Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Πρὸς τὴν Νίκην», Μάρτιος 1998
Τὸ 1821 μόνο μὲ τὴν ὑπέρλογη λογικὴ τῆς πίστεως μποροῦμε νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε. Γιατὶ ἦταν ἀναμφίβολα καρπὸς τῆς πίστεως ὁλόκληρου τοῦ Γένους στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνος.
Οἱ νεομάρτυρες τοῦ Γένους, ποὺ μαρτυροῦσαν γιὰ τὸν Χριστό· ὁ ἀνώνυμος φτωχὸς καλόγηρος, ποὺ ἐσύναζε τὰ Ἑλληνόπουλα στὴν ὑπόγεια ὑγρὴ κρύπτη ἢ στὴν ἀετοφωλιὰ τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ μὲ τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ· οἱ Πατριάρχαι καὶ οἱ Ἐπίσκοποι μὲ τὸ ματωμένο σχοινὶ περασμένο στὸ λαιμὸ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἄγριου Τούρκου δήμιου σύσσωμος ὁ Ὀρθόδοξος κλῆρος μὲ τὰ ἱερὰ σύμβολα ὑψωμένα, ὅλοι φλέγονται ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς πίστεως καὶ τὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνος.
Οἱ ἀνυπότακτοι λεβέντες τῆς κλεφτουριᾶς ντυμένοι τὴ «λερὴ» φουστανέλλα κρεμοῦσαν τὰ καριοφίλια τους στὰ πάντοτε θαλερὰ κλαδιὰ τοῦ δένδρου τῆς πίστεως. Ὁ Διάκος μὲ σηκωμένο τὸ φλάμπουρο ὁ ἀνίκητος Κολοκοτρώνης, ποὺ ὁρμοῦσε σὰ σίφουνας στὴ μάχη μὲ τὸ πολεμικὸ ἄτι· ὁ σεμνὸς Μακρυγιάννης μὲ τὸ ὁλόγιομο ἀπὸ σπαθιὲς κορμί, ριχνόταν μὲ ἀνεκλάλητη χαρὰ στὸ πανηγύρι τοῦ πολέμου, γιατὶ ποτὲ δὲν σκλήρυνε τὴν καρδιά τους ἡ ἀπιστία. Ὁ ἄτυφος Νικήτας, ποὺ μὲ τὴ σπασμένη σπάθα σκορποῦσε τὸ θάνατο ἀνάμεσα στοὺς ἀπίστους κι ὁ Κανάρης ποὺ μὲ τὸν ἀναμμένο δαυλὸ πυρπολοῦσε τὴν τούρκικη ναυαρχίδα, ὁρμοῦσαν ἄφοβοι χάρη στὴν πίστη τους, βέβαιοι ὅτι «ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάρει πίσω τὴν ὑπογραφή του». Οἱ Μανιάτισσες μὲ τὸ δρεπάνι, οἱ Σουλιωτοποῦλες μὲ τὸ καριοφίλι, ἡ Μπουμπουλίνα μὲ τὰ κανόνια τῶν καραβιῶν της κι ὅλος ὁ ἑλληνισμός, ὅλος ὁ ἀπροσκύνητος λαός, ποὺ σήκωσε τὸ βάρος τοῦ ἄνισου πολέμου, γινόταν, χάρη στὴν πίστη ποὺ φλόγιζε τὰ στήθη τους, ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Μουχαμετάνων. Ἀλλὰ κι οἱ ξενιτεμένοι δούλευαν μὲ τοὺς φιλέλληνες ὁλημερὶς κι ὁλονυχτὶς στὴ Δύση μὲ φλόγα, μὲ πίστη, μὲ ζῆλο κι ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὸ δίκαιο τοῦ πολέμου κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἀνθρωπίνως ἔπρεπε ὁ ἄνισος ἀγώνας τῆς Ἐθνεγερσίας τοῦ 1821 νὰ καταπνιγεῖ στὸ πρῶτο ξεκίνημά του. Διότι στὴν μετὰ τὰ χρόνια τοῦ Ναπολέοντος Εὐρώπη ἐδέσποζε τὸ πνεῦμα τῆς ἀνίερης «Ἱερᾶς Συμμαχίας», ποὺ ἀντιδροῦσε ἄμεσα καὶ ἀποτελεσματικὰ σὲ κάθε φιλελεύθερη κίνηση. Οἱ Εὐρωπαῖοι ἡγεμόνες, κι ἂν κάποτε ἐκινοῦνταν σὲ βοήθεια ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων, ἀπέβλεπαν μόνιμα στὸ δικό τους συμφέρον. Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας χαρακτήρισε τὴ Συνθήκη τοῦ Λονδίνου τῆς 24ης Ἰουνίου / 6 Ἰουλίου 1827 ὡς πράξη «εἰς τὴν ὁποίαν ἑκάστη τῶν τριῶν Δυνάμεων ἀπέβλεψε πρὸς τὸ ἴδιον αὐτῆς συμφέρον, οὐδεμία δὲ εἰς τὸ τῆς Ἑλλάδος»!
Ὁ Μακρυγιάννης τὸ εἶπε ἀλλιῶς μὲ τὸ δικό του σοφὸ καὶ ταπεινὸ λόγο στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του: «Τοὺς κατέτρεξαν οἱ Εὐρωπαῖοι τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνες. Εἰς τὶς πρῶτες χρονιὲς ἐφοδίαζαν τὰ κάστρα ὁλοένα διὰ νὰ μὴ ὑπάρχουν. Ἢ Ἀγγλία τοὺς θέλει νὰ τοὺς κάμη Ἄγγλους μὲ τὴν δικαιοσύνη τὴν Ἀγγλικήν, καθὼς οἱ Μαλτέζοι, ξυπόλητους καὶ νηστικούς, οἱ Γάλλοι Γάλλους, οἱ Ῥῶσοι Ῥώσους, καὶ Μέττερνικ τῆς Ἀούστριας Ἀουστριακούς.
Κι ὅποιος τοὺς φάγη ἀπό τους τέσσερους»! Μέσα σε τέτοια ἔντονα ἐχθρικὴ ἀτμόσφαιρα βρέθηκαν οἱ γενναῖοι πρόμαχοι τοῦ Ἔθνους μας τὸ 1821. Ἐνίκησαν ὅμως χάρη στὴ θερμὴ καὶ φλογερὴ πίστη τοὺς στὸ Θεὸ καὶ τὴ βεβαιότητα στὸ δίκαιο τοῦ ἀγῶνος.