1204-2004: 800 χρόνια από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους
Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έλαβε μέρος στην Δ´ Σταυροφορία και αφηγήθηκε τα γεγονότα, από τη δική του σκοπιά, στο έργο του «Χρονικό της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης» |
Συγκλονιστικός είναι ο θρήνος που έγραψε για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, το 1204, ο Νικήτας Χωνιάτης. Οι λεγόμενοι στρατιώτες του Χριστού, σημειώνει μεταξύ άλλων ο βυζαντινός διανοούμενος, εισήγαγαν ως τα άδυτα του ναού της Αγίας Σοφίας ημιόνους και υποζύγια φορτωμένα με λάφυρα· μερικά απ´ αυτά, αδυνατώντας από το βάρος του φορτίου να σταθούν όρθια λόγω της στιλπνότητας του εδάφους, κεντήθηκαν με μαχαίρια για ν´ ανασηκωθούν, με αποτέλεσμα το δάπεδο να μολυνθεί με την κόπρο και το χυμένο αίμα.
Επειτα ενθρόνισαν στο πατριαρχικό στασίδι μία πόρνη και άρχισαν να τραγουδούν περιγελαστικά... Η μελανή εικόνα της βαρβαρότητας και των βεβηλώσεων, στις οποίες επιδόθηκαν οι σταυροφόροι μετά τη λατινική κατάκτηση της Βασιλίδος των Πόλεων, και οι αρνητικές κρίσεις για τους Λατίνους που διατυπώνονται στο έργο του Χωνιάτη συνέβαλαν στην επικράτηση της θεωρίας ότι ο ιστορικός της άλωσης είναι ο εκφραστής των αντιδυτικών αισθημάτων των βυζαντινών. Αλλά η προσεκτική εξέταση της ιστορίας του δείχνει ότι ο συγγραφέας της θεωρεί ως κύρια αιτία της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους την ηθική παρακμή της βυζαντινής κοινωνίας.
Η Δύση, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν παρά ο μεγάλος τιμωρός των διεφθαρμένων Κωνσταντινουπολιτών. Εν τούτοις, η ιστορία του Χωνιάτη με την έντονη συγκινησιακή φόρτιση προσδιόρισε τον τρόπο γραφής και προσέγγισης του θέματος από τη μετέπειτα ελληνική ιστοριογραφία και αποτέλεσε τη μήτρα μέσα από την οποία αναδύθηκαν, αντιγράφοντας το ένα το άλλο, τα έργα των μεταγενέστερων ιστοριογράφων.
Με εξαιρετικά πλούσια ιδεολογική αποσκευή, ο ευαίσθητος όρος «σταυροφορία» εμφανίζεται δίσημος στην ευρωπαϊκή και ελληνική ιστοριογραφία.
Για τον Ευρωπαίο ο σταυροφόρος, φορέας της ευσέβειας, συμμετέχει σε έργο θείο που αποβλέπει στην υπεράσπιση της χριστιανικής πίστης και στην εξάπλωση του χριστιανισμού. Για τον Ρωμιό ο σταυροφόρος, κομιστής του όπλου και της υποκρισίας, συμμετέχει σε πολεμική επιχείρηση που αποβλέπει στο κέρδος και στη ληστεία. Η ίδια δισημία επόμενο είναι να παρατηρείται στην αντιμετώπιση της τέταρτης σταυροφορίας. Στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία προβάλλονται συνήθως ο στόχος της απελευθέρωσης των Αγίων Τόπων και το αίτημα του Αλεξίου Αγγέλου στους σταυροφόρους για βοήθεια στην αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο του Βυζαντίου, ενώ ελαχιστοποιείται η πράξη της λεηλασίας της βυζαντινής πρωτεύουσας. Σύμφωνα με τη νεότερη δυτική οπτική, η σταυροφορία έδωσε στα δύο μέρη της χριστιανοσύνης, το ανατολικό και το δυτικό, τη δυνατότητα της συνεπαφής και της αλληλογνωριμίας.
Η μεταφορά και η διασπορά έργων βυζαντινής τέχνης στις ευρωπαϊκές χώρες, που πραγματοποιήθηκε με το πρόσχημα της «ιεράς κλοπής», υπήρξε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να γνωρίσει ο δυτικός κόσμος από κοντά και να εκτιμήσει την αξία της βυζαντινής καλλιτεχνικής παράδοσης.
Η τέταρτη σταυροφορία δεν προξένησε μόνο βαθιές λαβωματιές στην καρδιά της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Προκάλεσε ιδεολογικές ζυμώσεις που κατέληξαν με την πάροδο του χρόνου στη γένεση του νεότερου ελληνισμού.
