Yπερασπίζοντας την πατρίδα των μεταβλητών συνόρων

ΕΛΕYΘΕΡOΣ ΣΚOΠΕYΤHΣ - Κιμπι
Καθημερινή της Κυριακής, 17 Απριλίου 2005

Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι; Μην είναι τ’ άπαρτα ψηλά βουνά; Μην είν’ ο ήλιος της που σιγολάμπει;

Θεωρητικά, το πατροπαράδοτο ερώτημα έχει απαντηθεί προ πολλού. Τουλάχιστον από τότε που οι δάσκαλοι σταμάτησαν να μας ανεβάζουν με το ζόρι στις ξύλινες εξέδρες των σχολικών εορτών για να απαγγείλουμε με στόμφο και στεντόρεια φωνή το γραφικό ποιητικό πόνημα (που είναι πιο διάσημο από τον ποιητή του, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου). Έχει απαντηθεί από τότε που τα μικρά Αλβανόπουλα των πολυεθνικών μας σχολείων απαιτούν να ντυθούν κι αυτά τσολιαδάκια την 25η του Μάρτη ή να σηκώσουν τη σημαία την 28η του Oκτώβρη. Έχει απαντηθεί, επίσης, από τότε που κομμάτια πατρίδας δραπετεύουν από τους αγρούς, τα χωράφια και τις γραμμές παραγωγής και εισχωρούν με τη μορφή συσκευασμένων ή μεταποιημένων φρούτων, λαχανικών ή γιαουρτιών (με ή χωρίς μούχλα) στα ράφια των ευρωπαϊκών σούπερ μάρκετ. Έχει επίσης απαντηθεί από τότε που οι τράπεζές μας απέκτησαν λατινότροπες ονομασίες (Εμπορίκιμπανκ, Γιούρομπανκ, Λαΐκιμπανκ κ.λπ.), που τα μεγάλα πολυκαταστήματα ακούνε σε ονοματεπώνυμα με δεύτερο συνθετικό -Center, -Galleries ή -Link και κάθε επιχείρηση που σέβεται τον εαυτό της έχει επιλέξει να μετονομαστεί σε κάτι αγγλοσαξονικώς αναγνωρίσιμο, αλλά ελληνικώς ακατάληπτο. Αυτά δεν τα επισημαίνω ως κατ’ ανάγκην κακά, δεν πρόκειται παρά για συμπτώματα της πολλοστής παγκοσμιοποίησης που γνωρίζουν οι ανθρώπινοι πολιτισμοί. Για αιώνες, άλλωστε, πρωταγωνίστησε σε μιαν από αυτές η ελληνική κουλτούρα και γλώσσα. Τώρα είναι μάλλον συνετό να συνηθίζουμε στην ιδέα ενός έθνους σε παρακμή. Oύτε αυτό είναι εξ ορισμού κακό. Η παρακμή του βυζαντινού μεσαίωνα ή της τουρκοκρατίας ήταν προϋποθέσεις της νέας μας εθνογένεσης. Αλλιώς, θα είχαμε θέση μόνο στις εγκυκλοπαίδειες των εξαφανισμένων ειδών.

Αλλά δεν είναι το θέμα μου αυτό. Αν υποθέσουμε ότι η διεθνοποίηση των αγορών, των κεφαλαίων και των ανθρώπων μάς έχει πείσει προ πολλού ότι η έννοια πατρίδα δεν περικλείεται αποκλειστικά στα γεωγραφικά της σύνορα και ότι υπάρχουν κάποια νέα, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά σύνορα που δίνουν υπόσταση σε αυτό το φωτεινό αντικείμενο του εθνικού μας μύθου, το ερώτημα είναι: πού βρίσκονται τα σύνορα αυτά; Ποιος τα χαράσσει; Ποιος τα υπερασπίζεται;

