Χειρόγραφο ποὺ ἀνακαλύφθηκε τὸ 1863/4 καὶ πρωτοεκδόθηκε τὸ 1865 ἀπὸ τὸν ἱστοριοδίφη Κώστα Σάθα, τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ οἱ ὑποσημειώσεις.
εὐγαλμένη ἀπὸ παλαιὰ χερόγραφα, μεμβράνια, σιζίλια,
καὶ χρυσόβουλλα αὐθεντικά,
ὁποῦ εὑρίσκονται, καὶ εἶνε καὶ σῴζονται εἰς τὸ Βασιλικὸν Μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ,
χτισμένο παρὰ τοῦ ποτε αὐθέντη καὶ Δεσπότη Κυρ Μιχαὴλ τοῦ Κομνηνοῦ, οὗ αἰωνία ἡ
μνήμη. Ἀμήν.
Διὰ χειρὸς Εὐθυμίου ἱερομονάχου,
Ἔτος ‚αψγ´. (1703) μηνὶ Μαρτίῳ.
Κύριε δόξα σοι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Τὸν καιρὸν τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου Ῥωμανοῦ ἀγριωποὶ καὶ χριστιανομάχοι ἄνθρωποι, Μπολγάροι λεγόμενοι, ἐμπήκασι στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀπὸ σπαθίου καὶ κονταρίου ἐχαλάσασι τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐτραβήξασι ἴσα στὸν Μωρέα. Διαβαίνοντας γοῦν ἀπὸ τὸ Σάλονα, ἐπλοκάρασί το· καὶ μισοὶ ἀπὸ δαύτους ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι, καὶ ἐπῆραν σκλάβους ἀπὸ τὰ χωρία διὰ καταπατητάδες. Ἐρχόμενοι γοῦν οἱ ἄπιστοι στὸ Γαλαξείδι, ποὺ ἤτανε χτισμένο παμπάλαια καὶ εὐμορφοκαστρογυρισμένο, ἔχοντας καὶ φλότα καραβίων καὶ σπήτια περίσσα, βουλὴν ἐπήκασιν οἱ ἄπιστοι ἀπὸ σπαθίου νὰ τὸ ἐπάρουσι, καὶ πέρνοντας στὴν αὐθεντεία τους τὰ καράβια, νὰ ἀπεράσουσι στὸν Μωρέα, κουρσεύοντας καὶ τοῦ κόρφου ταὶς μεριαίς· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, ἔστοντας νὰ μάθουσι ἕνα τόσο φοβερὸ μήνυμα, ἐτρέξασι σταὶς ἐκκλησίαις, γονατιστὰ παρακαλώντας τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους νὰ τοὺς βοηθήσουσι εἰς ἐκείνην τὴν φοβερωτάτη στιγμή· ἀρματωθήκασι γοῦν καὶ ἑτοιμασθήκασι διὰ πόλεμο· καὶ ἐρχόμενοι ἐκεῖνοι οἱ πειράταις ἐπλοκάρασι τὸ κάστρο, καὶ μὲ κάθε λογῆς μηχαναὶς καὶ συνέργεια τοῦ Σατανᾶ, ποὺ τοὺς διαυθέντευε, ἀνοίξασι μία τρούπα μεγάλη στὸ κάστρο καὶ ἐμπήκασι μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι· ἐτότες γοῦν ἐγενέθηκε μεγάλος σκοτωμὸς καὶ φοβερὴ ἀμάχη, ποὺ τὸ γαῖμα ἔτρεχε στοὺς δρόμους, ὡσὰν ποτάμι χειμωνιάτικο· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, βοηθώντας καὶ μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκασι νικηταὶ καὶ ἐσφάξασι τοὺς ἄπιστους πειράταις, καὶ ἐκερδίσασι τὴν ἀμάχη· κάτι γοῦν ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειράταις γλύσαντες ἀπὸ τὸ μαχαῖρι καὶ τὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ, ἐπήγασι, τρέχοντας γοργόν, καὶ ἀφηγηθήκασι στοὺς συντρόφους, ποὺ εἴχασι πλόκο τὸ Σάλονα, τὸν σκοτωμὸ καὶ τὸν χαϋμὸ τῶν ὁμοφύλων μέσα στὸ Γαλαξείδι· καὶ ἐκεῖνοι οἱ πανάπιστοι, ἔστοντας νὰ μάθουσι ἕνα τόσο φαρμακωμένο μαντᾶτο, ὠργισθήκασι περισσὰ καὶ ἀφρίζασι ἀπὸ λύσσα ἐκδίκησης· καὶ ἔστοντας νὰ ἐπάρουσι τὸ Σάλονα, μὲ προδοσία ἑνὸς Σαλονίτου, ποὺ τὸν ἐλέγασι Κουτζοθόδωρο, στὰς ιγ´ Αὔγουστος μήνας, ἐπεράσασι ἀπὸ σπαθίου καὶ μαχαιρίου γερόντους, νέους καὶ γυναικόπαιδα, ξεπληρόνοντας οἱ μιαρότατοι κουρσάροι τὸ γαῖμα τῶν συντρόφων, ποὺ μὲ πόλεμο καλὸ ῾χύθηκε στὸ Γαλαξείδι, ὡσὰν ἀφηγήθηκα ἄνωθες· καὶ ὕστερα, χορταίνοντας τὴ μαύρη ψυχή τους ἀπὸ γαῖμα Χριστιανικό, ἐξεκινήσασι ὡσὰν τὸ μελίσσι μετρημὸν μὴν ἔχοντας, καταπάνω στὸ Γαλαξείδι· οἱ γοῦν Γαλαξειδιώταις, βλέποντας ἕνα τόσο ἀμέτρητο φουσᾶτο, ἀρματωμένο μὲ κοντάρια μακρυά, καὶ σαΐταις περίσσαις καὶ περικεφαλαίαις, ποὺ ἐλάμπασι ὡσὰν τὸν ἥλιο, ἐμπήκασι στὰ καράβια καὶ ἐμείνασι στὴ πολιτεία καμπόσοι γέροι, ποὺ δὲν ἐχωρούσασι στὰ πλεούμενα· καὶ ἕνας Γαλαξειδιώτης, ποὺ τὸν ἐλέγασι Χαραλάμπη, δὲν ἐπαραδέχθηκε ν᾿ ἀφήσῃ τὴν πατρίδα· καὶ μὴ ἀκούωντας ταὶς συμβουλαὶς καὶ παράκλησαις, ἐστάθηκε στὸ Γαλαξείδι, διὰ νὰ διαυθεντεύσῃ τὸ κάστρο καὶ ἀποθάνῃ τιμημένα· ἐπῆγε γοῦν στὴν ἐκκλησία καὶ ἐξομολογήθηκε καὶ μὲ δάκρυα στὰ ῾μάτια ἐπαρακάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν βοηθήσῃ· καὶ ἐζώσθηκε τὰ ἄρματα, ποὺ τὰ εὐλόγησε ὁ ἱερέας, καὶ ὕστερα ἐξεκίνησε μονάχος καὶ ἐστάθηκε στὴν πόρτα τοῦ κάστρου· ἐρχόμενοι γοῦν οἱ πειράταις καὶ ἐμβαίνοντας στὸ κάστρο, ηὕρασι τὸν Χαραλάμπη, ποὺ ἐχύθηκε καταπάνου τους, ὡσὰν λεοντάρι λυσσασμένο, καὶ ἔσφαξε κάμποσους καὶ ἕνα ἀπὸ τοὺς κεφαλάδες· καὶ ὕστερα τοῦ ἔπεσε καταπάνω ὅλο τὸ φουσᾶτο, καὶ πολεμώντας ἐτσακίσθηκε τὸ σπαθί του, καὶ τὸν ἐπιάσασι ζωντανὸ καὶ τὸν ἐκάμασι χίλια κομμάτια· καὶ τὸ ὄνομά του εἶνε τιμημένο εἰς ἕνα βασιλικὸ χρυσόβουλλο. Ἐμβαίνοντας οἱ πειράταις ἀνεμπόδιστα στὸ Γαλαξείδι ἐπεράσασι ἀπὸ σπαθίου ὅ,τι εὑρήκασι ζωντανό, καὶ ἀνάψασι φωτιὰ στὰ σπήτια καὶ ἐκρημνίσασι καὶ τὸ κάστρο, ποὺ ἤτανε ἕνα εὐμορφότατο, φυκιασμένο μὲ μάρμαρα μεγάλα ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων τὸν καιρό· ὕστερα ἐμπήκασι καὶ σταὶς ἐκκλησίαις καὶ ἐκεῖ εὑρήκασι τοὺς γέρους γονατιστὰ παρακαλώντας ταὶς εἰκόναις· ἄλλους γοῦν ἐσφάξασι, ὡσὰν ἀρνιά, οἱ ἀντίχριστοι ἐμπροστὰ στὸ Ἅγιο Βῆμα, καὶ ἄλλους ἐπήρασι σκλάβους· ἠθελήσασι γοῦν τὸ μεγάλο θαῦμα· ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειράταις, γοῦν καὶ ταὶς ἐκκλησίαις νὰ ξεγυμνώσουσι· ἀκούσατε γοῦν τὸ μεγάλο θαῦμα· ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειράταις βλέπωντας ἕνα κανδήλι εὔμορφο, μαλαματένιο, ποὺ ἔκαιε ἐμπρὸς στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἀνέβηκε μὲ μία σκάλα νὰ τὸ ἐξεκρεμάσῃ, κορσεύωντάς το· καὶ πρὶν νὰ πιάσῃ τὸ κανδήλι ἐκόπηκε τὸ μιαρότατο χέρι του καὶ ἔπεσε νεκρὸ καὶ κατάμαυρο, ὡσὰν πίσσα, καταγῆς· καὶ μεγάλος σεισμὸς ἐγενέθηκε· ἐτότες ἐφάνηκε ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ ἄρματα λαμπερά, καὶ ἄρχισε νὰ σφάζῃ τοὺς πειράταις· καὶ τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας ὄξω ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι, μέσα εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴν γῆ. Ἐτότες οἱ Γαλαξειδιώταις, κατατρεγμένοι ἐπήγασι καὶ ἐχτίσασι σπήτια στὰ τριγύρω νησόπουλα· ἐκεῖ γοῦν ἐχτίσασι καὶ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, καὶ ἐμολώσασι καὶ τὸ νησὶ μὲ πλάκαις μεγάλαις. Ὕστερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, ἡσυχάζωντας ὁ τόπος, καὶ τοὺς Μπολγάρους ἐξωλόθρευσε ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου, ἐβγήκασι οἱ Γαλαξειδιώταις πάλε στὴ Στερηά, καὶ ἐξαναχτίσασι τὰ σπήτια τοῦ Γαλαξειδίου, ποὺ ἤτανε ὅλο στάχτη καὶ ἐρείπια, καὶ λόγγοι, καὶ ρουμάνια ἀπάνου ἐφυτρώσασι.
Ὕστερα ἀπὸ κάμποσα, μία λοιμικὴ ἀσθένεια, πανούκλα διαβολική, ἐρημάζωντας πολλαὶς πολιτείαις, ἔποικε ἐξολόθρεμα καὶ κατὰ τὰ μέρη Σαλόνου, Λοιδορίκι, καὶ Ἔπαχτου καὶ Γαλαξείδι· καὶ μὲ πολλαὶς μετάνοιαις, παράκλησαις καὶ ταξίματα, ἔδιωξε ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴ πανούκλα, ποὺ πολὺν κόσμο ἐξωλόθρευσε.
