«Υποθέσεις», του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή της Κυριακής, 5-11-2000
Το απόσπασμα από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτη υπάρχει γραμμένο, με μεγάλα γράμματα, και στην πρόσοψη της Γενναδίου, και να στραφεί όμως το βλέμμα προς τα εκεί, δεν είναι βέβαιο ότι θα το ακολουθήσει η σκέψη, πολύ δε περισσότερο η πράξη. Ας το θυμηθούμε λοιπόν, κι όχι μονάχα επειδή κάμποσοι τηλερήτορες μπέρδεψαν τον Ισοκράτη με τον Σωκράτη, αποδίδοντας τα του ρήτορος τω φιλοσόφω: «Τοσούτον δ' απολέλοιπεν η πόλις ημών περί το φρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ' οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας». Και στην παλαιά μετάφραση του Μ. Πρωτοψάλτη, της «Βιβλιοθήκης Αρχαίων Συγγραφέων Ι. Ζαχαρόπουλος»: «Είναι δε τόσο μεγάλη η απόστασις που χωρίζει την πολιτεία μας από τους άλλους ανθρώπους ως προς την πνευματική ανάπτυξι και την τέχνη του λόγου, ώστε οι μαθηταί της έχουν γίνει διδάσκαλοι των άλλων και κατώρθωσε ώστε το όνομα των Ελλήνων να είναι σύμβολον όχι πλέον της καταγωγής αλλά της πνευματικής ανυψώσεως, και να ονομάζωνται Έλληνες εκείνοι που παίρνουν τη δική μας μόρφωση και όχι αυτοί που έχουν την ίδια καταγωγή».
Με υπερηφάνεια μιλάει ο ρήτορας για την πόλη του και το πνευματικό της μεγαλείο (όπως και ο Περικλής στον κατά Θουκυδίδη επιτάφιο) και τη συγκρίνει με «τους άλλους ανθρώπους», χωρίς να αποσαφηνίζει αν εννοεί αποκλειστικά τους κατοίκους των άλλων ελληνικών πόλεων, τους Σπαρτιάτες π.χ. και τους Κορίνθιους, ή αν συνυπολογίζει και τους «βαρβάρους». Ο χρόνος πάντως έχει προκρίνει μια διευρυμένη, διασταλτική (και ίσως περισσότερο αυτοκολακευτική) ερμηνεία: όταν αναφέρουμε τη σπουδαία ισοκράτεια φράση για να διατρανώσουμε την αφομοιωτική ισχύ του ελληνισμού και την εξαιρετικότητά του, όταν την αναρτούμε ως «εντολή» στη Γεννάδιο, τους «βαρβάρους» έχουμε κατά νουν, ας πούμε αυτούς που επέλεξαν να γίνουν Έλληνες (όπως ο περίφημος Λουκιανός) κι όσους άλλους θα ήθελαν να δροσιστούν στα «νάματα της ελληνικής παιδείας», όπως με πατροπαράδοτη καύχηση τα αποκαλούμε.
Το ερώτημα φυσικά είναι πόσο δικαιούμαστε να καυχόμαστε για τη σημερινή «ημετέρα παίδευση» αλλά και κατά πόσο ταιριάζει να μοιραζόμαστε εμείς, στην εποχή μας, το αίσθημα υπεροχής που γευόταν ο Ισοκράτης και οι συγκαιρινοί του Αθηναίοι, αυτοσυγκρινόμενοι με τους λοιπούς Έλληνες ή με τους βαρβάρους (δια να το πω αλλιώς: εφόσον πιστεύουμε ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να αφομοιώσει τους ξένους, θα δεχόμασταν ότι ο γερμανικός ή ο αμερικανικός πολιτισμός έχει τη δύναμη να αφομοιώσει τους Έλληνες της Γερμανίας ή των ΗΠΑ;).
Κατ' αρχάς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι την αρχαιογνωστική παιδεία τη γεύεται καλύτερα όποιος φοιτά σε ελληνικό σχολείο (όπου η πλανερή αίσθηση ότι κατέχουμε γενετικώς τη γλώσσα ρίχνει σε λήθαργο την όρεξη για μελέτη) και όχι σε ξένο -άλλωστε, δεν έχει ακόμη ανατραπεί άρδην η κατάσταση από τον καιρό που ο Σεφέρης σημείωνε ότι η αρχαιογνωσία μας είναι εν πολλοίς εισαγόμενη· και τώρα ακόμη, στη σχετική βιβλιογραφία υπερτερούν τα ονόματα των ξένων μελετητών, που με τον κόπο τους έχουν κάνει πολύ περισσότερο «δικό τους»αυτό που εμείς νομίζουμε πως είναι εκ κληρονομίας δικό μας, άρα αποφασίζουμε πως δεν συντρέχει λόγος να μοχθήσουμε για να ανακαλύψουμε τι είναι όντως «ημέτερο» και τι ξένο και άφωνο.
