεταξὺ ὁμοδόξων περιττός.

Ἀπαρχὴ ξεχωριστῆς οἰκειότητας: νὰ κουτσομπολεύεις κατ᾿ ἰδίαν μ᾿ ἕναν τρίτο τοὺς κοινούς σας φίλους.

Ὅταν προσδοκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ μᾶς «καταλάβουν», στὴν οὐσία τοὺς ζητοῦμε νὰ μᾶς συμμεριστοῦν τὴν αὐτοκατανόησή μας. Φιλία εἶναι ἡ (σιωπηρὴ) συμφωνία ὅτι ἡ μία πλευρὰ συμμερίζεται τὴν αὐτοκατανόηση τῆς ἄλλης.

Μιά συζήτηση περὶ φιλίας ἢ ἀγάπης μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν ἀρχὴ ἢ τὸ τέλος τῆς φιλίας ἢ τῆς ἀγάπης.

Οἱ ἀλαζόνες προκαλοῦν τὴν ἀντιπάθεια ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε ἐπιβεβαίωση τῆς δικῆς μας φιλαυτίας.

Οἱ ἀνόητοι μονίμως παραπονοῦνται ὅτι οἱ εὐφυεῖς εἶναι ἐπηρμένοι.

Στὶς ἐπιτυχίες αἰσθανόμαστε πάνω ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο μέτρο, στὶς ἀποτυχίες ἀναλογιζόμαστε τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη μοίρα.

Ἡ μεγάλη ματαιοδοξία σέ ἀντίθεση πρὸς τὴ μικρή, ποὺ ζεῖ ἀπὸ τὶς προσόδους τοῦ πυρετώδους πάρε-δῶσε στὸ Vanity Fair τῆς καθημερινότητας, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν ἔπαινο καὶ τὴν ἐπιδοκιμασία· γι᾿ αὐτὸ καὶ φαντάζει σὰν μετριοφροσύνη.

Ἡ εὐγένεια συνιστᾶ συχνότατα τὸν πιὸ ἐπιδέξιο καιροσκοπισμό: μόνο εὐγενεῖς ἄνθρωποι κατορθώνουν νὰ κρατοῦν πάντοτε καὶ συγχρόνως ὅλες τὶς πόρτες ἀνοιχτές.

Συμπληρωματικὰ περὶ ὀπτικῆς

Οἱ παρωπίδες προσφέρουν ἀσφαλὴ προσανατολισμό.

Ἐπειδὴ τὰ ὅρια τῶν ὀνείρων εἶναι ρευστά, γίνονται ρευστὰ καὶ τὰ ὅρια τοῦ Πραγματικοῦ: γιατὶ τὸ Πραγματικὸ βλέπεται ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τοῦ ὀνείρου.

Ἐλπίδα καὶ φόβος παρεμποδίζουν τὴν κατανόηση τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων· ἡ ἐλπίδα ὅμως ξεπερνιέται πολὺ δυσκολότερα ἀπὸ τὸ φόβο.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ πιστέψει ὁτιδήποτε, προκειμένου νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους ὅτι οἱ πράξεις του βρίσκονται σὲ συμφωνία μὲ τὶς πεποιθήσεις του.

Μᾶς ἐνδιαφέρει λιγότερο τὸ τί εἴμαστε ἀπὸ τὸ τί πιστεύουν οἱ ἄλλοι γιὰ μᾶς.

Εὐσεβεῖς διαλογισμοί

Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Θεοῦ ὅλα ἐπιτρέπονται - θρησκολογοῦν ὁρισμένοι· ὅσο ζοῦσε ἀκόμη ὁ Θεός, τὰ εἶχε ἐπιτρέψει ὅλα ἀπὸ μόνος του - διαπιστώνουν ἄλλοι.

Ἂν ὁ θάνατος δὲν ἔχει νόημα, τότε δὲν ἔχει νόημα οὔτε ἡ ζωή: αὐτὸ ὑπῆρξε ἀνέκαθεν τὸ ἰσχυρότερο -καὶ δολιότερο- ἐπιχείρημα τῶν ἐπὶ γῆς τοποτηρητῶν τοῦ Ἐκεῖθεν.

Ὁ διάβολος εἶναι ἐξαιρετικὸς θεολόγος, οἱ θεολόγοι μέτριοι διάβολοι.

Κοινωνιολογία τῆς ἠθικῆς καὶ ἠθικὴ τῆς κυριαρχίας

Γιατὶ οἱ μικροαστοὶ δὲν εἶναι ποτὲ κυνικοί: ἡ πίστη στὴν ὕπαρξη καὶ τὴν πρακτικότητα τῶν γενικῶς ἀποδεκτῶν κανόνων τῆς ἠθικῆς, τοὺς παρέχει ἕνα αἴσθημα πρόσθετης ἀσφάλειας.

Ὁ τωρινὸς κυρίαρχος ἐπικαλεῖται τὴ λογική, ὁ μελλοντικὸς ὑμνεῖ τὴν ἐλευθερία.

Οἱ ἰδέες εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀδύναμων καὶ ἡ πρόφαση τῶν ἰσχυρῶν.

Φιλοσόφων ἐγκώμιον

Ἡ ἔλλειψη ἱστορικῆς παιδείας εἶναι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ ἔμπνευσης τῶν φιλοσόφων.

Τὸ πρῶτο μέλημα τοῦ ἐπαγγελματία φιλοσόφου εἶναι νὰ πείσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο ὅτι κερδίζει τὸ μισθό του ὄχι ὡς ἁπλὸς ἐργαζόμενος, σὰν ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ὡς εὐεργέτης τῆς ἀνθρωπότητας.

Οἱ θεωρητικὲς ἀναμετρήσεις μεταξὺ φιλοσόφων γίνονται εἰλικρινεῖς μόνο ὅταν καταλήγουν σὲ προσωπικὲς ὕβρεις.

Μιὰ παραβολὴ τῶν πολιτικῶν ἀναλύσεων τοῦ Tocqueville καὶ τοῦ Hegel δείχνει ὅτι ὁ κήρυκας τοῦ ἁπόλυτου Πνεύματος ἦταν τελικὰ ἐπαρχιώτης.

Περὶ ὑγιεινῆς ζωῆς

Ὁριστικὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τοῦ καπνίσματος: ἡ ἀπόλαυση εἶναι βέβαιη, ὁ κίνδυνος εἶναι ἐνδεχόμενος.

Ζητήματα γούστου

Ἀπ᾿ ὅλα προτιμῶ περισσότερο τὴν μετριοφροσύνη τῶν ἀμόρφωτων. Ὅμως ἀπὸ τὸ θράσος τῶν ἡμιμαθῶν προτιμῶ τὴ ματαιοδοξία τῶν πεπαιδευμένων.

Εἶναι καλὸ ποὺ τὸ σῶμα μου δὲν μπορεῖ νὰ διαπράξει ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ πνεύματός μου.

Ὁ ἀπέραντος πόθος νὰ ρουφήξεις τὸν κόσμο — καὶ ἡ ἀπέραντη ἀνία ἀφότου τὸ ἔκανες.

Τὸ φθινόπωρο εἶναι ὁ πιὸ ἐμπνευσμένος κὶτς ζωγράφος.

Ὁ γάμος ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀπόπειρα νὰ ἀντικαταστήσουμε ὅλα τὰ βιβλία τοῦ κόσμου μὲ μία καὶ μόνη ἐγκυκλοπαίδεια.

Summa summarum

Καμμιὰ ἀθωότητα δὲν εἶναι ἀθῴα, καμμιὰ ἐνοχὴ δὲν εἶναι ἔνοχη.

Ἀνθρώπινο εἶναι ὁ,τιδήποτε πράττουν ἢ ἔχουν πράξει οἱ ἄνθρωποι.

Οἱ ἀξίες εἶναι σχετικὲς καὶ ὁ ἄνθρωπος θνητός· στὴν ἔσχατη συνέπειά του τοῦτο τὸ στοιχειῶδες συμπέρασμα σημαίνει: μηδενισμός.

Ὁ ἀνδρισμός, ὁ ὁριστικὸς δηλαδὴ ἀποχαιρετισμὸς κάθε ἐλπίδας καὶ φόβου, εἶναι ἡ ἠθικὴ τοῦ μηδενισμοῦ.

Τὸ Δαιμονικὸ δὲν εἶναι κάποιο σκοτεινὸ ὁρμέμφυτο, ἀλλὰ ἡ ἔσχατη συνέπεια τῆς σκέψης.

Νὰ μὴ θέλεις τίποτα, νὰ θέλεις τὸ τίποτα, νὰ μὴ θέλεις: αὐτὲς εἶναι κατὰ σειρὰ οἱ δυνατὲς κλιμακώσεις τῆς βούλησης.


Σημείωμα τοῦ Ἀθανασίου Γ. Καΐση

Οἱ «Στοχασμοὶ καὶ [τὰ] Ἀποφθέγματα» τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ δημοσιεύονται ἐδῶ, βρέθηκαν μετὰ τὸν ἀδόκητο θάνατό του στὰ κατάλοιπά του, σὲ ἀχρονολόγητο χειρόγραφο γραμμένο στὴ γερμανική, φροντισμένο ἀπὸ τὸν δημιουργό του, ἕτοιμο γιὰ δημοσίευση, τὴν ὁποία, γιὰ ἄγνωστους λόγους, δὲν θέλησε ἐν ζωῇ ἢ ἐνδεχομένως δὲν πρόλαβε νὰ πραγματοποιήσει.