Περνώντας καιρός, ἤρθασι ἄλλοι πειράταις, ἐνδυμένοι τομάρια, ὡσὰν ἀρκούδαις, καὶ τρώγοντας ἄψητα κρέατα, ὡσὰν θερία, καὶ ἀνθρώπους ζωντανοὺς στὴ σούφλα ἐψήσασι· καὶ ἐσκλαβώσασι οὕλη τὴν Ἑλλάδα, ποὺ τὴν ἐλέγασι Ῥουμανία· καὶ σκλαβόνοντας τὸν τόπο ἀπανθρωπινὰ οἱ ἀντίχριστοι, τὸν ἐτυραγνεύσασι· ἐχαλάσασι γοῦν ταὶς ἐκκλησίαις, καὶ ἁρπάξασι ὅ,τι ἑβρήκασι ἀσημικὸ καὶ μάλαμα καὶ ἐβασανίσασι τοὺς Χριστιανούς. Ἐτότες γοῦν τὸ Γαλαξείδι καὶ τὸ Σάλονα ἐρήμαξε, καὶ ὅσοι ἐμείνασι Σαλονίταις καὶ ἄλλοι χωριανοί, μαζὴ μὲ τοὺς Γαλαξειδιώταις ἐπήγασι καὶ ἐκλεισθήκασι στὰ γύρω νησόπουλα, καὶ εἰς κάτι παράμεραις σπηλιαὶς μέσα εἰς βράχους βαθειούς, κατεβαίνοντας μὲ τριχαίς, καὶ ζώντας μὲ φόβο καὶ τρομάρα εἰς ἐκείναις ταὶς σπηλιαίς, ὅπου εἶνε κοντὰ στὰ νησόπουλα τοῦ Γαλαξειδίου κατὰ τὴν στερηά· γιατί κανένας δὲν ἀπεκοτοῦσε νὰ φανερωθῇ, ἔστοντας ἐκεῖνοι οἱ φοβεροὶ πειράταις νὰ ἐστεκόντασι μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, σφάζοντας καὶ ἀρπάζοντας· καὶ ἐμεί[νασι κουρ]σεύοντας καὶ ἐξολοθρεύοντας χρόνια δυό· καὶ ὕστερα ᾔρθανε καταπάνου τους βασιλικὰ στρατεύματα, καὶ ἐγίνηκε ἀμάχη φοβερή, καὶ βοηθώντας καὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἐξωλοθρεύσασι καὶ ἐξεσκλαβώθηκε τὸ γένος.
Περνώντας χρόνια κ´ (1), φλότα ἀρμομέντα ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Νταλμάτζιας καὶ Μπρίντεζι ἐπλοκάρασι τὸν Ἔπαχτο, καὶ μὴ ἠμπορώντας νὰ τὸν ἐκουρσεύσουσι, ἤρθασι στὴ Βιτρινίτζα· καὶ οἱ Βιτρινιτζώταις, μὲ ἄλλους, ἐτρέξασι στὸ Γαλαξείδι, ζητώντας βοήθεια. Ἔστωντας γοῦν οἱ Γαλαξειδιώταις νὰ κάνουσι πόλεμου ἑτοιμασίαις διὰ βοήθεια τῶν Βιτρινιτζώτων, στέλνοντας διαλαλητᾶδες καὶ στὰ γύρω χωρία, νὰ τρέξουσι γοργὸν βοήθεια, ἦρθε μαντᾶτο πὼς οἱ κουρσάροι, κάνοντας ντεσμάρκο στοὺς Γαλαξειδιώτικους κάβους, ἐρχόντασι ἀρματωμένοι καταπάνου στὸ Γαλαξείδι· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, ἔστοντας νὰ μάθουνε ἕνα τόσο φοβερὸ μαντᾶτο, ἀρματωθήκασι καὶ ἐδράμασι μὲ τοὺς Βιτρινιτζώταις καὶ μερικοὺς ἀπὸ τὰ χωρία διὰ νὰ βαρέσουσι τοὺς κουρσάρους· ἔγινε γοῦν πόλεμος φοβερός, ποὺ ἐβάσταξε πολλαὶς ὥραις, καὶ σκοτωμὸς ἀμέτρητος, καὶ ὅσοι [κου]ρσάροι ἐγλύσασι, γοργὸν ἐμβήκασι στὰ πλεούμενα καὶ ἐφύγασι. Ἐκερδίσασι γ[οῦν] οἱ Γαλαξειδιώταις ἐτότες τὴν ἀμάχη καὶ ἐσταθήκασι [νικη]ταίς· καὶ ἔστωντας νὰ ἐγένηκε ἐκείνη τὴν (2) ἀμάχη στὸν Κάβο τοῦ Γαλαξειδίου, ἀπὸ ἐτότες ὁ κάβος ἐτοῦτος φέρνει τὴν ὀνομασία Ἀνδρομάχης, ὡσὰν νὰ λέμε ποὺ γενέθηκε ἀμάχη ἀντρειωμένη.
Περνώντας κάμποσος καιρός, ᾔρθανε πάλε πειράταις ἀπὸ μέρη Φραγκίας μὲ ἀρματωμένη φλότα καὶ ἐκουρσεύσασι τὴν Πάτρα, τὸν Ἔπαχτο, τὴ Βιτρινίτζα καὶ τὴ Βοστίτζα· ἐπλοκάρασι καὶ τὸ Γαλαξείδι, καὶ τὸ ἐπήρασι· καὶ ἐπεράσασι ἀπὸ σπαθίου ὅσους εὑρήκασι, ποὺ ἐβαστάξασι ἄρματα. Ἐτότες γοῦν ἐρήμαξε ἡ χώρα καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπήρασι τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια, καὶ ἐχτίσασι σπήτια ἀπάνου σταὶς κορυφαὶς τοῦ [βουνοῦ], ποὺ εἶνε σήμερα τὸ Βασιλικὸ μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, χτισμένο ἀπὸ τὸν αὐθέντη Κυρ Μιχαὴλ τὸν Κομνηνό, ὡσὰν παρακάτω θέλω ἀφηγηθῇ καὶ ἀκούσατε.
Σ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἦταν αὐθέντης ἐξακουστὸς σ᾿ αὐτὰ τὰ μέρη, ὁ Κυρ Μιχαὴλ Κομνηνός, ποὺ ἐξουσίαζε στὸ σπαθί τους, κοντὰ σταὶς χώραις, τὰ κάστρα καὶ βιλαέτια, καὶ ὅλα τὰ μέρη ἐτοῦτα, αὐθεντεύωντας ἕως τὸ Σάλονα καὶ Λοιδορίκι. Αὐτὰς γοῦν ὁ θεοφιλέστατος αὐθέντης Μιχαήλ, ποὺ ἦταν δυνατὸς καὶ περιφημισμένος δέσποτας σ᾿ οὕλη τη Ῥούμελη καὶ χριστιανὸς βασιλέας, ἀγαπώντας τὴ πίστη ὑπερτιμημένα παρὰ τὸ δεσποτᾶτο, ἔχτισε τὸ Μοναστήρι ἐτοῦτο καὶ ἀκούσατε. Αὐτὸς γοῦν ὁ ὑπερτιμημένος καὶ θεοαγάπητος Δέσποτας Μιχαήλ, τὸν καιρὸν ποὺ ὑπανδρεύθηκε τὴν μακαρίαν καὶ ἁγιωτάτην ὁσίαν Θεοδώραν, τοῦ ἐφανερώθηκε ὁ Σατανᾶς καὶ τὸν ἔβαλε εἰς πείραξη διαβολικὴ νὰ χωρίσῃ τὴν ὁμόζυγον καὶ νὰ πάρῃ μία [ἄλλη] γυναῖκα (3), ποὺ εἶχε πλούτια πολλά, ἀποχτώντας τα μὲ ἄτιμαις μεταχείρισαις, καὶ ὤ! τῆς μακροθυμίας σου δέσποτα πολυέλεε Θεέ! [ἔδιωξε] τὴν δούλη σου Θεοδώραν, ἐπέρνωντας στὸ παλάτι του ἐκείνη τὴν διαβολογυναῖκα, ποὺ μὲ μαγγανείαις καὶ μαγείαις περίσσαις, καὶ μὲ χίλια σατανικὰ ποτίσματα καὶ φερσίματα τοῦ ἐσήκωσε τὸ κεφάλι καὶ τὸν ἔκαμε ν᾿ ἀγαπήσῃ ἐκείνη τὴ μάγισσα παρ[απολύ] καὶ μὲ τρελλαμὸν κεφαλῆς, ξεχνώντας τὴν πρώτην του γυναῖκα. Ἡ γοῦν ὑπεραγία τοῦ Θεοῦ δούλη Θεοδώρα διωγμένη ἔφυγε μέσα εἰς ἐρημίαις· καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς σπήλαια καὶ ἄγρια ρουμάνια ἀσκήτευε καί. ... (4) εὔμορφα εἶχε συντροφία· καὶ ἔτρωγε ρίζαις χορταρίων καί. ... (5) ἐπαρακαλοῦσε τὸν Θεόν, χωρὶς νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὸ ἅγιον στόμα της κανένα παράπονο διὰ τὸν ἄνδρα της Κυρ Μιχαήλ. Ἔτσι γοῦν διαβαίνασι οἱ χρόνοι· καὶ ἕνα βράδυ, κοντὰ στὰ μεσάνυχτα ἐφανερώθηκε στὸν Μιχαὴλ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ ὅλη τὴ λάμψη τῆς θεοτικῆς του εὐμορφίας καὶ τοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ φοβερὰ καὶ θεοτικὰ λόγια.
« Μιχαήλ! τὸ κακό, ὅπου ἔκαμες, θὰ σοῦ γένῃ
» ἕνα φοβερώτατο κρῖμα, διατὶ ἀκούωντας τοῦ ἐχθροῦ μου
» Σατανᾶ τὰ διαβολικὰ λόγια, ἐδίωξες τὴν ἀγγελικήν σου
» γυναῖκα· ἐγὼ θὰ σὲ παιδεύσω παραδειγματικά, ρίχνωντας
» ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φωτιαὶς καὶ ἀστροπελέκια, ποὺ νὰ σὲ κά-
» τακάψουνε μαζὴ μὲ τὴν παλλακὴ τὴν μιαρώτατη τοῦ Σα-
» τανᾶ φιλενάδα· καὶ ἂν ἀγαπᾷς τὴν ἀγάπη μου, γοργὸν νὰ
» πηγαίνῃς νὰ πάρῃς τὴν Θεοδώραν στὸ ἀρχοντικό σου,
» διὰ νὰ σοῦ συχωρέσω τὸ κακό, ποὺ ἔκαμες».
Καὶ ὁ δέσποτας Κυρ Μιχαήλ, ἀκούωντας αὐτὰ τὰ θεοτικὰ λόγια, ἐπῆγε ὁ ἴδιος καὶ εὕρηκε μέσα στοὺς λόγγους τὴν πανοσίαν Θεοδώραν, καὶ μὲ χίλιαις παράκλησαις καὶ μετάνοιες γονατιστὰ καὶ δεόμενος τὴν ἐπῆρε· καὶ ὥρισε γοργὸν νὰ βάλουν ἐκείνη τὴ μιαρώτατη μάγισσα ἀπάνω εἰς ἕνα γαϊδούρι μουντζουρωμένη, καὶ νὰ τῆς κάμουσι χίλιαις προσβολαὶς καὶ καταφρόνησαις, καὶ ὕστερα νὰ τὴν ἐκόψουσι σὲ τέσσερα κομμάτια καὶ νὰ τὴν ρίξουνε στοὺς σκύλους, διὰ παράδειγμα στὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα. Ἡ γοῦν ὑπεραγία τοῦ Θεοῦ δούλη Θεοδώρα, ὤ! τῆς ὑπεραγίας σου ἐλεημοσύνης; τὸν ἐπαρακάλεσε νὰ μὴ γένῃ ἕνα τοιοῦτο διαβολικὸ ἔργο, ποὺ φέρνει ἀτιμία στὴν ἁγία τοῦ Χριστοῦ θρησκεία· καὶ ἔτζι ὁ δέσποτας Μιχαὴλ ἔδιωξε ἐκείνη, χωρὶς νὰ ἐκτελεσθῶσι οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ διατάγματά του, ἀκούωντας τὰ ἅγια λόγια τῆς γυναίκας του, ὁσίας Θεοδώρας. Ἐκεῖνα γοῦν τὰ χρόνια ποὺ ἀφηγοῦμαι, οἱ Γαλαξειδιώταις ἔστοντας νὰ πέσουν αἱ ἐκκλησίαι ἀπὸ ἕνα σεισμὸ φοβερώτατον, ἐπαρακαλέσασι τὸν δέσποταν Μιχαὴλ νὰ χτίσῃ μίαν ἐκκλησίαν καὶ ὁ δέσποτας ἀκούωντας καὶ ταὶς παράκλησαις τῆς ὁμοζύγου μακαρίας καὶ πανοσίας Θεοδώρας, διέταξε νὰ χτίσουσι ἐτοῦτο τὸ βασιλικὸ μοναστήρι, μὲ ἔξοδα ὅλο βασιλικὰ τοῦ Κυρ Μιχαήλ, καὶ ὄνομα ἐβάλασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ποὺ ἔγλυσε τὸν Κυρ Μιχαὴλ ἀπὸ τὸ φοβερώτατο ἐκεῖνο ἁμάρτημα τοῦ Σατανᾶ. Ἐπιστάτης ἀπάνω στὸ χτίσιμο, ἐστάθηκε ἕνας περίφημος τζινιέρης ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι, Νικολὸν Καρούλην τὸν ἐλέγασι, ποὺ εἶδε κόσμο πολὺν καὶ ἐστάθηκε στὴν δούλευσι τῆς Φραγκιᾶς· καὶ ἀφοῦ ἐχτίσθηκε τὸ μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος, τὸ ἐπλούτισε ὁ δέσποτας Κυρ Μιχαὴλ μὲ πολλὰ βασιλικὰ καὶ ἀνεχτίμητα δῶρα, μανάλια ἀπὸ βασιλικὸ χάλκωμα, κανδήλια ἀσημένια καὶ μαλαματένια καὶ κολώναις ἀπὸ μάρμαρο περίφημο καὶ κάτασπρο· καὶ διὰ τοῦτο μνημονεύεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρ Μιχαὴλ σὲ ὅλαις ταὶς λειτουργίαις καθημεριναὶς καὶ ἐπίσημαις, ἔστοντας καὶ τὸ ὄνομά του γραμμένο σὲ μία κολώνα μαρμαρένια, ποὺ εἶνε ἐμπρὸς στὸν νάρθηκα.
Σ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους ἐπήρασι οἱ Φράγκοι τὴν ἐξακουσμένη Κωνσταντινόπολι, καὶ ἐπῆρε καθένας στὸ μερίδι του χώραις καὶ βιλαέτια περίσσα· καὶ ἕνας ἀπὸ τὴ Σαλονίκη Φράγκος βασιλέας ἐπῆρε καὶ τὸ Σάλονα, χώρα παμπάλαια καὶ ἐξακουστὴ στῶν Ἑλλήνων τὸν καιρό, καὶ ἀπὸ ἐτότες λέγεται Σάλονα, λεγάμενη ἀλλέως προτήτερα. Αὐτὸς γοῦν ὁ Φράγκος, ἐπῆρε καὶ τὰ νησόπουλα τοῦ Γαλαξειδίου, ποὺ ἤτανε μερικαὶς φαμίλιαις, ἀπομεινάρια ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς καταδρομῆς, καὶ ἠθέλησε νὰ κουρσεύσῃ καὶ παρέκει. Ἐτότες γοῦν ὁ δεσπότης Μιχαὴλ ἐσύναξε φουσᾶτα, καὶ πέρνωντας καὶ τοὺς Γαλαξειδιώταις, ἐπῆγαν στὸ Σάλονα, καὶ ἔγινε «μάχη φοβερὴ καὶ σκοτωμὸς καὶ ἐνικηθήκασι οἱ Φράγκοι, καὶ ἄλλοι ἐσκοτωθήκασι, ἄλλοι ἐπιασθήκασι σκλάβοι· ἐτότες ἐσκοτώθηκε καὶ ὁ αὐθέντης τοῦ Σαλόνου ὁ Φράγκος, Κόντος λεγόμενος (6)· ἐτότες ἐπήρασι οἱ Γαλαξειδιώταις καὶ τὰ νησόπουλα ἀπὸ τοὺς Φράγκους, διώχνοντάς τους.
Εἰς ἔτος. . . (7) ἤρθανε πάλε στὸ Γαλαξείδι, ποὺ ἤτανε ὅλο μὲ λόγγους καὶ κλαρία καὶ ρουμάνια σκεπασμένο, οἱ Γαλαξειδιώταις, ἔστοντας τόσα χρόνια νὰ γυρίζουνε στὰ βουνὰ καί, σταὶς σπηλιαίς· ἐκάμανε καὶ μερικὰ μικρὰ πλεούμενα διὰ νὰ κουβαλοῦν σιταριαὶς καὶ πραγματείαις μέσα στὸν κόρφο, κάμνοντας καὶ ἕνα μικρὸ ἐμπόριο· καὶ ὕστερα ἀπὸ κάμποσα χρόνια αὐξήσασι τὰ καράβια, καὶ εἴχασι μία φλότα καλούτζικη, διατὶ ἤτανε πάντα δομένοι στὴ θάλασσα, καὶ ἀπὸ τὸ πέλαγο ἐζούσανε, γιατὶ ὁ τόπος δὲν εὔγαινε [πολλὰ μασούλια] εἰς γεννήματα, ὄσπρια, καὶ κάθε λογῆς; τρωγούμενα· καὶ ....... (8) μὴ ταξειδεύοντας τὴν θάλασσαν ἐκαλλιεργούσανε τὰ κτήματα, ὅπου εἴχασι. Ἐτότες γοῦν αὐθέντη εἴχασι τὸν Κυρ Ἐμμανουήλ (9), ἀδελφὸν τοῦ Κυρ Μιχαήλ. Αὐτὸς γοῦν ὁ Κυρ Ἐμμανουήλ, ἔστωντας δαιμονισμένο πνεῦμα, ὅλο ἐγύρευε νὰ ἁρπάξῃ χώραις· καὶ συνάζοντας φουσᾶτα διαλεχτά, τὰ καλλίτερα τῆς Ῥούμελης, ἐπῆρε τα ἐμπρός, καὶ πέρνωντας τὴ Θεσσαλονίκη, ἔφτασε ἕως τὸ Βυζάντιον καὶ ὁ Φράγκος βασιλέας ἐβγῆκε εἰς μία μάχη· καὶ ὁ Κυρ Ἐμμανουὴλ πέρνωντας πολλὰ καὶ ἀμέτρητα δῶρα ἀπὸ τοὺς Φράγκους, ἔπαυσε τὸν [πόλεμον]· ἐτότε ἐδιάλυσε τὸ φουσᾶτο καὶ τοῦ ἐμοίρασε πολλὰ χαρίσματα· καὶ σὲ μερικοὺς ἔδωκε χώραις· ἐτότες ἔστωντας νὰ εἶχε στὸ φουσᾶτο του καὶ διακόσιους πενήντα Γαλαξειδιώτας, ποὺ ἐδείξασι μεγάλη ἀνδρεία καὶ τάξη, τοὺς ἐχάρισε πολλὰ δῶρα, χαρίζωντάς του ὥστε νὰ μὴ πλερώνῃ τὸ Γαλαξείδι κανένα δόσιμο εἰς τὸν Κυρ Ἐμμανουήλ, καὶ μόνον αὐθέντης τους νὰ λέγεται, καὶ ὅταν φουσατεύῃ νὰ τὸν ἀκολουθᾶνε.
Ἔστωντας [γοῦν] καὶ ν᾿ ἀποθάνῃ ὁ Κυρ Ἐμμανουὴλ πῆρε τὴν αὐθεντείαν ὁ ἀδελφός (του) (10) Κυρ Μιχαήλ· καὶ ὕστερα, πεθαίνωντας ὁ Κυρ Μιχαήλ, ἐπῆρε τὴν αὐθεντείαν τοῦ δεσποτάτου ὁ υἱός του Κυρ Ἰωάννης· καὶ ἔχοντας στὴν Νεόπατρα τὴν πρωτεύουσάν του, ἑμάζωξε φουσᾶτα καὶ ἐσηκώθηκε, λέγωντας πὼς δὲν γνωρίζει τὴν αὐθεντείαν· τοῦ βασιλέως, ἔχωντας ἐδική του αὐθεντείαν· καὶ ὁ βασιλέας, ἔστωντας καὶ νὰ μάθῃ τὰ μαντᾶτα, ἔστειλε καταπάνου του φουσᾶτα μὲ τοὺς καλλίτερους κεφαλάδες· καὶ ὁ Κυρ Ἰωάννης εὐγῆκε εἰς πόλεμο καὶ ἐνίκησε τοὺς ἐχθρούς του· καὶ ὁ Βασιλέας, μαθαίνωντας τὸ κακὸ μαντᾶτο, ἔστειλε καταπάνου του ἄλλα φουσάτα καλλίτερα μὲ τοὺς διαλεγμένους περιφημοτέρους κεφαλάδες, καὶ ὁ Κυρ Ἰωάννης ἔστειλε παραγγελίαις καὶ μπουλέτια, παρακαλώντας μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια τοὺς Γαλαξειδιώταις καὶ Λοιδορικιώταις καὶ ἄλλους νὰ τρέξουνε σὲ βοήθειά του. καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς πλερώσῃ μὲ τὸ παραπάνου· καὶ ἐδράμασι διακόσιοι Γαλαξειδιῶται, καὶ διακόσιοι Λοιδορικιώταις, καὶ διακόσιοι ἀπὸ ἄλλα χωρία, οἱ πλέον διαλεχτοί, καὶ ἀνδρειότερα παλληκάρια μὲ ἀπόφασιν νὰ ζήσουνε ἢ νὰ πεθάνουνε· καὶ ἤρθασι γοργὸν σὲ βοήθεια· καὶ ὁ Κυρ Ἰωάννης βλέπωντάς τους πολὺ ἐχάρηκε καὶ ἐπῆρε θάρρος· καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα ἐπιάσθηκε φοβερὰ μάχη κάτω στὸ ποτάμι τοῦ Ζητουνίου, καὶ ἐσκοτωθήκασι πολλοὶ ἀπὸ ταὶς δυὸ μεριαίς· καὶ [ὕστερα ἀπὸ] τὸ ἀπόγευμα ἐξαναπιάσθηκε ὁ πόλεμος· καὶ οἱ Γαλαξειδιῶται πρῶτοι ξεσπαθωμένοι ἐκάμασι γιουροῦσι, θαρρῶντες πὼς θὰ τοὺς ἀκολουθήσουνε καὶ ἄλλοι· μοναχὰ οἱ Λοιδορικιώταις τοὺς ἀκολουθήσανε, καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ πανάπιστοι καὶ δολεροί, τοὺς ἀφήκασι τραβώντας χέρι· καὶ μὴ τρέχοντας σὲ βοήθεια καθὼς ἐμπροστήτερα μὲ ὅρκους φοβεροὺς εἴχασι ἀποφασισμένα νὰ κάμουσι· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, ἔστωντας καὶ νὰ μείνουν μονάχοι καὶ μὴ ἠμπορώντας νὰ γυρίσουσι πίσω, ἐτραβήξασι τὰ σπαθιὰ καὶ ἐπέσασι μέσα στὸ βασιλικὸ στράτευμα· καὶ ἐγίνηκε ταραχὴ μεγάλη καὶ πόλεμος φοβερός, ποὺ ἐγέμωσε ὁ κάμπος ἀπὸ κουφάρια· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, μαζὴ μὲ πενήντα Λοιδορικιώταις, ἐσκοτωθήκασι ὅλοι τιμημένα μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, καὶ κανένας δὲν ἐκατεδέχθηκε νὰ μείνῃ ζωντανός, καὶ τὸν πιάσουσι σκλάβον· καὶ ἔτζι γοῦν ἐχαλασθήκασι τὰ παλληκάρια ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι, διὰ τὴν προδοσία καὶ ἀντιχριστιανικὸ φέρσιμο τῶν συντρόφων, ποὺ τόσο ἄνανδρα τοὺς ἐπαραδώσασι στοῦ ἐχθροῦ τὰ χέρια· ἐσκοτωθήκασι καὶ ἀπὸ τὰ βασιλικὰ φουσᾶτα ἄνθρωποι ἀμέτρητοι, ποὺ ἐγεμίσανε οἱ κάμποι ἀπὸ κουφάρια· καὶ θαρρεύωντας μὲ αὐτὴ τὴν νίκη, τὰ βασιλικὰ στρατεύματα ὕστερα ἐπέσασι καταπάνου στὰ φουσάτα τοῦ Κυρ Ἰωάννη, τὰ ἐτζακίσασι καὶ ἐκατανικήσασι σκοτόνοντας καὶ πιάνοντας σκλάβους περισσούς· καὶ αὐτὸς ὁ Κυρ Ἰωάννης μὲ πολὺ κίνδυνο ἠμπόρεσε νὰ ξεφύγῃ καβαλικεύωντας ἄλογον γοργόν.
