Ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων επιβεβαιώνουν τις συγκλονιστικές μαρτυρίες όσων επέζησαν από τους διωγμούς του 1916-18
Κόσμος, Καθημερινή της Κυριακής, 3 Ιουνίου 2001
Του Βλάση Αγτζίδη*
Το 1914 ξεκίνησαν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης. Το 1915 έγινε η γενοκτονία των Αρμενίων με ενάμισι εκατομμύριο νεκρούς, ενώ το 1916 άρχισε η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο.
Η σφαγή των Αρμενίων τρομοκράτησε τους Έλληνες του Πόντου, οι οποίοι κατάλαβαν ότι θα ήταν τα επόμενα θύματα. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Στάθη Χριστοφορίδη που υπήρξε, το 1915, ακούσιος μάρτυρας της σφαγής των αρμενοπαίδων της Τραπεζούντας. Αναφέρει ότι οι σφαγείς φώναζαν: «Αμποτε και ς’ σού Ρωμανίων! Ατουνούς πα’ αέτς’ θα ‘φτάμε!» (Αμποτε και στων Ελλήνων! Και αυτούς έτσι θα κάνουμε). Και τελειώνει την αφήγησή του ο Χριστοφορίδης «Υστερνά ασ’ έναν χρόνον, εμάς πα’ εκατάστρεψαν».
Οι Τούρκοι στον Πόντο άρχισαν με την επιστράτευση όλων των ανδρών από 15 έως 45 ετών και την αποστολή τους στα Τάγματα Εργασίας. Η πλειονότητά τους στάλθηκε στις περιοχές μεταξύ Σεβάστειας και Βαν για την κατασκευή δρόμων. Παράλληλα αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Ελλήνων να ασκούν ελεύθερα τα επαγγέλματά τους και επιπλέον απαγόρευσαν στους μουσουλμάνους να συνεργάζονται επαγγελματικά με τους Έλληνες με την ποινή της τιμωρίας από τις στρατιωτικές Αρχές. Κατ’ αρχάς οι άτακτες ορδές των Τούρκων επιτίθονταν στα απομονωμένα ελληνικά χωριά κλέβοντας, φονεύοντας, αρπάζοντας τα νέα κορίτσια και καίγοντάς τα. Οι διαπιστώσεις αυτές έγιναν στις 4 Σεπτεμβρίου 1917 από το 2ο Γραφείο του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Στρατού και δημοσιεύτηκαν από τον ερευνητή Χ. Τσιρκινίδη.
Σε έγγραφο του Αυστριακού υπουργού Εξωτερικών προς το Βερολίνο αναφέρονται τα εξής για την πολιτική των συμμάχων τους: «Η πολιτική των Τούρκων είναι μέσω μιας γενικευμένης καταδίωξης του ελληνικού στοιχείου, να εξοντώσει τους Έλληνες ως εχθρούς του κράτους, όπως πριν τους Αρμένιους. Οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης των πληθυσμών, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, απ’ τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπιζόμενοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από πείνα. Τα εγκαταλειπόμενα σπίτια των εξοριζομένων λεηλατούνται από τα τούρκικα τάγματα τιμωρίας ή καίονται και καταστρέφονται. Και όλα τα άλλα μέτρα, τα οποία εις τους διωγμούς των Αρμενίων ευρίσκοντο εις ημερησίαν διάταξιν, επαναλαμβάνονται τώρα εναντίον των Ελλήνων».
Το σύνολο των διπλωματικών εγγράφων από τη Βιέννη και το Βερολίνο που αφορούν τη γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο μέχρι το 1918 δημοσιεύτηκαν από τον ιστορικό Πολυχρόνη Ενεπεκίδη, με τίτλο «Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Εγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918)» και εκδόθηκαν από την Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης το 1995. Στα έγγραφα αυτά φαίνεται καθαρά ότι οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από «...τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία».
Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν πρωτοφανείς μεθόδους για την εξόντωση των Ελλήνων, όπως την εκτόπιση των πληθυσμών μέσα στον χειμώνα, χωρίς να επιτρέψουν στους εκτοπιζόμενους να πάρουν μαζί τους ούτε τρόφιμα, ούτε στρώματα. Δεν επέτρεπαν τη στάθμευση των εκτοπιζομένων σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις χειμερινές συνθήκες, με βασικό στόχο την εξόντωσή τους, εφόσον θα ήταν αναγκασμένοι να διαμένουν στην ύπαιθρο και επιπλέον δεν θα μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα. Απαγόρευαν στους εκτοπιζόμενους να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και στους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από τους στρατιώτες.
Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα οδηγούσαν τους μετατοπιζόμενους σε ειδικούς λουτρώνες, οι οποίοι ιδρύθηκαν δήθεν για στρατιωτικούς λόγους. Εκεί τους εξανάγκαζαν να λουσθούν με την επίκληση λόγων υγιεινής. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών. Τα ενδύματά τους εν τω μεταξύ λεηλατούνταν.
Όταν έβγαιναν από το λουτρό, τους εξανάγκαζαν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός και να περιμένουν επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος ποτέ δεν ερχόταν πριν από μια ώρα. Έπειτα άλλη μια ώρα περίμεναν τον γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο.
Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: «Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούς σκοπούς». Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχήπ πασάς, ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης.
Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Kviatofski ανέφερε σε υπηρεσιακή του επιστολή ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεοτούρκων, με το οποίο επεδιώκετο η εξασθένηση του χριστιανικού στοιχείου.
Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ό,τι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων. Οι φόβοι του Kviatofski εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού. Εξάλλου του είχε ειπωθεί από ανώτερους Τούρκους ότι: «Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους... Πρέπει με τους Έλληνες τώρα να τελειώνουμε».
Στην πρώτη αυτή περίοδο της γενοκτονίας έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από διακόσιες χιλιάδες Έλληνες. Μέχρι το 1923 είχαν εξοντωθεί περισσότεροι από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες στο Μικρασιατικό Πόντο.
Η δεύτερη φάση της γενοκτονίας πραγματοποιήθηκε την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου και διαπράχθηκε με την απόλυτη ευθύνη της κεμαλικής ηγεσίας. Σε αναφορά που έγραψε το 1921 ο Gemal Mousket, νομικός σύμβουλος του σουλτάνου, πριν από την τελική επικράτηση του Κεμάλ Ατατούρκ, αναφέρονται τα εξής: «Η κυβέρνηση της Αγκύρας αποφάσισε ότι αρχικά οι Έλληνες των περιοχών Ανταπαζάρ και Κάλτρα, και μετέπειτα οι Έλληνες του Πόντου θα σφαγιαστούν και θα εξολοθρευτούν. Ανέθεσε (ο Κεμάλ Πασά) στον Γιαβούρ Αλί να κάψει ολοκληρωτικά το ελληνικό χωριό που βρίσκεται κοντά στο Γκεΐβ και να σκοτώσει όλους τους κατοίκους του. Η τραγωδία διήρκεσε δύο ημέρες. Το χωριό με τα δώδεκα εργοστάσια και τα ωραία κτίρια έγινε σκουπιδότοπος. Το 90% των κατοίκων είτε σφαγιάστηκε είτε κάηκε. Οι λίγοι που κατάφεραν να δραπετεύσουν για να σωθούν έφυγαν στα βουνά.
Για να διατηρήσει τους τσέτες του ο Μουσταφά Κεμάλ αναγκάστηκε να βρει κάποια άλλη περιοχή που θα έκαναν επίθεση. Γι’ αυτό το σκοπό, πήγε στην περιοχή του Πόντου. Οι σφαγές, οι λεηλασίες και η γενική εξολόθρευση των κατοίκων της περιοχής αυτής κράτησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο. Οι εκτοπίσεις και οι δολοφονίες διαπράχθηκαν με την ημιεπίσημη συμμετοχή του στρατού και του διοικητικού προσωπικού...».
