«Ἀντὶ νὰ κάνετε νάζια γιὰ νὰ ἀποκτήσετε λαμπρὸ ἁμάξι ποὺ νὰ θαμπώνει τοὺς διαβάτες καὶ νὰ ἐπισκιάζει μὲ τὴ λάμψη τοῦ τὸ ἁμάξι μιᾶς ἀντίζηλης, ἀποσπάσατε ἀπὸ ἕναν πατέρα, ἕναν σύζυγο, ἕναν φίλο μιὰ γενναία γνώμη ποὺ διατρανούμενη μὲ ζέστη στὰ συμβούλια νὰ διαφωτίσει τὴ Συνέλευση καὶ νὰ κάνει τὴ δόξα τῶν ἐθνῶν σας νὰ λάμψει. Ζητῆστε του νὰ πάει νὰ ὑποστηρίξει τὴ δόξα τῶν Ἑλλήνων, ἀντὶ νὰ σᾶς συνοδεύει στὴν πωλήτρια τῶν νεωτερισμῶν. Καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἐνδιαφερθεῖτε περισσότερο νὰ τὸν κάνετε νὰ πάρει μιὰ τίμια ἀπόφαση παρὰ νὰ σᾶς ἀγοράσει ἕνα μεταξωτό.
Οἱ Ἕλληνες γεννημένοι γιὰ τὴν ἐλευθερία, μόνο στοὺς ἴδιους τοὺς ἑαυτούς των μποροῦν νὰ τὴν ὀφείλουν. Ἔτσι δὲν ἐκλιπαρῶ διόλου τὴ συνδρομή σας εἰς τὸ νὰ κάνετε τοὺς συμπατριῶτες σας νὰ μᾶς στείλουν βοήθεια, ἀλλὰ μόνο εἰς τὸ νὰ τοὺς ἀποτρέψετε νὰ βοηθήσουν τοὺς ἐχθρούς μας. Ἡ Ἱερὰ Συμμαχία ἔταζε ὡς σκοπό της τὴν διατήρηση τῶν ἐπικρατειῶν τῶν νομίμων χριστιανῶν βασιλέων. Ὁ σουλτάνος εἶναι ἕνας ἄπιστος ἡγεμὼν καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ νόμιμος ἡγεμών. Ἡ Ὀθωμανικὴ Πύλη δὲν ἄσκησε ἀπάνω μας μέχρι τώρα παρὰ τὸ δικαίωμα τοῦ ξίφους. Κατεῖχε τὴν Ἑλλάδα κατακτητικῷ δικαιώματι: Μὲ τὴν κατάκτηση πρέπει νὰ τῆς τῆς ἀποσπάσουμε.
Στὸ μεταξὺ ἰδέτε τὸν πόλεμο νὰ περιφέρει τὸν φρικτὸ θάνατο στοὺς ρημαγμένους κάμπους μας. Ἰδέτε στὶς ἔρημες πόλεις μας τὸ πένθος τῶν οἰκογενειῶν: μιὰ μητέρα ποὺ κλαίει ἕναν γιό, σκοτωμένο στὴ μάχη, ἢ μιὰ κόρη κακοποιημένη καὶ ποὺ τὴν ἀπήγαγαν γιὰ σκλάβα. Ἰδέτε αὐτὴ τὴ σύζυγο ποὺ κάθεται στὸ κατώφλι τῆς πόρτας της μὲ τὰ μάτια πλημμυρισμένα ἀπὸ δάκρυα: περιμένει ἕναν ἀγαπημένο σύζυγο ποὺ τὸν εἶδε τὸ πρωὶ νὰ φεύγει μὲ τὰ ὅπλα του – δὲν θὰ ξαναγυρίσει πιά! Ὁ Τοῦρκος τὸν σκότωσε. Ἰδέτε αὐτὰ τὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ κυλιοῦνται ἀπάνω στὶς πέτρες. Βγάζουν φωνὲς καὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς διαβάτες τὸν πατέρα τους, ποὺ ἔπεσε κάτω ἀπὸ τὰ πλήγματα τῶν βαρβάρων, καὶ τὴ μοίρα τους, ποὺ πέθανε ἀπὸ λύπη...
Κλαῖτε, γενναιόψυχες κυρίες; Ἔ, τότε, ξεχάστε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὶς ἀπολαύσεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες σας καὶ ζητῆστε τὸ τέλος τῶν δεινῶν μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κοκκινήσαμε τοὺς κάμπους μας μὲ τὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν μας, ἀλλὰ καὶ τὸ δικό μας αἷμα ἀνακατεύτηκε μὲ τὸ δικό τους. Ξέρουμε νὰ νικᾶμε, ἀλλὰ μὲ χίλιους ἀγῶνες. Ἐνῶ τὸ μέτωπό μας εἶναι στεφανωμένο μὲ δάφνες, ἡ καρδιά μας εἶναι ποτισμένη μὲ πίκρα. Τὰ δάκρυά μας πλημμυρίζουν τοὺς θριάμβους μας καὶ ἡ νίκη μας εἶναι πάντοτε πένθιμη.
Μαντὼ Μαυρογένους».
Τὸν Αὔγουστο τῆς «μαύρης χρονιᾶς», τὸ 1824.