Ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση στὴ θεωρία Φαλμεράγιερ
Καθημερινή, Κυριακὴ 19 Φεβρουαρίου 1995
Μὲ τὸ βιβλίο του «Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι» & Γερμανὸς ἱστορικὸς Κὰρλ Χὸπφ ἀνασκευάζει τὴ γνωστὴ θεωρία περὶ πανσλαβισμοῦ τὸν συμπατριώτη του.
Τὸ ἐξώφυλλο του βιβλίου «Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι», τοῦ Κὰρλ Χόπφ, σὲ μετάφραση Φραγκίσκου Ζαμβάλδη καὶ ἐπανέκδοση τὸν 1981 τοῦ Νότη Καραβία |
Δὲν εἶχε προλάβει, καλὰ-καλά, νὰ πνεύσει ὁ ἀέρας τῆς ἐλευθερίας στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα καὶ μία τολμηρὴ θεωρία γιὰ τὴν καταγωγὴ τῶν νεοελλήνων, διατυπωμένη ἀπὸ τὸν Γερμανὸ ἱστορικὸ Φαλμεράιερ, ξεσήκωσε τὴν ἀγανάκτηση ἡμῶν, τὴν ἀγαλλίαση τῶν πανσλαβιστῶν, τὶς ὑποψίες τῶν διπλωματῶν καὶ τὴν ἔκπληξη τῆς Εὐρώπης. Ἡ θεωρία, ἡ ὁποία πρέσβευε τὴν ὁλοσχερῆ ἐξόντωση τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τὸν πανσλαβισμὸ τῶν πατρίων ἐδαφῶν, ἀπορρίφθηκε ἀπὸ τὸ ἐθνικό μας αἴσθημα ἀλλὰ στὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη διαδόθηκε καὶ ρίζωσε στὴν κοινὴ γνώμη. Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγιους τῆς ἐποχῆς ποὺ πάλεψαν αὐτὴν τὴν ἄποψη περιστέλλοντας στὰ ἀληθινὰ ὅρια τὶς σλαβικὲς ἐποικίσεις στὴν Ἑλλάδα ἦταν ὁ σχεδὸν ἄγνωστος στὴ χώρα μας Γερμανὸς ἱστορικὸς Κάρολος Χόπφ.
Τὸ ἔργο του «Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι - Ἀνασκευὴ τῶν θεωριῶν Φαλμεράιερ» μεταφράστηκε στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Φραγκίσκο Ζαμβάλδη τὸ 1872 στὴ Βενετία, ὅπου καὶ τυπώθηκε στὸ τυπογραφεῖο «Il Tempo». Ἀνατυπώθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸν Διονύσιο Νότη Καραβία τὸ 1981 στὴ σειρὰ «Βιβλιοθήκη Ἱστορικῶν Μελετῶν», ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔργο πρόκειται νὰ κυκλοφορήσει αὐτὲς τὶς μέρες (1995) ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Λιβάνη μεταγλωττισμένο στὴ δημοτικὴ ἀπὸ τὸν φιλόλογο κ. Γιῶργο Κουτσουνέλο.
Ὁ ἴδιος, στὸν πρόλογό του, μιλάει τόσο γιὰ τὴ δίτομη ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Φαλμεράιερ (Βιέννη, 1830 -1836) ὅσο καὶ τὴ νηφάλια καὶ ἀποστομωτικὴ (ἀλλὰ ἀγνοημένη ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ διανόηση) ἀπάντηση τοῦ Χόπφ.
«Τὸ 1830 καὶ τὸ 1836 κυκλοφόρησαν ἀντίστοιχα οἱ δυὸ τόμοι ἑνὸς συγγράμματος ποὺ προκάλεσε σοβαρὲς ἀντιδράσεις στὴν Εὐρώπη, ἀγαλλίαση στοὺς πανσλαβιστὲς καὶ ὀργὴ στὸ νεοσύστατο ἀκόμη ἑλληνικὸ κρατίδιο, ποὺ μόλις εἶχε βγεῖ νικηφόρο ἀπὸ τὴ Μεγάλη Ἐπανάσταση μὲ τὴν ὁποία τερματίστηκαν τέσσερις αἰῶνες σκλαβιᾶς στὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Ἦταν τὸ βιβλίο ποὺ εἶχε γράψει τὸ 1829 ὁ πολυμαθέστατος Γερμανὸς ἱστορικὸς Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ (1790 στὸ σημερινὸ ἰταλικὸ Τιρόλο-1861 στὸ Μόναχο) μὲ τίτλο «Ἱστορία τῆς χερσονήσου τοῦ Μωρέως κατὰ τὸν μεσαίωνα».
Στὸ ἔργο του αὐτὸ ὁ Γερμανὸς καθηγητὴς ὑποστήριξε, μὲ δυὸ λόγια, ὅτι οἱ νεώτεροι Ἕλληνες δὲν ἔχουν καμιὰ σχέση μὲ τοὺς ἀρχαίους, ἀλλὰ ὁδηγήθηκε στὰ λανθασμένα συμπεράσματά του βασιζόμενος σὲ ἀμφίβολες ἱστορικὲς πηγές, ὁρισμένες μάλιστα ἀπὸ τὶς ὁποῖες παρερμήνευσε μὲ τρόπο ποὺ δὲν ἅρμοζε σὲ ἕνα στέλεχος τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου.
Οἱ Βυζαντινοὶ ἱστορικοὶ ποὺ ἔδωσαν στὸν Φαλμεράιερ τὰ ὅπλα γιὰ νὰ καταλήξει στὰ ἀπαράδεκτα συμπεράσματά του ἦταν ὁ Εὐάγριος καὶ ὁ Μένανδρος (6ος μ.Χ. αἰῶνας), ὁ Στράβων, ὁ Μιχαὴλ ὁ Σῦρος καὶ ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ΣΤ´ ὁ Πορφυρογέννητος (10ος αἰῶνας), τῶν ὁποίων ὅμως οἱ ἀφηγήσεις ἑρμηνεύθηκαν ἐντελῶς ἐσφαλμένα, ὅπως θὰ ἀποδείξει λίγο ἀργότερα τόσο ὁ Κὰρλ Χὸπφ ὅσο καὶ πολλοὶ ἄλλοι Ἕλληνες καὶ ξένοι ἱστορικοί.
Ἀκόμη, ὁ Γερμανὸς συγγραφέας βασίστηκε στὸ ἔργο ἑνὸς ἀνωνύμου με τίτλο «Περὶ κτίσεως τῆς Μονεμβασίας Χρονικό», ἀλλὰ ἀγνόησε τὸ «Χρονικὸ τοῦ Μωρέως» καὶ τὶς μαρτυρίες τοῦ Ἀθηναίου ἱστορικοῦ Λαόνικου Χαλκοκονδύλη (15ος αἰῶνας), ποὺ ἀναφέρουν ὅτι οἱ σλαβικὲς νησῖδες στὴν Ἑλλάδα ἀφομοιώθηκαν γρήγορα καὶ δέχτηκαν τὴν πολιτιστικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐπιρροὴ τῶν Ἑλλήνων.
Μὲ τὴν ἀνασκευὴ τῶν θεωριῶν τοῦ Φαλμεράιερ ἀσχολήθηκε πρῶτος ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος τὸ 1846 στὴ μελέτη του «Ἡ ἑλληνικὴ γνώμη περὶ τοῦ συστήματος τοῦ Φαλμεράιερ», ἐνῷ παράλληλα δέχτηκε τὸ ἐρέθισμα γιὰ τὴ συγγραφὴ τῆς μνημειώδους «Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους» ποὺ ὁλοκλήρωσε στὸ διάστημα 1865-1870. Ἄλλοι σημαντικοὶ ἱστορικοὶ ποὺ ἀπέδειξαν τὸ ἀβάσιμο τῶν θεωριῶν τοῦ Γερμανοῦ καθηγητῆ ἦταν ὁ Σλοβένος γλωσσολόγος Β. Κόπιταρ (1830), ὁ Βαυαρὸς Φ. Τίρς (1842) καὶ οἱ Γερμανοὶ Τσινκάιζεν, Σμίντ, Χὸπφ (1870), Βάιγκαντ καὶ Στατμίλερ (1945). Οἱ Ἕλληνες ἐπιστήμονες ποὺ ἀντέκρουσαν τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Φαλμεράιερ ἦσαν (ἐκτὸς φυσικά του Κ. Παπαρρηγόπουλου) ὁ Γ. Δάρβαρις, ὁ Ἀν. Λευκίας-Γεωργιάδης, ὁ Γ. Σουρμελῆς, ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός, ὁ Γ. Βελουδῆς, ὁ Κ. Δημαρᾶς, ὁ Δ. Δημόπουλος (στὸ ἔξοχο βιβλίο του «Ἡ καταγωγὴ τῶν Ἑλλήνων», ἔκδ. 1994) καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι.
