Μία άλλη εκδοχή για την επανάσταση του 1821

Πώς αντιμετώπισαν οι Μουσουλμάνοι την νίκη των Ελλήνων και τα γεγονότα που ακολούθησαν

Καθημερινή της Κυριακής, 25 Μαρτίου 2001

Του Βλάση Αγτζίδη*

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη επέτειος του νεότερου ελληνισμού είναι η 25η Μαρτίου. Η συμβολική αυτή ημερομηνία παριστά στην πραγματικότητα την έναρξη της ένοπλης διαδικασίας που στόχευε στην πολιτική αποκατάσταση του γένους. Μόνο που χρόνια τώρα, η αναφορά μας στη συγκεκριμένη επέτειο περικλείεται μέσα στο ομοιόμορφο και το αυτονόητο, κάτι που αποτρέπει το στοχασμό για την ίδια την επέτειο, για τα σύμβολα και τους μύθους.

Ο νέος ιστορικός, που καλείται να διερευνήσει τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τον 19ο αιώνα, μέχρι και το τραγικό για μας ´ 22, βρίσκεται μπροστά σε ένα πλήθος άγνωστων σημαντικών ζητημάτων - θεωρητικών αλλά και συγκεκριμένων γεγονότων. Θέματα καθοριστικής σημασίας για την τελική μορφή που έλαβε η ελληνική ταυτότητα, η Ελλάδα και ο ελληνικός κόσμος, αλλά και η γεωπολιτική ισορροπία που επικράτησε στην ευρύτερη περιοχή μας, αγνοούνται και εντέχνως απωθούνται. Η σύγχυση μεταξύ εθνικού κράτους και ελληνικού κόσμου είναι πλέον καθολική. Οι οδύνες που προκάλεσε στον ελληνισμό η εποχή του έθνους-κράτους και οδήγησε στον περιορισμό των Ελλήνων στο βαλκανικό νότο, είναι άγνωστες. Η μεγέθυνση του ελληνικού κράτους, επικάλυψε τη σμίκρυνση του ελληνικού κόσμου.

Τα στερεότυπα που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες εδραίωσης του μικρού βασιλείου, υποκατέστησαν τη νηφάλια ανάγνωση της ιστορίας. Τους αγωνιστές -που είχαν τη βιωματική σχέση με το παρελθόν, την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων αλλά και των αντίστοιχων μορφών- η ιστορική έρευνα εκείνης της εποχής επέλεξε να τους αγνοήσει, αναδεικνύοντας τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Ο Καμπούρογλου έγραψε χαρακτηριστικά: «με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος». Και επειδή κανείς πολίτης ή έθνος δεν θέλει να πονά, οι Έλληνες επέλεξαν τη λήθη που φέρνει η ιστορική αυθαιρεσία. Το δυτικό εθνικιστικό μοντέλο που επικράτησε στην απελευθερωμένη Ελλάδα προσέφερε τις απαντήσεις: Όλοι οι Χριστιανοί του νεαρού ελληνικού βασιλείου ήταν Έλληνες, κατευθείαν απόγονοι των αρχαίων και, κατ´ επέκταση, όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν Τούρκοι, κατευθείαν απόγονοι των κεντροασιατών εισβολέων. Το μοντέλο αυτό, βασισμένο στην ξένη προς τον ελληνισμό αντίληψη του αίματος, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την ιδιομορφία της περιοχής μας, όπου η πολιτισμική κατάσταση και ειδικά η θρησκευτική ομολογία, καθόρισε την ένταξη των πολιτών στα υπερκείμενα σύνολα.

Έτσι, εφεξής θα ταυτιζόταν απολύτως το «γένος των Ρωμιών» με το «έθνος των Ελλήνων». Οι εξισλαμισμοί μεγάλου μέρους των Ελλήνων κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, καθώς και η είσοδος στον ελληνισμό πλήθους αλλοφώνων ομάδων βάσει της κοινής ορθόδοξης θρησκείας, παρέμεναν «απαγορευμένα θέματα» για την επίσημη ιστοριογραφία. Ένα από τα πλέον άγνωστα θέματα που σχετίζονται με την Επανάσταση του 1821, αφορά τους Τούρκους που κατοικούσαν στις επαναστατημένες περιοχές, τη δική τους αντίληψη των γεγονότων και εν τέλει τη μοίρα τους. Προσπαθώντας να περιπλανηθούμε στα δύσβατα μονοπάτια της ιστορικής γνώσης εκείνων των κρίσιμων χρόνων, θα χρησιμοποιήσουμε την περίπτωση των Τούρκων της Καρύστου.

Οι «Τούρκοι» της Καρύστου

Λίγα χρόνια μετά το 1461 και την κατάληψη της Τραπεζούντας, της πρωτεύουσας της τελευταίας ελληνικής Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών του Πόντου, η ενετοκρατούμενη Εύβοια πέφτει στα χέρια του Πορθητή. Από το 1470 συστάθηκε το Σαντζάκ Εγριπόζ (Νομός Ευρίπου), το οποίο περιελάμβανε επίσης τη Βοιωτία και την Αττική και διοικούνταν από έναν Πασά. Οι Οθωμανοί αντικατέστησαν τους προηγούμενους Λατίνους φεουδάρχες και άσκησαν μεγάλη πίεση κατά του χριστιανικού πληθυσμού. Μόνο τα πιο άγονα χωριά έμειναν στα χέρια των χριστιανών. Την Κάρυστο με το περίφημο ενετικό κάστρο την ονόμαζαν Κιζίλ Χισάρ (Κόκκινη Πόλη), υιοθετώντας της ενετική ονομασία Καστέλο Ρόσο ή Κοκκινόκαστρο, όπως το αποκαλούσαν οι Έλληνες.

Η οθωμανική εποχή και στην Εύβοια, όπως και σε όλο τον οθωμανικό χώρο, χαρακτηρίστηκε από την προσηλυτική δράση των μουσουλμάνων ιεραποστόλων και τη μεγάλη οικονομική και πολιτική καταπίεση των χριστιανών. Ο προσηλυτισμός ευνοήθηκε από την εξουσία, εφόσον ο εξισλαμισμός των γηγενών πληθυσμών μεγάλωνε την κοινωνική βάση των νέων κυριάρχων. Το Κοράνι και η νομοθεσία, που βασίζεται πάνω σε αυτό, εισάγει έναν νέο διαχωρισμό των εθνών: οι πιστοί και οι άπιστοι. Όσοι εξισλαμίζονταν εντάσσονταν αυτόματα στο κυρίαρχο έθνος και γίνονταν «Τούρκοι», δηλαδή μουσουλμάνοι.

Οι πρώτοι εξισλαμισμοί γίνονται μέσω του γνωστού παιδομαζώματος, δηλαδή της υποχρεωτικής επιστράτευσης από τη μικρή ηλικία. Μεγάλο μέρος των γενιτσάρων (που θα πει «Νέοι πιστοί») είναι ελληνικής καταγωγής. Στο σώμα των γενιτσάρων υπάρχουν έντονες τάσεις κρυπτοχριστιανισμού. Ο καθηγητής Ι. Κ. Χασιώτης δημοσίευσε μία από τις εκκλήσεις των Ελλήνων προς τις χριστιανικές δυνάμεις της Δύσης που στάλθηκε το 1606:«Για βάλτε με το νου σας τι μεγάλη καλοσύνη θέλει γένει σε όλην την χριστιανιτά, πόση σκλαβιά θέλει ελευθερωθεί, χριστιανοί που είναι τη σήμερον εις τα χέρια τους (των Τούρκων), πόσες χιλιάδες Τούρκοι είναι όπου κάμνουν κρυφά χριστιανοί, και τότες θέλουν φανερωθεί τριάντα χιλιάδες γενίτσαροι, που είναι όλοι από χριστιανούς και κρυφά έρχονται στες εκκλησίες και προσκυνούν, και από στανιό τους στέκονται Τούρκοι».

Εξισλαμισμοί του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού στην Εύβοια και ειδικά στην Κάρυστο, εντοπίζονται στα τέλη του 17ου αιώνα. Είναι η εποχή των μαζικών εξισλαμισμών σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι πληθυσμοί αυτοί δημιουργούν το ουσιαστικό κοινωνικό σώμα, που πάνω του βασίστηκε η οθωμανική κυριαρχία. Οι εξισλαμισμένοι ή εξωμότες όπως καταγράφονται, υιοθετούν εξαιρετικά σκληρή συμπεριφορά κατά των χριστιανών. Ειδικά οι μουσουλμάνοι της Καρύστου φημίζονται για τη σκληρότητά τους. Παράλληλα όμως, μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα εμφανίζονται και κρυπτοχριστιανοί, τους οποίους αποκαλούσαν σκωπτικά «Σαμπάνηδες» ή «Μουρτάτες».