Ὕστερα γοῦν περνώντας χρόνια πολλά, ἤρθασι γραφαὶς καὶ χρυσόβουλλα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Βασιλέα, λέγωντας πὼς κουρσάροι περίσσοι καὶ φοβεροί, ποὺ τοὺς ἐλέγασι Ταραγωνάταις, μὲ ἄρματα καὶ φουσάτα διαλεχτὰ ἤρθασι νὰ ἐπάρουσι ταὶς χώραις τοῦ Βασιλέα· [καὶ ὁ] Βασιλέας, ἔστωντας καὶ νὰ πάρῃ σὲ μεγάλο φόβο [αὐτοὺς τοὺς πεῖ]ράταις, ἔστειλε γραφαὶς καὶ μπουλέτια σὲ ὅλαις ταὶς χώραις Ῥούμελης καὶ Μωρέως, παραγγέλνωντας νὰ ἀρματωθῶσι ὅλοι γέροι καὶ νέοι, καὶ νὰ ἔρθουσι βιαστικὰ καταπάνου στοὺς κουρσάρους· καὶ ὅποια χώρα ἀκούσει τοὺς βασιλικοὺς ὁρισμοὺς [καὶ βα]στάξει ἄρματα στοὺς Ταραγωνάτας νὰ μὴ πλερόνῃ κανένα δόσιμο καὶ νὰ κυβερνιέται ἀπὸ κεφαλιοῦ της, πέρνωντας πολλὰ χαρίσματα βασιλικὰ καὶ χάραις καὶ δωρεαίς. Καὶ ὅλοι ἀκούσασι τοὺς βασιλικοὺς ὁρισμοὺς καὶ ἀρματωθήκασι ἕως τρεῖς χιλιάδες ψυχομέτρι, Ἐπαχτίταις, Γαλαξειδιώταις, Λοιδορικιώταις καὶ ἄλλοι χωριανοὶ καὶ ἐδράμασι καταπάνου στοὺς κουρσάρους· καὶ ἐρχάμενοι στὸ κάμπο τοῦ Ζητουνίου δὲν ἐσυμφωνήσασι διὰ τοὺς κεφαλᾶδες, καὶ ὑβρισθήκασι ἀδιάντροπα, καὶ ὕστερα ἐσκορπισθήκασι, καὶ ὀλίγο ἔλειψε νὰ ἔρθουνε στὰ χέρια· καὶ οἱ Γαλαξειδιῶται ἐπήγασι στὴ δούλευσι τοῦ Κυρ Ἀνδρέα, ποὺ ἤτανε ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους κεφαλᾶδες τοῦ Βασιλέα καὶ ἐκάμασι δυὸ πολέμους καλούς, σκοτόνοντας περίσσους κουρσάρους. καὶ ὕστερα ἐσκορπισθήκασι καὶ ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι μὲ πολλὰ δῶρα τοῦ Κυρ Ἀνδρίκου· καὶ ὕστερα ἐσκορπισθήκασι καὶ ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι μὲ πολλὰ δῶρα τοῦ Κυρ Ἀνδρίκου· καὶ ὕστερα οἱ κουρσάροι, διὰ τὴν ἀσυμφωνίαν καὶ ταὶς διχόνιαις τῶν Γραικῶν ἀνεμπόδιστα ἐμπήκασι καὶ ἐσκλαβώσασι χώραις περίσσαις καὶ τὸ Σάλονα.
Περνώντας καιρὸς κάμποσος, ἤρθασι οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐπήρασι ἀπὸ [σπ]αθίου στὴν αὐθεντεία τοὺς ὅλη τὴ Ῥούμελη, ἄλλη μὲ πόλεμο καὶ ἄλλη μὲ δίχως ἀμάχη. Ἐτότες γοῦν ἐπήρασι τὸ Ζητούνι. Στὸ Σάλονα ἦταν ἕνας Φράγκος αὐθέντης, Κόντος τὸ παράνομα, κατὰ πολλὰ κακὸς ἄνθρωπος, κλέφτης, ἁρπαγός, καὶ κακό[τροπ]ος· καὶ ἐξεγύμνονε, καὶ ἔδερνε καὶ ἐβασάνιζε μὲ ἀγγαρείαις καὶ βασανίσματα τοὺς Σαλονίταις, καὶ τελευταῖον μαθαίνωντας τὸ πὼς ὁ δεσπότης Σαλόνου Σεραφεὶμ εἶχε πολλὰ πλούτια καὶ μία ἀνεψιὰ ὡραιότατη, βουλὴν ἐπῆρε νὰ τὴν πάρῃ στὸ παλάτι του πέρνωντας ὕστερα καὶ τὰ πλούτια τοῦ δεσπότη Σεραφείμ· καὶ ὁ δεσπότης, μαθαίνοντας τὸ ἅρπαγμα τῆς ἀνεψιᾶς του, ἐσήκωσε μὲ λόγους τοὺς Σαλονίταις ἐναντίο του τύραννου· καὶ ἔγραψε στοὺς Τούρκους νὰ ἔρθουσι νὰ τοὺς ἐπαραδώσωσι τὰ χέρια τοὺς τὸ Σάλονα λέγοντας καλλίτερα νὰ δουλεύωμε Τούρκους παρὰ Φράγκους· καὶ ὁ Κόντος μαθαίνωντας τὸ πῶς τὸ ἀσκέρι τῶν Τούρκων ἔρχεται καταπάνου του, ἐκλείσθηκε στὸ κάστρο μὲ τοὺς ἐδικούς του διὰ νὰ βαστάξῃ πόλεμο· καὶ ὁ πανάπιστος διὰ τὸ πεῖσμα, ἔσφαξε τὴν ἀνεψιὰ τοῦ δεσπότη, φοβερίζωντας ἂν γλύσῃ νὰ ἐκδικηθῇ παραδειγματικά· καὶ ἐρχόμενοι οἱ Τοῦρκοι ἐπήρασι τὸ Σάλονα· καὶ ἕνας Σαλονίτης, ποὺ ἤτανε στὸ κάστρο, ἔσφαξε τὸν Κοντὸ καὶ πέρνωντας τὸ κεφάλι του τὸ ἐπαρουσίασε στὸν αὐθέντη τῶν Τούρκων, καὶ λαβαίνοντάς το ὁ αὐθέντης τοῦ ἔδωκε πολλὰ χαρίσματα, καὶ ὕστερα τὸ ἐπέταξε μὲ καταφρόνεσι ποδοπατώντας το. Ἐπήρασι γοῦν οἱ Τοῦρκοι ὅλους τοὺς Φράγκους σκλάβους· καὶ τὴ γυναῖκα τοῦ Κόντου ἐπαράδωκε ὁ αὐθέντης στὸ ἀσκέρι νὰ τὴν ἐξεντροπιάσῃ· καὶ τὴ θυγατέρα του, ποὺ ἤτανε εὐμορφωτάτη κόρη τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του.
Ἀναχωρῶν ὁ ἄρχοντας τῶν Τούρκων, ἄφησε στὰ Σάλονα, στὸ ποδαρικὸ του ἀντιπρόσωπο, ἕνα ἀπὸ τοὺς κεφαλάδες, ποὺ τὸν ἐλέγασι Μουράτ-μπέη· καὶ αὐτὸς ὁ Μουράτμπεης ἐσήκωσε κεφάλι, θέλοντας νὰ γένῃ αὐτοκέφαλος αὐθέντης· καὶ ὁ ἄρχοντας τῶν Τούρκων, μαθαίνωντας τέτοια παράξενα μαντάτα, ἐγύρισε καταπάνου του μὲ πολλὰ φουσάτα, καὶ τὸν ἔπιασε ζωντανὸ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι καὶ τὴ φαμίλια τοῦ τὴν ἔδιωξε σ᾿ ἕνα χωριὸ ποὺ εἶνε κοντὰ στὸ Σάλονα· καὶ ἀπὸ ἐτότες τὸ χωριὸ ἐκεῖνο λέγετε Σεργούνι, ὡσὰν νὰ λέμε ἐξορία βάλλωντας καὶ ἄλλον ἄρχοντα στὸ Σάλονα.
Ἐτότες ὁ Κυρ Παλαιολόγος, ἔστωντας αὐθέντης τοῦ Μωρέως, ἐβουλήθηκε νὰ διώξῃ τοὺς Τούρκους, καὶ ἐβγαίνοντας ἀπὸ τὰ Ἐξαμίλλια ἐπῆρε ὅλα τὰ χωρία στὸ μέρος του· καὶ ἦρθε καταπάνου ῾στὸ Σάλονα καὶ ἔγεινε φοβερὴ ἀμάχη, καὶ οἱ Τοῦρκοι νικηθήκασι καὶ ἐχαλαστήκασι μαζὴ μὲ τὸν μπέη τους. Καὶ ὁ κυρ Παλαιολόγος ἐξουσίαζε τὸ Σάλονα, τὸ Λοιδορίκι, Γαλαξείδι καὶ ἄλλα ἀχαμνότερα χωρία. Μαθαίνωντας αὐτὰ τὰ κακὰ μαντᾶτα ὁ Μπέης τοῦ Ζητουνίου ἐξεκίνησε καταπάνου του μὲ ἀμέτρητο ἀσκέρι, καὶ ὁ Κυρ Παλαιολόγος μὴν ἠμπορώντας νὰ ἐξαναντιάσῃ, ἔφυγε γοργὸν καὶ ἐκλείσθηκε στὸ Ξαμίλλι, ποὺ ἦταν καστρογυρισμένο· καὶ ἐτότες, ἔστωντας ἀδύνατος νὰ βαστάξῃ ταὶς χώραις ἐπούλησε τὰ Σάλονα, τὸ Γαλαξείδι τὸ Λοιδορίκι καὶ τὴ Βετρινίτζα εἰς κάτι Φραγκοπαπᾶδες, ποὺ ἐλέγοντο ἀδελφᾶτο τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἴχανε ἄρματα καὶ πλεούμενα καλά· καὶ οἱ Φραγκοπαπᾶδες ᾔρθανε μὲ τρεῖς γαλιόταις ἀρματωμέναις, γιὰ νὰ πάρουν στὴν αὐθεντεία τοὺς τὰ μέρη· καὶ φοβούμενοι τοὺς Τούρκους, ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι καὶ μὲ χίλιαις παράκλησαις, ὅρκους καὶ ταξίματα τοὺς ἔδωκαν οἱ Γαλαξειδιώταις δυὸ νησιὰ τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ Ἁγίου Δημητρίου μὲ τὴν ὑπό[σχέσιν ..... (11)] τῶν Τούρκων καὶ νὰ ἐπάρουνε τὰ Σάλονα καὶ τὰ ἄλλα χωρία, πού, ἀγοράσασι ἀπὸ τὸν Κυρ Παλαιολόγο. Ἐτότες ἐχτίσασι διὰ δωρεὰ καὶ χάρισμα μία ἐκκλησία στὸ Γαλαξείδι μὲ ἔξοδα τοῦ ἀδελφάτου· καὶ ὄνομα τῆς ἐβάλλασι Ἅγιος Ἰωάννης τῶν Ἱεροσολύμων, καὶ ὕστερα οἱ Γαλαξειδιώταις τὴν ἐξαναονομάσασι Παντελεήμων (12), διὰ τὴν συμφωνία τοῦ ὀνόματος. Καὶ τὸ ἀδελφᾶτο, ἀφοῦ ἐκάθησε στὰ νησιὰ γ´. μῆνας καὶ εἶδε πὼς δὲν ἠμποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτες, μήτε νὰ ἐπάρουσι καὶ ταὶς χώραις ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐμισεύσανε χολιασμένοι χάνοντας καὶ κάμποσα φλωρία, ποὺ τοὺς ἐφάγασι οἱ Λοιδορικιώταις καὶ Βιτρινιτζιώταις, καὶ ἀκούσατε: ἐρχάμενοι κρυφὰ ἐπέσασι σὲ κουβέντα μὲ τοὺς [Λοιδορι]κιώτας νὰ ἐσφάξουσι τοὺς Τούρκους, σηκόνοντας καὶ παντιέρα ρεμπελίας· καὶ διὰ τοῦτο μὲ μεγάλη χαρὰ τοὺς ἔδωκε τὸ ἀδελφᾶτο χρήματα καὶ φλωρία διὰ νὰ κάμουσι τὴ ρεμπελία· καὶ οἱ Λοιδορικιώταις, γελώντας τοὺς Φράγκους τοὺς ἐπήρασι καὶ ἄλλα φλωρία τάχα πὼς θὰ τὰ μεράσουνε καὶ στοὺς Βιτρινιτζιώταις καὶ στὰ ἄλλα χωρία, διὰ νὰ σηκωθῇ τὸ ρεμπελιὸ σύμφωνα σὲ πολλὰ μέρη καὶ νὰ ἐπετύχῃ· καὶ ἐκάμασι ὅρκους· καὶ ἀπεργώντας κάμποσος καιρός, οἱ Λοιδορικιώταις μήτε ἐκινούσανε τὸ πόδι· καὶ τὸ ἀδελφᾶτο τοὺς ἐπαράγγειλε νὰ θυμηθοῦν τοὺς ὅρκους· καὶ οἱ Λοιδορικιώταις, γελώντας τοὺς ἐπαραγγείλασι πὼς νὰ μὴ τοὺς πειράζουνε, διατὶ θὰ τοὺς προδώσουνε στοὺς Τούρκους· καὶ τὸν ὅρκο, ποὺ ἐκάμασι, δὲν πιάνεται, διατὶ οἱ φράγκοι δὲν πιστεύουνε ἀληθινὸ Χριστό, καὶ εἶνε Ἀντίχριστοι, καὶ ὅποιος τοὺς ἐγελάσει θὰ ἦναι συγχωρημένος ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ἔτζι τοὺς ἐφάγασι τὰ φλωρία οἱ Λοιδορικιώταις, μασκαρεύοντάς τους καὶ ὕστερα. Ἀλλὰ τέτοιοι κουτοὶ ποὺ εἶναι οἱ Φράγγοι τέτοια καὶ χερότερα ἔπρεπε νὰ πάθουσι.
Ἐξουσιάζωντας ἕνας Τοῦρκος, Πριλεμπὲς τὸν ἐλέγασι, τὸ Λοιδορίκι, τὸ Γαλαξείδι καὶ τὰ ἄλλα χωρία καὶ τὴν χώρα τοῦ Ἐπάχτου ἐγεννήθηκε στὸ ἀναμεταξὺ μία διχόνια σὲ Ῥωμαίους καὶ Τούρκους, καὶ ἐσηκώσασι οἱ Ῥωμαῖοι ἄρματα στοὺς Τούρκους, καὶ ἐσκοτώσασι καμπόσους ζορπᾶδες ποὺ δὲν εἴχασι βασταμὸ διὰ ταὶς κακαίς τους πράξεις καὶ φερσίματα· καὶ ἔστοντας νὰ ἔρθουσι πολλὰ ἀσκέρια Τούρκων καταπάνου τους, οἱ Λοιδορικιώταις καὶ καμπόσοι Σαλονίταις ἐδράμασι στὸ Γαλαξείδι καὶ ἐπαρακαλέσασι τοὺς Γαλαξειδιώταις, ποὺ εἴχασι πλεούμενα, νὰ ἔμβουσι στὰ πλεούμενα καὶ νὰ μισεύσουσι στῆς Φραγκιᾶς τὰ μέρη, φεύγοντας τοὺς Τούρκους· καὶ ἐκεῖ, ποὺ ἐλογαριάζασι ἐτοῦτα ἦρθε ἕνα μπουγιουρντὶ μπουλεντὶ ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τοῦ Σαλόνου, τὸν Τοῦρκον, ποὺ τοὺς ἔλεγε τὸ πὼς δὲν θὰ πειράξῃ στὸ τίποτα μήτε τοὺς Σαλονίταις μήτε τοὺς Γαλαξειδιώταις, μήτε τοὺς Λοιδορικιώταις, μονάχα νὰ γυρίσουνε στὰ γονικά τους· καὶ αὐτοί, ἔστοντας καὶ νὰ ἔχουσι φόβο ἀπιστιᾶς, ἐστείλασι ἕνα Γαλαξειδιώτη, τὸν καπετὰν Γιανάκη Καβάσιλα, ποὺ ἤτανε ἕνας πολὺ προκομμένος ἄνθρωπος, λαλώντας πολλὰ ἄφοβα καὶ σκεφτικά· καὶ ἐπῆγε στὸ Σάλονα, ἀπὸ μέρους Γαλαξειδιώτων, Σαλονίτων καὶ ἀλλωνῶν, διὰ νὰ κάμῃ ταὶς συμφωνίαις, μὲ ὅρκους τρομερούς· καὶ αὐτός, πέρνωντας πολλὰ δῶρα, ἐπῆγε στὸ Σάλονα, καὶ ἐπαρουσιάσθηκε στὸν ἄρχοντα τῶν Τουρκῶν, καὶ ἐσυντύχασι πολλὰ πράγματα· καὶ ὁ μπέης τοὺς ἔκαμε ὅρκους στὸ κοράνι καὶ στὸ Μωχαμέτη, ποὺ ἐπίστευε, τὸ πὼς νὰ εἶναι συχωρεμένοι καὶ ἀπείραχτοι καὶ νὰ γυρίσουνε στὰ γονικά τους, καὶ νὰ τηράγουνε τὴ δουλιά τους. Καὶ ἔτζι ἐτελείωσε ἡ φέστα αὐτὴ μὲ χαραίς, καὶ ἐγλύσασι τὸν τρομερὸ κίνδυνο, ποὺ τοὺς ἐπερίμενε.
Πέρνοντας οἱ Τοῦρκοι τὸ Γαλαξείδι, τὸ εἴχανε στὴν αὐθεντεία τους καὶ τὸ ὤριζε ὁ μπέης, ποὺ ἤτανε στὸ Σάλονα· καὶ ὕστερα, πλοκάροντας οἱ Τοῦρκοι τὸν Ἔπαχτο, ποὺ τὸν εἴχατι οἱ Βενετζάνοι, ἦρθε ὁ μπέης καὶ ἐκάθησε στὸ Γαλαξείδι· αὐτὸς γοῦν ὁ μπέης, τὸν ἐλέγασι Χατζη-Μπαμπᾶ, καὶ ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος· καὶ ἔστωντας αὐτὸς ὁ μπέης, νὰ θέλῃ νὰ χτίσῃ τζαμὶ καὶ μιναρέ, πολὺ ἐκακοφάνηκε στοὺς Γαλαξειδιώταις, μὴ θέλοντας νὰ ἔχουνε τζαμὶ κοντὰ σταὶς ἐκκλησίαις· καὶ μὲ χίλιαις παρακάλεσαις, ταξίματα καὶ δοσίματα, ἐκαταφέρασι τὸ Χατζη-Μπαμπᾶ νὰ μὴ χτίσῃ τζαμὶ καὶ μιναρέ, καὶ ὁ μπέης πέρνοντας καὶ πολλὰ χρήματα, δὲν ἔχτισε τζαμὶ καὶ μιναρέ· ἔμεινε γοῦν ὁ μπέης αὐτὸς τέσσερα χρόνια στὸ Γαλαξείδι, καὶ ἀπὸ μία βαρεῖα ἀρρώστια ἀπέθανε· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις πολὺ τὸν ἐλυπηθήκασι κατάκαρδα. καὶ τὸν ἐθάψασι μὲ παράταξαις, ὡσὰν νὰ ἤτανε Χριστιανός, ἔστωντας καὶ νὰ ἦνε καλὸς ἄνθρωπος. Καὶ ὕστερα ἐστάλθηκε ἕνας ἄλλος μπέης, πολλὰ κακὸς ἄνθρωπος, καὶ μάχωντας τοὺς χριστιανούς· καὶ ἔπερνε καὶ ἔδερνε, καὶ ὕβριζε τὴν πίστι καὶ τὸ Χριστό, ὅπου νὰ ἐστεκότανε· καὶ μένωντας δυὸ χρόνια ἦρθε φερμάνη νὰ πηγαίνῃ στὸν πλόκο τοῦ Ἐπάχτου καὶ ἐκεῖ μία μπάλα θεοτικὴ τὸν ἐσκότωσε γιατί ἤτανε πολλὰ κακὸς ἄνθρωπος, ἐχθρεύωντας τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἦρθε ἄλλος μπέης, ποὺ τὸν ἐλέγασι Ἰζάρμπεη, πολλὰ καλὸς ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸς ἔφκιασε μὲ ἐδικά του ἔξοδα τὸ κανάλι τὸ λιθαρένιο, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸ μετόχι τῆς Ἁγίας Τριάδος τὸ γλυκὸ νερὸ ἕως τ᾿ ἀμπέλια· καὶ ἔφκιασε καὶ μία βρύσι, ποὺ φαίνεται ἀκόμα τὸ ὄνομά του μὲ Τουρκικὰ γράμματα καὶ Ῥωμέϊκα, λέγοντας. «Αὐτὴ τὴν βρύσι τὴν ἔφκιασε μὲ ἐδικαίς του ἐξόδεψαις ὁ Ἰζάρ-μπέης, γιὰ σεμπάπι τῶν γονικῶν του· καὶ ὁποῖος στρατοκόπος πίνει διψασμένος νὰ τὸν συγχωράῃ μνημονεύωντάς τον· αυπ´. (1480), μήνας Γεννάρης κθ´. (29)». Καὶ ἔμεινε γοῦν ὁ Ἰζάρ-μπέης αὐθέντης στὸ Γαλαξείδι, αὐθεντεύωντας καὶ τὸ Σάλονα καὶ τὸ Λοιδορίκι καὶ μέρος ἀπὸ τὸ Βενέτικο· καὶ ὕστερα, πέρνωντας οἱ Τοῦρκοι τὸν Ἔπαχτο. (13) ἦρθε προσταγὴ βασιλικὴ νὰ σηκωθῇ ὁ μπέης ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι, καὶ νὰ πηγαίνῃ στὸ Σάλονα· καὶ ἔτζι ὁ Ἰζὰρ μπέης ἐπῆγε στὸ Σάλονα, καὶ ἐλυπηθήκασι πολλὰ οἱ Γαλαξειδιώταις, γιατί ἤτανε ἕνας καλὸς ἄνθρωπος. Καὶ δὲν ἔμεινε Τοῦρκος κανένας στὸ Γαλαξείδι· μονάχα κάθε χρόνο ἐρχόντασι τρεῖς Τοῦρκοι καὶ ἐμαζόνασι τὸ χαράτζι, ποὺ τὸ Γαλαξείδι ἐπλέρονε, καθὼς καὶ τὴν σήμερα γένεται.
Ἐκεῖ ποὺ διηγᾶμαι θὰ σὰς εἴπω καὶ ἕνα κακό, ποὺ ἐγενέθηκε μὲ ἀπιστία τῶν Φραγκῶν, ποὺ πάντα πολεμᾶνε τὴ Ῥωμέϊκη πίστι, Ἔστωντας οἱ Φράγκοι νὰ νικήσουνε τὴν Τούρκικη ἁρμάτα, ἐπαραγγείλασι σὲ ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς πὼς νὰ σηκώσουνε ἄρματα κατὰ τοὺς Τούρκους, καὶ αὐτοὶ θὰ τοὺς συντρέξουνε. Ἀκούοντας γοῦν τέτοια παρηγορητικὰ λόγια, οἱ Χριστιανοὶ μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ πολὺ κρυφὰ ἑτοιμασθήκασι γιὰ νὰ βαρέσουνε τοὺς Τούρκους. Ἤρθασι γοῦν πολλοὶ Μωραΐταις στὸ Γαλαξείδι, καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἐκάμασι μὲ τοὺς Γαλαξειδιώταις ταὶς συμφωνίαις μὲ ὅρκο γιὰ νὰ σηκωθοῦνε τὴν ἴδια ἡμέρα· καὶ οἱ Λοιδορικιώταις τὸ ἐπαραδεχθήκασι, καὶ οἱ Σαλονίταις, ὅσοι ἤρθασι κρυφὰ στὸ Γαλαξείδι, καὶ ἐμείνασι σύμφωνοι πῶς ἄλλοι τῆς στερηᾶς καὶ ἄλλοι τοῦ πελάγου νὰ βαρέσουσι τοὺς Τούρκους, λέγοντας· «ἢ νὰ πεθάνωμε ἢ νὰ ξεσκλαβωθοῦμε· καὶ ὅποιος μετάνοιωσει ἢ προδώσει αὐτά, ποὺ εἴπαμε νὰ μὴν ἴδῃ Θεοῦ πρόσωπο»· καὶ ἐβά[λασιν ὅλοι] τὰ χέρια ἐπάνου σταὶς εἰκόναις. καὶ ἐπήκασι φοβερὸν ὄρ[κόν].... συμφωνημένος καιρός, ἕνας Βοστιτζ[ᾶνος] [ἐπρόδω]κε τὸ μυστικὸ στοὺς Τούρκους. .................(14), ἐβάλανε λάψι· καὶ ἐκεῖ μὲ ἀδιήγη[τον...?] τοὺς ἐσκοτώσασι μὲ σπαθιὰ καὶ πιστολιαίς, βιάζοντάς τους νὰ μαρτυρήσουνε τοὺς συντρόφους. Καὶ ὅσοι Μωραΐταις ἐγλύσασι, ἐπήγασι στὴν Μάνη, καὶ ἐκεῖ ἐσηκώσασι σεφέρι, σφάζοντας τοὺς Τούρκους. Τρεῖς Μωραΐταις, ἐρχάμενοι κρυφὰ στὸ Γαλαξείδι, ἀφηγηθήκασι τὰ τρεχάμενα καὶ τοὺς ἐλέγασι νὰ σηκώσουνε σεφέρι· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις ἐστείλασι γοργὸν τὴν νύχτα στὸ Λοιδορίκι, στὴν Βιτρινίτζα καὶ στὸ Σάλονα παραγγέλνοντας στοὺς συντρόφους τὰ μαντᾶτα· καὶ ἤρθασιν οἱ Λοιδορικιώταις, Βιτρινιτζῶτες στὸ Γαλαξείδι, καὶ ἀποφασίσασι νὰ σηκώσουνε σεφέρι, καὶ νὰ σκοτώσουσι τοὺς Τούρκους θαρρώντας καὶ στὴ βοήθεια τῶν Φραγγῶν καὶ ἐμαζωχθήκασι τρεῖς χιλιάδες καὶ ἐπήγασι κατ[απάνω] στὸ Σάλονα, στέλνοντας μαντατοφόρους νὰ σηκωθοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὸ Βενέτικο· καὶ ἀπόξω ἀπὸ τὸ Σάλονα ηὕρασι τὸ Τουρκικὸ ἀσκέρι, ποὺ μαθαίνοντας τὰ μαντάτα ἐβγῆκε νὰ τοὺς βαρέσῃ. Ἐκεῖ ἤρθασι οἱ μαντατοφόροι, τὸ πῶς ἀπὸ τὸ Βενέτικο κανένας δὲν σηκόνει ἄρματα, καὶ οἱ Φράγκοι πουθενὰ δὲν φαίνονται, καὶ πῶς τοὺς ἐγελάσασι καὶ βοήθεια δὲν στέλνουνε. Ἀκούοντας αὐτὰ τὰ μαντᾶτα, ἄλλοι ἐδειλιάσασι καὶ ἐφύγασι, καὶ τὸ ἀσκέρι τῶν Ῥωμαίων ἐδιαλύθηκε ἄταχτα. Περνώντας δυὸ ἡμέραις, ἤρθασι στὸ Γαλαξείδι γράμματα ἀπὸ τὸν μπέη, τὸ πὼς τοὺς συμπαθάει, καὶ νὰ ἔρθουσι στὸ Σάλονα οἱ κεφαλάδες γιὰ νὰ εἰποῦσι στὸ μπέη τὸ πῶς ἐγίνηκε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, καὶ νὰ μὴν ἔχουνε κανένα φόβο, καὶ τοὺς ἔβαλλε ὅρκο τὸ σπαθὶ καὶ τὸ κεφάλι του. Οἱ γοῦν Γαλαξειδιώταις ἐμπήκασι σὲ μεγάλη ἔννοια· καὶ ἐκεῖ ἤρθασι καὶ οἱ Λιδορικιώταις καὶ τοὺς ἀφηγηθήκασι τὰ ἴδια. Ἐτότες ἀποφασίσασι νὰ πηγαίνουσι στὸ Σάλονα, ἐλπίζοντας στοὺς ὅρκους τοῦ μπέη τὸ πὼς δὲ θὰ πειράξῃ. Ἐξεκινήσασι γοῦν εἰκοσιτρεῖς οἱ πρῶτοι νοικοκυραῖοι Γαλαξειδιώταις, μαζὴ μὲ τοὺς Βιτρινιτζιώταις καὶ Λοιδωρικιώταις καὶ ἐπήγασι στὸ Σάλονα, καὶ ὁ μπέης τοὺς ἐδέχτηκε μὲ τιμαὶς καὶ χαρὰ ψεύτικη· καὶ ἀφηγώντας τὸ πῶς ἐγελασθήκασι ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἐσηκώσανε ἄρματα, μὰ κανένα κακὸ δὲν ἐκάμασι, ὁ μπέης τοὺς ἐσυχώρησε καὶ ἐσυβούλεψε νὰ ἦνε πάντα φρόνιμοι καὶ νὰ τηράγουν τὴ δουλειά τους, καὶ τὸ πουρνὸ σύνταχα νὰ μισέψουσι. Ἀκούσατε γοῦν τὸ τρομερὸ γέλασμα, ποὺ τοὺς ἔκαμε ὁ μπέης, καὶ τὸ μαρτυρικό τους θάνατο· τὸ βράδυ ἐδιάταξε καὶ τοὺς ἐπιάσασι ἕνα ἕνα, καὶ τοὺς ἐδέσασι μὲ σίδερα, καὶ τοὺς ἐβάλασι σὲ ἕνα σκοτεινὸ μπουντρούμι καὶ ἐκεῖ μὲ τὰ σπαθιὰ τοὺς ἐσφάξασι ὅλους, ὀγδοήντα χωρὶς νὰ λείπῃ κανένας· καὶ ἕνας μονάχα ἀπὸ χωριὸ Βουνοχώρα, ποὺ τὸν ἐλέγασι Δημήτρη Λυκοθανάση, ἔστωντας ἀνδρειωμένος ἄνθρωπος, ἔσπασε τὰ σίδερα, καὶ ἁρπάζωντας τὸ σπαθὶ ἑνοῦ τζελάτη, ἔσφαξε δυὸ Τούρκους καὶ τὸν πορτιέρη, καί, τρέχωντας ὡσὰν ἐλάφι, ἔγλυσε ἀπὸ τὸ μακελειό· καὶ ὕστερα ἀπὸ πέντε ἡμέραις ἐρχάμενος στὸ χωριό του, ἐπέθανε. Ἐσκοτωθήκασι γοῦν μὲ χίλια βασανιστήρια οἱ ἄλλοι ὀγδοήντα, οἱ πρῶτοι κεφαλᾶδες καὶ τὰ ἀνδρειότερα παλληκάρια, μὲ ἀπιστιὰ μεγάλη· ἀκούσατε· εἴκοσι δυὸ Γαλαξειδιώταις· τρεῖς Βουνοχωρίταις· δυὸ Πεντεορίταις· τρεῖς Ἁγιαθυμιώταις· δέκα Βιτρινιτζώταις· τρεῖς Κισσελίταις· δυὸ Βιδαβίταις· εἴκοσι Λοιδορικιώταις· καὶ δέκα τέσσερες Σαλονίταις· ὅλοι γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν θρησκεία, συμπαθημένοι ἀπὸ ὅλαις ταὶς ἁμαρτίαις!
Εἰς ἔτος ἄφπ´. (1580), σεισμὸς μεγάλος καὶ τρομερὸς ἐγκρέμνισε πολλὰ σπήτια στὸ Γαλαξείδι, Σάλονα, Λοιδορίκι καὶ Ἔπαχτο. Ἐτότες γοῦν ἐπέσασι οὕλα τὰ κελλία τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Σωτῆρος, καὶ ὡς ἐκ θαύματος ἡ ἐκκλησία δὲν δὲν ἔπεσε, οὔτε καὶ ἐσείστηκεν, ἀλλὰ οὔτε καὶ πέτρα ἐρραγίστη· ἐπλακωθήκασι γοῦν τρεῖς μοναχοὶ μέσα εἰς τὰ κελλία τους καὶ ὕστερα ἐχτίσαν ἄλλα κελλία μὲ πέτραις προσωρινὰ ὁποῦ καὶ τώρα εἶνε ἀκόμα τριγύρω· ἐτότε γοῦν σύρριζα ἐχάλασ᾿ ἕνα χωριό, ποὺ τὸ ἐλέγασι Μυγιά, καὶ οἱ ἐγκάτοικοι, ποὺ ἐγλύσασι, ἐπήρασι τὰ βουνὰ κλαίοντας· καὶ ἐκεῖ ἐφανερώθηκε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, καὶ τοὺς ἐπαρηγόρησε καὶ τοὺς εἶπε νὰ πηγαίνουσι πίσω στὸ χωριό, καὶ νὰ καθήσουνε, καὶ νὰ μὴ φοβῶνται τίποτες, καὶ αὐτὸς τοὺς διαυφεντεύει, ἐκεῖνα τὰ λόγια, ἐγυρίσασι καὶ ἐξαναχτίσασι πίσω τὰ πεσμένα σπήτια, καὶ τὸ χωρίον ὠνομάσασι Ἁγίαν Εὐθυμίαν, πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ Ἁγίου, ποὺ τοὺς ἐγκάρδιωσε, καὶ τοὺς εἶπε τὸ πῶς θὰ τοὺς διαυθεντεύῃ. Ἐπάθασι στὸ σεισμὸ ἐκεῖνο καὶ τὰ χωρία Καλοπετρίτζα, καὶ Βουνοχώρα καὶ Πέντε-Ὄρνια καὶ τὰ ἄλλα τοῦ Σαλόνου.
Ἐκείνους τοὺς χρόνους, πολλοὶ κουρσάροι κατατρεμένοι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Μπαρμπαριᾶς καὶ Ἀλτζέρι, ἐμαζωχτήκασι στὸν Ἔπαχτο. Ἕνας ἀπὸ τούτους τοὺς κουρσάρους, ἔχοντας μάνα χριστιανὴ καὶ πατέρα Τοῦρ[κον, ποὺ] τὸν ἐλέγασι Ντουρατζίμπεη, εἶχε τὴν αὐθεντεία τοῦ κόρφου μὲ φερμάνι Βασιλικό· μίαν ἡμέρα δυὸ Γαλαξειδιώτικαις γαλιόταις, θεληματικῶς ἢ ἀνήξερα δὲν τὸν ἐχαιρετήσασι στὸ πέλαγο μὲ σινιάλο καὶ κανονιαίς· καὶ οὗτος πολὺ θυμωμένος στέλνει ἀποκρισάρην στὸ Γαλαξείδι γιὰ νὰ πάρῃ αὐταὶς ταὶς γαλιόταις καὶ ταὶς παραδώσῃ στὰ χέρια τοῦ πειράτου· οἱ Γαλαξειδιώταις δὲν τὸ ἐπαραδεχτήκασι, καὶ ὁ κουρσάρος τοῦ Ἔπαχτου μὲ δέκα γαλιόταις, ποὺ εἴχασι ὅλο κανόνια μπρούτζινα καὶ φοβερά, ἦλθε ἀπόξω στὸ λιμάνι καὶ τοὺς ἐπαραπονέθηκε διὰ τὸ ἀφρόντε (15), ποὺ τοῦ ἐκάμασι, καὶ ἐγύρεψε νὰ τοῦ πλερώσουσι τρεῖς χιλιάδες βενέτικα, ἀλλέως θέλει κάψει οὖλα τὰ καράβια καὶ τὰ σπήτια· οἱ Γαλαξειδιώταις δὲν τὸ ἐπαραδεχτήκασι· καὶ ὁ Ντουράτζ-μπέης, ἔστωντας καὶ νὰ στοχάζεται τὸ πὼς πολλὰ νὰ ἐζήτησε. ἐξανάστειλε, καταβαίνωντας σὲ δυὸ χιλιάδες βενέτικα, χίλια μετρητὰ καὶ χίλια σε διάστημα μιᾶς χρονιᾶς, μὲ ντεσκερὲ χρεωστημιᾶς. Καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις ἐστείλασι μὲ μιὰ λάντζα (16) τὸν καπετὰν Θεοδωρὴ Μπαμπαδῆμο, ποὺ ἤτανε ἕνα περιφημισμένο παλληκάρι, γιὰ νὰ εἴπῃ τοῦ πειράτου τὸ πὼς ἄφελα ἀκαρτερεῖ, καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις σατανικῶς καὶ μὲ φοβέραις δὲν δίδουνε μήτε κάλπικο ἄσπρο· καὶ ὁ κουρσάρος θυμόνωντας ἔβγαλε τὸ σπαθὶ καὶ ἐχύθηκε στὸν καπετὰν Θοδωρή, γιὰ νὰ τοῦ κόψῃ τὸ κεφάλι· καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρὴς ἐσταύρωσε τὰ χέρια καὶ δείχνωντας τὰ στήθια του «χτύπα, παληομουρτάτη, τοῦ εἶπε, ἕνα ἄνθρωπο ξαρμάτωτο, ποὺ θαρρεύωντας στὸν ὅρκο σου, ἦλθε χωρὶς σπαθὶ καὶ ἄρματα· σὰν ἦσαι παλληκάρι δέσε μου τὸ ἕνα χέρι, καὶ στὸ ἄλλο δῶσε μου ἕνα μαχαῖρι, καὶ ἐλᾶτε τρεῖς ἀπάνου μου, καὶ σὰν μὲ σκοτώσετε νὰ σᾶς ἦνε χαλάλι». καὶ ὁ πειράτος ἀκούωντας ἀνέλπιστα [αὐτά] τὰ παλληκαρήσια λόγια, ἐκατέβασε τὸ σπαθί του καὶ τραβώντας τὰ γένεια του ἔφυγε· ἐτότες ἤρθασι δυὸ κουρσάροι ἀράπιδες καὶ εἴπασι τοῦ καπετὰν Θοδωρῆ νὰ κατέβῃ στὸ ἀμπάρι, ἔστωντας σκλάβος· καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρὴς ἁρπάζωντας ἕνα σίδερο, ποὺ ηὖρε ἐκεῖ κοντά του, ἐχτύπησε τὸν ἕνα κουρσάρο στὸ κεφάλι καὶ τὸν ἐσκότωσε, καὶ χτυπώντας καὶ τὸν ἄλλον, ἔπεσε στὴ θάλασσα, καὶ βουτώντας εὐγῆκε στὸ Γαλαξείδι, καὶ ἐδιηγήθηκε τὰ τρεχάμενα. Ἐτότες πληὰ ἀρχίνησε μία φοβερὴ ἀμάχη ἀπὸ τὸ πουρνό, ὡς τὸ δειλινό, ποὺ ἐπέσασι μπόμπαις καὶ τόπια περίσσα, καὶ κάμποσα σπήτια Γαλαξειδιώτικα, ἔστοντας στὸ περιγιάλι, ἐπέσασι ἀπὸ τὸν βρόντο καὶ τὸ σείσιμο τῶν κανονιῶν καὶ πολεμώντας μιὰ μπόμπα Γαλαξειδιώτικη, μεγάλη καὶ βροντερή, ἐπῆγε καὶ ἐχτύπησε μέσα στὸ τζιμπιχανὲ (17) τοῦ πειράτου, καὶ πετιέται στὸν ἀέρα ἡ γαλιότα, καὶ καίονται καὶ ἄλλες τρεῖς· ἐτότες ὁ κουρσάρος μὲ τὴν ἐντροπὴ στὰ μοῦτρα καὶ μὲ χολιασμένη καρδιά, ἔφυγε μέσα σὲ μία γαλιότα μισοκαϋμένη, ποὺ ἐμπόρεσε νὰ γλύσῃ, γιατὶ αἱ ἄλλαις τέσσαρες καήκανε, καὶ ἡ ἀποδέλοιπαις πέντε πιαστήκασι πρέζα (18). Ἐσκοτωθήκασι κουρσάροι ἑκατὸν τριάντα, καὶ Γαλαξειδιώταις πενήντα ὀχτώ, καὶ κοντὰ στοὺς ἄλλους καὶ ὁ καπετὰν Θοδωρὴς Μπαμπαδῆμος, ποὺ παραπάνου ἀφηγήθηκα. Αὐτὸς γοῦν ὁ καπετὰν Θοδωρής, ἔστωντας νὰ ρίχνῃ ἕνα κανόνι, ἔσκασε τὸ κανόνι καὶ τὰ κομμάτια τὸν ἐσκοτώσασι μαζὴ μὲ ἄλλους δυό· ἔζησε δυὸ ὧραις, καὶ τελειόνωντας ἡ ἀμάχη καὶ μαθαίνωντας τὸ πῶς ἐνικήσασι οἱ Γαλαξειδιώταις εἶπε· «τώρα Θεέ μου, πεθαίνω εὐχαριστημένος!» καὶ ἐξεψύχησε· καὶ ὤντας λαβωμένος, λησμονώντας ταὶς πληγαὶς τοῦ ἐγκάρδιωνε τοὺς γειτόνους του λέγοντας· «χτυπᾶτε, μωρὲ παιδιά, τοὺς παληομουρτάρηδες!»
Αὐτά, ποὺ ἀφηγᾶμαι ἐγενήκασι ῾μέρα παρασκευή, τὸν Μάρτη μήνα, ῾σαρακοστῆς μεγάλης πρώταις ῾μέραις· καὶ ἔστωντας ἐκεῖνος ὁ πειράτος, χολιασμένος καὶ κατάκαρδα ἐντροπιασμένος, μὲ συνέργεια διαβόλου, ποὺ πάντα ἀμάχεται τοὺς χριστιανούς, ἐγύρευε ὥρα καὶ στιγμὴ γιὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὸ Γαλαξείδι, ποὺ τὤκαμε τόσο μεγάλο ἀφρόντε, ποὺ δὲν εἶχε μοῦτρα νὰ προβοδίσῃ στὸν κόσμο, γιατὶ ὅλοι τὸν ἐπεριγελούσασι· καὶ ἀκούσατε τί μηχανᾶται ὁ τρισκαταραμένος κουρσάρος· ἐκείναις ταὶς ἡμέραις ἤτανε μεγάλη ἑβδομάδα ποὺ κάθε χριστιανός, ἀφίνοντας ταὶς δουλειαίς του καὶ κάθε μεταχείριση, πηγαίνει μὲ εὐλάβεια σταὶς ἐκκλησίαις γιὰ νὰ προσκυνήσῃ τὰ ἅγια καὶ θεοτικὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γιὰ λόγου μας τοὺς ἀνθρώπους, ἐκαταδέχθηκε καὶ ἐγίνηκε ἄνθρωπος σωστός, καὶ ἐσταυρώθηκε ἀπὸ τὸ παράνομο γένος τῶν Ἑβραίων. Ἐτότες γοῦν πιάνει καὶ ἀρματόνει ὁ Νουρατζίμπεης ὀχτὼ γαλιόταις, καὶ ἐμπαρκάρει ἀσκέρι ἀρματωμένο ὅλο ἀπὸ ἄπιστους Μουσουλμάνους. Ἐτότες, ἔστωντας νὰ ἐξημερώνῃ κυριακὴ ἡμέρα, ποὺ ὅλοι μὲ χαραὶς καὶ ἀγαλλίασι γιορτάζουσι τὴν Ἀνάστασι καὶ τὴ Λαμπρὴ τοῦ Σωτῆρος, ἀπὸ πρωὶ σύνταχα, δυὸ ὥραις πρὶν νὰ ἐξημερώσῃ, οἱ Γαλαξειδιώταις ἐπήγασι σταὶς ἐκκλησίαις γιὰ νὰ δοξάσουνε τὴν Ἀνάστασι, καὶ κανένας δὲν ἀπόμεινε στὰ σπήτια καὶ στὰ πλεούμενα, γιατὶ ὅλοι μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες, γέροι καὶ γυναικόπαιδα ἐπήγασι σταὶς ἐκκλησίαις· ἐτότες γοῦν ὁ πανάπιστος καὶ μιαρότατος πειράτος ξεμπαρκάρει τὸ ἀσκέρι του καὶ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι ἐμπαίνει στὴν πολιτεία, καὶ καίοντας τὰ σπήτια μπλοκάρει ταὶς ἐκκλησίαις καὶ ἐπέρασε ἀπὸ σπαθίου ἄνδρες, γέρους καὶ γυναικόπαιδα, ἐσκούζασι καὶ ἐβελάζασι· ἀμὴ ἐκεῖνος ὁ ἀντίχριστος κανένα ἔλεος καὶ συμπάθειο εὐσπλαχνίας δὲν εἶχε· καὶ μέσα σταὶς ἐκκλησίαις ἐμπῆκε καταματωμένος καὶ ξεσπαθόνωντας, καὶ ἐμπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα ὁ παμιαρότατος Σατανᾶς ἔσφαξε δυὸ παπᾶδες, τὸν Παπαχρῆστο καὶ τὸν Παπαθανάση· καὶ ἐτότες ἐγίνηκε μεγάλος σεισμὸς καὶ ἔπεσε ἡ ἐκκλησία καὶ ἐσκότωσε πέντε κουρσάρους.
Ἔστοντας καὶ νὰ γίνῃ τέτοιο μεγάλο καὶ ἀδιήγητο φονικό, ποὺ στόμα ἀνθρώπινο καὶ καντῆλι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ζωγραφίσῃ, ὡσὰν πρέπει, ἀπομείνασι Γαλαξειδιώταις γλύσαντες ἀπὸ τὸ μακελειό, ἐπήρασι τὰ βουνὰ καὶ τὰ πλάγια καὶ τοὺς λόγγους, καὶ ἐχτίσασι ῾δῶ καὶ κεῖ καλύβαις καὶ δυὸ ἐκκλησίαις, μία της Παναγίας καὶ ἄλλη τοῦ Προφήτου Ἠλία· καὶ ἐκεῖ, ὁποῦ ἐμαζωχτήκασι, τὸ λένε Παληο-Γαλάξειδο, ὡσὰν νὰ λέμε παληὰ χώρα. Καὶ ἐμείνασι κατατρεμένοι χρόνια δέκα τρία· ὕστερα ἐφανερώθηκε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστὴς καὶ τοὺς εἶπε νὰ καθήσουνε στὴ παλαιὰ χώρα, γιατί ἐκεῖνος, ποὺ ἐφοβόντασι, ὁ κουρσάρος, τὸν μπῆρε μπάλα, ποὺ ἤτανε ὀργὴ θεοτική, καὶ βράζει στὰ κατράμια τῆς κόλασης· καὶ νὰ χτίσουσι καὶ πέντε ἐκκλησίαις, καὶ νὰ βάλλουνε ὀνομασία ἀπάνου στὴ χώρα Πενταγίοι, ὡσὰν νὰ λέμε ποὺ εἶχε πέντε ἐκκλησίαις, ποὺ τοὺς διαυθέντευαν· καὶ νὰ μὴ κάμουσι ἄλλο τίποτε ἀπὸ κεφαλιοῦ τους, γιατί ἐκεῖνος ὁ πειράτος ἤτανε ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς, ἔχωντας μοῦτρα ἀνθρωπινά, καὶ νὰ κάμουνε δεήσαις στὸ θεό, γιὰ νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴ χώρα τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἐμπῆκε, καὶ τοὺς ἔκαμε ἕνα τόσο μεγάλο κακό· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, ἀκούοντας αὐτὰ τὰ ἅγια καὶ θεοτικὰ λόγια, ἐκάμασι κατὰ τὸ ὄρτινο τοῦ Ἁγίου καὶ τὴν ὁρμήνεψη, καὶ παγαίνοντας στὸ Γαλαξείδι, ποὺ ἤτανε ἕνας σωρὸς ἀπὸ παλαιὰ χαλάσματα καὶ πέτραις, ἐξαναχτίσασι τὰ σπήτια· καὶ κάνοντας δέησι καὶ ταὶς λιτανίαις, κατὰ τὴν ὁρμήνεψη τοῦ Ἁγίου, ἐβάλασι τὸ ὄνομα τὸ καινούργιο Πεντάγιοι· καὶ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἀκούστηκε μία βροντὴ ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο, καὶ ὁ οὐρανὸς ἐμαύρισε, καὶ ἡ θάλασσα ἐφούσκωσε, καὶ τρία δαιμόνια ἐπέσασι στὴ θάλασσα καὶ ἐπνιγήκασι· καὶ ἕνας ἅγιος ἐφάνηκε μὲ μαῦρα ράσα, περπατώντας ἀπάνου στὴ θάλασσα, καὶ εὐλόγησε σὲ τρεῖς μεριαίς· καὶ ἔπαψε τὸ φούσκωμα τῆς θάλασσας, καὶ ὁ οὐρανὸς ἐξαστέρωσε, καὶ ἐγίνηκε χαρὰ Θεοῦ (19)· καὶ οἱ Γαλαξειδιώταις, βλέποντας ἕνα τέτοιο μεγάλο θαῦμα, ἐπροσκυνήσασι τὸν Κύριο, εὐχαριστώντας τὸν διὰ τὴν διαυθέντεψῃ ποὺ τοὺς ἔδειχνε τόσο ὁλοφάνερα.
Ἤτανε φαμίλιαις ψυχομέτρι, ποὺ ἤρθασι, ἐννενήντα. καὶ σὲ δέκα χρόνια ἐγενήκασι μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου διπλαίς, καὶ ἐφυκιάσασι κάμποσα μικρὰ πλεούμενα, γιατί ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἔκαψε καὶ τὰ ἐπῆρε ἐκεῖνος ὁ διαβολοπειράτος· καὶ περνώντας χρόνια τριάντα τρία, ἐδώκασι πάλε τὴν παλαιὰ ὀνομασία στὸ Γαλαξείδι, γιατὶ ἔτζι ἐπρόσταξε ὁ ἴδιος Ἁγιάννης, φανερονόμενος τὸ βράδυ στὸν ὕπνο τοῦ καπετὰν Μήτρου Βαρνάβα, ποὺ ἤτανε θεοφοβούμενος ἄνθρωπος καὶ κοσμογυρισμένος πηγαίνοντας σὲ πολλὰ μέρη Φραγκίας· καὶ βλέπωντας αὐτὸ τὸ θεοτικὸ ἐνύπνιο, ἐπούλησε ὅ,τι καὶ ἂν εἶχε, καὶ ἐπῆγε μ᾿ ἕνα καράβι Φράγκικο στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου καὶ ἐγενέθηκε καὶ Χατζῆς.
Αὐτὴ γοῦν εἶνε ἡ ἀληθινὴ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ τόπου, ἔστωντας πατρίδα μου, καὶ γιὰ χατίρι τῆς ἐκόπιασα πολλαὶς νύχταις διαβάζωντας παλαιὰ βιβλία, ποὺ εἶνε καὶ σῴζονται στὸ μοναστήρι τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἄλλαις φοραὶς ἤτανε δοξασμένο καὶ μὲ πολλαὶς χάραις πλουτισμένο, καὶ τὴν σήμερα ἡμέρα εἶνε ἔρημο, ἔχοντας μονάχα πέντε ἀσκητάδες, τὸν ἀδελφὸ Νικόλαο, τὸν ἀδελφὸ Ἰωάννη, τὸν ἀδερφὸ Μῆτρο τὸν Χατζη-Βαρνάβα, ποὺ παραπάνου ἀφηγήθηκα, τὸν πάτερ Σωφρόνιο, καὶ ἐλόγου μου· ὅλοι ἀπὸ χώρα Γαλαξείδι.
Κύριε, φύλαττε τοὺς δούλους σου, συγχωρῶν αὐτῶν πάντα τὰ ἁμαρτήματα· ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ δόξα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων Ἀμήν.
Κύριε † δόξα σοι.
Ἀμήν.
(1) Δυσδιάκριτον τὸ ἑπόμενον στοιχεῖον πιθανῶς ἔστιν ὁ τόνος τοῦ κ, δηλοῦντος τὸν ἀριθμὸν 20.
(2) Ἴσως γραπτέον, «ἡ».
(3) Γαγγρηνὴν ὀνομάζει τὴν γυναῖκα ταύτην ὁ βιογράφος τῆς Ὁσίας Θεοδώρας μοναχὸς Ἰώβ, ἐξιστορῶν πλατύτερον τὰ ἐνταῦθα ὑπὸ τοῦ Χρονογράφου ἀναφερόμενα.
(4) Ἐξηλείφθησαν δυὸ λέξεις.
(5) Ἐξηλείφθη μία λέξις.
(6) Κόμης ἦτο ὁ τίτλος, Θωμᾶς δὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἐν λόγω κόμητος.
(7) Λείπει τὸ ἔτος ἐκ τοῦ Χρονικοῦ. Ἐκ δὲ τῆς σειρᾶς τῆς διηγήσεως εἰκάζεται, ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Μιχαὴλ Β´. (1259 μ.Χ.) κατῆλθον οἱ Γαλαξειδιῶται ἐκ τῶν ὀρέων πρὸς συνοικισμὸν τῆς καταστραφείσης ὑπὸ τῶν καταδρομέων τῆς Σικελίας πατρίδος αὐτῶν.
(8) Δυσανάγνωστος ἡ φράσις. Ὁ Κ. Σακκελίων εἰκάζει «τὸν χειμώνα».
(9) Κατὰ λάθος ἀντὶ Θεόδωρον.
(10) Οὐχὶ ἀδελφός, ἀλλ᾿ ἀνεψιὸς ἐξ ἀδελφοῦ ἦτο ὁ Μιχαὴλ Β´ υἱὸς Μιχαὴλ τοῦ Α´. Ὁ ἐν λόγω Μιχαὴλ εἶνε ὁ τῆς ὁσίας Θεοδώρας σύζυγος, κτίσας καὶ τὴν μονὴν τοῦ Σωτῆρος. Ἴδε, πρὸς διασάφησιν τῆς ἐξαισίας τῶν ὀνομάτων συγχύσεως, τὴν ἐν τῷ περὶ Γαλαξειδίου προεισαγωγικοὺς ἐκτεθεῖσαν ἱστορίαν τῶν δεσποτῶν τούτων.
(11) Ἀπηλήφθησαν τέσσαρες περίπου λέξεις
(12) Σῴζεται ἄχρι τοῦδε κατακεχωσμένη κατὰ τὸ ἥμισυ.
(13) 1497 Μ. Χ.
(14) Ἐξηλήφθησαν.
(15) Affronte = προσβολή.
(16) Πέραμα.
(17) Πυριτιδοθήκη.
(18) Pressa = λάφυρον.
(19) Φράσις τῆς κοινῆς = τελεία γαλήνη.
Παρατίθεται ἐδῶ ἡ πολυτονικὴ ἐκδοχὴ τοῦ μονοτονικοῦ κειμένου ποὺ ἐλήφθη ἀπὸ τὸν δικτυακὸ τόπο www.mikrosapoplous.gr