Πόσο πανηγυρική είναι άραγε η πραγματικότητα της σημερινής δημόσιας εκπαίδευσης, ποια η αυθεντική εικόνα της πίσω από την «αίγλη» των σιντιρόμ που πρέπει πάση θυσία να τα αποκτήσουν όλα τα σχολεία ενώ δεν έχουν καν βιβλιοθήκες; Πάει δίμηνο τώρα που ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε κάποιο σχολικό συγκρότημα και δήλωσε εντυπωσιασμένος από τη λειτουργία των «ολοήμερων σχολείων» (ευφημιστικός προφανώς ο τίτλος). Επειδή από τα λεγόμενά του φαινόταν ότι δεν γνώριζε καν, ως τότε, την ύπαρξή τους, μείναμε με την απορία (που δεν λύθηκε ακόμη) αν γνωρίζει ότι το πείραμα έμεινε στου δρόμου τα μισά, ότι ακόμη, Νοέμβρη πια, δεν έχουν προσληφθεί οι «εποχικοί» που θα εργαστούν στα «ολοήμερα» και ότι όσοι δούλεψαν πέρυσι αποζημιώθηκαν με πολύμηνη καθυστέρηση.
Δέκα και είκοσι αιτίες κι αφορμές γεννάει η καθημερινή εκπαιδευτική πράξη για να απογοητεύσει τους μαθητές και να τους εξωθήσει στην ιδιωτική παιδεία. Επί παραδείγματι, και επειδή ο υψηλός στόχος είναι το σιντιρόμ, το ελληνικό σχολείο εξακολουθεί να πρεσβεύει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να μάθει κανείς φυσική και χημεία είναι να τα μάθει «θεωρητικά», στον αέρα, με δυο-τρία σχηματάκια στον πίνακα. Κι όσο να πολεμήσει ο δάσκαλος, όσο να κουραστούν τα παιδιά (κι από κοντά οι γονείς που με τις πεπαλαιωμένες γνώσεις τους όχι μόνο δεν μπορούν να δώσουν ένα χεράκι αλλά επιτείνουν τη σύγχυση), οι όροι μένουν άσαρκα ονόματα, χωρίς πραγματικότητα μέσα τους: τάση, ένταση, ισχύς και τα λοιπά. Και λοιπόν; «Συγκέντρωσε ορισμένα υλικά», προτρέπει π.χ. το μαθητή της τρίτης Γυμνασίου το βιβλίο της Χημείας, «όπως: βατόμουρα, παντζάρι, καρότο, κόκκινο λάχανο, πέταλα κόκκινου τριαντάφυλλου, ραδικόζουμο κ.ά. Σύνθλιψε κάθε υλικό σε ταινίες διηθητικού χαρτιού ώστε με το χυμό του να εμποτισθεί το χαρτί και να πάρει το ανάλογο χρώμα. Στάξε στις εμποτισμένες ταινίες χυμό λεμονιού. Ποιες αλλάζουν χρώμα;». Λοιπόν, ακόμη κι αν ο μαθητής κατορθώσει το ακατόρθωτο της παραγγελίας (δηλαδή «να συνθλίψει το ραδικόζουμο»), δεν θα βρει στο σχολείο του ούτε δέκα πόντους πεχαμετρικό χαρτί για να πειραματιστεί και να διαπιστώσει. Ετσι θα αρκεστεί στα αλά Αϊνστάιν «νοητικά πειράματα» και θα συμπεράνει ότι η τέταρτη διάσταση (ο χρόνος) περνάει άπραγος για την Ελλάδα, και το σχολείο του 2000 έχει τον ίδιο εργαστηριακό εξοπλισμό με το σχολείο του 1970, ελπίζει πάντως ότι θα αποκτήσει σιντιρόμ...
Αλλά είπαμε, η «ημετέρα παίδευσις» έχει σπουδαία καταγωγή και προσπαθεί να τη μιμηθεί. Προσπαθεί ας πούμε να κάνει πράξη την προτροπή «μουσική ποίει». Κι έτσι, το βιβλίο της Μουσικής, πάλι της τρίτης Γυμνασίου, διδάκει το μαθητή το εξής σαφέστατο: «Οταν περάσουμε στους ρομαντικούς συνθέτες, το ρομαντικό στοιχείο πηδάει στο 90%, ας το πούμε έτσι». Και γιατί να μην το πούμε έτσι, και μάλιστα σε ένα βιβλίο που μπορεί να προκαλεί στα παιδιά κάτι ανάμεσα σε πανικό και ιλαρότητα («από το φωνητικό έργο του Σούμπερτ εκτός από τα τραγούδια, σώζονται 6 θαυμάσιες λειτουργίες από τις οποίες οι τελευταίες είναι πραγματικά πολύ μεγάλα έργα», «οι παλιότεροι σχολιαστές μάς εμφανίζουν τον Μπετόβεν σαν το λιοντάρι, σαν τον άγριο και πάρα πολύ δυναμικό συνθέτη, ο οποίος παρασύρει τα πάντα με τη ρύμη του»...), πιστοποιεί όμως ότι η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Των παιδιών τα κόκαλα βέβαια, αλλά τι να κάνουμε, αυτή πάνω - κάτω είναι η «ημετέρα παίδευσις»· παιδεμός σωστός.