«Οι Τούρκοι μού οφείλουν μια πολύ μεγάλη, πραγματικά μεγάλη συγγνώμη. Ούτε καν μια μικρή συγγνώμη, αλλά μια μεγάλη συγγνώμη, που πήραν μακριά μου όλους όσους αγαπούσα. Ο,τι είχα. Είχαμε τη γη μας, τα ζώα μας, τις αγελάδες μας, τις κότες μας, είχαμε τις δουλειές μας, και όμως μας έκαναν να πεθάνουμε στο δρόμο. Αυτό που έκαναν ήταν θηριώδες, να καταστρέψουν οικογένειες και περιουσίες. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να ξεχάσω. Θέλω να θυμάμαι την οικογένειά μου. Αλλιώς θα ήταν σα να ξεχνούσα τους ανθρώπους μου. Δεν θα το κάνω ποτέ αυτό». Αυτά δήλωσε μεταξύ πολλών άλλων σε μια συνέντευξη-χείμαρρο που έδωσε η Sano Halo στο περιοδικό «Πανσέληνος» της Θεσσαλονίκης.
Η 90χρονη σήμερα Sano -Ευθυμία ήταν το ελληνικό της όνομα- είναι η μόνη που επέζησε από την οικογένειά της που εκτοπίστηκε από τον Άγιο Αντώνιο της Κερασούντας στο εσωτερικό της Ανατολίας. Δεκάχρονο κορίτσι βρέθηκε ολομόναχο στο Χαλέπι της Συρίας, όπου την περίθαλψε μια οικογένεια Ασσυρίων. Παντρεύτηκε έναν Ασσύριο, με τον οποίο μετανάστευσε στην Αμερική το 1925.
Η τραγική της ιστορία έγινε γνωστή με το βιβλίο «Not even my name» και υπότιτλο «From a death march in Turkey to a new home in America. Α young girl’s true story of genocide and survival». («Ούτε καν το όνομά μου. Από την πορεία θανάτου στην Τουρκία σε ένα νέο σπίτι στην Αμερική. Η αληθινή ιστορία της Γενοκτονίας και της επιβίωσης ενός μικρού κοριτσιού».). Το βιβλίο γράφτηκε από την κόρη της Thea Halo και εκδόθηκε από τον εκδοτικό κολοσσό των ΗΠΑ Picador της Saint Martin’s Press. Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ στην Αμερική.
Η ελληνική έκδοση κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Η μεταφράστρια Μαρίνα Φράγκου, τρίτης γενιάς Ελληνοαμερικανίδα, που εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή σε θέματα ανθρωπογεωγραφίας, υποστηρίζει ότι: «Πρωτεύουσας σημασίας είναι το γεγονός ότι η αγγλική έκδοση στην Αμερική προηγήθηκε της ελληνικής και μάλιστα από έναν εκδοτικό οίκο κολοσσό, όπως είναι η Picador της Saint Martin’s Press. Αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί με το γεγονός ότι οι εκδόσεις βιβλίων στις ΗΠΑ από μεγάλους εκδοτικούς οίκους είναι δύσκολες και απαιτούν πολύ περισσότερα πειστήρια απ’ ό,τι οι εκδόσεις στην Ελλάδα. Συνηθίζεται να λέγεται ότι οι Αμερικανοί εκδότες δέχονται να αναλάβουν μία έκδοση, μόνο αν ο συγγραφέας έχει άλλο, προηγούμενο, μπεστ σέλερ βιβλίο ή αν πρόκειται για επανέκδοση κλασικών συγγραφέων. Συνεπώς, το ευτυχές αποτέλεσμα είναι ότι το βιβλίο της Halo προσέγγισε κατευθείαν το μεγάλο αναγνωστικό κοινό και όχι κάποιες περιθωριακές, ακαδημαϊκές ή ομογενειακές ομάδες του πληθυσμού, ενώ για την έκδοσή του γράφτηκαν κριτικές και δημοσιεύτηκαν παρουσιάσεις στα μεγάλα mainstream ΜΜΕ των ΗΠΑ».
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης