Καθημερινή, Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2001
Του Βλάση Αγτζίδη*
Μπορεί να μην γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει όταν πετά μια πεταλούδα στο Πεκίνο, ξέρουμε όμως με βεβαιότητα τι συμβαίνει στην Αθήνα όταν γρυλίζει ο Γκρίζος Λύκος στην Άγκυρα.
Τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες μιας απίθανης νεοελληνικής ιστορίας καθημερινής τρέλας. Ένας νόμος της Βουλής των Ελλήνων για τη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνικού -που ψηφίστηκε ομόφωνα τον Οκτώβριο του 1998 που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Κυβέρνησης» (Φ.Ε.Κ. 13.10.98) με τις υπογραφές του Προέδρου της Δημοκρατίας της Ελλάδας Κ. Στεφανόπουλου και των τότε υπουργών Αλ. Παπαδόπουλου, Ευ. Βενιζέλου και Ε. Γιαννόπουλου- ακυρώνεται στην πράξη με ακατανόητες μεθοδεύσεις.
Με βάση το 2ο άρθρο του νόμου έπρεπε να καθοριστεί «ο χαρακτήρας, ο φορέας και ο τρόπος οργάνωσης των εκδηλώσεων εθνικής μνήμης» με Προεδρικό Διάταγμα. Το άρθρο αυτό έμεινε -καθόλου τυχαία- ανενεργό για δυόμισι χρόνια. Πρόσφατα, με πρωτοβουλία του υπουργού Πολιτισμού Ευ. Βενιζέλου και του υφυπουργού Εσωτερικών Κ. Καϊσερλή πήρε τον δρόμο του για ολοκλήρωση της διαδικασίας με την τυπική υπογραφή του από τον Πρόεδρο της χώρας, ο οποίος τον είχε υπογράψει έτσι κι αλλιώς δύο χρόνια πριν.
Ως αποτέλεσμα της σφοδρής αντίδρασης των εθνικιστών της Άγκυρας και της επίσης σφοδρής διαφωνίας -ως μη όφειλαν- των δύο πόλων της νεοελληνικής «εκσυγχρονιστικής Αριστεράς», το Προεδρικό Διάταγμα απεσύρθη για να απαλειφθεί ο όρος «γενοκτονία». Το εντυπωσιακό είναι ότι το 1ο άρθρο του ήδη ψηφισμένου και δημοσιευμένου νόμου αναφέρει: «Ορίζεται η 14η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, ως ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος».
Η ιστορία αυτή θα προσέθετε ακόμα λίγο αλατοπίπερο στη μίζερη νεοελληνική καθημερινότητα, εάν δεν σχετιζόταν με ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της σύγχρονης Ελλάδας, τους Μικρασιάτες και δεν αφορούσε μια μεγάλη λευκή σελίδα του σύγχρονου ελληνισμού. Μιας ιστορίας που -όσον αφορά το εσωτερικό της Ελλάδας- ανέδειξε τη δυνατότητα διάφορων ανεξέλεγκτων μηχανισμών να καθορίζουν τη συμπεριφορά της πολιτείας, να ερμηνεύουν κατά το δοκούν τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και εν τέλει, να αναιρούν τις κατακτήσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Ας δούμε όμως το ζήτημα από την αρχή.
Εδώ και πολλά χρόνια οι οργανώσεις των προσφύγων του ´ 22 προσπαθούσαν με συνεχή υπομνήματα και διαρκή υποβολή αιτημάτων, να κατοχυρώσουν τη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού στη συλλογική μνήμη του νεότερου ελληνισμού.
Ο όρος «γενοκτονία» ως διεθνής νομικός όρος εισήχθη στο Διεθνές Δίκαιο από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με τη Σύμβαση του 1948. Σύμφωνα λοιπόν με τη σχετική Σύμβαση, γενοκτονία είναι: «η εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας», με έναν από τους παρακάτω τρόπους:
«α) τον φόνο μελών της ομάδας,
β) την πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας,
γ) τη σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής υπολογισμένων, έτσι ώστε να επιφέρουν
τη φυσική τους καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει,
δ) την επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας
και
ε) την υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε κάποια άλλη».
