Εφημερίδα «Παρατηρητής της Θράκης»
Δευτέρα 10 Μαΐου 1999, σελ. 12
Με κεντρική ομιλήτρια την ιστορικό κ. Μαριάννα Κορομηλά ξεκίνησαν, το Σάββατο το βράδυ επίσημα, οι εκδηλώσεις που διοργανώνουν όπως κάθε χρόνο ο Δήμος Κομοτηνής και η Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής ανάπτυξης στα πλαίσια των Ελευθερίων.
Προλογίζοντας, ο δήμαρχος Κομοτηνής κ. Παπαδριέλλης αναφέρθηκε στο στόχο των φετινών πολιτιστικών εκδηλώσεων, που αποτελεί ευθύνη όλων των πολιτών για να αποκτήσει αυτός ο τόπος την οριστική του ανάπτυξη.
«Ανασυνθέτουμε την πολιτιστική φυσιογνωμία του ευρύτερου χώρου μας επιδιώκοντας να ξαναπάρει η Θράκη την εξέχουσα αναπτυξιακή θέση και την συνοχή που είχε ως Μητροπολιτικό κέντρο στην περιοχή των Βαλκανίων και των χωρών της Παρευξείνιας ζώνης.
Οι φετινές μας πολιτιστικές εκδηλώσεις, παρ΄ ότι το γενικότερο κλίμα της Θρακιώτικης Εθνικής μας γιορτής σκιάζεται από το δράμα της γειτονικής μας Γιουγκοσλαβίας, στοχεύουν σε αυτή την ανασύνθεση και προβολή του πολιτιστικού «γίγνεσθαι», που περιβάλλεται από απροσμάχητη πίστη στην ελεύθερη πολιτεία, στους ελεύθερους και ενεργούς πολίτες, στην δικαιοσύνη, στην κοινωνική Δημοκρατία, στην ισοτιμία και την ισοπολιτεία.
Θεωρούμε ότι είναι και πάλι ιστορική ανάγκη, πολύ περισσότερο σήμερα από όσο ποτέ άλλοτε, να αναλάβουμε όλοι με την ευθύνη για μια καινούργια εξόρμηση : Να κατακτήσει ο τόπος αυτός την οριστική του ανάπτυξη, την πνευματική και πολιτιστική του ολοκλήρωση, την οικονομική και κοινωνική του μεγιστοποίηση. Να πάει μπροστά και να δικαιώσει την ίδια του την μοίρα», τόνισε.
Επίκαιρους ο λόγος της κ. Κορομηλά με ιδιαίτερα έμφαση στα δυο κύρια χαρακτηριστικά της παιδείας μας. Την επιλεκτική αρχαιολατρεία και την τυφλή γεωγραφία. Χαρακτηριστικά που οδηγούν στην άρνηση του ελληνισμού. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ομιλίας επέλεξε ο ΠτΘ να δημοσιεύσει. Όχι, γιατί θέλει να δώσει ιδιαίτερη βάση επετειακά, αλλά πολιτικά. Τις δύσκολες αυτές τις ημέρες της Βαλκανικής είναι ανάγκη η Παιδεία μας να αναθεωρήσει πολλά.
Κυρίες και κύριοι, η κ. Κορομηλά:
«Ώσπου να περάσω τον Νέστο, αδυνατούσα να ταυτίσω τα διαβάσματα και τις γνώσεις με τη γνώριμη νεοελληνική πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσα. Ένιωθα παγιδευμένη στον αθηναϊκό επαρχιωτισμό. Οι ιδεοληψίες και τα κακότεχνα ιστορικοφανή κατασκευάσματα με απωθούσαν. Αισθανόμουν ότι η παιδεία, σχολική και πανεπιστημιακή, μας απεμάκρυνε από την ουσία. Στένευε απίστευτα τους ορίζοντές μας. Δημιουργούσε απαράδεκτα κενά και επικίνδυνες παρανοήσεις. Έκοβε, έραβε, ξήλωνε, φάρδαινε, κατακρεουργούσε τα ιστορικά δεδομένα για να διαμορφώσει νέου τύπου συνειδήσεις, ξεκομμένες από τον βιωμένο χώρο και τον χρόνο. Κινητοποιούσε με όλα τα μέσα τους μηχανισμούς της λήθης και αντικαθιστούσε τη ζωτική συνέχεια με μια παράδοξη ασυνέχεια, στην οποία έπρεπε να ενταχθούμε.
Δεν είναι μόνον η αρχαιοπληξία που χαρακτηρίζει την παιδεία μας, άρα και τη στέψη μας. Είναι μια επιλεκτική αρχαιολατρεία και ο τρόπος με τον οποίο καλλιεργείται, ούτως ώστε να εξαφανίζεται από το γνωστικό μας πεδίο οτιδήποτε δεν χωράει εντός των ορίων του Οθωνικού Κράτους.
Ας θυμηθούμε ότι το εξαρτημένο εκείνο θνησιγενές κρατίδιο απετελείτο από το πιο φτωχό και αντιπαραγωγικό κομμάτι του Ελληνισμού. Κι ότι ήταν στερημένο από τα κυριότερα συστατικά που συγκροτούν τον ιστορικό χαρακτήρα του ελληνικού βίου. Του έλειπαν τα ελληνικά λιμάνια. Του έλειπαν οι ελληνικές μεγαλουπόλεις με τον πανάρχαιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και τους δοκιμασμένους αστικούς θεσμούς. Δεν είχε πλουτοφόρες πηγές, δεν είχε μεγάλα ποτάμια, δεν είχε μεγάλες πεδιάδες εκτός από τη Βοιωτική, δεν είχε συγκοινωνιακή υποδομή και βρισκόταν πολύ μακριά από την παραγωγική ενδοχώρα και τις τεράστιες επικοινωνιακές δυνατότητες του ελληνικού κόσμου. Έτσι, ο πρωτογενής και δευτερογενής τομέας ήταν περίπου ανύπαρκτος, ενώ ο τριτογενής σε εμβρυακή κατάσταση.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο λόγος της δημιουργίας ενός τέτοιους κρατιδίου που δεν ήταν παρά το απολειφάδι του Ελληνισμού, η πιο ακραία άκρη της Βαλκανικής Χερσονήσου, πλήρως αποκομμένα από τον κύριο βαλκανικό κορμό και από τα μεγάλα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκεί όπου έσφυζε η Ρωμιοσύνη;
Μήπως η ηθική ανταμοιβή για τους απελευθερωτικούς αγώνες; Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει στο περί δικαίου αίσθημα των ηγετών της οικουμένης τον καιρό του Μέτερνιχ. Εξάλλου, ο Αγώνας του 1821, που είχε ξεκινήσει από τις παραδουνάβιες χώρες, είχε πανελλήνια συμμετοχή τόσο στα όπλα όσο και στον φόρο του αίματος. Η Πόλη, η Χίος, η Σάμος, η Αδριανούπολη, η Αίνος, η Χαλκιδική, η Νάουσα, η Κύπρος, το Σούλι, το Αϊβαλί, η Σμύρνη..., είχαν πληρώσει πολύ ακριβά τον πρόωρο ξεσηκωμό του γένους. Να ήταν άραγε η αμιγής σύσταση του πληθυσμού που κατοικούσε τη Στερεά, τον Μοριά και τα νησάκια; Μα αν εξαιρέσει κανείς τα νησιά κι ορισμένους απόμακρους τόπους, όπως η Μάνη, παντού αλλού συνυπήρχαν Χριστιανοί και Μωαμεθανοί. Σε μερικά μέρη μάλιστα το ποσοστό των Μωαμεθανών έναντι των Χριστιανών ήταν μεγαλύτερο απ΄ ότι σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα η Κύπρος και η Ανατολική Θράκη. Αλλά ακόμα και ανάμεσα στους Χριστιανούς δεν υπήρχαν πολλοί που μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ήταν ακραιφνείς απόγονοι του Λεωνίδα και του Περικλή.
Τέτοιους είδους αστειότητες όμως αποπροσανατολίζουν εντελώς την εξιστόρησή μας, όπως αποπροσανατόλισαν δυστυχώς και τους πατριώτες εκείνης της εποχής που αναγκάστηκαν να δεχθούν τον τρίτης κατηγορίας ξένο πρίγκιπα, υποκύπτοντας στις αποφάσεις που είχαν παρθεί ερήμην τους.
Μελετώντας την ιστορία του 19ου και του 20ου αιώνα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι οι λόγοι της δημιουργίας μιας τέτοιας κρατικής παρωδίας πρέπει να αναζητηθούν στη σφαίρα της μακρόπνοης πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, σχετικά με το ζήτημα της απόλυτης κυριαρχίας τους στα εδάφη της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο κυριότερος και πιο αξιόλογος κόσμος που ανήκε στην αρχαιότατη οικογένεια της Ανατολικής Εκκλησίας. Το πολυπληθέστερο, δυναμικότερο και πιο αξιόμαχο κομμάτι αυτής της οικογένειας ήταν οι Ορθόδοξοι ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι, σλαβόφωνοι, αραβόφωνοι, αλβανόφωνοι, ρουμανόφωνοι, βλαχόφωνοι, Καυκάσιοι και Αρμένιοι - όλοι αυτοί που παρά τις πολιτισμικές και τις άλλες πολλές διαφορές τους, αναγνωρίζονταν στην κοινή μνήμη της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας, που δημιουργούσε ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν θεμελίωσε στη θρακική γη την Κωνσταντινούπολη, στο κέντρο των δυο ελληνικών θαλασσών, του Αιγαίου και του Ευξείνου και συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, για να καταρτίσει το Σύμβολο της Πίστεως, στην ελληνική Νίκαια της μικρασιατικής Βιθυνίας.
Η κοινή μνήμη ήταν ο ακαταμάχητος αντίπαλος, όπως το πνεύμα του οικουμενισμού που είχε γίνει βίωμα, τρόπος ζωής και συνεκτικός δεσμός από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δύσκολα τα πολεμάς αυτά, ακόμα πιο δύσκολα τα ξεριζώνεις, μπορείς όμως να δοκιμάσεις να τα υποκαταστήσεις με ιδέες που θα μοιάζουν πιο θεμελιώδεις και θα φαντάζουν υψηλότερες στην κλίμακα των αξιών.
Το σχέδιο του κατακερματισμού της μεγάλης ανατολικής οικογένειας, που κοινωνούσε των αχράντων μυστηρίων, στηρίχθηκε στην ανάδειξη των πολιτισμικών και εθνοτικών διαφορών, την καλλιέργεια των εθνικών συνειδήσεων και, ενισχύοντας τους κοινωνικούς - οικονομικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των ομόδοξων κοινοτήτων, υποδαύλισε την ανάπτυξη της μισαλλοδοξίας. Τα πρώτα απελευθερωτικά κινήματα του 19ου αιώνα είχαν ανησυχήσει σφόδρα τους ισχυρούς της Δύσης και του Βορρά. Ο Αγώνας που ξεκίνησε στη Σερβία το 1806, έμοιαζε με χιονοστιβάδα σπρωγμένη από το Ρήγα Φεραίο και τους συντρόφους του. Τα μηνύματα έτρεχαν σαν το αίμα τους στο Δούναβη και τον Σόβα, τον Προύθο και τον Μοράβα, τον Αξιό και τον Έβρο, το Αιγαίο και όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Κι όταν πολεμούσαν οι Αθηναίοι τον Κιουταχή στο Χαϊδάρι, το 1826, προσπαθώντας να απωθήσουν τα στρατεύματά του πέρα από το λεκανοπέδιο, στο πλευρό τους πολεμούσαν οι Θρακομακεδόνες που είχαν κατέβει στον νότο, μετά την καταστολή της επανάστασης στον βορρά. Κι όταν ο Ιμπραήμ ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του Μοριά, ένας ελληνικός στολίσκος κατέπλευσε στη Βηρυτό για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό και να καθυστερήσει τον Ιμπραήμ. Ο στολίσκος αυτός ήταν θρακικός. Ήταν τα καΐκια των Θρακών που δεν μπορούσαν να δράσουν στα μέρη τους και έβαλαν πλώρη για άλλες θάλασσες. Τον ίδιο καιρό, ο ρωσικός στρατός βάδιζε προς τα όρη του Πόντου. Η χιονοστιβάδα δεν επρόκειτο να σταματήσει πουθενά.
Έτσι, επιταχύνθηκε η εφαρμογή του σχεδίου για τον κατακερματισμό. Η πτωχή αλλά τίμια Ελλάς ήταν το μέγιστο που μπορούσε να παραχωρηθεί στον Ελληνισμό, για να χρησιμοποιηθεί ως πανάκεια. Το μόνο που μπορούσε να δικαιολογήσει την αιτία της ύπαρξής της ήταν η αρχαία της δόξα κι ότι κάποτε, πριν από 24 αιώνες, ήταν η ηγετική δύναμη του ελληνικού κόσμου. Κι έτσι, άρχισε η επιλεκτική προβολή της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, περιορισμένης τοπικά και χρονικά στα όρια που βόλευαν, και η ανάδειξή της σε πεμπτουσία της ελληνικότητας. Αυτή θα μας διαφοροποιούσε από τους υπόλοιπους Έλληνες κι αυτή, μαζί με την απαξία του οικουμενισμού, θα μας αποξένωνε εντελώς από τους υπόλοιπους ομόδοξους,
Η οθωμανική φιλοσοφία καλλιεργήθηκε στις όχθες του λιμνάζοντος Ιλισού και η παιδεία υπηρέτησε πιστά τις κρατικές επιταγές. Τίποτε δεν έπρεπε να θυμίζει την πραγματικότητα. Ούτε καν η γλώσσα. Όλα παραποιήθηκαν κι όλα πέρασαν από τον πάγκο του ανελέητου Προκρούστη ώστε να καταντήσουμε όχι μόνο ανάδελφοι αλλά και άκληροι, αφού απαρνηθήκαμε την αλεξανδρινή, την ελληνορωμαϊκή, τη βυζαντινή και την οθωμανική κληρονομιά και σβήσαμε από τους χάρτες ότι βρισκόταν έξω από την επικράτεια του 1830.
Αξιοθρήνητοι ναυαγοί σε μιαν άγονη νησίδα όπου ξέθαβαν αρχαιότητες για να 'χουν κάτι να δείχνουν στα παιδιά τους, όταν θα ερχόταν η ώρα τους να τους μιλήσουν για τις ρίζες τους. Πλήρως αποκομμένοι από τον περιβάλλοντα χώρο : τον αλύτρωτο Ελληνισμό και τους αλλοεθνείς λαούς, ομοδόξους και ετεροδόξους, με τους οποίους είχαν συνυπάρξει οι Έλληνες επί αιώνες ή και χιλιετίες.
Οι πανάρχαιοι θαλάσσιοι δρόμοι και τα μεγάλα λιμάνια, οι ευλογημένες πεδιάδες και τα μεγάλα λιμάνια, οι ευλογημένες πεδιάδες και τα πλούσια βοσκοτόπια, τα πλωτά ποτάμια και οι επικοινωνιακοί άξονες που λειτουργούσαν από τον καιρό του Φιλίππου, η βαλκανική ενδοχώρα που οδηγεί στην υπόλοιπη Ασία, έμειναν εκτός παιδείας. Αρνηθήκαμε ακόμα και τους πνεύμονες του ελληνικού σώματος - τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη και την Τραπεζούντα - αλλά και την καρδιά του, την Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια η οθωνική παιδεία είχε προβεί στη συρρίκνωση του Ελληνισμού πολύ πριν να αρχίσει ο ολέθριος διαμελισμός του. Έτσι, η Αθήνα του 1834 ήρθε να υποκαταστήσει το κέντρο του ελληνικού κόσμου και να επιβάλλει τον αυθαίρετο τίτλο του «εθνικού κέντρου» - κέντρο ενός έθνους του οποίου η πολιτική επικράτεια άρχιζε από τα σύνορα της Στερεάς με τη Θεσσαλία και κατέληγε στο Ταίναρο, ενώ το επίσημο ιστορικό του παρελθόν άρχιζε από τον Γέρο του Μοριά και κατέληγε στον Καραϊσκάκη.
Είναι πάντως αξιοπρόσεκτο ότι η δεσπόζουσα ιδεολογία παγιώθηκε στον 19ο αιώνα και τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τη μεταβάλλει ή, έστω, να διευρύνει την εμβέλειά της στα νεότερα χρόνια. Καμιά εδαφική προσθήκη δεν αποτέλεσε ουσιαστικό αντικείμενο της ιστορικής παιδείας στα σχολεία του 20ου αιώνα. Η διδακτέα ύλη παρέμεινε πιστή στο οθωνικό σχήμα (Κόρινθος, Αθήνα, Σπάρτη, Θήβα), ενώ, χάρη στον Φαλμεράγιερ, προστέθηκε επειγόντως και ολίγο Βυζάντιο που το καταπίνουν οι μαθητές σαν μουρουνόλαδο.
Που είναι η Θεσσαλία και η θεσσαλική ιστορία; Που είναι η Κρήτη μετά το τέλος του μινωικού πολιτισμού; Που είναι τα Επτάνησα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου; Που είναι η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, τα Δωδεκάνησα; Ποιος είναι ο χώρος στον οποίο έζησαν οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, αυτοί που αναγκάστηκαν να πάρουν τους δρόμους της Προσφυγιάς από το 1878 (όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις απέσπασαν από τον θρακικό κορμό τη Βόρεια Θράκη και όταν κατασκεύασαν την ημιαυτόνομη τάχα επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας) ως το 1974, όταν κατακτήθηκε το 40% των εδαφών της Κύπρου; Με ποια κράτη, με ποιους λαούς και ποιους πολιτισμούς συνορεύει η Ελλάδα; Ποιοι είναι οι δεσμοί που μας συνδέουν και ποιες οι διαφορές που μας χωρίζουν;
Όλα αυτά και άλλα πολλά θέματα που θα έπρεπε να απασχολούν την παιδεία βρίσκονται έξω από το οπτικό της πεδίο. Ακόμα και οι μετρημένες στα δάχτυλα αναφορές που θα ανακαλύψετε στα σχολικά βιβλία της τελευταίας δεκαετίας - κάτι για την Αινίτισσα καπετάνισσα Δόμνα Βιζβίζη και τρεις αράδες για την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ή μια παράγραφος για την καταγωγή των Μακεδόνων και δυο λόγια για τη Μικρασιατική Καταστροφή - δεν είναι παρά μπαλώματα. Μόνο και μόνο για να σωπάσουν οι διαμαρτυρόμενοι ή για να καλυφθούν όπως-όπως θέματα που ήρθαν με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα και φανέρωσαν τα τεράστια εκπαιδευτικά μας κενά.
Για αυτό πιστεύω ότι δεν πρέπει να διαμαρτυρόμαστε για τις ελλείψεις. Τίποτα δεν μπορεί να καλύψει την απουσία της Θράκης από την παιδεία. Κι αλίμονο αν ικανοποιηθούμε με δυο τρία μπαλώματα, σαν τα γνωστά στερεότυπα, τα χιλιοχρησιμοποιημένα.
Για να συμπεριληφθεί η Θράκη στην παιδεία μας πρέπει να αλλάξει ολόκληρη η εκπαιδευτική πολιτική. Να απαλλαγούμε από το σύνδρομο της επαρχιακής μιζέριας του Οθωνικού Βασιλείου. Να πάψουμε να θεωρούμε ότι για να ανήκουμε πολιτικά και οικονομικά στη Δύση πρέπει να αφανίσουμε τον πολιτισμό μας, να προσαρμόσουμε την ιστορία μας στα δυτικά μέτρα και σταθμά, να απαρνηθούμε την βαλκανική μας υπόσταση και να ονομάζουμε τα Βαλκάνια «Νοτιοανατολική Ευρώπη» για να αισθανόμαστε περισσότερο Δυτικοί και λιγότερο Ανατολίτες.
Πιστεύω ότι φθάσαμε ως τη δραματική δεκαετία που διανύουμε, άμοιροι ελληνικής παιδείας, κριτικής σκέψης και γεωγραφικής συνείδησης. Είμαστε θύματα και θύτες, δέκτες και αναμεταδότες, αλλά και δημιουργοί της άρχουσας ιδεολογίας που μας παγίδευσε μέσα στην επιλεκτική αρχαιοπληξία και την τυφλή γεωγραφία.
Πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε τους χάρτες για να καταλάβουμε τη γεωπολιτική σημασία της Βαλκανικής. Να παρακολουθήσουμε τις οδικές αρτηρίες που ακολούθησαν ο Φίλιππος κι ο Μύγας Αλέξανδρος για να διασχίσουν τον χώρο. Να δούμε τους Ρωμαίους να συνδέουν τη Δύση με την Ανατολή, κατασκευάζοντας πρώτα την Εγνατία, που ξεκινάει από την Αδριατική και μέσω Μακεδονίας καταλήγει στη Θράκη, κι ύστερα τη Διαγώνιο οδό, που περνάει από το Βελιγράδι, τη Νις, τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη, για να καταλήξει κι αυτή στο άκρο της θρακικής γης. Στα στενά του Βοσπόρου. Πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε τους χάρτες για να αντιληφθούμε τη σημασία της πόλεως που ίδρυσε ο Φίλιππος, στην όχθη του Άνω Έβρου και της έδωσε το όνομά του. Γιατί ήταν η Φιλιππούπολης η πρώτη ελληνική πόλις που βρισκόταν σε τόσο μεγάλη απόσταση από την κοντινότερη θάλασσα, τόλμημα μοναδικό που φανέρωνε τη μελλοντική ανάπτυξη του ελληνικού κόσμου ως τα βάση της βαλκανικής ενδοχώρας και ως τα πέρατα της Ασίας. Μέσα από τον χάρτη θα καταλάβουμε γιατί ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος χρησιμοποίησε τη Μοσυνούπολη εδώ, δίπλα στην Κομοτηνή, για να περνά τους χειμώνας στη διάρκεια του βουλγαροβυζαντινού πολέμου, ο οποίος διεξήχθη στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής. Είναι αδιανόητο να μας διδάσκουν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο χωρίς να μας έχουν μιλήσει για τη στρατηγική σημασία της γης που εκτείνεται ανάμεσα στον Στρυμώνα και τον Εύξεινο Πόντο, γιατί η Θράκη υπήρξε ένα από τα κυριότερα θέατρα του τριακονταετούς αυτού πολέμου.
Εξάλλου, στη Θρακική Χερσόνησο νικήθηκαν οι Αθηναίοι κι εκείνοι οι Αιγός Ποταμοί έχουν βασανίσει εκατομμύρια μαθητές, που δεν θα μάθουν ποτέ ούτε που βρίσκεται αυτός ο τόπος, ούτε γιατί βρέθηκαν εκεί οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι, ούτε όμως ότι εκεί άφησαν τα κοκαλάκια τους χιλιάδες Γάλλοι, χιλιάδες Βρετανοί και χιλιάδες στρατιώτες της Κοινοπολιτείας στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ελλάδα, ουδέτερη ακόμα, είχε παραχωρήσει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στα Αγγλογαλλικά στρατεύματα, και τον Μούτρο, για να εγκαταστήσει το στρατηγείο του ο Τσόρτσιλ στη Λήμνο, απέναντι στην είσοδο των Δαρδανελίων.
Κι είναι χαρακτηριστικό ότι πουθενά δεν γράφεται το αίτημα των Η.Π.Α. προς την Οθωμανική Κυβέρνηση για την παραχώρηση του λιμανιού της Αίνου - ώστε να ελλιμενιστεί ο αμερικανικός στόλος στα μέσα του 19ου αιώνα, σε ένα διπλό λιμάνι με πρόσβαση στον πλωτό Έβρο και στο Αιγαίο. Μα ποιος γνωρίζει που βρίσκεται η Αίνος ώστε να εξηγήσει και τον λόγο για τον οποίο την ζήτησαν οι Αμερικανοί ως πρώτη βάση του στόλου τους στη Μεσόγειο αλλά και τον λόγο για τον οποίον τους την αρνήθηκε τότε ο Σουλτάνος;
Στη μνήμη του Χρύσανθου μητροπολίτη Τραπεζούντος κι αρχιεπισκόπου Αθηνών, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του
Οι πρωτεύοντας ρόλος που διαδραμάτισε η ιστορική Θράκη εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης κι ο πρωτευουσιάνικος χαρακτήρας του πολιτισμού της, που αναγνωρίζεται σε όλες τις εκφάνσεις του ιστορικού της βίου από τον καιρό που φιλοξένησε την πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου στο έδαφός της, είναι αδύνατον να ενταχθεί στην παγιωμένη λογική της στενόμυαλης και στείρας ιστορικής μας παιδείας. Γαλουχηθήκαμε με ιδεοληψίες και θέσφατα. Στερημένοι από τη μεγαλοσύνη της καθ' ημάς Ανατολής, έτσι όπως την περιέγραψε στα έργα του και την υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Θρακιώτης ιεράρχης Χρύσανθος Φιλιππίδης ο επιφανέστερος Κομοτηναίος της εποχής μας, μια από τις πιο θαρραλέες και εναργείς προσωπικότητες των εκκλησιαστικών αλλά και των πολιτικών μας πραγμάτων.
Ένας άξιος εκπρόσωπος του οικουμενικού πνεύματος, ο οποίος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Τραπεζούντας όταν μπήκε το 1916 ο ρωσικός στρατός στον ανατολικό Πόντο και λίγο αργότερα, δέχθηκε να προεδρεύει της επιτροπής των μπολσεβίκων της Τραπεζούντας, για να σώσει όχι μόνον το χριστιανικό ποίμνιο αλλά και τους Μωαμεθανούς συμπολίτες Του από τις επερχόμενες συμφορές. Κι όταν καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο και κατέφυγε στην Ελλάδα διορίσθηκε αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη κι ανέλαβε, με τον τίτλο του έξαρχου, τη μελέτη του εκκλησιαστικού ζητήματος της Αλβανίας από το 1926 ως την κατάληξη σε συμφωνία το 1937. Στο διάστημα αυτό κινήθηκε δραστήρια στον οικείο χώρο της Βαλκανικής, από το Βελιγράδι στο Βουκουρέστι και την Κορυτσά, δυσαρεστώντας τους δυτικούς προστάτες. Ύψωσε το ανάστημά Του για να αποτρέψει την κήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου, που επεδίωκε η κυρίαρχη Ιταλία. Ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή για να μελετήσει το εκκλησιαστικό ζήτημα του Πατριαρχείου Αντιόχειας. Υπερασπίστηκε την υπόθεση της Κύπρου μετά την εξέγερση του κυπριακού λαού και της αγγλικής κατοχής. Ανέλαβε την προεδρία του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών, αφού πρώτα παραιτήθηκε «παντός μισθού και επιδόματος» που προέβλεπε η σχετική θέση. Εισηγήθηκε στον Βενιζέλο να μεσολαβήσει στην κυβέρνηση της Τουρκίας να έρθουν στην Ελλάδα τα ιερά κειμήλια της Μονής Σουμελά και παρά την αντίθετη γνώμη των φίλων και συμμάχων μας εκλέχτηκε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών το 1938 και εκθρονίστηκε από την εγκάθετη κατοχική κυβέρνηση στις 18 Ιουνίου 1941, έχοντας αρνηθεί να ορκίσει τους Έλληνες επίορκους.
Τέτοιες φυσιογνωμίες δεν χωρούν στα σχολικά εγχειρίδια, γιατί ο κύριος χώρος δράσης τους αλλά και η πνευματική εμβέλειά τους δεν υπάγονται στην ελλαδική φιλοσοφία που διέπει την παιδεία και δυναστεύει τη ζωή μας σε όλους τους τομείς.
Με αγωνία παρακολουθώ τις νέες εκδόσεις των σχολικών βιβλίων. Με οργή όμως διαπιστώνω ότι η άρχουσα ιδεολογία του 19ου αιώνα κυριαρχεί και στα τέλη του 20ου αιώνα. Ανήκουμε λοιπόν στη Δύση στην οποία δώσαμε τα φώτα, μέσω των γνωστών εκείνων προγόνων κι έτσι νιώθουμε υπερήφανοι καθώς κόψαμε τον ομφάλιο λώρο και τον υποκαταστήσαμε με τα μεγάλα λόγια και τις τυμβωρυχίες στο αθηναϊκό υπέδαφος και τους κλασικούς χρόνους. Αγνοούμε σε βάθος την πραγματική μας ιστορία. Αρνούμαστε ακόμα την ελληνιστική μας παράδοση, την ελληνορωμαϊκή, την βυζαντινή, την οθωμανική. Βαυκαλιζόμαστε με μεγαλοστομίες που εκστομίζονται από μπαλκόνια και τηλεοπτικά παράθυρα.
Σήμανε όμως η ώρα που μπορούμε να ανατρέψουμε το παγιωμένο καθεστώς της παιδείας μας. Τώρα που βομβαρδίζεται ανηλεώς η Γιουγκοσλαβία και μάθαμε κι εμείς, μαζί με τους Αμερικανούς, που βρίσκεται το Κοσσυφοπέδιο. Τώρα, που πλήττεται η γενέτειρα του ιδρυτή της Ρωμέικης Αυτοκρατορίας κι ακούμε την κραυγή της Ναϊσσού να ξυπνά μνήμες στα βάθη της ψυχής μας. Τώρα, που ίσως προλαβαίνουμε ακόμα να μάθουμε τι συνέβη στα Βόρεια Θράκη στο διάστημα της ημιαυτόνομης ύπαρξής της, όταν της έδωσαν το κατασκευασμένο όνομα Ανατολική Ρωμυλία και την έθεσαν υπό τον έλεγχο και την προστασία των ξένων δυνάμεων και αστυνομιών. Γιατί εκεί εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το εκκαθαριστικό σχέδιο σε βάρος των λαών της Βαλκανικής, κυρίως όμως σε βάρος του Ελληνισμού που έχανε για πάντα ένα σημαντικό τμήμα της Θράκης. Έτσι μόνον θα αντιληφθούμε τι πρόκειται να συμβεί στο Κοσσυφοπέδιο, τώρα που όλα αποφασίζονται και πάλι, στο Βερολίνο, όπως άλλωστε και το 1878.
Πενήντα ακριβώς χρόνια μετά το θάνατο του Χρύσανθου μητροπολίτη Τραπεζούντος και μετέπειτα Αθηνών, είμαστε πια ώριμοι να αποτάξουμε την επαρχιακή μιζέρια και να ξανασυναντηθούμε με την ιστορία και την παράδοσή μας. Να ταξιδέψουμε μαζί Του στην Γκιουμουλτζίνα, όπως του άρεσε να αποκαλεί τη γενέθλια πόλη, και στην Τραπεζούντα. Στην Κορυτσά, το Βελιγράδι, το Νοβορωσίσκ, τους Άγιους Τόπους και την Κύπρο. Να δεχθούμε την ευεργετική πολιτική του αταλάντευτου οικουμενικού πνεύματος της καθ' ημάς Ανατολής.
Η ενσωμάτωση της Θράκης είναι επέτειος μνήμης. Και «η μνήμη των ανθρώπων είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι». Ευτυχώς, στη διάρκεια των δραματικών γεγονότων που κορυφώθηκαν από το βράδυ της 24ης Μαρτίου. Λειτούργησε και πάλι η καταχωνιασμένη συλλογική μνήμη. Εκεί ανήκει η Θράκη.
Τώρα πια, με ανοιχτές τις μέχρι χθες κλειδαμπαρωμένες θύρες, είναι υποχρέωση όλων μας να μην τις αφήσουμε να ξανακλείσουν. Ο ελληνικός βοράς είναι το μέλλον αυτού του τόπου. Θα το καταλάβουμε μόνον όταν η παιδεία μας περάσει στην όχθη του Πηνειού, για να διασχίσει τις ιστορικές πεδιάδες και να γνωρίσει τα μεγάλα ποτάμια που μας συνδέουν με το ζωτικότερο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού κόσμου. Τότε θα ενσωματωθεί ο Νότος στον Νότο. Και τότε πια θα έχουμε αποκαταστήσει τη σχέση μας με το παρελθόν, τους κοντινούς και μακρινούς προγόνους. Μόνον έτσι θα έχουμε τη δυνατότητα να ανήκουμε στη Δύση, εμείς που εκπροσωπούμε την καθ' ημάς Ανατολή του Χρύσανθου Φιλιππίδη, του αναθρεμμένου σε αυτήν την πόλη, όπου η μνήμη εξακολουθεί να καθοδηγεί τη ζωή των ανθρώπων της».