Τὸ χειρόγραφο ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι σελίδες συνεχοῦς ἀρίθμησης, σχήματος τετάρτου, ποὺ περιέχουν, καταταγμένους ἀπὸ τὸν Π. Κ. σὲ ἐννέα ἑνότητες, ὑπὸ ξεχωριστοὺς τίτλους, τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ ἀποφθέγματά του, καὶ ἀπὸ ἕνα δισέλιδο συνημμένο στὸ ἑξασέλιδο σῶμα, ποὺ φέρει τὴν ἐπικεφαλίδα «Fortsetzung» (Συνέχεια) καὶ περιέχει ὀκτὼ στοχασμούς.

Δὲν περιλαμβάνονται, στὴ δημοσίευση αὐτή, ἡ ἑνότητα τοῦ ἑξασέλιδου χειρογράφου ποὺ τιτλοφορεῖται «Aus dem Notizbuch eines Völkerkundingen» (Ἀπὸ τὸ σημειωματάριο ἑνὸς ἐθνολόγου), καθὼς καὶ οἱ στοχασμοὶ τῆς «Fortsetzung» ποὺ θὰ δημοσιευθοῦν μὲ τὴ μετάφρασή τους προσεχῶς. Καθεμία ἀπὸ τὶς δημοσιευόμενες ἑνότητες, μολονότι ἐντάσσεται σὲ ἕνα εὐρύτερο εἰδολογικὸ πλαίσιο καὶ συναπαρτίζει μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἕνα ἑνιαῖο σύνολα, δὲν χάνει καὶ μόνη της ἐντελῶς τὴ λειτουργικὴ αὐτοτέλειά της.

Ἀκριβὴς ἀνατόμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κριτικὸς παρατηρητὴς καὶ βαθὺς γνώστης τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων, ὁ Π. Κ. μὲ τοὺς «Στοχασμοὺς καὶ [τὰ] Ἀποφθέγματά» του -στὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ προστεθοῦν, ἀποσπώμενες ἀπὸ τὸ πλαίσιο ἐκφορᾶς τους, μὲ προσόντα αὐτόνομης ἀνθρωπογνωστικῆς λειτουργίας, πλεῖστες ὅσες φράσεις ἀπὸ τὰ ἔργα του— πετυχαίνει μὲ πνευματώδη, σαρκαστικὸ ἐνίοτε τρόπο νὰ συμπυκνώσει μὲ εὐστοχία ὀρισμένες βασικὲς ἰδέες του γιὰ τὰ ἀνθρώπινα πάθη, τὴν κοινωνικὴ ἠθική, τὴ θρησκεία, τὴ φιλοσοφία, τὴν πολιτική, τὴ φύση καὶ νὰ τὶς ἐκφράσει, ὄχι ὑπὸ τὴ μορφὴ εὔκολων καὶ ἁπλῶν εὐφυολογημάτων, ἀλλὰ ὑπὸ τὴ μορφὴ γνήσιων ἀφορισμῶν ποὺ παρὰ τὴν ἀποσπασματικότητά τους, ἀπὸ μόνοι τους, χωρὶς τὸ ὑπόλοιπο ἔργο του, ἐξαιτίας τῆς δεινότητας, τῆς πυκνότητας καὶ τοῦ στιλπνοῦ ὕφους τους, μετάγουν τὸν συγγραφέα τοὺς ἐπάξια δίπλα στοὺς μεγάλους δημιουργοὺς τοῦ εἴδους, ὅπως ὁ Λαροσφουκώ, ὁ Λίχτενμπερκ, ὁ Ριβαρόλ.

Ὁ Παναγιώτης Κονδύλης χωρὶς ρητορισμό, ἐπιτήδευση ἢ ψιμύθια ἀπαιτεῖ καὶ ἐπιτυγχάνει ἀπὸ τὸ στοχασμὸ ἐκεῖνο ποὺ κατὰ τὴ ρώμη του ἀπαιτοῦσε καὶ ὁ Λίχτενμπερκ, σοφὸς καθηγητὴς τῆς φυσικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Göttingen, ἐπιλογὴ ἀπὸ τὰ Sudelbücher τοῦ ὁποίου μᾶς χάρισε ὁ Π. Κ. σὲ θαυμαστὴ μετάφραση: «νὰ βλέπει τὰ πάντα ἀλλιῶς, νὰ παρακάμπτει τὶς παραδεδεγμένες ἀλήθειες καὶ νὰ τὶς στήνει ἀνάποδα γιὰ νὰ δεῖ μήπως ἔτσι μποροῦν νὰ περπατήσουν καλύτερα».