Στην περίπτωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας εφαρμόστηκαν και οι πέντε τρόποι. Εκατοντάδες διπλωματικά έγγραφα της εποχής, καθώς και δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, μαζί με μαρτυρίες των επιζώντων, συγκροτούν ένα αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό υλικό. Με βάση τον ορισμό του ΟΗΕ, μόνο η σφαγή στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του ´ 22, ή οι σφαγές στο Αϊβαλί, τα Μοσχονήσια, το Μπουρνόβα, τα Βουρλά κ.α. συνιστούν «έγκλημα γενοκτονίας».
Στη μικρασιατική περίπτωση τα πράγματα ήταν πολύ πιο σαφή εξαρχής. Από το 1911 υπήρχε η ομολογημένη απόφαση της κρατικής εξουσίας των Νεότουρκων για χρήση βίας κατά των χριστιανικών ομάδων του κράτους τους με στόχο τη βίαιη αφομοίωση. Υπάρχουν οι οργανωμένες μαζικές διώξεις και εκτοπίσεις από την έναρξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ανατολική Θράκη, την Ιωνία και τον Πόντο, με στόχο την οριστική εξαφάνιση του ελληνικού πληθυσμού, στο πλαίσιο του προαποφασισμένου σχεδίου του 1911. Με βάση τα προξενικά έγγραφα των Αυστριακών και των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων, που δημοσίευσε ο καθηγητής Π. Ενεπεκίδης, φαίνεται καθαρά ότι υπάρχουν γενικευμένοι διωγμοί κατά του ελληνικού στοιχείου. Εκτός από το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών καταστημάτων, απαγορεύουν τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων και εκκλησιών.
Στα Δαρδανέλια, στη Ραιδεστό, στο Αϊβαλί, στην Έφεσο, στη Σμύρνη κ.α., υπάρχουν διωγμοί και κακομεταχείριση. Σε πολλά μέρη ο ελληνικός πληθυσμός εκτοπίζεται με στόχο την εξαφάνιση. Στα προξενικά έγγραφα των συμμάχων των Τούρκων αναφέρονται ως περιοχές διωγμών η Ανατολική Θράκη, η παραλία της Ιωνίας και φυσικά ο Πόντος. Και όλα αυτά το 1914, την εποχή που η Ελλάδα χαρακτηρίζεται για τη φιλογερμανική της πολιτική. Οι διώξεις αυτής της περιόδου κατά του ελληνικού πληθυσμού οδηγούν σε μεγάλη όξυνση τις σχέσεις των δύο χωρών. Περιπτωσιακά αναφέρουμε ότι μια τέτοια έκθεση του Αυστριακού πρέσβη της Κωνσταντινούπολης προς το διοικητικό του προϊστάμενο τιτλοφορείται «Οι διωγμοί των Ελλήνων». Ειδικά όμως μετά το 1916, όταν η Ελλάδα συμμετέχει πλέον στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, οι διώξεις κορυφώνονται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολογίζει στη «Μαύρη Βίβλο» που εξέδωσε, ότι περίπου 490.000 Έλληνες θανατώθηκαν μέχρι το τέλος του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η δεύτερη φάση της γενοκτονίας συνδέεται με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς από τον άμαχο πληθυσμό. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922 είναι η τελεία στο μεγάλο δράμα που οργανώθηκε και ξεκίνησε πολύ νωρίτερα.
Η σφαγή της Σμύρνης και της ιωνικής παραλίας μετά τη νίκη του τουρκικού στρατού υπήρξε μεθοδευμένη πράξη που υπερκαλύπτει τους όρους που θέτει η Σύμβαση του 1948. Η σύλληψη όλων των ανδρών από 15 χρονών έως 70 και η αποστολή τους σε τάγματα εργασίας στα ενδότερα -απ´ όπου λίγοι επέστρεψαν- η κακομεταχείριση των γυναικόπαιδων με στόχο τη λεηλασία και την υποχρεωτική εγκατάλειψη των γενέθλιων τόπων, πολύ πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας Ανταλλαγής Πληθυσμών, συνιστούν πράξη γενοκτονίας.
Την επαύριον της μικρασιατικής καταστροφής, τα κόμματα της δεκαετίας του ´ 20 -που όλα είχαν τις μικρές ή μεγάλες ευθύνες τους- επέλεξαν να ξεχαστούν τα πάντα. Η εξόντωση της προσφυγικής μνήμης υπήρξε θεμέλιος λίθος της μετά το ´ 22 νεοελληνικής ιδεολογίας. Η πολιτική καταστολής της μνήμης των προσφύγων του ´ 22 κορυφώθηκε την περίοδο της χούντας.
Όμως, μέσα στην κοινωνία των Μικρασιατών, στην Ελλάδα και στη Διασπορά η μνήμη παρέμενε ζώσα. Οι προσφυγικές οργανώσεις κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για αναγνώριση της γενοκτονίας και καταγραφή της στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Η προσπάθεια αυτή έγινε εντονότερη τη δεκαετίας του ´ 80 όταν το ευρύτερο πλαίσιο έγινε πιο ανεκτικό. Οι προσπάθειες των προσφυγικών οργανώσεων βρήκαν για πρώτη φορά διέξοδο την εποχή που η κοινωνία των πολιτών άρχισε να διευρύνεται. Έτσι, τον Μάιο του 1997 τρεις Μικρασιάτες βουλευτές οι Γ. Χαραλάμπους, Γ. Διαμαντίδης και Γ. Καψής κατέθεσαν πρόταση νόμου για την «Καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως Ημέρας Εθνικής Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας». Αυτός είναι ο επίμαχος νόμος που ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή των Ελλήνων τον Οκτώβριο του 1998 και δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Κυβέρνησης» με την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου.
Τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιηθεί από τους Μικρασιάτες της Ελλάδας και τις οργανώσεις τους. Αποτελούν μια κακοστημένη φάρσα που στοχεύει να μετατρέψει το άσπρο σε μαύρο. Μια απίθανη συμμαχία ανθρώπων, κομμάτων και εφημερίδων, που οι πολιτικοί τους προπάτορες είχαν πολεμήσει στο πλευρό του τουρκικού εθνικισμού, υλοποιώντας την τότε σοβιετική εξωτερική πολιτική, όπως εκφράστηκε με τη συμφωνία Λένιν - Κεμάλ Ατατούρκ. Με το θράσος του κατόχου του αλάθητου - χωρίς ποτέ να έχουν εκφράσει μια στοιχειώδη συγγνώμη προς τα θύματα της μικρασιατικής καταστροφής για την τότε πολιτική τους- επιχείρησαν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε χώρα του Όργουελ. Παρακάμπτοντας τον ορισμό που δίνει ο ΟΗΕ για το έγκλημα της γενοκτονίας, επιχείρησαν να ορίσουν εκ νέου τον διεθνή νομικό όρο. Αγνόησαν ακόμα και τις σύγχρονες προσεγγίσεις της αντικεμαλικής τουρκικής Αριστεράς, η οποίας -χωρίς κανένα σύμπλεγμα- αναφέρεται στις διώξεις κατά των χριστιανών (συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων) ως γενοκτονία και καταγγέλλει γι´ αυτό τον τουρκικό εθνικισμό. Για άλλη μια φορά γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως.
Τελικά τα κατάφεραν! Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη τους, η μικρασιατική καταστροφή δεν ήταν γενοκτονία. Δεν υπήρχε τουρκικό σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων ούτε και διωγμοί πριν από το 1919. Τα θύματα και οι θύτες έχουν την ίδια ευθύνη. Τα εγκλήματα που διέπραξε ο διαλυμένος ελληνικός στρατός στην οπισθοχώρηση -μετά την ήττα στο Σαγγάριο- κατά του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού, εξισώνονται με την προσχεδιασμένη γενοκτονία που διέπραξε η συντεταγμένη εξουσία των Νεότουρκων και των κεμαλικών.
Ίσως κάποτε να μάθουμε να μην βλέπουμε το ιστορικό μας παρελθόν -που σχετίζεται με την ελληνοτουρκική συνάντηση- με τα γυαλιά του τουρκικού εθνικισμού. Πόσο αλήθεια, πιο τυχεροί από τους Έλληνες είναι οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι!
* Ο κ. Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας