Μπουμπουλίδης, Φ.Κ. 1967. Διέγησις τῆς Φουμιστῆς
Βενετίας. Ἀθηνᾶ 69. 181-190. Περίπου του 1450. Εκδοτικό σημείωμα: Carminis fragmentum edidi e codice Vindobonensi. suspicor autem ipsum poetam numquam ad finem perduxisse: etenim balbutientem homunculum verba revera defecisse videntur. (Εξέδωσα το σπάραγμα από το Βιεννέζικο κώδικα· αλλά υποψιάζομαι πως ο ίδιος ο ποιητής δεν το αποτελείωσε ποτέ: πρόκειτο μάλλον για ένα τραυλό ανθρωπάριο που παράτησε μάλιστα τα λόγια του στη μέση.) Wagner, W. 1874. Carmina Graeca Medii Aevi. Λειψία: Teubner. 221-223. |
Ἐδὰ συνάξου, λογισμὲ καὶ λεπτινέ μου γνῶσι, καὶ ῾μίλειε, γλῶσσα, φρόνιμα, καὶ ὁ νοῦς μου ἂς θεμελιώσῃ. Ἐδὰ ἂς σμίξωμεν οἱ τρεῖς, ἀληθινὰ ἂς ῾μιλοῦμε, εὐγενικὰ ἂς τὸ γράψωμε ἢ φρόνιμα ἂς τὸ ποῦμε. Βλέπετε μὴ ἀσκοντάψωμε καὶ καταδικαστοῦμε. Ἀφῆτε, πόνοι τοῦ κορμίου, τὰ χείλη νὰ λαλέσουν, τὴν Βενετίαν τὴν φουμιστέν, ὡς εἶδα, νὰ ῾παινέσω, τὴν ἱστοροζουγράφιστην, παράξενα κτισμένη. Νερά ῾ναι τὰ θεμέλια της καὶ αὐτὴ σιδερωμένη. ῾Πεικάζω οὐδὲν εὑρίσκεται χώρα νὰ τὴν ὁμοιάζῃ, ἴτις πολλὰ παράξενη πλούσια νὰ τὴν ταιριάζῃ, διατὶ ἔναι βρύσι ἀφύρατος, πλατὺ ἀναδενδράδιν, καὶ μάννα μὲ τοὺς ἄρχοντες καὶ δροσερὸν λιβάδιν. Ἡ πλάτζα της μ᾿ ἐσκότισεν ἀρχὴν ὅταν τὴν εἶδα. Πολλά ῾τον μέγας καὶ ῾ψηλὸς καὶ ῾πεικασμένος ἄρχος, ὁπού ῾δωσεν καὶ τὴν βουλὴν κ᾿ ἐκτίστη ὁ Ἅγιος Μᾶρκος. Τὰ τέσσερα ἄλογα ἔφριξα τῆς Πόλης καμωμένα, ἐκεῖνα τὰ παράξενα τὰ ῾μορφοκαμωμένα, πῶς στέκονται ἀπανωθεὸς ῾ς τὴν πόρταν φορτωμένα, καὶ φαίνεταί σε πιλαλοῦν τὰ παρδοφουμισμένα. Ἀπανωθεός των ἐκεινῶν στέκονται οἱ Προφῆται. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ τὸ φοῦμος τῶν Προφέτων, τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν χρυσόν, τὴν εὐμορφίαν τῶν λεόντων. Ἀπανωθεός των στέκονται οἱ τρεῖς οἱ ἀδελφοί του, οἱ ἄλλοι Εὐαγγελισταί, οἱ συνομέλικοί του. ῾Σ πρῶτον καντούνιν στέκεται ἡ πρώτη χαρὰ τοῦ κόσμου, ὁ πρῶτος ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ ἐλευθερία τοῦ κόσμου·. Πῶς γονατίζει ἡ Δέσποινα, τοῦ Ἀδὰμ ἡ σωτηρία, καὶ λέγει την ὁ ἄγγελος τὸ «Χαῖρε, ἡ Μαρία»! Καὶ πρὸς τὰ πλάγια καὶ παντοῦ στέκονται οἱ Ἀποστόλοι, μαρμαροκουβουκλοσκέπαστοι καὶ μαρμαροκτισμένοι. Χαρτία κρατοῦν ῾ς τὰ χέρια τους οἱ θαυμαστοὶ Ἀποστόλοι καὶ κατωθεός των ἐκεινῶν ἄνθρωποι ἐγυμνωμένοι βαστοῦν τὴν στράταν τοῦ νεροῦ ῾ς τὸν ὦμον φορτωμένη. Ἀπότης τὰ ῾ξω εἶδά τα ἐμπέκα καὶ ἀπὸ μέσα· τὸν πάτον εἶδα κ᾿ ἔφριξα τὰ πλάγια πῶς τὰ ῾στέσαν καὶ τὸ κουβουκλοσκέπαστον τὸ πῶς τὸ κουβουκλώσαν. Τότε δεξιά μου ἐγύρισα, τὴν σκάλαν ἀνεβαίνω εἰς τὸ παλάτιν τὸ χρυσὸν τ᾿ ὀμορφοκαμωμένο, ὁπού ῾κτισεν ἡ φρόνεσις κ᾿ ἔναι χαριτωμένον. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ θρονὶν τὸ πλουμισμένον, τὸ ποῖον θρονὶν καθέζεται ντοῦζες τῆς Βενετίας. Ἀπανωθεός του στέκεται κυρὰ ζωγραφισμένη· σπαθὶν κρατεῖ ῾ς τὴν χέραν της ῾ς τὴν ἄλλη της τὸ ζύγιν, νὰ φοβερίζῃ τὸ σπαθίν, ἄδολα νὰ ἡμεράζη. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ ἐκείνα τὰ παγκάλια, ὁποὺ καθέζονται οἱ ἄρχοντες, τὰ φρόνιμα κεφάλια, νὰ δώσουν λόγον καὶ βουλὴν καὶ φρόνεσιν καὶ τάξιν, τὸν λόγον νὰ ἡμεράζουσιν καὶ τάξιν νὰ τὸ λέγουν. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ τὸν πόλεμον τὸν μέγαν, τὸν ἔδωσεν, ὡς βλέπομεν, ρῆγας ὁ Μπαρμπαρέτος, κ᾿ ἐμπῆκε τότε, λέγουσιν, αὐτίκα εἰς τὴν Ρώμην. Τότε κάτου ἐκατέβηκα, τὴν λότζαν ἐσυντέρουν τὴν μαρμαροθεμέλιωτην τὸ πῶς ἦτον τριγύρου. ῾Σ πρῶτον καντούνιν στέκομαι καὶ θαύμασμαν ἐβλέπω· ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ τὸν Νῶε βυθισμένον, ὁποὺ τὸν εἶχεν τὸ κρασὶν πολλὰ σφικτὰ δεμένον. Ὁ εἷς του υἱὸς τὸν ῾σκέπαζεν ὡς εἶδεν κ᾿ ἐλυπεῖτον, ὁ ἄλλος τὸν ἐμάλλωνε καὶ δείχνει καὶ τὸν ἄλλο. ῾Σ τὸν δεύτερον τὸν ρούκουνα τὸ εἶδα ἐθλίβηκά το, Ἀδὰμ καὶ Εὔα στέκονται ἔξω ξεγυμνωμένοι, ὁπού ῾χαν τὸν Παράδεισον κ᾿ ἐβγέκασιν θλιμμένοι. ῾Σ τὴν μέσην ἔχουν τὸ δενδρόν, τὸ φίδι ἔναι ζωσμένον, ποὺ τοὺς ἀναθεμάτισε τὸ ἀναθεματισμένον. Ἀπανωθεός των στέκεται ἄγγελος στρατιώτης· ρομφαία κρατεῖ ῾ς τὴν χέραν του, ῾ς στὴν ἄλλην του κοντάκιν, καὶ γράφει τὴν ἐξώρισιν τοῦ πρωτοπλάστου ἀνθρώπου. Ἀπανωθεός των ἐκεινῶν στέκεται ἄνθρωπος ἄλλος· τὸ Καλημέρα λέγει γάρ, τὸ Καλημέρα ῾λάλει· τὸ Καλημέρα μ᾿ ἔλεγε καὶ σύρνει μ᾿ ἐκ τὴν χέρα· ἐκεῖ ῾πάγει καὶ στένει με ῾ς τὸν ρούκουνα τὸν τρίτον. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ τὸ φοῦμος τῶν Προφέτων, τὸν Σολομὸν γὰρ τὸν σοφὸν κ᾿ ἐκάθετον ῾ς τὸν θρόνον, μὲ στέμμαν τὸ βασιλικὸν ὡς ἦτον εἰς τὸν κόσμον. Ὀμπρὸς ὁ καπετάνιος ῾τον καὶ κρίσιν ἐπολέμα· βρέφος κρατεῖ ῾ς τὴν χέραν του θέλει νὰ τ᾿ ἀφανίσῃ, ἀνασηκώνει τὸ σπαθίν, δείχνει διὰ νὰ τὸ χάσῃ. Γυναῖκες ἔξω στέκονται, τὴν κρίσιν ἀναμένουν καὶ τὸ παιδίν τους βλέπουσιν ζητοῦν ῾λεημοσύνην. Ἀντίκρυτά των στέκονται τέσσερις ῾ματωμένοι καὶ τότε δίνουν τὴν βουλὴν τὸ ποῦ νὰ πᾶν νὰ κλέψουν κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπολιθώθησαν κ᾿ ἐγίνησαν ὡς λίθοι. Ἀνεντρανίζω καὶ θωρῶ τοὺς ἄρχοντες ἐκείνους, τὰ φρόνιμα καὶ φουμιστά, ἐξάκουστα κεφάλια. Τὲς βάρκες ἔχουν ἄλογα καὶ τὰ κανάλια στράτες. |