Στὴν Ἑλλάδα οἱ κινητοποιήσεις ὑπῆρξαν ἄμεσες καὶ οἱ ἀντιδράσεις βίαιες. Ὅταν μάλιστα ὁ Φαλμεράιερ ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀθήνα τὸ 1842 ὑπῆρξε ἀντικείμενο ὕβρεων καὶ λοιδορισμῶν ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες καὶ τοὺς κατοίκους τῆς πόλης. Τὸ 1870 ὅμως ὁ Κὰρλ Χὸπφ ἔγραψε τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία του, μὲ τὴν ὁποία ἀποδεικνύεται ἡ ἀδιάλειπτη ὕπαρξη τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους στὰ πατρογονικά του χώματα, πιστοποιεῖται ἡ γνησιότητα τῆς καταγωγῆς τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους προγόνους τους καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἡ συνέχεια τῆς ἐθνικῆς παράδοσης μεταξὺ ἀρχαίας καὶ νεώτερης Ἑλλάδας».
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα τοῦ βιβλίου «Οἱ Σλάβοι ἐν Ἑλλάδι» ἀπὸ τὴ μετάφραση τοῦ 1872, τοῦ Φραγκίσκου Ζαμβάλδη:
«...ὁ Φαλλμεράυερ ἐξαίρει καὶ ἀντιγράφει μόνον τὸ μέρος ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τὴν κατάκτησιν τῆς χώρας ὑπὸ τῶν Ἀβάρων ἢ τῶν Σκλαβηνῶν, ὥσπερ κατόπιν ἐξαίφνης ὀνομάζονται, παραλείπει δὲ παντάπασιν καὶ ἐπίτηδες ἀποσιωπᾷ τὸ τέλος τὸ περὶ τῆς αὐτῶν ἐκριζώσεως (ἐπειδὴ οὐδὲν ἄλλο σημαίνει τὸ «ἠφάνισεν»)! Θὰ ἔπραττε βέλτιον, τουλάχιστον θὰ ἐποιεῖτο περὶ πλείονος τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν ἢ τὴν ἑαυτοῦ σλαβικὴν θεωρίαν ἐξετάζων κριτικῶς τὰ ἐν τῷ χρονικῷ) περιεχόμενα· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ αὐτὸς μὲν ἐκ προθέσεως, τὸ παρέλιπεν, οἱ δὲ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἠρκέσθησαν εἰς ὅ,τι αὐτὸς ἐπήνεγκεν, ἡμεῖς πρέπει νῦν νὰ ἐξετάσωμεν ἐξαύθις καὶ συζητήσωμεν τὴν ἐποχὴν καὶ τὰς πηγὰς ταύτης τῆς εἰδήσεως...
... Ἂν οὖν διὰ τούτων τῶν σλαβικῶν ἐποικήσεων σταγόνες τινὲς σκυθικοῦ αἵματος ἐνδέχεται νὰ ρέωσιν εἰς τὰς φλέβας ἐκείνων, οἵτινες θεωροῦσιν ἑαυτοὺς ὡς ἰθαγενεῖς ἀπογόνους τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, αὐτὸ τὸ μίγμα εἶναι βεβαίως μικρόν.
Μετά τινας ἀνθρώπων γενεᾶς τὸ σλαβικὸν στοιχεῖον ἠφανίσθη ὑπὸ τοῦ κατά τε τὴν ποσότητα καὶ τὸ πνεῦμα ὑπερέχοντος ἑλληνικοῦ· μόνον τὰ ὀνόματα τῶν χωρίων αὐτῶν, ὡς οἱ κάτοικοι θὰ ἀνίχνευον δυσκόλως τὴν γενεαλογίαν εἰς τοὺς Σλάβους τῆς θ´ ἑκατονταετηρίδος, καὶ τύποι τινὲς ἀναντιρρήτως σλαβικοὶ ἐνθυμίζουσι τὸ μίγμα τοῦ ἑλληνικοῦ αἵματος μετὰ τοῦ σλαβικοῦ, ὅπερ διετηρήθη μέχρι τοῦδε ἄμικτον, πλὴν τῶν Τζακόνων (τῶν ἀρχαίων τούτων Ἑλλήνων καὶ Πελασγῶν τοῦ Φαλλμεράυερ καὶ ἄλλων!) (163).
Διὰ τῶν εἰρημένων ἡ θεωρία τοῦ Φαλλμεράυερ ἔπρεπε νὰ περιορισθῇ ἐντὸς τοῦ ἁρμοδίου μέτρου· ναὶ μὲν ὑπῆρξαν σλαβικοὶ ἐποικήσεις ἐν τῇ ἑλληνικῇ ἠπείρω, ἀλλ᾿ οὔτε πανσλαβισμὸς οὔτε ὁλοσχερὴς ἐξόντωσις τοῦ ἑλληνισμοῦ»...
Γερμανὸς ἱστορικὸς μὲ πλούσιο καὶ σημαντικὸ συγγραφικὸ ἔργο. Τὸ μεγαλύτερο πάθος τῆς σύντομης ζωῆς του -πέθανε σὲ ἡλικία 41 ἐτῶν- (1832 - 1873) ἦταν ἡ μελέτη τῆς μεσαιωνικῆς ἱστορίας καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἱστορίας τῆς Μεσαιωνικῆς καὶ Φραγκοκρατούμενης Ἑλλάδας. Σπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τῆς Βόννης, ὅπου σὲ ἡλικία 23 μόλις ἐτῶν ἔγινε ὑφηγητὴς τῆς ἱστορίας γιὰ τρία χρόνια. Παράλληλα, ταξίδεψε στὴν Ἰταλία καὶ τὴ χώρα μας, μὲ ὑποτροφία τῆς πρωσικῆς κυβέρνησης.
Στὴ συνέχεια διορίστηκε τακτικὸς καθηγητὴς τοῦ Γκράισβαλτ καὶ μετέπειτα τῆς Κενιξβέργης, ὅπου διετέλεσε καὶ ἔφορος τῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης.
Τὰ πορίσματα τῶν ἐργασιῶν καὶ τῶν μελετῶν του δημοσιεύθηκαν σὲ διάφορα γερμανικὰ ἐπιστημονικὰ περιοδικά. Τόμους ὁλόκληρους ἀποτελοῦν οἱ μελέτες του, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίσκονται καταχωρημένες στὰ πρακτικά της Ἀκαδημίας τῶν Ἐπιστημῶν στὴ Βιέννη καὶ στὴν ἐγκυκλοπαίδεια τῶν Ἒρς καὶ Γκοῦβερ. Δυὸ τόμοι τῆς ἐγκυκλοπαίδειας αὐτῆς (85ος καὶ 86ος) περιλαμβάνουν τὴν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας κατὰ τοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, ἔργο ἐξ ὁλοκλήρου τοῦ Καρόλου Χόπφ, ποὺ ἀποτελεῖ πολύτιμη πηγὴ κάθε ἐργασίας γύρω ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μεσαιωνικὴ ζωή. Ἀλλὰ αὐτοτελῆ ἱστορικὰ ἔργα του εἶναι: ὁ «Ἱστορικὸς καὶ Γενεαλογικὸς Ἄτλας», ἡ «Μετανάστευσις Τσιγγάνων εἰς Εὐρώπην», τὰ «Ἑλληνορρωμανικὰ χρονικά», κ.ἄ.