Μια τέτοια ανάγνωση της τέταρτης σταυροφορίας συντελείται κατά τον 19ο αιώνα και εγγράφεται στις εθνοκεντρικές αντιλήψεις της εποχής.
Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος επιγράφει το κεφάλαιο που ακολουθεί την εξιστόρηση της τέταρτης σταυροφορίας «Νεοελληνισμός», ενώ ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επισημαίνει ότι με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους «ο μεσαιωνικός ελληνισμός ετελείωσε το κύριον αυτού στάδιον... πρωταγωνιστεί όμως εφεξής ο ελληνισμός ο νεώτερος».
Με την εισβολή των Φράγκων και Βενετών στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκαν πράγματι νέες συνθήκες και νέες ανάγκες που υποχρέωσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς να ανασυνταχθούν και να αναπτύξουν συνείδηση εθνικής οντότητας. Βεβαίως, η διεργασία εθνικής συνειδητοποίησης ανιχνεύεται ήδη πολύ πριν από την τέταρτη σταυροφορική επιχείρηση. Αλλά ύστερα από τη σταυροφορία του 1204 οι Ελληνες, ζώντας σε περίοδο κοινωνικών αναστατώσεων και σφοδρών ιδεολογικών συγκρούσεων και αντιμετωπίζοντας την πίεση να αφομοιωθούν από τους ξένους, παρουσίασαν εθνική συνοχή και εκδήλωσαν ροπές αντίστασης.
Μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους, νέα πολιτικά μορφώματα με ευδιάκριτα στοιχεία εθνικού χαρακτήρα έκαναν την εμφάνισή τους στην ιστορική σκηνή. Το κράτος της Νίκαιας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το Δεσποτάτο του Μορέως στηρίχθηκαν σε ντόπιες δυνάμεις με αδιαμφισβήτητη πλέον πολιτισμική και φυλετική συνέχεια.
Η ιδέα της οικουμενικότητας εγκαταλείπεται και το εθνικό όνομα «Έλλην» με τα παράγωγά του αναβιώνει, ξανακερδίζοντας στη χρήση το χαμένο έδαφος. Ξεχωριστό κοινωνικό κλίμα παρουσιάζουν οι περιοχές που βρέθηκαν μετά την τέταρτη σταυροφορία κάτω από φραγκική ή βενετική κυριαρχία. Εκεί η ιστορική συγκυρία, με τις μεγάλες αλλαγές που έφερε η ξένη κατοχή, ευνόησε την ανάπτυξη μεταξύ των κοινωνικών ομάδων συνεκτικών δεσμών και αυτοσυνείδησης.
Εκτός από τη θρησκεία και τη γλώσσα που συνιστούσαν βασικά στοιχεία της ενότητας του λατινοκρατούμενου ελληνισμού, συνδετικό κρίκο των πληθυσμών της ελληνολατινικής Ρωμανίας αποτελούσαν τα «συνήθεια» του τόπου.
Η σημασία της τέταρτης σταυροφορίας για τις τύχες τόσο της Ευρώπης όσο και του ελληνισμού είναι τεράστια. Αντιπροσωπευτικές μάζες των ευρωπαϊκών λαών ήρθαν σε άμεση επικοινωνία, έστω και συγκρουσιακή, με την Ανατολή και επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την επέκτασή τους στα εδάφη της βυζαντινής επικράτειας. Ενας νέος κόσμος άρχισε να παράγεται στη Δύση που μέσα από ποικίλες ανακατατάξεις θα πλάσει στους κατοπινούς αιώνες το πρόσωπο της Ευρώπης.
Οι Ελληνες, από την άλλη μεριά, υποχρεωμένοι να επιβιώσουν σε νέα κοινωνικά και πολιτικά σχήματα, αναπτύσσουν, αν και χωρίς ακόμη ιδεολογική διαύγεια, συνείδηση της ελληνικής ενότητας και προβάλλουν στοιχεία της ταυτότητάς τους που τους βοηθούν να διαφοροποιούνται ή και να εναντιώνονται στους ξένους κατακτητές. Σπέρματα της ελληνικής εθνικής ιδέας βρίσκονται στο επίκεντρο των ιδεολογικών εκείνων συμπεριφορών που θα οδηγήσουν αργότερα στην αποκρυστάλλωση της εθνικής συνείδησης.
Η κυρία Χρύσα Μαλτέζου είναι καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας.