ἐξεφωνήθη ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ τῇ 8ῃ Ὀκτωβρίου 1838 καὶ ἐδημοσιεύθη εἰς τὴν ἐφημερίδαν ΑΙΩΝ τῇ 13ῃ Νοεμβρίου 1838.
Παιδιά μου!
Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ᾿ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των.
Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.
Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοὶ] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸν ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του, ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁποὺ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.
Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.
Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς Ἐπαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκα του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δυὸ χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴν Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὁποὺ ἄκουγαν Ἕλληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακρά. Ἑκατὸν Ἕλληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι μίαν ἁρμάδα. Ἀλλὰ δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ δώσῃ χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε τὸν Γιάννη. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε οὔτε νὰ συνδράμῃ οὔτε νὰ πολεμήσῃ. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μία κεφαλή. Ἀλλὰ ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξη μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε, καὶ ἐκάθετο αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. Ἴσως ὅλοι ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴν γνώμη του. Ὅταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ τὸ σπίτι δεν χτίζεται οὔτε τελειώνει. Ὁ ἕνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει να βλέπῃ εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινὸ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν Βορέα, σὰν να ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπᾶ, καὶ να γυρίζει, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο δεν κτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει να εἶναι ἔνας ἀρχιτέκτων, ὁποῦ νὰ προστάζῃ πῶς θὰ γενῇ. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕναν ἀρχηγὸ καὶ ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νὰ προστάζῃ καὶ οἱ ἄλλοι να ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἴμεθα εἰς τέτοια κατάστασιν, ἐξ αἰτίας τῆς διχονοίας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας καὶ κοντέψαμε να χαθοῦμε, καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
Εἰς αὐτὴ τὴν κατάστασιν ἔρχεται ὁ βασιλεύς, τὰ πράγματα ἡσυχάζουν, καὶ τὸ ἐμπόριο καὶ ἡ γεωργία καὶ οἱ τέχνες ἀρχίζουν νὰ προοδεύουν καὶ μάλιστα ἡ παιδεία. Αὐτὴ ἡ μάθησις θὰ μᾶς αὐξήσῃ καὶ θὰ μᾶς εὐτυχήσῃ. Ἀλλὰ διὰ νὰ αὐξήσομεν, χρειάζεται καὶ ἡ στερέωσις τῆς πολιτείας μας, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Θρόνου. Ὁ βασιλεύς μας εἶναι νέος καὶ συμμορφώνεται μὲ τὸν τόπο μας, δεν εἶναι προσωρινός, ἀλλ᾿ ἡ βασιλεία του εἶναι διαδοχικὴ καὶ θὰ περάσῃ εἰς τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν του, καὶ μὲ αὐτὸν κι ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας θὰ ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε τὴν πίστη σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος. Ὅλα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ φυλάττουν μία Θρησκεία. Καὶ αὐτοί, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι κατατρέχοντο καὶ μισοῦντο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, μένουν σταθεροὶ εἰς τὴν πίστη τους.
Νὰ μὴν ἔχετε πολυτέλεια, να μὴν πηγαίνετε εἰς τοὺς καφενέδες καὶ τὰ μπιλιάρδα. Νὰ δοθεῖτε εἰς τὰς σπουδάς σας καὶ καλύτερα νὰ κοπιάσετε ὀλίγον, δύο καὶ τρεῖς χρόνους καὶ νὰ ζήσετε ἐλεύθεροι εἰς τὸ ἐπίλοιπο τῆς ζωῆς σας, παρὰ νὰ περάσετε τέσσαρους - πέντε χρόνους τὴ νεότητά σας, καὶ να μείνετε ἀγράμματοι. Νὰ σκλαβωθεῖτε εἰς τὰ γράμματά σας. Νὰ ἀκούετε τὰς συμβουλὰς τῶν διδασκάλων καὶ γεροντοτέρων, καὶ κατὰ τὴν παροιμία, «μύρια ἤξευρε καὶ χίλια μάθαινε». Ἡ προκοπή σας καὶ ἡ μάθησή σας νὰ μὴν γίνῃ σκεπάρνι μόνο διὰ τὸ ἄτομό σας, ἀλλὰ να κοιτάζῃ τὸ καλὸ τῆς κοινότητος, καὶ μέσα εἰς τὸ καλὸ αὐτὸ εὑρίσκεται καὶ τὸ δικό σας.
Ἐγώ, παιδιά μου, κατὰ κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καὶ διὰ τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δὲν ὁμιλῶ καθὼς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καὶ ἐγνώρισα, διὰ νὰ ὠφεληθῆτε ἀπὸ τὰ ἀπερασμένα καὶ ἀπὸ τὰ κακὰ ἀποτελέσματα τῆς διχονοίας, τὴν ὁποίαν νὰ ἀποστρέφεσθε, καὶ νὰ ἔχετε ὁμόνοια. Ἐμᾶς μὴ μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τὸ ἔργο μας καὶ ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καὶ αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁποία σᾶς ἄνοιξε τὸ δρόμο, θέλουν μετ᾿ ὀλίγον περάσει. Τὴν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα τοῦ θανάτου μας, καθὼς τὴν ἡμέραν τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων θέλει διαδεχθῇ ἡ νύκτα καὶ ἡ αὐριανὴ ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νὰ ἰσάσετε καὶ νὰ στολίσετε τὸν τόπο, ὁποὺ ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε· καί, διὰ νὰ γίνῃ τοῦτο, πρέπει νὰ ἔχετε ὡς θεμέλια της πολιτείας τὴν ὁμόνοια, τὴν θρησκεία, τὴν καλλιέργεια τοῦ θρόνου καὶ τὴν φρόνιμον ἐλευθερία.
Τελειώνω τὸ λόγο μου. Ζήτω ὁ βασιλεύς μας Ὄθων! Ζήτω οἱ σοφοὶ διδάσκαλοι! Ζήτω ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία!
«Πανταχοῦ ἐξεφράζετο ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ κυβερνητικοῦ συστήματος, καὶ ὁ πόθος πρὸς τὸ Σύνταγμα ὁσημέραι ἐγίνετο ζωηρότερος. Δὲν ἦτο πλέον ἡ νέα γενεά, οἱ σπουδασταὶ τοῦ Γυμνασίου καὶ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς πρωτευούσης, οἱ συνεχῶς ἐπιδεικνύοντες τὰ τοιαῦτα εὐγενῆ αἰσθήματα, ἦσαν καὶ διδάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ καὶ προὔχοντες πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοί, καὶ ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς. Ὁ γέρων Κολοκοτρώνης, ὁ οὕτω πολὺ περιποιούμενος παρὰ τοῦ Μονάρχου Ὄθωνος, ἐλθὼν μίαν τῶν ἡμερῶν εἰς τὸ Γυμνάσιον, καὶ ἀκροασθεὶς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Γυμνασιάρχου Γενναδίου, ἀναπτύσσοντος τεμάχιόν τι δημιγορίας ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδου, ἐπὶ τοσοῦτον ἐνθουσιάσθη ὅπως καὶ οὗτος ὁμιλήσῃ εἰς τὴν νέαν γενεὰν ὑπὲρ Πατρίδος, ὥστε παρεκάλεσε τὸν Γυμνασιάρχην νὰ συναθροίσῃ τοὺς μαθητὰς πάντας ἐκτὸς τῆς πόλεως εἰς τὴν Πνύκα, ἵνα ἐκφωνήσῃ καὶ ὁ μακάριος Γέρων Κολοκοτρώνης λόγον πρὸς τὴν νεολαίαν. Ὁ ἔνθους ἀληθοῦς πατριωτισμοῦ ἀείμνηστος Γεννάδιος ἐξετέλεσε τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος καὶ τὴν παραμονὴν τῆς ἑορτῆς τῶν Ταξιαρχῶν, εἰδοποιήθησαν πάντες οἱ μαθηταὶ τοῦ Γυμνασίου, νὰ συναθροισθῶσιν εἰς τὸ κατάστημα αὐτοῦ ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι θέλει τοῖς δειχθῇ τι περίεργον.