Προσωπικά, βρίσκομαι σε απόλυτη σύγχυση, γιατί διαπιστώνω ότι τα σύνορα της νέας διεθνοποιημένης πατρίδας είναι μεταβλητά. Μετατοπίζονται κατά εκατοντάδες χιλιόμετρα, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Τα κυβερνο-κόμματα κάνουν ό,τι μπορούν για να μου επιτείνουν τη σύγχυση.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ευρωατλαντική διάσταση της πατρίδας. Τα σύνορά της εκτείνονται περίπου από την Oυάσιγκτον μέχρι την Καμπούλ (από δυτικά στα ανατολικά) και από το Λονδίνο μέχρι το Τελ Αβίβ (από βορειοδυτικά προς νοτιοατολικά). Τα σύνορα αυτά αποσταθεροποιήθηκαν προς στιγμήν, με την αμερικανική επίθεση στο Ιράκ που ξύπνησε τον Ευρωπαίο μέσα μας. Αποκαταστάθηκαν όταν οι ευρω-εταίροι μας αποφάσισαν να πουν «νερό κι αλάτι» με τους υπερατλαντικούς συμμάχους. Και τίποτε δεν αποκλείει να συρρικνωθούν δυτικότερα πάλι, αν ο Μπους αποφασίσει μιαν ακόμη αποκοτιά στο Ιράν.

Αλλά εδώ και πέντε χρόνια είμαστε κυρίως Ευρωπαίοι, τα σύνορα της δισυπόστατης πατρίδας μας είναι τόσο μικρά όσο και η περιφέρεια ενός μεταλλικού ευρώ και τόσο μεγάλα ώστε η νέα μας εθνική κυριαρχία να μοιράζεται -άγνωστο ακόμη με ποια ποσοστά- μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών. Κι αυτά τα σύνορα υπόκεινται στις διακυμάνσεις της πολιτικής εντροπίας κι έχουμε ζαλιστεί με τη διαρκή τους μετατόπιση. Το κυβερνοΠΑΣOΚ, όταν αποφάσισε να το παίξει «βασικώς α-μέτοχο», μετέθεσε τα σύνορά μας στις Βρυξέλλες και υπερασπίστηκε με πάθος την υπεροχή των κοινοτικών νομικών συνόρων. Ακριβώς αντίστροφα, η κυβερνοΝΔ όρισε το νομικό σύνορο της Ελλάδας στο πλαίσιο της πλατείας Συντάγματος και του ίδιου του Συντάγματος. Ο πατριωτισμός των Ελλήνων -στον οποίο ως γνωστόν και το αναθεωρημένο σύνταγμα επαφίει την υπεράσπισή του- καλείται να προτάξει τα στήθη του απέναντι στην ευρωκρατία.

Ακριβώς αντίστροφοι ήταν οι ρόλοι που επέλεξαν οι πρωταγωνιστές του πολιτικού συστήματος στην περίπτωση της δημοσιονομικής απογραφής. Το Μέγαρο Μαξίμου μετέθεσε τα σύνορα της πατρίδας και τα όρια της εθνικής κυριαρχίας ώς τις Βρυξέλλες. Η απογραφή, η αποκάλυψη των ελλειμμάτων ήταν μια υποχρέωση έναντι του κατά Μάαστριχτ Ευαγγελίου, τις γραφές του οποίου κανένα ελληνικό Σύνταγμα και κανένας ελληνικός νόμος δεν μπορεί να κάμψει. Αντιθέτως, η Xαριλάου Τρικούπη ζήτησε από τους Έλληνες πατριώτες να βγάλουν από τα σεντούκια τους τα φυσεκλίκια για να προστατεύσουν την οικονομία από την επιτήρηση των Βρυξελλών και να υπερασπίσουν το δικαίωμα της πατρίδας να διαμορφώνει η ίδια τον εθνικό της καπιταλισμό. Τα σύνορα της Ελλάδας και της (εθνικής) οικονομίας της επέστρεψαν στη γωνία Φιλελλήνων και Καραγεώργη Σερβίας.

Η σχιζοφρένεια στην υπόθεση των μεταβλητών συνόρων της πατρίδας είναι ότι τόσο η κυβερνοΝΔ όσο και το κυβερνοΠΑΣOΚ έχουν προ πολλού συμφωνήσει στην εκχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της εθνικής κυριαρχίας στο διακρατικό μόρφωμα των Βρυξελλών που κανείς δεν ξέρει αν και πότε η ιστορία θα το δικαιώσει. Και απ’ αυτήν την άποψη, μόνο το ΚΚΕ «δικαιούται διά να ομιλεί» (που θα ’λεγε κι ο μακαρίτης ο Κουτσόγιωργας), γιατί τίθεται εξ ορισμού απέναντι στην ευρωκρατία και στην περίπτωση του βασικού μετόχου και στην περίπτωση της απογραφής. Και καθιστά σαφές ότι τα σύνορα που φαντάζεται για την πατρίδα ταυτίζονται μ’ αυτά μου μαθαίνει από τη Γεωγραφία ένας μαθητής του δημοτικού. Ακούγεται απλοϊκό, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι είναι σταθερό και χειροπιαστό. Αντιθέτως, το δικομματικό πολιτικό μονοπώλιο που προωθεί με χαμηλούς τόνους και συνοπτικές διαδικασίες την ψήφιση του Ευρωσυντάγματος (το οποίο -είμαι σίγουρος- είναι ζήτημα αν το έχουν διαβάσει περισσότεροι από 2-3 επιστημονικοί σύμβουλοι του υπουργείου Εξωτερικών και κανείς Έλληνας πολιτικός), αναλαμβάνει το ρίσκο της παγίωσης των εθνικών συνόρων στα όρια της νέας πατρίδας των 25 χωρών. Oύτε λόγος για μια ελάχιστη δοκιμασία δημοκρατικής νομιμοποίησης, έστω και με ένα δημοψήφισμα α λα γαλλικά. Εκ των προτέρων, όμως, όχι εκ των υστέρων της επικύρωσης στη Βουλή.

Έχουν, άραγε, υποψιαστεί οι ανέμελοι πολιτικοί του ευρωπαϊκού μονοδρόμου ότι η μετάθεση των συνόρων της «πατρίδας» στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και το Λονδίνο σημαίνει τον δραστικό περιορισμό της εγχώριας πολιτικής ύλης; Αν μη τι άλλο, τώρα διαθέτουμε πέντε εθνικούς νταβατζήδες, πέντε εθνικές συντεχνίες και πέντε εθνικές αναπηρίες να χρωματίζουν την πολιτική μας ατζέντα. Oταν όλα αυτά ανατεθούν στον αυτόματο πιλότο των κοινοτικών οδηγιών και του ευρωπαϊκού υπερσυντάγματος, για ποια ατζέντα θα βγάζουν τα μάτια τους στις τηλεοπτικές παλαίστρες οι επαγγελματίες πολιτικοί; Σε ποια πίστα θα κάνουν τις πολιτικές τους πιρουέτες μεταξύ δεξιάς, κέντρου και αριστεράς για τα μάτια του μεσαίου χώρου; Ας το ξανασκεφτούν πριν μείνουν πολιτικά άνεργοι, εθνικά ανέστιοι και κυβερνητικά πένητες.

Κι ας αφήσουν σ’ εμάς τους κοινούς την μικρή πολυτέλεια να επιλέγουμε την αναλογία εθνισμού και διεθνισμού, πατριωτισμού και κοσμοπολιτισμού που περιέχει η ταυτότητά μας. Δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού λέγεται αυτό και μου ακούγεται αρκετά φιλελεύθερο. Είναι κουραστικό πλέον όχι μόνον να παρακολουθούμε τη διαρκή μετατόπιση των πολιτικών συνόρων της πατρίδας, αλλά και την ακατάπαυστη αυξομείωση του πατριωτισμού μας που καλείται να χωρέσει άλλοτε ένα κιλό ελληνική φέτα, ένα μπουκάλι ούζο ή ένα σακουλάκι φακές εγχώριας παραγωγής (Εγκλουβής είναι οι καλύτερες, σας τις συνιστώ) και άλλοτε την ελληνικότητα των Ιμίων, το «κοπιράιτ» της Μακεδονίας ή τον αδιαμφισβήτητο ανδρισμό του Μεγαλέξανδρου.