Την εποχή της Επανάστασης του ´ 21, στην Εύβοια κατοικούσαν 50.000 κάτοικοι. Απ´ αυτούς, το ένα πέμπτο ήταν μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι έμεναν στην Χαλκίδα, όπου κατοικούσαν 1.500 ντόπιες μουσουλμανικές οικογένειες, άλλες 600 μουσουλμανικές που προέρχονταν από περιοχές εκτός Εύβοιας και αφορούσαν κυρίως τη στρατιωτική και διοικητική διάρθρωση. Στη Χαλκίδα ζούσαν και 200 περίπου χριστιανικές οικογένειες. Φαίνεται ότι γλωσσικά οι μουσουλμάνοι ήταν ελληνόφωνοι και αλβανόφωνοι. Αντίστοιχη κατάσταση επικρατούσε και στη χριστιανική κοινότητα.

Στην Κάρυστο κατοικούσαν 400 μουσουλμανικές οικογένειες στο Κάστρο, ενώ οι χριστιανοί έμεναν στις έξω περιοχές. Ο Ομέρ μπέης, τελευταίος διοικητής της Καρύστου που θεωρούνταν δίκαιος και η πολιτική του ανακούφισε το χριστιανικό πληθυσμό, ήταν γνώστης και της αλβανικής γλώσσας. Οι «Τούρκοι» πολεμιστές της περιφέρειας της Καρύστου, χίλιοι περίπου, ήταν όλοι ντόπιοι και θεωρούνταν εκλεκτοί και ικανοί για τακτικό και άτακτο πόλεμο. Ελάχιστοι από αυτούς μιλούσαν τα τουρκικά. Ένας από τους αξιωματικούς του καρυστινού τουρκικού σώματος που συγκρούστηκε σκληρά με τους χριστιανούς επαναστάτες το 1821 ήταν ο Μαχμούτ Ξυνός. Την τρίτη χρονιά της επανάστασης, στην Εύβοια αποβιβάστηκε ο Χοσρέφ Πασάς με δέκα χιλιάδες γενίτσαρους, δηλαδή εξισλαμισμένους χριστιανούς, με στόχο την καταστολή της Επανάστασης. Απ´ ό,τι φαίνεται, ελάχιστοι πραγματικοί εθνικά Τούρκοι πήραν μέρος στις συγκρούσεις κατά τη διάρκεια των επαναστατικών γεγονότων.

Το 1826 η Επανάσταση έσβησε στην Εύβοια μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία του Φαβιέρου. Ο Ομέρ της Καρύστου, ο οποίος είχε προβιβαστεί από το 1823 σε γενικό διοικητή της Εύβοιας με τον τίτλο Εγριμπόζ Βαλεσί, ήταν πλέον ο απόλυτος κυρίαρχος. Τελικά όμως, με βάση το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) η Εύβοια συμπεριελήφθη στα εδάφη που θα απάρτιζαν το νέο ελληνικό κράτος. Όμως η παράδοση του νησιού στην Ελλάδα έγινε τρία χρόνια αργότερα, εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας του νέου κράτους που αδυνατούσε να αποζημιώσει τους ιδιοκτήτες μουσουλμάνους. Στις 11 Απριλίου 1833 ο ελληνικός στρατός παρέλαβε τα κλειδιά του κάστρου της Καρύστου από τον Ισμαήλ, γιο του φρούραρχου. Αμέσως άρχισαν οι προετοιμασίες των μουσουλμάνων για αναχώρηση, αν και μερικοί απ´ αυτούς είχαν εγκαταλείψει νωρίτερα τα σπίτια από το φόβο των αντεκδικήσεων. Οι περισσότεροι από τους μουσουλμάνους της Εύβοιας πούλησαν τα κτήματά τους σε χριστιανούς και αναχώρησαν για τη Θεσσαλία ή τη Μακεδονία που ακόμη βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Το μεγαλύτερο μέρος των Καρυστινών «Τούρκων» πρέπει να εγκαταστάθηκε στην Ιωνία, στη χερσόνησο της Ερυθραίας (Τσεσμές), «στ´ Αλάτσατα, το κάτου Σιβριτσάρι» (Σιβρί Χισάρ). Οι Καρυστινοί παρέμειναν σχεδόν μέχρι το ´ 22 ως διακριτή ομάδα μέσα στη μουσουλμανική κοινότητα της Ιωνίας, μιλώντας το χαρακτηριστικό τους καρυστινό ιδίωμα.

- Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας


Ο θρήνος των «Τούρκων»

Ο θρήνος των «Τούρκων» της Καρύστου για τη μοίρα τους διασώθηκε και δημοσιεύθηκε το 1947 από τον Δ.Κ. Χατζηκωνσταντή. Ο θρήνος είναι εξαιρετικά σημαντικός γιατί είναι στα ελληνικά, στο ιδιαίτερο καρυστινό ιδίωμα. Αυτό σημαίνει ότι οι μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στο Κάστρο της Καρύστου ήταν ελληνόφωνοι. Επιπλέον, αναδεικνύει την αντίληψη που είχε η άλλη πλευρά για τη δική μας πετυχημένη Επανάσταση. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την αντίληψη οι ίδιοι ήταν ντόπιοι, ήταν Καρυστινοί. Η παράδοση της Εύβοιας στην Ελλάδα αποτελούσε πράξη προδοσίας. Η ίδια η Ελλάδα δεν αναφέρεται καθόλου, αντιθέτως θεωρούν ότι η Εύβοια εγκαταλείφθηκε στους Φράγκους και στους Ρώσους, με τους οποίους συνδέεται άμεσα η ρωμιοσύνη. Στο θρήνο φαίνεται και το αρνητικό εθνικό στερεότυπο. Αυτός που φέρνει την είδηση της παράδοσης δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Τάταρο. Έτσι αποκαλούσαν, σχεδόν μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, όλους τους αυθεντικούς τουρκογενείς στο χώρο της Μαύρης Θάλασσας και του Καυκάσου. Ο θρήνος έχει ως εξής:

Κατακαημένη Κάρυστο με τα κρύα τα νερά σου,
φύγαν τα παληκάρια σου τσε καίγεται η καρδιά σου.
Κατακαημένη Κάρυστο, πούσουν μισό Μισίρι,
τσε τώρα εκατάντησες να γίνεις Ρωμιοσύνη.
Που σ´ έτρεμε μια Έγριπο, μια ζηλεμέν´ Αθήνα
τσε τώρα σ´ εδώσανε στο Φράγκο, στη Ρουσία.
Νάταν ο κάμπος θάλασσα, τσε τα βουνά ποτάμια,
να πνίγανε τον Τάταρο που ´ φερε το χαμπέρι,
να φύγουν οι Καρυστινοί τούτο το καλοτσαίρι.
Ομέρ Πασάς που τ´ άκουσε, μηνάει ένα χαμπέρι,
του μπέη μας του μήνυσε τσε του στραβιντζιντάρη.
Όντας αποδιαβάσανε το μαύρο το φερμάνι,
μικροί, μεγάλοι κλαίανε, τσ´ οι δυο μας ζαμπιτάδες,
τρέχουν τσε παν τα μάτια τους ωσάν τις αργαστάρες.
Δεν κλαίμε μεις τον τόπο μας, στο Φράγκο π´ απομένει,
μον´ κλαίμε το κρύο νερό που ´ μαστε μαθημένοι.
Τσε τον Μπεκήρ αγά πελάει στη Σμύρνη για καράβια,
στο μπούρτσι μας τ´ άραξε τα δώδεκα καράβια,
Καρυστινοί που τα ´ δανε, τριτσάνα τους τινάζει
μπαρκάραν οι Καρυστινοί και πήγαν στο μπογάζι.
Πήγανε στο Βενέτικο, τσε μια μπουνάτσα πιάνει.
τσε πήγανε στ´ Αλάτσατα, το κάτου Σιβρισάρι.
Αλλά, Αλλάχ, βρε βασιλιά, που θα σε πάη το κρίμα,
που χώρισες αντρόγενα, παιδιά απ´ τα σκαφίδια.
Σεμπέτι όποιος γένηκε να δώσ´ το Γριπονήσι,
όποιος ριτζάλι το´ καμε, σαν σκύλος να βαβίσει.