» Ἡ ἀναπτυχθεῖσα περιέργεια τὴν ἐπιοῦσαν ἐφείλκυσε πάντας εἰς τὸ Γυμνάσιον, καὶ σὺν αὐτοῖς καὶ πλῆθος ἄλλων περιέργων· ἐπληρώθη τὸ κατάστημα προσώπων, ὅτε πάντες οἱ καθηγηταὶ καὶ διδάσκαλοι συνῆλθον, καὶ μετ᾿ ὀλίγον, ἰδοὺ ἔρχεται ὁ Γέρων Κολοκοτρώνης ἐνδεδυμένος τὸ ἐρυθροῦν φόρεμά του· τὸ πλῆθος διεχωρίσθη αὐτομάτως καὶ ὁ σεβαστὸς Γέρων διελθὼν ἀνέβη πρὸς τοὺς καθηγητάς. Μετ᾿ ὀλίγον ὁ Γυμνασιάρχης ἀποτεινόμενος πρὸς τὸ πλῆθος ἐκ τοῦ θαλάμου, εἷπεν· «Ἀκολουθεῖτε, δείξομεν ὑμῖν περίεργόν τι». Κατέβησαν τὰς κλίμακας καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἔχοντες τὸν Γέροντα ἐξῆλθον διευθυνόμενοι πρὸς τὸν λεγόμενον ναὸν τοῦ Αἰόλου, καὶ ἐκεῖθεν διευθύνθησαν εἰς τὴν Πνύκα, πρὸς οὐδένα γνωστοῦ ὄντος ποῦ διευθύνοντο· τὸ ἔκτακτον φαινόμενον τοῦτο ἐφείλκυσε τὸ περίεργον πλῆθος.
» Οὕτως ἀφιχθέντες εἰς Πνύκα, μετὰ μικράν ἀνάπαυλαν ἀνίσταται ὁ Γέρων, πατῶν ἐπὶ τοῦ βήματος τῆς Πνυκός, καὶ ἤρξατο ἐκφωνῶν λόγον, ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν νεολαίαν. Ἀφ᾿ οὖ ἐξιστόρησε τὰ τῆς τουρκικῆς δουλείας, τὰς ἰδέας καὶ τὰ περὶ αὐτονομίας αἰσθήματα τῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἐξιστόρησε τὰ τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος καὶ τὸ αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὴν ἰσονομίαν καὶ τὰ περὶ τῆς τότε πολιτικῆς καταστάσεως κλπ. Αἴφνης ἀναφαίνεται σμῆνος χωροφυλακῆς, ἔρχεται καὶ διαλύει τὴν συνάθροισιν. Ὁ δὲ Θ. Κολοκοτρώνης διαβληθεὶς τῷ Βασιλεῖ, μικροῦ δέοντος νὰ ὑποστῇ δεινά, ἐὰν ὁ φιλόπατρις Γυμνασιάρχης Γεννάδιος καὶ ἄλλοι καθηγηταὶ δὲν παρίστανον τῷ Βασιλεῖ τὸ ἀθῶον τῆς πράξεως». *
(Βλ. Ἰωάννου Π. Πύρλα, «Περὶ τοῦ ἐν Ἑλλάδι ἁρμοδίου πολιτεύματος ὑπὸ φυσικὴν ἔποψιν», Ἐν Ἀθήναις, Τύποις ΦΩΣ, 1867, σσ. 31-32).
Σημ. Κατὰ τὸν Γεώργιο Τερτσέτη, γυρίζοντας ὁ Κολοκοτρώνης ἀπὸ τὴν Πνύκα ἀπάντησε τοὺς χωροφύλακας νὰ τρέχουν. «Μὴν πᾶτε, τοὺς εἶπε, δὲ θὰ μὲ βρῆτε ῾κεῖ!».
Διάχυτη ἦταν ἡ ἀποδοκιμασία τοῦ συστήματος διακυβέρνησης (τῆς χώρας), καὶ ὁ πόθος γιὰ σύνταγμα γινόταν κάθε μέρα καὶ πιὸ ἔντονος (στοὺς πολίτες). Δὲν ἦταν μόνο οἱ νέοι, οἱ μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου καὶ οἱ φοιτητὲς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς πρωτεύουσας, ποὺ ἐξέφραζαν τέτοια διακαῆ αἰσθήματα· ἦταν καὶ οἱ δάσκαλοι καὶ οἱ καθηγητές, οἱ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ ἀξιωματοῦχοι, καθὼς καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς. Ὁ γηραιὸς (στρατηγὸς καὶ ἐν ἐνεργεία Σύμβουλος Ἐπικρατείας Θεόδωρος) Κολοκοτρώνης, τὸν ὁποῖο ὁ βασιλιὰς Ὄθων ἐκτιμοῦσε ἰδιαιτέρως, μία μέρα (στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1838) ἐπισκέφθηκε τὸ (Βασιλικὸ) Γυμνάσιο, (ποὺ εἶχε ἱδρύσει τὸ 1828 ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ στεγαζόταν μέχρι τὸ 1837 στὴν οἰκία «Κλεάνθους» καὶ τὸ ἔτος αὐτὸ μεταστεγάζεται στὴν «οἰκία Μποτσάρη» στῆν διασταύρωση ὁδῶν Καπνικαρέας καὶ Μητροπόλεως, διότι τὸ προηγούμενο κτίριο διατέθηκε γιὰ τὴ στέγαση τοῦ Πανεπιστημίου, νῦν 1ο Πρότυπο Πειραματικὸ Γυμνάσιο Ἀθηνῶν, στὴν ὁδὸ Ἁδριανοῦ στὴν Πλάκα) γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν διδασκαλία τοῦ γυμνασιάρχη (Γεωργίου) Γενναδίου (1784-1854), ὁ ὁποῖος ἀνέλυε ἕνα ἀπόσπασμα δημηγορίας ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Τόσο πολὺ ἐνθουσιάστηκε, (ἀπὸ τὴν «παράδοσιν τοῦ πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου καὶ ἀπὸ τὴν θέαν τοσούτων μαθητῶν»,) ὥστε ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ μιλήσει καὶ ὁ ἴδιος πρὸς τοὺς μαθητὲς γιὰ τὴν πατρίδα. Ἔτσι, παρακάλεσε τὸ γυμνασιάρχη νὰ συγκεντρώσει ὅλους τοὺς μαθητὲς ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη στὴν Πνύκα, προκειμένου νὰ ἐκφωνήσει καὶ ὁ Γέρος Κολοκοτρώνης λόγο πρὸς τοὺς νέους. Ὁ ἀείμνηστος Γεννάδιος, γεμάτος ἀπὸ ἁγνὸ πατριωτισμό, πραγματοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ σεβάσμιου Γέροντα καὶ τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς τῶν Ταξιαρχῶν εἰδοποίησε ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ Γυμνασίου νὰ συγκεντρωθοῦν στὸ σχολεῖο του, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τοὺς δείξει κάτι περίεργο.
Ἡ περιέργεια ποὺ προκλήθηκε προσείλκυσε τὴν ἑπομένη στὸ Γυμνάσιο ὅλους τοὺς μαθητές, καὶ μαζί τους πλῆθος περιέργων. Τὸ σχολεῖο γέμισε ἀπὸ κόσμο, συγκεντρώθηκαν οἱ καθηγητὲς καὶ λίγο μετὰ ἔφτασε καὶ ὁ Γέρος Κολοκοτρώνης, φορώντας τὴν κόκκινη στολή του. Τὸ πλῆθος ἄνοιξε γιὰ νὰ περάσει ὁ σεβάσμιος Γέρος ποὺ ἀνέβηκε στοὺς καθηγητές. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ γυμνασιάρχης ἀπευθύνθηκε ἀπὸ τὴν αἴθουσα στὸ πλῆθος, λέγοντας: «Ἀκολουθῆστε μας γιὰ νὰ σᾶς δείξουμε κάτι περίεργο». Κατέβηκαν τὶς σκάλες καὶ ἔχοντας στὴ μέση τὸ Γέρο βγῆκαν μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν λεγόμενο ναὸ τοῦ Αἰόλου (τοὺς Ἀέρηδες) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὴν Πνύκα, χωρὶς κανεὶς νὰ γνωρίζει ποῦ πήγαιναν· τὸ πρωτόγνωρο αὐτὸ θέαμα προσείλκυσε καὶ τὸ πλῆθος τῶν περίεργων.
Ἔφτασαν λοιπὸν στὴν Πνύκα, κι ἀφοῦ ξαπόστασαν λίγο, σηκώθηκε ὁ Γέρος, ἀνέβηκε στὸ βῆμα τῆς Πνύκας καὶ ἄρχισε νὰ μιλᾷ στὴ νεολαία. Ἀναφέρθηκε στὴ δουλεία τῶν Τούρκων, στὶς σκέψεις καὶ στὸν πόθο γιὰ αὐτονομία τῶν ἀνδρῶν τῆς ἐποχῆς, ἐξιστόρησε γεγονότα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνα καὶ μίλησε γιὰ τὴν ἐπιθυμία τῶν Ἑλλήνων νὰ εἶναι ἴσοι ἀπέναντι στὸ νόμο καὶ γιὰ τὴν τρέχουσα πολιτικὴ κατάσταση κ.λπ. Ξαφνικὰ ἐμφανίζεται μιὰ ὁμάδα χωροφυλάκων, πλησιάζει καὶ διαλύει τὴ συγκέντρωση. Μάλιστα, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης, ἀφοῦ τὸν διέβαλαν στὸ βασιλιά, λίγο ἔλειψε νὰ μπεῖ σὲ περιπέτειες. Γλίτωσε ὅμως ἀπὸ τὴ δυσμένεια, διότι ὁ φιλόπατρις γυμνασιάρχης Γεννάδιος καὶ οἱ ἄλλοι καθηγητὲς ἀπέδειξαν ὅτι ὅλα εἶχαν γίνει μὲ καλὴ πρόθεση.
Σημ. Λόγω τῆς στενότητας τοῦ χώρου καὶ τοῦ πλήθους τῶν μαθητῶν ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ὁρίσθηκε γιὰ τὶς 10 τὸ πρωὶ τῆς 8ης Ὀκτωβρίου 1838 στὴν Πνύκα. Τὸ γεγονὸς μαθεύτηκε στὴ μικρὰ τότε Ἀθήνα καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές, πλῆθος ἀνθρώπων «διαφόρων ἐπαγγελμάτων καὶ τάξεων» συνέρρευσε στὴν Πνύκα τὸ πρωὶ τῆς 8ης Ὀκτωβρίου γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν ἡγέτη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ ᾿21. Ξαφνικά, στὸν χῶρο τῆς ὁμιλίας ἐμφανίσθηκε «σμῆνος χωροφυλακῆς», ἀποφασισμένο νὰ διαλύσει τὴ συγκέντρωση, ἐπειδὴ προφανῶς, ὡς βασιλικότερο τοῦ βασιλέως Ὄθωνα, τὴ θεώρησε ἀντικαθεστωτική. Ὅμως, μετὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ γυμνασιάρχη καὶ τῶν καθηγητῶν γιὰ τὸ «ἀθῶο τῆς πράξεως», οἱ χωροφύλακες ἀποχώρησαν καὶ ἡ ὁμιλία ἔγινε κανονικά. Ἄλλωστε, ὁ Κολοκοτρώνης δὲν ἀποτελοῦσε κίνδυνο γιὰ τὴ δυναστεία, ἀφοῦ τὰ εἶχε βρεῖ μὲ τὸν Ὄθωνα καὶ κατεῖχε μάλιστα τὸ ἀξίωμα τοῦ Συμβούλου τῆς Ἐπικρατείας, δηλαδὴ τοῦ πολιτικοῦ συμβούλου τοῦ βασιλιᾶ. Τὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἦταν πολιτικὸ σῶμα, δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὸ σημερινὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ποὺ εἶναι δικαστικὸς σχηματισμός.
«Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ» (γράφει ὁ Δημήτρης Φωτιάδης): Ὅταν ἀπότυχε ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1770, τὰ Ὀρλοφικὰ καθὼς ὀνομάστηκαν, οἱ Τοῦρκοι ἀνελέητα ἔσφαζαν τὸν ἄμαχο πληθυσμό. Ἀνάμεσά σε ὅσους ἔφευγαν γιὰ νὰ γλιτώσουν εἴταν καὶ ἡ μάνα τοῦ Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ἂν καὶ ἑτοιμόγεννη ροβόλησε, μὲ τὸ ἄλλο πλῆθος, στὴ Μεσσηνία κι ἔπειτα πῆρε τὸ δρόμο ν᾿ ἀνέβει στὸ Ραμοβούνι.Τὴν ἐπίασαν οἱ πόνοι, ξάπλωσε κάτω ἀπὸ δέντρο κι ἔφερε στὸν κόσμο ἕνα ἀγόρι. Ὅταν πῆγαν τὰ συγχαρήκια στὸν παπού του, τὸν Γιάννη Κολοκοτρώνη, πὼς ἀπόχτησε ἀρσενικὸ ἐγγόνι, ἀντὶ νὰ χαρεῖ κούνησε θλιβερὰ τὸ κεφάλι του καὶ εἶπε:
- Αὐτὸ τὸ παιδί, ἂν λάχει καὶ γλιτώσουμε τώρα ἀπὸ τὸ Τούρκικο μαχαίρι, θὰ μεγαλώσει, θὰ παντρευτεῖ, θὰ κάνει παιδιὰ κι ἐγγόνια, μὰ ἕνα δὲ θὰ δοῦν οὔτε αὐτὸς οὔτε κι ἐκεῖνα, τὴ λευτεριά μας.
Ἡ ἄραχλη ὅμως προρηρή του δὲ βγῆκε σωστή. Ἔπειτα ἀπὸ πενήντα χρόνια τὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε τὴν ὥρα τῆς φυγῆς, θὰ μπεῖ νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος στὴν Τροπολιτσά, στρατάρχης τοῦ Εἰκοσιένα. Καὶ ὕστερα, τὸ 1822, θὰ σταθεῖ ὁ ὀργανωτὴς τῆς πιὸ ἀποφασιστικῆς νίκης τῆς Ἐπανάστασης στὰ Δερβενάκια.
Τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ ἐξέχουσες στρατιωτικὲς στὴν ξηρὰ φυσιογνωμίες τοῦ μεγάλου ἐθνεγερτικοῦ ἀγώνα: Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Ἀνδροῦτσος. Οἱ δύο τελευταῖοι βρῆκαν τραγικὸ θάνατο. Μὰ κι ὁ Κολοκοτρώνης παραλίγο γλίτωσε τὴ λαιμητόμο. Σώθηκε ἀπὸ τὴν ἔξοχη στάση δύο δικαστῶν, ποὺ θὰ παραμείνουν αἰώνιο καύχημα τῆς Δικαιοσύνης τοῦ τόπου μας: Τοῦ Πολυζωίδη καὶ τοῦ Τερτσέτη. Οἱ νέοι καταχτητές, οἱ Βαυαροί, γύρευαν νὰ χτυπήσουν στὸ πρόσωπό του κάθε ἐθνικὴ παρόρμηση τοῦ λαοῦ μας. Ὁ Ν. Δραγούμης στὶς «Ἱστορικὲς ἀναμνήσεις» του γράφει, πὼς τὸν παρουσίαζαν ὡς ὁ «Βεελζεβοὺλ καὶ ἄλλον Κύκλωπα μονόφθαλμον».
Τὰ Ἀπομνημονεύματα ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ὑπαγόρευσε στὸν Γ. Τερτσέτη, ξεχωρίζουν κειμήλιο λόγου, πατριωτισμοῦ, παρατηρητικότητας, ἁπλότητας, ζωντάνιας καὶ ἁγνῆς λαϊκῆς θυμοσοφίας. ... Ὅσοι γιὰ πρώτη φορὰ θὰ διαβάσουν τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶμαι βέβαιος πὼς θ᾿ ἀναγαλλιάσει ἡ σκέψη τους, καθὼς καλύτερα θὰ νοιώσουν τὶς ρίζες τῆς παράδοσής τους».
Δημήτρης Φωτιάδης
Ὁ θρυλικὸς «Γέρος τοῦ Μωριὰ» γεννήθηκε στὴν Παλαιὰ Μεσσηνία. Νὰ πὼς τὸν περιγράφει ὁ Βλαχογιάννης: Ὄψη «ἀδύνατη καὶ μαυρειδερή· μάτια βαθουλά, ματιὰ σκληρὴ καὶ δυνατή· μεγάλο μουστάκι μαῦρο, γερακωτὴ μεγάλη μύτη· μαλλιὰ μακρυὰ κυματιστά. Μικρὸ κόκινο φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο ποὺ χτυπάει καὶ ξαφνίζει, καὶ ποὺ τοῦ κάκου θὰ γύρευε κανεὶς νὰ βρῆ σ᾿ ἕναν Εὐρωπαῖο τὸ ταίρι του».
Οἱ Ἀρβανίτες ἔτρεμαν κυριολεκτικὰ τὸ Κολοκοτρωναῖκο σπαθί. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ φοβερώτερος ὅρκος τοὺς ἦταν: - Νὰ μὴ γλυτώσω ἀπ᾿ τὸ σπαθὶ τοῦ Κολοκοτρώνη!
-Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ χώρα ποῦ γεννήθηκες; τὸν ρώτησε κάποιος Ἄγγλος περιηγητής. -Ἔχει διακόσιους φούρνους! εἶπε γελώντας ὁ Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στὰ χωριὰ ἔχει καὶ δικό του φοῦρνο).
Μιὰ γυναίκα τοῦ ζήτησε κάποια χάρη: -Ἀφέντη μου, τοῦ ᾿λεγε, κάνε μου αὐτὸ τὸ καλό, καὶ σκλάβα σου νὰ γένω! -Τί λές, μωρὴ ζουρλή; Ἐμεῖς γιὰ τὴ λευτεριὰ πολεμοῦμε κι ἐσὺ θέλεις νὰ γίνῃς σκλάβα μου;
Τοῦ εἶπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, ἡ πατρίδα θὰ σὲ ἀνταμείψῃ. -Τὸ ξέρω, ἀπάντησε· ἐμένα θὰ πρωτοεξορίσῃ.
Κάποτε φιλοξένησε ἐν γνώσει του τὸ φωνιᾶ τοῦ ἀδερφοῦ του, ὁ ὁποῖος νόμιζε ὅτι δὲν τὸν ξέρει ὁ «Γέρος». -Παιδί μου! λέει ἡ μάνα του, δίνεις νὰ φάει ψωμὶ ὁ φονιὰς τοῦ παιδιοῦ μου; -Σώπα μάννα· εἶπε ὁ στρατηγός. Αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ σκοτωμένου.
Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ὁ Κολοκοτρώνης ἀνακατεύτηκε στὴν πολιτική, ἔχασε τὰ νερά του. Πολὺ γρήγορα ὅμως κατάλαβε τὸ σφάλμα του καὶ ξαναγύρισε στ᾿ ἅρματα.
Διηγόταν μάλιστα καὶ τὸ ἀκόλουθο μύθο, γιὰ νὰ δείξῃ πὼς τὴν ἔπαθε, ὅταν πῆγε νὰ γίνῃ πολιτικός: Ἕνας λύκος ἅρπαξε ἕνα ἀρνὶ ἀπὸ τὸ μαντρὶ καὶ πῆγε παραπέρα νὰ τὸ φάει. -Κὺρ λύκο, θὰ μὲ φᾶς, τὸ ξέρω, εἶπε τὸ ἀρνί. Γι᾿ αὐτὸ ὅμως τὸ καλό, κάνε μου καὶ μένα αὐτὴ τὴ χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατὶ ἔχεις πολὺ γλυκιὰ φωνὴ καὶ μένα μου ἀρέσουν τὰ τραγούδια. Ἄφησε τὸ ἀρνὶ ὁ λύκος κι ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει. Τὸν ἄκουσαν τότε τὰ σκυλιὰ καὶ τὸν πῆραν στὸ κυνηγητό. Εἶδε κι ἔπαθε, ὥσπου νὰ γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλὰ στὴ ράχη κι ἀγναντεύοντας τὸ μαντρὶ εἶπε: -Τί ἤθελα ἐγὼ νὰ κάμω τὸν τραγουδιστή; Καλὰ νὰ πάθω!
Ἔλεγε κι αὐτὸν τὸ μύθο: Ἡ κουκουβάγια εἶχε βρομίσει πολὺ τὴ φωλιά της κι ἀποφάσισε νὰ κατοικήσει ἀλλοῦ. Τῆς λέει τότε ὁ κοῦκος: -Τοῦ κάκου βασανίζεσαι, ὅσο παίρνεις μαζί σου καὶ τὸν πισινό σου.
Οἱ μεγάλοι καπεταναῖοι τῆς Ἐπαναστάσεως εἶχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους. Τὸν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο τὸν ἔλεγαν Γερο-Χουλιάρα γιὰ τὶς πονηριὲς καὶ τὰ τερτίπια του· Γέροντα ἔλεγαν τὸν Γκούρα γιὰ τὴν φρονιμάδα του· Γύφτο ἔλεγαν τὸν Κολοκοτρώνη γιὰ τὸ χρῶμα του· Γύφτο ἔλεγαν καὶ τὸν Καραϊσκάκη.
Καταδιωκόμενος ὁ Κολοκοτρώνης ἀπὸ τὰ κυβερνητικὰ στρατεύματα στὸν ἐμφύλιο πόλεμο τοῦ 1825, στάθηκε κάτω ἀπὸ μιὰ καρυδιὰ νὰ ξεκουραστῇ. Καὶ μονολογοῦσε λυπημένος: -Τί ἔχεις, καρυδιά μου, καὶ παραπονιέσαι; Μὴ σὲ πετροβολᾶνε τὰ παιδιά; Εἶναι γιατὶ ἔχεις τὰ καρύδια! Γνωστὴ ἄλλωστε ἡ λαϊκὴ παροιμία: «Τὸ δέντρο πὤχει τὸν καρπὸ ὅλο πετροβολιέται».
Ὁ Κολοκοτρώνης σχολίασε τὴ δολοφωνία τοῦ Καποδίστρια μὲ τὸν ἀκόλουθο μύθο: Κάποτε, λέει, τὰ γαϊδούρια πῆραν τὴν ἀπόφαση νὰ σκοτώσουν τὸ σαμαρᾶ, γιὰ ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπ᾿ τὰ σαμάρια κι ἀπ᾿ τὸ φορτίο, ποὺ τοὺς ἔβαζαν οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἀμέσως ὅμως κατόπιν πῆραν τὴν πρωτοβουλία τὰ καλφάδια (οἱ μαθητευόμενοι) τοῦ σαμαρᾶ, μὰ δὲν ἤξεραν νὰ κάμουν καλὴ τὴ δουλειά, γιατὶ ἔχασαν τὸ μαστορά τους. Ἔτσι τὰ κακοφτιαγμένα σαμάρια ἄρχισαν νὰ χτυπᾶνε καὶ νὰ πλυγώνουν τὰ δυστυχισμένα γαϊδούρια, ποὺ δὲν ἄργησαν νὰ καταλάβουν ὅτι μὲ τὴν ἀνόητη πράξη τοὺς ἔπεσαν ἀπὸ τὸ κακὸ στὸ χειρότερο...
Στὸν Ὄθωνα, ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε τί γνώμη εἶχε γιὰ τὸ νέο πανεπιστήμιο, ποὺ ἄρχισε νὰ χτίζεται, ἀπάντησε: -Νὰ σᾶς πῶ, μεγαλειότατε· μοῦ φαίνεται ὅτι τοῦτο ἐδῶ -κι ἔδειξε τὸ Πανεπιστήμιο- δὲν ἔπρεπε νὰ κτισθῇ κοντὰ σὲ κεῖνο -κι ἔδειξε τὸ παλάτι· διότι φοβοῦμαι ὅτι τοῦτο θὰ φάει ἐκεῖνο...
Ἔλεγε «Οἱ Ἕλληνες εἶναι τρελλοί, ἀλλὰ ἔχουν Θεὸν φρόνιμον».
Μετὰ τὴν καταδίκη του τὸν πληροφόρησαν ὅτι ὁ βασιλιὰς τοῦ χαρίζει τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἀφήνει μόνο... εἴκοσι χρόνια φυλακή. -Θὰ γελάσω τὸ βασιλιά! Δὲν θὰ ζήσω τόσους! Ἀποκρίθηκε.